ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 160/2016
2 Δεκεμβρίου, 2025
[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, I. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Α. ΔΑΥΙΔ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΑΥΛΟΥ
Εφεσείοντας
ν.
THE CYPRUS INVESTMENT & SECURITIES CORPORATION LTD Εφεσίβλητης
ν.
ΜΑΡΙΑΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ
Εφεσίβλητης
-----------------------------
Κ. Καμένος μαζί με κ. Κ. Καμένο, για τον Εφεσείοντα
Ι. Μαλέκου (κα), για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη
Ε. Βλάχου (κα) για Πιερίδης & Πιερίδης, για την Εφεσίβλητη
.................
Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. Η παρούσα έφεση, στρέφεται κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην αγωγή αρ. 659/2008, ημερομηνίας 17.3.2016. Με αυτή, προσβάλλεται η κρίση του Δικαστηρίου ότι η εφεσίβλητη, ως ενάγουσα, είχε προσκομίσει ικανή μαρτυρία, ώστε να δικαιολογείτο η ικανοποίηση απαίτησης της εναντίον του εφεσείοντος, εναγόμενου, σε αυτή. Επίσης, η απόφαση του Δικαστηρίου προσβάλλεται στη βάση ότι, κατά τη διάρκεια της ακρόασης αλλά και στο πλαίσιο της απόφασης έγιναν αναφορές που συνιστούν παραβίαση της αρχής της δίκαιης δίκης. Συγκεκριμένα, αποδίδεται στο Δικαστήριο ότι με κάποιες αναφορές του αφήνοντο αιχμές κατά του εφεσείοντα σε σχέση με τη μαρτυρία του.
Κατ΄ αρχάς, σημειώνεται ότι η διαφορά των βασικών μερών στην αγωγή είχε ως υπόβαθρο συμφωνία την οποία αυτοί είχαν συνομολογήσει στον τομέα που δραστηριοποιείτο η εφεσίβλητη. Κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτή ασχολείτο, μεταξύ άλλων, με την αγοραπωλησία κινητών αξιών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, για λογαριασμό πελατών της. Στο πελατολόγιο της συγκαταλεγόταν και ο εφεσείων. Η εφεσίβλητη αγόραζε και πωλούσε κινητές αξίες για λογαριασμό του, στη βάση πάγιας εντολής που αυτός της είχε δώσει. Η πιο πάνω συνεργασία διήρκησε περί τα τέσσερα χρόνια, από τον Ιούλιο του 1999 μέχρι το Μάιο του 2003. Ενδιάμεσα, στις 29.8.2000, ο εφεσείων υπέγραψε συμφωνία με την οποία ανέλαβε υποχρέωση έναντι της εφεσίβλητης, να της πληρώσει με δόσεις ποσό Λ.Κ.47.415.- πλέον τόκους, που της χρωστούσε.
Επιπρόσθετα, κατά την ίδια ημερομηνία ο εφεσείων υπέγραψε πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο διόριζε την εφεσίβλητη πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του, με ευρείες εξουσίες στο συγκεκριμένο τομέα. Μεταξύ άλλων, την εξουσιοδοτούσε να αγοράζει, να πωλεί, και να ενεχυριάζει κινητές αξίες για λογαριασμό του. Η εφεσίβλητη, άσκησε τις πιο πάνω εξουσίες, με αποτέλεσμα ο εφεσείων αρχικά, να είχε κάποιο χρηματικό όφελος. Στη συνέχεια, όμως, ο λογαριασμός του κατέληξε να είναι χρεωστικός, με οφειλόμενο ποσό Λ.Κ.53.696,65.- ή το ισόποσο σε €91.700,49.-.
Η εφεσίβλητη, με την αγωγή απαίτησε την πληρωμή του πιο πάνω ποσού με τόκο προς 8% ετησίως, από την 1.1.2003 μέχρι εξοφλήσεως. Ο εφεσείων, αντέταξε διάφορες υπερασπίσεις έναντι της πιο πάνω απαίτησης, κατά το Δίκαιο των Συμβάσεων, εισηγούμενος μεταξύ άλλων, ότι κατά το χρόνο της συνομολόγησης της υπό αναφορά συμφωνίας δεν ενήργησε με την ελεύθερη βούληση του. Ισχυρίστηκε ότι τον είχε εξωθήσει προς τούτο συγκεκριμένη υπάλληλος της εφεσίβλητης, γνωστή του ιδίου, την οποία εγκάλεσε ως τριτοδιάδικο στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής. Το εκδικάσαν Δικαστήριο, αφού εξέτασε τη μαρτυρία και τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων μερών, εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα για το προαναφερθέν ποσό πλέον τόκους ενώ απέρριψε και την απαίτηση του τελευταίου κατά της τριτοδιαδίκου.
Η δυνατότητα καταχώρισης έφεσης εναντίον πρωτόδικης απόφασης προβλεπόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο που καταχωρίστηκε η συγκεκριμένη, από τη Δ.35. Ειδικά ο κ.4 αυτής, προέβλεπε ότι, η σχετική ειδοποίηση έπρεπε να αναφέρει όλους τους λόγους έφεσης παραθέτοντας πλήρως τους λόγους επί των οποίων αυτή βασιζόταν. (The notice shall also state all the grounds of appeal and set forth fully the reasons relied upon for the grounds stated.) Συμπληρωνόταν δε πως, «Μετά από κάθε λόγο έφεσης θα καταγράφεται ξεχωριστά η αιτιολογία του.». Οι πιο πάνω δύο πρόνοιες για να είχαν νόημα έπρεπε να διαβάζονται μαζί, δεδομένου ότι κάθε λόγος έφεσης έπρεπε, οπωσδήποτε, να υποστηρίζεται από σχετική αιτιολογία.
Στην προκειμένη περίπτωση να λεχθεί, εξ αρχής ότι, αμυδρά ενώ σε κάποιες περιπτώσεις και καθόλου, δεν διαπιστώνεται να υπάρχει η προαναφερθείσα σχέση μεταξύ των λόγων έφεσης και της υποτιθέμενης αιτιολογίας τους. Δεδομένης και της έκτασης που αυτοί καλύπτουν, συγκεκριμένα 37 δακτυλογραφημένες σελίδες με μικρά γράμματα και πυκνογραμμένο κείμενο, έκταση όση και η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, θα καταβληθεί προσπάθεια να εξεταστούν οι θέσεις που προκύπτουν με σαφήνεια από αυτούς.
Ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Δικαστηρίου, με πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο, εισηγείται ότι η εφεσίβλητη δεν προσκόμισε ικανή μαρτυρία προς απόδειξη της απαίτησης της. Εξειδικεύει ότι, η προσπάθεια της βασίστηκε αποκλειστικά σε έγγραφη μαρτυρία την οποία κατέθεσε συγκεκριμένος λειτουργός ο οποίος δεν είχε προσωπική γνώση των όσων είχαν λάβει χώρα κατά τον ουσιώδη χρόνο, μεταξύ της εφεσίβλητης και του εφεσείοντος. Ενώ και τα έγγραφα που κατάθεσε ως τεκμήρια, προς απόδειξη της συναλλακτικής σχέσης των μερών και της οφειλής, δεν ήταν τα πρωτότυπα, αλλά αντίγραφα, χωρίς να δοθεί και οποιαδήποτε εξήγηση, ως προς τούτο. Όσον αφορά την πρώτη εισήγηση, ανωτέρω, το Δικαστήριο στην απόφαση του διαπίστωσε και το ίδιο την απομακρυσμένη σχέση, χρονικά, του εν λόγω μάρτυρα, από το χρόνο που αυτός κατέθεσε στην ακρόαση, το 2013 με 2014. Έκανε, όμως, δεκτή την κατατεθείσα από αυτόν δέσμη εγγράφων, τα οποία δεν ήταν αντίγραφα. Ειδικά, η προαναφερθείσα συμφωνία και το πληρεξούσιο έγγραφο, ήταν τα πρωτότυπα. Υπήρχαν και άλλα πρωτότυπα έγγραφα, τα οποία δεν ήταν ίσης σημασίας με τα προαναφερθέντα, ενώ αρκετά άλλα αφορούσαν καταστάσεις που έδειχναν την κίνηση του λογαριασμού που τηρείτο από την εφεσίβλητη και παρέθεταν τις δοσοληψίες που εγίνοντο με βάση το πληρεξούσιο έγγραφο, το οποίο ο εφεσείων είχε παραχωρήσει σε αυτή. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπεδείχθη, εκ μέρος του εφεσείοντος, ποια από τα εν λόγω έγγραφα ήταν αντίγραφα και ποια πρωτότυπα.
Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, στην αιτιολογία του, επικρίνεται ο χειρισμός του Δικαστηρίου σε σχέση με μια ενδιάμεση απόφαση του, επί αιτήσεως τροποποίησης, στην οποία ο εφεσείων είχε ένσταση. Αφορούσε διόρθωση μιας ημερομηνίας και το Δικαστήριο ενέκρινε τελικώς την αίτηση, εκδίδοντας σχετικό διάταγμα. Το σημαντικό είναι ότι με τον πιο πάνω λόγο, στο σώμα του, δεν προσβάλλεται η εν λόγω ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου. Επομένως, στην πραγματικότητα, είναι άνευ αντικειμένου η σχετική αιτιολογία.
Στην έναρξη κάθε λόγου έφεσης αναφέρεται ότι, αυτός αποτελεί συνέχεια του προηγούμενου. Με δεδομένο τούτο, με το δεύτερο λόγο έφεσης, επιχειρείται η αποδόμηση της μαρτυρίας, ειδικά, του πρώτου μάρτυρος, ο οποίος κατάθεσε εκ μέρους της εφεσίβλητης και ήταν αυτός που κατάθεσε όλα τα έγγραφα ως τεκμήρια, κατά τη δίκη. Επισημαίνεται ότι αυτά έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο ως μαρτυρία, χωρίς ένσταση εκ μέρους του εφεσείοντα και όπως συμβαίνει, μιλούν από μόνα τους, καθορίζοντας τη συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων και τον τρόπο λειτουργίας της. Επομένως, ο εν λόγω μάρτυρας, εμφανώς γνώριζε, από τα εν λόγω έγγραφα, σε τι αυτή αφορούσε και πώς εξελίχθηκε, παρά την περί αντιθέτου θέση του εφεσείοντα.
Με το συγκεκριμένο λόγο έφεσης, τίθενται και άλλα επιμέρους θέματα. Κατ’ αρχάς, με δεδομένη την επίκληση από τον εφεσείοντα, στην υπεράσπιση του, ότι υπήρξε θύμα ψυχικής πίεσης από την τριτοδιάδικο λειτουργό της εφεσίβλητης, για την έναρξη και τη συνέχιση της συνεργασίας του με αυτή, τίθεται θέμα ότι, η εφεσίβλητη έφερε το βάρος να αποδείξει ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβηκε. Σχετικό είναι το άρθρο 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149. Σε αυτό προβλέπεται ότι, για να εξεταστεί κατά πόσο ένα συμβαλλόμενο μέρος πρέπει να αποδείξει ότι μια σύμβαση δεν συνομολογήθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης, πρέπει να θεωρηθεί ότι το άλλο μέρος σε αυτή, συνεπεία κάποιας σχέσης τους, ήταν επιρρεπής στη θέληση του πρώτου μέρους. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχε τέτοιο πραγματικό υπόβαθρο μεταξύ του εφεσείοντος και της τριτοδιαδίκου, ως εκ της φιλικής σχέσης που αναφέρθηκε ότι είχαν μεταξύ τους. Έπειτα, ο ίδιος ο εφεσείων είναι εγγράμματος και, μάλιστα, κατά τον ουσιώδη χρόνο, εργοδοτείτο ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια δημόσια εκπαίδευση. Επομένως, η πιο πάνω θέση εκ μέρους του, σε καμιά περίπτωση δεν ευσταθεί.
Στο πλαίσιο αμφισβήτησης των χειρισμών του Δικαστηρίου, ο εφεσείων δεν παρέλειψε να εισηγηθεί ότι, αποτελεί ουσιώδη παράλειψη, εκ μέρους της εφεσίβλητης, η μη καταχώριση απάντησης στην υπεράσπιση του. Βέβαια, η θέση αυτή, ποσώς δεν είναι ορθή, δικονομικά. Η παράλειψη καταχώρισης απάντησης έχει την έννοια ότι όλα τα θέματα που εγείρονται με την απαίτηση και αμφισβητούνται με την υπεράσπιση, είναι επίδικα, υποκείμενα σε εξέταση κατά την ακρόαση που θα ακολουθήσει.
Μένοντας στο δεύτερο λόγο έφεσης, έκτασης 14 πυκνογραμμένων σελίδων, ο εφεσείων, ψέγει στο πλαίσιο αυτού το Δικαστήριο για κάποια επικριτικά σχόλια που έκανε κατά το σχολιασμό της μαρτυρίας του. Παραθέτει, μάλιστα, και τα σχετικά αποσπάσματα. Όμως, καθότι περιθωριακά στην ουσία τους, δεν επηρεάζουν την αμεροληψία του Δικαστηρίου το οποίο αξιολόγησε τη μαρτυρία, όπως διαπιστώνεται από την απόφαση του, κατά τρόπο ορθό και αντικειμενικό. Βέβαια, παρεμπιπτόντως, να λεχθεί ότι, το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν προβαίνει σε σχόλια σχετιζόμενα με οποιοδήποτε μάρτυρα, που μπορεί να εγείρουν υποψία ότι αυτός δεν αντιμετωπίζεται αντικειμενικά και επί ίσης όροις, όπως και οι λοιποί μάρτυρες στην υπόθεση.
Το επόμενο θέμα δεν φαίνεται να προκύπτει από την απόφαση του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, ο εφεσείων εισηγείται, μέσω του τρίτου λόγου έφεσης, ότι το Δικαστήριο δεν προέβη σε διαπίστωση, με αναφορά στο περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια, ότι η εφεσίβλητη δεν του παρέσχε υπηρεσίες χρηματιστηριακής φύσεως και τούτο, συνεπεία της παντελούς, όπως το θέτει, απουσίας εντολών του για τη διενέργεια χρηματιστηριακών πράξεων που διεκπεραιώθηκαν από την εφεσίβλητη για λογαριασμό του και όχι από κάποιο χρηματιστή. Πραγματικά, δεν γίνεται αντιληπτό ποια η σημασία του να υπήρχε συγκεκριμένο πρόσωπο, το οποίο να ενεργούσε ως χρηματιστής για λογαριασμό του εφεσείοντος, δεδομένου ότι η εφεσίβλητη ήταν χρηματιστηριακή εταιρεία και ως τέτοια, προωθούσε συναλλαγές στο ΧΑΚ, για λογαριασμό του. Είναι λογικό ότι, εφόσον παρίστατο ανάγκη, ενεργούσε προς τούτο μέσω αδειούχου χρηματιστή. Εν πάση περιπτώσει, οι εντολές εκ μέρους του, ως έχει ήδη σημειωθεί, εδίδοντο δυνάμει του πληρεξουσίου που αυτός είχε παραχωρήσει στην εφεσίβλητη.
Ο τέταρτος λόγος έφεσης χαρακτηρίζεται από γενικότητα. Συγκεκριμένα, γίνεται εισήγηση με αυτόν πως, «το Δικαστήριο εσφαλμένα και κατ’ ερμηνεία του Νόμου και της Νομολογίας δεν ενέσκηψε με το δέοντα τρόπο και/ή καθόλου επί ουσιωδών νομικών θεμάτων της υπόθεσης, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε εσφαλμένα και σε βάρος του εφεσείοντα νομικά ευρήματα και συμπεράσματα.». Τούτου δοθέντος, τίθεται ευθέως το ερώτημα, ποιο είναι το αντικείμενο του συγκεκριμένου λόγου; Θα έπρεπε τούτο να αποκαλύπτεται στο σώμα του λόγου και όχι στην αιτιολογία του, που ακολουθεί. Συνακόλουθα, ο συγκεκριμένος λόγος έφεσης, δεδομένης της γενικότητας και της αοριστίας του, δεν μπορεί να εξεταστεί περαιτέρω.
Τέλος, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ζητείται από το Δικαστήριο να εξετάσει την εμπλοκή της τριτοδιαδίκου στην υπόθεση. Η πραγματικότητα είναι πως το Δικαστήριο δεν παρέλειψε να αναφερθεί στην τριτοδιάδικο η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν υπάλληλος της εφεσείουσας και ενεργούσε σε κάποιες περιπτώσεις, καθηκόντως, σε σχέση με συναλλαγές που εγίνοντο κατ’ εξουσιοδότηση του εφεσείοντος. Αυτή ήταν η εμπλοκή της στην όλη υπόθεση και δεν ετίθετο θέμα προσωπικής της ευθύνης. Άλλωστε, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο, δεν θα μπορούσε να εξεταστεί η διαφορά μεταξύ των βασικών διαδίκων, χωρίς αναφορά στην εμπλοκή της τριτοδιαδίκου σε αυτή, δεδομένης της πιο πάνω εργασιακής σχέσης της με την εφεσίβλητη. Να αναφερθεί, εν κατακλείδι ότι, δεν διαπιστώνεται τι ακριβώς εννοείται με τον πέμπτο λόγο έφεσης πως «το Δικαστήριο παντελώς εσφαλμένα και αντινομικά προσέγγισε την υπόθεση του εφεσείοντος εναντίον της τριτοδιαδίκου», αφού δεν αναφέρεται, περαιτέρω, σε αυτό από ποιαν άποψη θα έπρεπε το Δικαστήριο να ενεργήσει, ως η εισήγηση εκ μέρους του εφεσείοντος.
Τέλος, να λεχθεί και πάλιν ότι, δεδομένης της γενικότητας των πέντε λόγων έφεσης, γεγονός που καθιστούσε αβέβαιο το περιεχόμενο τους σε μεγάλο βαθμό, έγινε προσπάθεια ώστε κάποιοι να εξεταστούν επί θεμάτων τα οποία ξεχώριζαν μέσα από τις διαζευκτικές τοποθετήσεις, σε συνδυασμό με κάποια θέματα που τίθενται από την αντίστοιχη αιτιολογία. Εν πάση περιπτώσει, το αποτέλεσμα είναι και πάλι αρνητικό, ώστε κανείς από τους λόγους έφεσης να μην μπορεί να επιτύχει και η έφεση να αποτυγχάνει στην ολότητα της.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον του εφεσείοντος τα οποία, σε σχέση με την εφεσίβλητη εταιρεία καθορίζονται στο ποσό των €2.700.- πλέον Φ.Π.Α. ενώ σε σχέση με την εφεσίβλητη, τριτοδιάδικο, ως εκ της μειωμένης συμμετοχή της, στο ποσό των €1.500.-, πλέον Φ.Π.Α.
Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.
I. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.
/γκ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο