ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 9(3)(γ) ΤΟΥ Ν.33/1964
ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ
(Αίτηση Αρ.30/2025)
17 Νοεμβρίου 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
Αναφορικά με την Αίτηση της Scanalloys Ltd
Αναφορικά με νομικά θέματα που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση Ε169/2022, ημερομηνίας 4.6.2025, Πολιτική Δικαιοδοσία
Μεταξύ:
Gennadii Bakotin,
Εφεσείων,
ν.
Scanalloys Ltd,
Εφεσίβλητης
_____________________
Καραμανώλης & Καραμανώλης Δ.Ε.Π.Ε., για την Αιτήτρια.
Ανδρέας Γιωρκάτζης Δ.Ε.Π.Ε., για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.
_____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η Αιτήτρια, εφεσίβλητη στην αναφερόμενη στον τίτλο πολιτική έφεση καταχώρισε την παρούσα Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενη άδεια για να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2024,[1] οι Νόμοι.
Η Αιτήτρια, έχοντας εξασφαλίσει την 1.6.2021 διάταγμα σφράγισης, καταχώρισε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον του Καθ’ ου η Αίτηση, κατοίκου Ρωσίας, για αποζημιώσεις, για ζημιές που κατ’ ισχυρισμό υπέστη, συνεπεία της έκδοσης και διατήρησης σε ισχύ, απαγορευτικού διατάγματος που είχε εκδοθεί κατόπιν δικής του αίτησης σε άλλη αγωγή, επίσης του Ε. Δ. Λάρνακας, στην οποία ο Καθ’ ου η Αίτηση είχε καταχωρίσει ανταπαίτηση. Το διάταγμα ακυρώθηκε στη συνέχεια, αφού διαπιστώθηκε ότι είχε εκδοθεί επί ανεπαρκών λόγων. Η Αιτήτρια δεν ήταν μέρος στην αγωγή εκείνη. Στις 29.9.2021, στο πλαίσιο της αγωγής της, η Αιτήτρια εξασφάλισε νέο διάταγμα, για υποκατάστατη επίδοση της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας στον Καθ’ ου η Αίτηση.
Ο Καθ’ ου η Αίτηση επιδίωξε τον παραμερισμό τόσο του διατάγματος σφράγισης, όσο και του διατάγματος για την επίδοση της αγωγής εκτός δικαιοδοσίας, όμως η αίτηση του απορρίφθηκε πρωτοδίκως, με απόφαση ημερ.1.9.2022.[2] Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίστηκε από το Εφετείο, με την αναφερόμενη στον τίτλο πολιτική έφεση, το οποίο και εξέδωσε διατάγματα παραμερισμού τόσο του διατάγματος σφράγισης, όσο και του διατάγματος για την επίδοση της αγωγής, την οποία και απέρριψε.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη σχετική νομολογία (Ans Secretaries Ltd v. Orianda Management FZ LLC κ.ά. (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1348) σύμφωνα με την οποία, εφόσον ο Καθ’ ου η Αίτηση διέμενε εκτός Κύπρου, μόνο μετά από άδεια του Δικαστηρίου, δυνάμει της Δ.6, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, θα μπορούσε να είχε υποβληθεί στη δικαιοδοσία των κυπριακών Δικαστηρίων. Διαπίστωσε, περαιτέρω, ότι η αξίωση της Αιτήτριας, βασισμένη στις πρόνοιες του άρθρου 32(3) των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως (Αρ.2) του 2024,[3] για συντομία ο Ν.14/1960, δεν ενέπιπτε σε καμιά από τις υποπαραγράφους (a) μέχρι (h) της Δ.6, θ.1, ωστόσο, όπως ανέφερε: «Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη περίπτωση δεν εμπίπτει στις αριθμημένες περιπτώσεις της Δ.6, θ.1 δεν σημαίνει ότι κακώς εκδόθηκαν τα διατάγματα», για να καταλήξει ότι «η ακύρωση των διαταγμάτων σφράγισης και επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, θα οδηγούσε στο παράλογο αποτέλεσμα κυπριακή εταιρεία με αναγνωρισμένο από το Ν.14/1960 αγώγιμο δικαίωμα, για γεγονότα που εξελίχθηκαν στην Κύπρο, να μην μπορεί να το προωθήσει στο Δικαστήριο». Στήριξε την κατάληξη του στη θέση ότι σύμφωνα με την «Αγγλική Πρακτική», σε ορισμένες περιπτώσεις, επιτρέπεται η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ακόμη και εκεί που δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αγγλικής διαταγής 11, θεσμός 1, που είναι πανομοιότυπη με τη Δ.6, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.
Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η πρωτόδικη κρίση αντιστρατευόταν τα νομολογηθέντα στην Ans Secretaries Ltd και ήταν εσφαλμένη. Παρέθεσε σχετικό απόσπασμα από την απόφαση, όπου είχε αναφερθεί (σελ.1367) ότι:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, οι πρόνοιες της Δ.6 θ.1 που αφορούν στην επίδοση εκτός δικαιοδοσίας είναι ουσιαστικότατες. Δεν αποτελούν απλό διαδικαστικό θέμα που αφορά μόνο την επίδοση, αλλά συνδέονται με την ανάληψη δικαιοδοσίας ή καλύτερα με την επέκταση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου ώστε να καλύπτει και εναγομένους που βρίσκονται εκτός Κύπρου, νοουμένου βέβαια ότι τηρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στη Δ.6 θ.1. Στην υπόθεση Philippou v. Philippou a.o., ανωτέρω,[4] το Ανώτατο Δικαστήριο εξήγησε τη διασύνδεση της πράξης της επίδοσης με την ανάληψη δικαιοδοσίας. Όπως αναφέρθηκε:-
“The Court can exercise jurisdiction only when the writ of summons is served on the defendant within the jurisdiction or by the "assumed" jurisdiction which gave the Courts a discretionary circumscribed power to summon absent defendants whether Cypriots or foreign. The service of the writ or summons was something equivalent thereto. The summons is essential as the foundation of the Court's jurisdiction. When a writ cannot legally be served upon a defendant, the Court can exercise no jurisdiction over him. Jurisdiction, according to the English Law and the system of law obtaining in this country, is based on the act of personal service. It is far otherwise in other systems where service is in no sense a foundation of jurisdiction, but merely a sine qua non before effective action is allowed. Now service being the foundation of jurisdiction, it follows that that service naturally and normally would be service within the jurisdiction. But there is an exception to this normal rule, and that is service out of the jurisdiction. This, however, is not allowed as a right but is granted in the discretion of the Judge as a privilege, and the rule in question here prescribes the limits within which that discretion should be exercised—See Johnson v. Taylor Bras. and Company Ltd., [1920] A. C. 144).”
Όπου υπάρχουν και εναγόμενοι εκτός Κύπρου, μόνο μετά από εξασφάλιση άδειας του δικαστηρίου δυνάμει της Δ.6 θ.1, μπορούν να υποβληθούν στη δικαιοδοσία των κυπριακών δικαστηρίων. Μόνο μετά από τέτοια άδεια είναι δυνατή στη συνέχεια η υποκατάστατη επίδοση του κλητηρίου εντάλματος σε αυτούς (βλ. Φραγκέσκου κ.ά. ν. Γρηγορίου, ανωτέρω[5]).»
Στην Αίτηση, καταγράφονται τρία Νομικά Θέματα.
Το πρώτο Νομικό Θέμα διατυπώνεται ως εξής:
«Κατά πόσο τα Κυπριακά Δικαστήρια μπορούν να αντλήσουν δικαιοδοσία από νομοθετική διάταξη, ήτοι το άρθρο 32(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου Ν.14/1960 ή/και το άρθρο 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ.6), και όχι μόνο από τη Δ.6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας σε σχέση με αγωγή κατά κατοίκου τρίτης χώρας για αποζημιώσεις για ζημία που προκλήθηκε από προσωρινό διάταγμα κυπριακού δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά από αίτηση του και προς όφελος του επί ανεπαρκών λόγων.»
Το πρώτο Νομικό Θέμα αναφέρεται σε δικαιοδοσία. Ασφαλώς και τα κυπριακά Δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν αξίωση η οποία εδράζεται στο άρθρο 32(3) του Ν.14/1960. Το ζήτημα που απασχόλησε στην υπόθεση, εξετάζοντας την αίτηση παραμερισμού, πρωτόδικα και κατ’ έφεση, ήταν κατά πόσο θα μπορούσε να διαταχτεί όπως το κλητήριο ένταλμα επιδοθεί στον Καθ’ ου η Αίτηση στη Ρωσία. Αυτό ήταν το ερώτημα που είχε να απαντήσει και το Δικαστήριο που εξέδωσε το διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση, αλλά και προηγουμένως, για να αποφασιστεί κατά πόσο θα παραχωρείτο η άδεια σφράγισης του κλητηρίου εντάλματος.
Επαναλαμβάνουμε την αναφορά στην Philippou ότι όταν ένα κλητήριο ένταλμα δεν μπορεί νόμιμα να επιδοθεί σε ένα εναγόμενο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει επί αυτού δικαιοδοσία («When a writ cannot legally be served upon a defendant, the Court can exercise no jurisdiction over him.»). Δεν είναι, επομένως, ζήτημα δικαιοδοσίας στην έννοια της αρμοδιότητας, αλλά κατά πόσο ο εναγόμενος μπορεί να υπαχθεί στη δικαιοδοσία των κυπριακών Δικαστηρίων. Δεν εγείρεται κανένα ζήτημα ερμηνείας του άρθρου 32(3) του Ν.14/1960.
Το πρώτο Νομικό Θέμα καταλήγει ουσιαστικά να είναι κατά πόσο μπορεί να διαταχτεί επίδοση σε εναγόμενο εκτός Κύπρου εκτός του πλαισίου της Δ.6, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, εν προκειμένω, με έρεισμα τις διατάξεις του άρθρου 3 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.6.
Το άρθρο 3 του Κεφ.6, όπως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή πριν την τροποποίηση του από τον περί Πολιτικής Δικονοµίας (Τροποποιητικό) Νόµο του 2023, Ν.115(Ι)/2023,[6] προέβλεπε ότι:
«Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως επιδοθεί κλητήριο ένταλµα εκτός της Δηµοκρατίας όταν κρίνει, ότι η βάση της αγωγής προέκυψε από παράβαση ή κατ’ ισχυρισµό παράβαση στη Δηµοκρατία σύµβασης που συνάφθηκε οπουδήποτε ή σε σχέση µε περιουσία που υπόκειται στους Νόµους της Δηµοκρατίας ή ότι η βάση της αγωγής προέκυψε στη Δηµοκρατία, και ότι σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω, η αγωγή είναι αγωγή η οποία δεν δύναται να εκδικαστεί αλλού παρά µόνο στη Δηµοκρατία ή δύναται να εκδικαστεί ευχερέστερα στη Δηµοκρατία παρά αλλού».
Σύμφωνα με την Αίτηση, το Νομικό Θέμα συναρτάται με τη ανάγκη ορθής ερμηνείας του άρθρου 3 του Κεφ.6 και της Δ.6, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Παράλληλα, αναφέρεται, επηρεάζει «αντίστοιχες αγωγές που εκκρεμούν» και ως εκ τούτου υπάρχει μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος και γενικής δημόσιας σημασίας. Γίνεται ακόμη αναφορά σε συνοχή του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου,[7] χωρίς ωστόσο να αναφέρονται αυτές οι αποφάσεις.
Σημειώνουμε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας έχουν αντικατασταθεί από τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2023, και εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με υποθέσεις που εκκρεμούσαν πριν την εισαγωγή των νέων Κανονισμών (Καν.60.1(2)), ενώ το άρθρο 3 του Κεφ.6 του οποίου η ερμηνεία ζητείται, έχει αντικατασταθεί με το Ν.115(Ι)/2023.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 3 του Κεφ.6 πουθενά δεν αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση. Ούτε και στην πρωτόδικη απόφαση. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε βασιστεί σε «Αγγλική Πρακτική» η οποία, όπως θεώρησε, μπορούσε να εφαρμοστεί στην Κύπρο. Αυτό που τώρα προσπαθεί η Αιτήτρια, είναι να διασώσει τη διαταγή σφράγισης και τη διαταγή επίδοσης της αγωγής της σε μια νέα βάση, η οποία δεν έτυχε εξέτασης πρωτόδικα, αλλά, το σημαντικότερο, ούτε και από το Εφετείο. Δεν καταχωρίστηκε αντέφεση, παρά μόνο, όπως καταγράφεται στην εφετειακή απόφαση, ο δικηγόρος της Αιτήτριας είχε εισηγηθεί κατά την αγόρευση του ότι το Εφετείο θα μπορούσε να επικυρώσει την πρωτόδικη απόφαση υιοθετώντας διαφορετικό σκεπτικό, παρότι δεν υπήρχε αντέφεση από πλευράς της Αιτήτριας. Η εισήγηση απορρίφθηκε από το Εφετείο, αξίζει όμως να σημειωθεί ότι στα δύο θέματα με τα οποία η Αιτήτρια θα ήθελε το Εφετείο να ασχοληθεί, δεν περιλαμβανόταν οιαδήποτε αναφορά στο άρθρο 3 του Κεφ.6.
Καταλήγουμε ότι ζήτημα όπως το πρώτο Νομικό Θέμα δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου.
Το δεύτερο Νομικό Θέμα διατυπώνεται ως εξής:
«Κατά πόσον απαίτηση κατά κατοίκου τρίτης χώρας για ζημία που έχει προκληθεί από διάταγμα που έχει εκδοθεί μονομερώς επί ανεπαρκών λόγων από κυπριακό δικαστήριο, εμπίπτει στις περιπτώσεις που σύμφωνα με την Δ.6 Θ.1 επιτρέπεται η επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στον εναγόμενο προς όφελος του οποίου εκδόθηκε το ακυρωθέν διάταγμα.»
Το Εφετείο δεν είχε να εξετάσει τέτοιο ζήτημα, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η αξίωση της Αιτήτριας, βασισμένη στις πρόνοιες του άρθρου 32(3) του Ν.14/1960, δεν ενέπιπτε σε καμιά από τις υποπαραγράφους (a) μέχρι (h) της Δ.6, θ.1, επιμέρους διαπίστωση που ικανοποιούσε τον Καθ’ ου η Αίτηση – Εφεσείοντα. Η Αιτήτρια δεν είχε καταχωρίσει αντέφεση, ώστε να θέσει τέτοιο ζήτημα προς εξέταση από το Εφετείο. Καταλήγουμε ότι τέτοιο ζήτημα επίσης δεν προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου.
Το τρίτο Νομικό Θέμα διατυπώνεται ως εξής:
«Κατά πόσο πρόσωπο που δεν είναι διάδικος στην αγωγή στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε προσωρινό διάταγμα, έχει αγώγιμο δικαίωμα και νομιμοποιείται στην άσκηση αγωγής για αποζημιώσεις εναντίον του Αιτητή υπέρ του οποίου εκδόθηκε το προσωρινό διάταγμα, λόγω ζημιών που έχει υποστεί από την έκδοση προσωρινού διατάγματος το οποίο στην συνέχεια ακυρώθηκε λόγω του ότι εκδόθηκε επί ανεπαρκών λόγων.»
Το Εφετείο δεν είχε να εξετάσει τέτοιο ζήτημα, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι η Αιτήτρια, παρά το ότι δεν ήταν διάδικος στην αγωγή στην οποία είχε εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα, είχε αγώγιμο δικαίωμα στη βάση του άρθρου 32(3) του Ν.14/1960 διαπίστωση που δεν είχε προσβληθεί με την έφεση.
Στη PSJC National Bank Trust, Αρ. Αίτ.20/2024, ημερ.28.1.2025, εξηγήθηκε ότι:
«Για να διαπιστωθεί ότι ένα νομικό θέμα προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, δεν είναι απαραίτητο να απετέλεσε λόγο έφεσης. Η σχετική προϋπόθεση αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου και όχι στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Εκείνο που δεν μπορεί να επιτραπεί είναι να εγείρεται, ως νομικό θέμα που προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου, ζήτημα που θα μπορούσε να αποτελέσει λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, δεν ηγέρθηκε με την ειδοποίηση έφεσης και δεν απασχόλησε το Εφετείο κατά τρόπο ώστε να συνιστά πτυχή του λόγου της εφετειακής απόφασης. Κάτι τέτοιο, εφόσον επιτρεπόταν, θα συνιστούσε δεύτερη ευκαιρία προσβολής της πρωτόδικης απόφασης, δυνατότητα που δεν καλύπτεται από τη σχετική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.»
Επομένως, ούτε αυτό το ζήτημα προκύπτει από την απόφαση του Εφετείου.
Η Αίτηση απορρίπτεται.
€2.500 έξοδα της Αίτησης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου η Αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.
Χ. Μαλαχτός, Δ.
Ι. Ιωαννίδης, Δ.
Ε. Εφραίμ, Δ.
[1] Σήμερα οι περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμοι του 1964 έως 2025.
[2] Scanalloys Ltd v. Gennadii Bakotin, Αγωγή Αρ.901/2021, ημερ.1.9.2022.
[3] «Εάv ήθελε φαvή εις τo δικαστήριov ότι oιovδήπoτε εκδoθέv ενδιάμεσο διάταγμα δυvάμει τoυ εδαφίoυ (1) εβασίσθη επί αvεπαρκώv λόγωv, ή εάν η απαίτηση του αιτητή με αίτηση του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα αποτύχει ή έχει εκδοθεί απόφαση εναντιόν του συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανεί στο δικαστήριο ότι δεν υπήρχε πιθανή βάση για την έγερση της απαίτησής του, το δικαστήριο δύναται, εάν νομίζει τούτο πρέπον, με αίτηση του διαδίκου εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα να διατάξει την καταβολή σ’ αυτόν εύλογης αποζημίωσης για τις δαπάνες και τηv βλάβηv ήτις πρoσεγέvετo εις αυτό διά της εκτελέσεως τoυ διατάγματoς.
Πληρωμή απoζημιώσεως δυvάμει τoυ εδαφίoυ τoύτoυ θα είvαι κώλυμα δι' oιαvδήπoτε αγωγήv δι' απoζημιώσεις εv σχέσει πρoς o,τιδήπoτε εγέvετo συvεπεία τoυ διατάγματoς. Και εάv τoιαύτη αγωγή έχη ήδη εγερθή τo δικαστήριov δύvαται vα διακόψη αυτήv κατά τoιoύτov τρόπov και επί τoιoύτoις όρoις, ως ήθελε θεωρήσει τoύτo πρέπov.»
[5] (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 1765.
[6] Το άρθρο 3 του Κεφ.6, όπως ισχύει σήμερα, διαλαμβάνει ότι: «Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως επιδοθεί κλητήριο ένταλμα εκτός δικαιοδοσίας, όπως η εν λόγω διαδικασία προβλέπεται στις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ή άλλως πως δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε Νόμου που ισχύει στη Δημοκρατία ή δυνάμει του ενωσιακού δικαίου ή διεθνούς συνθήκης ή οποιουδήποτε κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου».
[7] Η πρόνοια έχει τροποποιηθεί με το άρθρο 8(γ)(ii) του περί Πολιτικής Δικονοµίας (Τροποποιητικό) Νόµο του 2025, Ν.141(Ι)/2025.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο