ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 388/2016)
24 Νοεμβρίου 2025
[Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]
ΜΕΤΑΞΥ:
ΑΛΕΞΗ ΕΥΘΥΒΟΥΛΟΥ
Εφεσείοντα
ν.
CY WEEKLY LIMITED
Εφεσίβλητη
………………………………………..
Γ. Γεωργιάδης και Ειρ. Νικήτα (κα), για Γ. Γεωργιάδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Τριλλίδης, για Πολάκης Σαρρής & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα δοθεί από το Δικαστή Δαυίδ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΔΑΥΙΔ, Δ.: O εφεσείων, μέσω αίτησης που καταχώρησε στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (Αρ. Υπόθεσης 373/2012), διεκδικούσε από την εφεσίβλητη αποζημιώσεις για παράνομο τερματισμό απασχόλησης, μισθούς 8 εβδομάδων αντί της προειδοποίησης απόλυσης, τόκους και έξοδα. Το Δικαστήριο (στο εξής «το πρωτόδικο Δικαστήριο»), με απόφαση του, ημερομηνίας 30.09.2001, απέρριψε στο σύνολο τους τις θεραπείες που ο εφεσείων διεκδικούσε μέσω της ως άνω αίτησης.
Η ως άνω εξέλιξη, δεν άφησε ικανοποιημένο τον εφεσείοντα. Προχώρησε στην καταχώρηση της υπο συζήτηση έφεσης, προσβάλλοντας την ως άνω απόφαση με τρείς λόγους έφεσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, υποστηρίζει, προέβη σε εσφαλμένη και/η ανεπαρκή αξιολόγηση της μαρτυρίας και/ή δεν έλαβε υπόψη του ουσιώδη στοιχεία της μαρτυρίας και/ή παρερμήνευσε και/ή δεν αξιολόγησε ορθά την μαρτυρία που είχε ενώπιον του, καταλήγοντας σε συμπεράσματα που δεν προκύπτουν από τα γεγονότα που είχε ενώπιον του (1ος λόγος Έφεσης). Περαιτέρω, κατέληξε στην εκκαλούμενη απόφαση, ευρισκόμενο σε πλάνη αναφορικά με την ισχύουσα νομοθεσία και/ή νομολογία και/ή τους Ευρωπαϊκούς Κανονισμούς, ερμηνεύοντας και/η εφαρμόζοντας τους λανθασμένα (2ος λόγος Έφεσης), υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς και/ή και δεόντως, την απόφαση και τα ευρήματα του (3ος λόγος Έφεσης).
Τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση υπόθεση, αποτέλεσαν αντικείμενο αντιπαράθεσης μεταξύ των μερών. Ενώπιον που πρωτόδικου Δικαστηρίου, τέθηκαν οι διιστάμενες θέσεις των διαδίκων για την εξέλιξη τους. Για την πλευρά του εφεσείοντα, πέραν του ιδίου, κλήθηκαν και προσέφεραν τη μαρτυρία τους η Ντόρια Βαριωσιώτη, δικηγόρος στο δικηγορικό οίκο που τον εκπροσωπεί στη διαδικασία και η Βασιλική Νικολάου, Λειτουργός Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Αντίστοιχα, για την πλευρά της εφεσίβλητης κατέθεσαν από το εδώλιο του μάρτυρος, η Βαρβάρα Αργυρού, Νομική Σύμβουλος της εταιρείας Φιλελεύθερος Δημόσια Εταιρεία Λτδ και ο Γενικός Διευθυντής της εν λόγο εταιρείας, Μιχάλης Καρής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παραθέτοντας κατά τρόπο συνοπτικό την τεθείσα ενώπιον του μαρτυρία και καταγράφοντας την αξιολογική του κρίση και ανάλυση όσον αφορά την εξέλιξη των ουσιαστικών γεγονότων που περιβάλλουν την περίπτωση, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων, ένας εκ των μετόχων κατά τον ουσιώδη χρόνο της εφεσίβλητης, συμφώνησε, όπως και οι υπόλοιποι τότε μέτοχοι της, να μεταβιβάσουν τις μετοχές τους στον Χ.Ν.Π., έναντι συγκεκριμένου ανταλλάγματος. Ως η σχετική συμφωνία, ημερομηνίας 29.07.2008, ο νέος μέτοχος δεσμεύτηκε όπως συνεχίσει κανονικά την απασχόληση του υφιστάμενου προσωπικού, εξαιρούμενων των υφιστάμενων μετόχων -πωλητών, για τους οποίους γινόταν ρητή και σαφής αναφορά ότι δεν περιλαμβάνονταν στην συγκεκριμένη δέσμευση. Με δεδομένη δε την ύπαρξη της ως άνω συμφωνίας πώλησης, η εφεσίβλητη και ο εφεσείων (όπως και άλλοι μέτοχοι – πωλητές), συνήψαν σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, στην περίπτωση του εφεσείοντα τριετούς διάρκειας, στη βάση της οποίας ο εφεσείων διοριζόταν πλέον στη θέση «Συμβούλου Δημιουργικού – Επιμέλεια Ύλης». Τόσο η εν λόγω συμφωνία όσο και αυτές των άλλων μετόχων – πωλητών, επίσης ορισμένου χρόνου, έγιναν σε συνεννόηση με τον κοινό δικηγόρο του εφεσείοντα και των άλλων μετόχων – πωλητών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, απέρριψε την θέση πως η εφεσίβλητη συνέχισε να εργοδοτεί τον εφεσείοντα με τον ίδιο τρόπο όπως και πριν την ως άνω εξαγορά των μετοχών, ως επίσης ότι ο τελευταίος, πριν την εξαγορά, ενημερώθηκε από τον Χ.Ν.Π. ότι θα συνέχιζε να ασκεί τα ίδια καθήκοντα που προηγουμένως ασκούσε και ότι η σύμβαση εργοδότησης του, ορισμένου χρόνου, θα ανανεωνόταν και μετά το πέρας των τριών χρόνων. Υποδεικνύοντας ότι ο εφεσείοντας δεν αποστερήθηκε της απασχόλησης του χωρίς την θέληση του και σημειώνοντας ότι σε δύο περιπτώσεις υπέγραψε και παρέδωσε επιστολή παραίτησης με ημερομηνία 30.07.2011, κατέληξε πως, «… ούτε απολύθηκε από την εργασία του, ούτε εξαναγκάστηκε σε αποχώρηση, αλλά ούτε βέβαια κηρύχθηκε ως πλεονάζον προσωπικό». Απορρίπτοντας δε σχετικούς ισχυρισμούς περί κακοπιστίας και καταχρηστικής άσκησης της εξουσίας που κατείχαν οι εφεσίβλητοι, υπέδειξε πως τίποτα δεν τέθηκε υπόψη του που να καταδεικνύει κακόβουλη πρόθεση εκ μέρους των τελευταίων.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τα περιγράμματα αγορεύσεων που ετοίμασαν, υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους.
Εξετάσαμε με προσοχή τις αναφορές, τις τοποθετήσεις, τα επιχειρήματα και εισηγήσεις των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται και μπορούν να απασχολήσουν στο πλαίσιο έφεσης ως η υπό συζήτηση.
Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, δύνανται ασφαλώς να αμφισβητηθούν με το ένδικο μέσο της Έφεσης. Ωστόσο, κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί ότι απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, υπόκειται σε Έφεση μόνο για νομικά σημεία. Τα ευρήματα του Δικαστηρίου επί των γεγονότων, λαμβάνονται ως δεδομένα (άρθρο 12 του περί Ετησίων Μετά Απολαβών Νόμου του 1967, Ν8/1967 ως τροποποιήθηκε, Spinneys Cyprus Ltd v. Χρίστου κ.α. 2004 1 Α.Α.Δ. 1833, Kallinika Developing Limited v. Γεωργίου και Άλλης, Πολ. Έφεση Αρ.383/14, ημερομηνίας 12.10.21, ECLI:CY:AD:2021:A451 και Ermes Department Store PLC v. ΧΧΧ Κωνσταντίνου, Πολ. Έφεση Αρ.307/2014, ECLI:CY:AD:2022:A107, ημερομηνίας 16.03.2022).
Με δεδομένο ότι τόσο ο 1ος όσο και ο 3ος λόγοι Έφεσης, άπτονται της αξιολόγησης της τεθείσας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρίας, της αιτιολόγησης της απόφασης και της κατάληξης σε συγκριμένα συμπεράσματα και ευρήματα του Δικαστηρίου όσον αφορά τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπο συζήτηση περίπτωση, χωρίς ταυτόχρονα να αναδεικνύουν νομικά σημεία ικανά να αποτελέσουν αφετηρία για εφετειακή επέμβαση προς ανατροπή των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσαν να απασχολήσουν στα πλαίσια της παρούσας. Άλλωστε, τίποτα δεν έχει τεθεί υπόψη του Δικαστηρίου, δυνάμενο να καταδείξει ότι η τεθείσα υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία και στοιχεία, σταθμίστηκαν και προσεγγίστηκαν από το τελευταίο, εκτός των καλά καθιερωμένων νομικών αρχών.
Ως εκ τούτου τόσον ο 1ος όσο και ο 3ος λόγοι Έφεσης αποτυγχάνουν και απορρίπτονται.
Στρέφοντας την προσοχή στον εναπομείναντα 2ο λόγο Έφεσης, εντοπίζεται ότι η σχετική επιχειρηματολογία του εφεσείοντα, εστιάζεται στην εισήγηση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τις αρχές της νομολογίας περί εγκατάλειψης ή απεμπόλησης δικαιωμάτων εκ μέρους του εφεσείοντα, αφού η επιστολή παραίτησης του και, συνακόλουθα, η αποποίηση των δικαιωμάτων του, δεν ήταν ποτέ επιλογή του και προϊόν ενήμερης συγκατάθεσης, αλλά το αποτέλεσμα ψευδών παραστάσεων και διαβεβαιώσεων της εφεσίβλητης ότι επρόκειτο περί τυπικής διαδικασίας. Προβάλλεται, επίσης, πως παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν και μέτοχος της εφεσίβλητης, δεν στερείτο της προστασίας που παρέχει στους εργοδοτούμενους ο νόμος περί της Διατήρησης και Διασφάλισης των Δικαιωµάτων των Εργοδοτουµένων κατά τη Μεταβίβαση Επιχειρήσεων, Εγκαταστάσεων ή Τµηµάτων Επιχειρήσεων ή Εγκαταστάσεων, Ν 104(Ι)/2000. Παράλληλα, υποδεικνύεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ευρισκόμενο σε πλάνη και ερμηνεύοντας εσφαλμένα τον περί Εργοδοτουµένων µε Εργασία Ορισμένου Χρόνου (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) νόμο, Ν.98(Ι)/2002, κατέληξε πως η σύμβαση εργοδότησης του εφεσείοντα από το 2008 μέχρι το 2011, ήταν ορισμένου και όχι αορίστου χρόνου.
Ευθύς εξ’ αρχής θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην έκταση που η προώθηση του συγκεκριμένου λόγου έφεσης, όχι μόνο αποκαλύπτει αμφισβήτηση των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την εξέλιξη των γεγονότων αλλά και εδράζεται σε αυτά, αποτελούν ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να απασχολήσουν στο πλαίσιο της παρούσας. Για παράδειγμα, η υποστύλωση της σχετικής επιχειρηματολογίας, μέσω της θέσης ότι προηγήθηκαν ψευδείς παραστάσεις εκ μέρους της εφεσίβλητης ή ακόμα, ότι η επιστολή παραίτησης του εφεσείοντα δεν ήταν προϊόν δικής του, ελεύθερης επιλογής, αλλά το αποτέλεσμα ψευδών διαβεβαιώσεων εκ μέρους της εφεσίβλητης ότι επρόκειτο απλώς για τυπικής φύσης διαδικασία, θέσεις που ρητά έχουν απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσαν να απασχολήσουν στην παρούσα, αποτελώντας μάλιστα το υπόβαθρο για την προώθηση της σχετικής επιχειρηματολογίας. Η προβολή τους, ουσιαστικά αναδεικνύει την πρόθεση της πλευράς του εφεσείοντα, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, να συζητήσει και να αμφισβητήσει τα τελικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου επί των ουσιαστικών γεγονότων.
Στρέφοντας την προσοχή στην εισήγηση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θεώρησε πως και ο εφεσείων απολάμβανε της προστασίας που παρέχει στους εργοδοτούμενους ο Ν.104(Ι)/2000, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι με βάση την συμφωνία πώλησης των μετοχών, ημερομηνίας 27.07.2008, σε αντίθεση με όλους τους άλλους εργοδοτούμενους της εφεσίβλητης για τους οποίους συμφωνήθηκε η συνέχιση της εργοδότησης τους, για τους υφιστάμενους μετόχους – πωλητές, συμφωνήθηκε ειδικά ότι δεν ισχύει τούτο. Αυτός είναι και ο λόγος που ο εφεσείων, όπως και άλλοι μέτοχοι – πωλητές, με την συνδρομή του κοινού τους δικηγόρου, συνομολογούν νέες συμφωνίες εργοδότησης, ορισμένου χρόνου. Στην περίπτωση του εφεσείοντα, αυτή ήταν τριετούς διάρκειας, με καθήκοντα μάλιστα διαφορετικά από αυτά που είχε πριν την εξαγορά των μετοχών του, ενώ με τη λήξη της, ως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, παραιτήθηκε και αποχώρησε από την εφεσίβλητη εταιρεία οικειοθελώς και χωρίς τούτο να είναι αποτέλεσμα ψευδών διαβεβαιώσεων ή παραστάσεων από οποιοδήποτε.
Με δεδομένη την αναγνώριση εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραίτηση του εφεσείοντα ήταν οικειοθελής και όχι αποτέλεσμα οποιονδήποτε πιέσεων ή ψευδών παραστάσεων, η περαιτέρω ενασχόληση με το ζήτημα αν η σύμβαση εργοδότησης του, ημερομηνίας 01.08.2008, ήταν ορισμένου η αορίστου χρόνου, απολήγει εκ των πραγμάτων ζήτημα ουδέτερο και άνευ πρακτικής σημασίας. Την οικειοθελή παραίτηση του εφεσείοντα από την εφεσίβλητη, με ότι αυτό συνεπάγεται για τις διεκδικήσεις του στην παρούσα, δεν διαφοροποιεί εάν ο τελευταίος τελούσε σε σύμβαση ορισμένου ή αορίστου χρόνου.
Εν πάση περιπτώσει, τηλεγραφικά έστω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στη βάση όλων όσων τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το εύρημα του τελευταίου ότι η συγκεκριμένη σύμβαση, όπως και όλες οι συμβάσεις εργοδότησης των μετόχων – πωλητών μετά την εξαγορά, παρέμεινε σύμβαση ορισμένου χρόνου, δικαιολογούσαν «αντικειμενικοί λόγοι» (άρθρο 7(2) του Ν. 98(ι)/2003), ως τέθηκαν υπόψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου και υιοθετήθηκαν, όπως η εξυπηρέτηση του στόχου της «ομαλής μετάβασης και διαδοχής» στην εφεσίβλητη, όπως κατέγραφε τούτο άλλος μέτοχος – πωλητής που υπέγραψε παρόμοια σύμβαση εργοδότησης ορισμένου χρόνου.
Συνακόλουθα, ούτε ο 3ος λόγος Έφεσης μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα έξοδα, ύψους €1.700-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει.
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο