ΑΝΤΩΝΗ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗ v. P. KISSONERGHIS HOTELS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 380/2017, 19/11/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΤΩΝΗ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗ v. P. KISSONERGHIS HOTELS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 380/2017, 19/11/2025

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

  (Πολιτική Έφεση Αρ. 380/2017)

 

    19 Νοεμβρίου, 2025

[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

ΑΝΤΩΝΗ ΣΙΒΙΤΑΝΙΔΗ

 

Εφεσείοντα

ν.

 

P. KISSONERGHIS HOTELS LTD

 

   Εφεσίβλητων

 

………………………………………..

 

Μ. Ηλία και Α. Στεφάνου (κα), για Ηλία & Ηλία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Μαργαρώνης, για Λουκαΐδου Θεοφάνους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

   ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από το Δικαστή Δαυίδ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Η εργοδότηση του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, τερματίστηκε στις 28.10.2011, λίγους μόλις μήνες μετά την πρόσληψη του δυνάμει γραπτής σύμβασης εργασίας, ορισμένου χρόνου, η οποία κάλυπτε την περίοδο από 01.07.2011 μέχρι 30.06.2013. Η ως άνω εξέλιξη οδήγησε στην καταχώρηση από την πλευρά του της  Αίτησης Αρ.173/2012 στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών – Τμήμα Πάφου (στο εξής «το πρωτόδικο Δικαστήριο»), μέσω της οποίας  διεκδικούσε διάφορες θεραπείες και ωφελήματα. 

 

Στην εξέλιξη της διαδικασίας, οι δύο πλευρές ενημέρωσαν το  πρωτόδικο Δικαστήριο ότι οι εφεσίβλητοι κατέβαλαν στον εφεσείοντα συγκεκριμένο ποσό προς πλήρη εξόφληση όλων των αξιώσεων που αφορούν τους δεδουλευμένους μισθούς και τα άλλα δικαιώματα του, για την περίοδο που πραγματικά απασχολήθηκε στην υπηρεσία τους,  ως επίσης, ποσό προς εξόφληση των δικηγορικών εξόδων του εφεσείοντα αναφορικά με τις εν λόγω αξιώσεις του.  Ταυτόχρονα, δηλώθηκε ότι διευθετήθηκε και η αξίωση του Αιτητή για οφειλόμενο ταμείο προνοίας.

 

Αποτέλεσμα της ως άνω εξέλιξης και στη βάση του παραδεκτού γεγονότος ότι ο εφεσείων εργοδοτήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση για περίοδο λιγότερη των 26 εβδομάδων, ειδικότερα για 17 εβδομάδες, ενώ με δεδομένη τη διευθέτηση όλων των αξιώσεων του που αφορούσαν τα δεδουλευμένα δικαιώματα του, οι υπόλοιπες αξιώσεις του αφορούσαν διεκδικούμενη εκ μέρους του αποζημίωση για τον τερματισμό της απασχόλησης του, με την σύμφωνη θέση  όλων των πλευρών, εκδικάστηκε κατά προτεραιότητα η προδικαστική ένσταση της εφεσίβλητης, με την οποία προβαλλόταν από την πλευρά της αναρμοδιότητα και/ή έλλειψη δικαιοδοσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδικάσει την υπόθεση και/ή τις αξιώσεις του εφεσείοντα,  οι οποίες δεν αποτελούν εργατική διαφορά.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφαση του, ημερομηνίας 21.07.2017, έκρινε πως ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων δεν συμπλήρωσε 26 εβδομάδες εργασίας στους εφεσίβλητους, στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί των αξιώσεων του που  παρέμειναν προς επίλυση στην εν λόγω διαδικασία. Αποτέλεσμα τούτου ήταν να διακόψει τη διαδικασία και να παραπέμψει την υπόθεση για εκδίκαση ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου, η οποία, αφού έλαβε αριθμό αρχείου ανάλογα προωθήθηκε. 

 

Την ως άνω κατάληξη προσβάλλει με την υπό συζήτηση έφεση η πλευρά του εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηρίζει, λανθασμένα έκρινε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει τις αξιώσεις του που παρέμειναν και ότι αρμόδιο Δικαστήριο για να τις εκδικάσει είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου στο οποίο παρέπεμψε την υπόθεση (1ος λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, προβάλλεται ότι λανθασμένα ερμήνευσε το άρθρο 3 (1) του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/67, κρίνοντας ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τις αξιώσεις που παρέμειναν και να του επιδικάσει τις αποζημιώσεις που διεκδικεί, περιλαμβανομένης της θεραπείας για επαναπρόσληψη του, επειδή η εργοδότηση του διήρκησε λιγότερο από 26 εβδομάδες (2ος λόγος Έφεσης).

 

Ως τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, ο εφεσείων προσλήφθηκε στην υπηρεσία της εφεσίβλητης την 01.07.2011, στη βάση γραπτής σύμβασης εργοδότησης, ορισμένου χρόνου, η οποία θα διαρκούσε από την 01.07.2011 μέχρι τις 30.06.2013. Μήνες μόλις μετά την εργοδότηση του, ειδικότερα στις 28.10.2011, με συνολικό χρόνο εργοδότησης του τις 17 εβδομάδες,  οι εφεσίβλητοι τερμάτισαν μονομερώς την απασχόληση του εφεσείοντα, χωρίς να του δώσουν οποιαδήποτε προειδοποίηση.  Κατά την απασχόληση του στους εφεσίβλητους, ο εφεσείων λάμβανε ως μηνιαίο, ακαθάριστο μισθό, το ποσόν των €3.500 πλέον 13ο μισθό και 14ο μισθό (1/3 του μηνιαίου μισθού).  Οι ετήσιες απολαβές του ανέρχονταν σε €46.666,67 και τα ημερομίσθια του για δύο έτη, σε €93.333,34.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραπέμποντας σε σχετική νομοθεσία και στην εξέλιξη της νομολογίας, έκρινε ότι οι εναπομείνασες αξιώσεις του εφεσείοντα εναντίον των εφεσίβλητων, οι οποίες αφορούν τον τερματισμό της απασχόλησης του, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας του, ώστε να εμπίπτουν στα πλαίσια των αυτοτελών αξιώσεων εν τη εννοία του άρθρου 12 (1) (ε) του περί Ετήσιων Αδειών µετ’ Απολαβών Νόµου,  Ν.8/1967 ως έχει τροποποιηθεί. Ως υπέδειξε, δεν αποτελούν αξιώσεις που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του εφεσείοντα, ούτε αφορούν ποσά που οφείλονται και είναι πληρωτέα ως εκ της εργοδότησης του, αλλά ποσά που αξιώνονται «εκ και λόγω του τερματισμού της απασχόλησης του».  Το γεγονός δε ότι είχε συνάψει με τους εφεσίβλητους σύμβαση ορισμένου χρόνου, αξιώνοντας αποζημιώσεις στη βάση της σύμβασης εργοδότησης του, δηλαδή απολαβές που θα ελάμβανε αν εργαζόταν μέχρι την κανονική λήξη της σύμβασης εργασίας του, δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι αυτές δεν εγείρονται από την ίδια τη σύμβαση εργοδότησης του, αλλά διεκδικούνται ενόψει του τερματισμού της απασχόλησης του. Στη συνέχεια, παραπέμποντας στις πρόνοιες του άρθρου 30 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, Ν.24/1967, αφού σημείωσε ότι οι δεν επηρεάζουν το δικαίωμα εργοδοτούμενου να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο στην περίπτωση που οι αποζημιώσεις που διεκδικεί ως τέτοιος, υπερβαίνουν τις αξιώσεις που μπορούν να διεκδικηθούν δυνάμει του Ν.24/1967, ήτοι όταν υπερβαίνουν τις απολαβές δύο ετών, υπέδειξε ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση, παρά το γεγονός ότι οι αξιώσεις του εφεσείοντα δεν υπερβαίνουν τους μισθούς δύο ετών, με δεδομένο ότι η εργοδότηση του εφεσείοντα ήταν μικρότερη των 26 εβδομάδων, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στερείτο αρμοδιότητας να εκδικάσει τις αξιώσεις του εφεσείοντα, ως αυτές παρέμεναν στην αίτηση που είχε ενώπιον του. 

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις αγορεύσεις τους υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.  Εξετάσαμε με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στα πλαίσια της παρούσας. 

 

Σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις (άρθρο 2), του περί Ετήσιων Αδειών Μετά Απολαβών Νόμου του 1967,  Ν.8/1967 :

««Εργατική ∆ιαφορά» σηµαίνει οιανδήποτε διαφοράν µεταξύ εργοδοτών και εργοδοτουµένων ή µεταξύ εργοδοτουµένων και εργοδοτουµένων, εν σχέσει προς την απασχόλησιν ή την µη απασχόλησιν ή τας συνθήκας απασχολήσεως ή τους όρους απασχολήσεως οιωνδήποτε προσώπων είτε εργοδοτουµένων υπό του εργοδότου µετά του οποίου εγείρεται η διαφορά είτε µη·»

 

Είναι γεγονός ότι με την τροποποίηση του περί Ετήσιων Αδειών Μετά Απολαβών Νόμου, Ν.8/1967, (βλ. άρθρο 2 του τροποποιητικού νόμου Ν.79(1)/1996), η επίλυση αυτοτελών αξιώσεων που αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης και εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας, εντάχθηκαν επίσης στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών. Ωστόσο, είναι σημαντική η διάκριση τους από τυχόν αγώγιμα  δικαιώματα που κατ’ ισχυρισμό πηγάζουν από τον τερματισμό μιας σύμβασης εργασίας, πλην όμως δεν βασίζονται ούτε εγείρονται από την ίδια τη σύμβαση εργασίας. Ως εναργώς υποδείχθηκε στην Toni & Guy Limassol Ltd κ.α. v. Θεοδώρου (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 496, με παραπομπή στις πρόνοιες του άρθρου 12 του Ν.8/1967, στην περίπτωση που το επίδικο ζήτημα δεν αφορά αυτή καθ’ αυτή την εργασιακή σχέση των διαδίκων, αλλά ζήτημα αθέτησης συμφωνίας, τούτο έχει ως αποτέλεσμα η επίλυση του να εμπίπτει στη δικαιοδοσία του κατά τόπο αρμόδιου Επαρχιακού Δικαστηρίου.

 

Επανερχόμενοι στην υπό συζήτηση περίπτωση, κρίνεται καθ’ όλα ορθή και πλήρως εναρμονισμένη με τη σχετική νομολογία η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του ζητήματος, ότι δηλαδή οι αξιώσεις του εφεσείοντα εναντίον των εφεσίβλητων, οι οποίες αφορούν αυτόν καθ’ αυτόν τον τερματισμό της απασχόλησης του, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αξιώσεις οι οποίες εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας του και την εργασιακή σχέση του με τους εφεσίβλητους. Δεν αφορούν δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποκρυσταλλώθηκαν κατά τη διάρκεια της εργοδότησης του.  Ούτε περιλαμβάνουν ποσά που οφείλονται ή είναι πληρωτέα ως αποτέλεσμα της εργοδότησης του.  Οι εναπομείνασες αξιώσεις, ως τούτο είναι παραδεκτό, αφορούν αποζημιώσεις συνεπεία του τερματισμού της απασχόλησής, έχοντας ως βάση την προβαλλόμενη αθέτηση της συμφωνίας εργοδότησης του από την εφεσίβλητη (βλ. Toni & Guy Limassol Ltd (ανωτέρω)).

 

Περαιτέρω, ως σωστά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή σε σχετική νομολογία (Elias Marine Consultants Ltd v. Daou, (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2780), στις περιπτώσεις παράνομου τερματισμού, η αναζήτηση δικαιοδοσίας εκ μέρους του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, θα πρέπει να εξετάζεται στο πλαίσιο των προνοιών του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου, Ν.24/1967, ο οποίος και παρέχει αποκλειστική δικαιοδοσία στο εν λόγω Δικαστήριο να αποφασίζει επί όλων των εργατικών διαφορών που αναφύονται συνεπεία της εφαρμογής του ή των σχετικών κανονισμών. Τούτο, βέβαια, ως ρητά προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 30 του ίδιου νόμου, δεν επηρεάζει το δικαίωμα  ενός εργοδοτούμενου να προσφύγει στο Επαρχιακό Δικαστήριο, στην περίπτωση που η αποζημίωση που διεκδικεί συνεπεία του τερματισμού της απασχόλησης του, υπερβαίνει αυτήν που μπορεί να  διεκδικηθεί με τον Ν.24/1967, ήτοι όταν υπερβαίνει τις απολαβές δύο ετών.  (Στυλιανίδης v. British American Insurance Co Ltd 1990 1 Α.Α.Δ. 517).

 

Το άρθρο 3 του Ν.24/1967, ρυθμίζει τα δικαιώματα εργοδοτούμενου σε αποζημιώσεις στην περίπτωση τερματισμού της απασχόλησης του, ως καθορίζονται σύμφωνα με τον πρώτο πίνακα του σχετικού νόμου, υπό την προϋπόθεση πάντα ότι ο εργοδοτούμενος έχει απασχοληθεί συνεχώς  επί 26 τουλάχιστον εβδομάδες (Kapsou v. Airliban, (1988) 1 CLR 152). Παράλληλα, το ποσό των αποζημιώσεων που έχει τη δυνατότητα να αξιώσει ο εργοδοτούμενος για παράνομο τερματισμό ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, ως έχει ήδη σημειωθεί, δεν υπερβαίνει τις αποζημιώσεις που μπορούν να διεκδικηθούν δυνάμει του Ν.24/1967, ήτοι τα ημερομίσθια δύο ετών (Σοφοκλέους v. Λαϊκή Σπορτ. Κλαπ κ.α. (1994) 1 Α.Α.Δ. 69).

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση με δεδομένο ότι η εργοδότηση του εφεσείοντα δεν διήρκησε τουλάχιστον 26 εβδομάδες, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν παρέχεται σε αυτόν δικαίωμα σε αποζημιώσεις για τερματισμό της απασχόλησης στη βάση του άρθρου 3 (1) του Ν.24/1967, καθ’ όλα ορθή (βλ. μεταξύ άλλων Kapsou v. Airliban (ανωτέρω), και Παναγιώτου v. Δ. Σ. Αρτοκουλλοροποιείον Λτδ (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 1381).

 

Ούτε η διεκδίκηση της επαναπρόσληψης, κατά τρόπο διαζευκτικό ως επισήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, θα μπορούσε να προσδώσει δικαιοδοσία στο Δικαστήριο Εργατικών  Διαφορών. Πέραν του γεγονότος ότι οι αξιώσεις του εφεσείοντα, ως παρέμειναν μετά την καταβολή διαφόρων ποσών στον ίδιο κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, ως δηλώθηκε από τα μέρη στο πρωτόδικο Δικαστήριο, αφορούσαν αποκλειστικά την καταβολή αποζημίωσης για τον τερματισμό της απασχόλησης του, ως χαρακτηριστικά τέθηκε από το Νικήτα Δ. στην Elbee Ltd (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ 1765, «το καταστάλαγμα της υπόθεσης Kapsou, ανωτέρω, είναι ότι ο εργοδοτούμενος δεν αποκτά δικαιώματα εκτός αν η απασχόληση του ξεπερνά τις 26 εβδομάδες».

 

Υπο τις περιστάσεις και προ του κινδύνου να παραμείνει άνευ δικαστικής προστασίας το δικαίωμα του εργοδοτούμενου να προωθήσει την υπόθεση του, η παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, παρουσιάζεται αιτιολογημένη.       

 

Συνακόλουθα, τόσο ο 1ος όσο και ο 2ος λόγοι Έφεσης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η υπό συζήτηση Έφεση, στο σύνολο της δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα, ύψους  €1.700-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.   

 

 

                                                                  Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                                              Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                                   Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο