ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 266/2017)
2 Δεκεμβρίου, 2025
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]
Α. ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΓΙΑΝΝΗ ΣΥΜΕΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ
Εφεσείουσα,
v.
ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΑΒΒΑ
Εφεσίβλητου.
...................
Στ. Καρακατσάνη (κα), για Αργεντούλα Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.
Α. Χρ. Αναξαγόρου (κα), για Γ. Τσίκκο, για τον Εφεσίβλητο.
...............
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη
και θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού αναφορικά με εργατικό ατύχημα που επεσυνέβη στις 16.1.2008, κατά το οποίο ο Εφεσίβλητος τραυματίστηκε και για το οποίο η Εφεσείουσα κρίθηκε υπεύθυνη κατά 75% και αποδόθηκε συντρέχουσα αμέλεια στον Εφεσίβλητο κατά 25%. Σε αυτή τη βάση, επιδικάστηκαν υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον της Εφεσείουσας τα ποσά των €22.500 ως γενικές αποζημιώσεις και €10.284 ως ειδικές αποζημιώσεις με νόμιμο τόκο από τις 17.5.2010, ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, πλέον έξοδα.
Η Εφεσείουσα (εναγόμενη 2) είχε αναλάβει ως εργολάβος το επίδικο έργο για την κατασκευή πέντε κατοικιών με ισόγειο και όροφο, για το οποίο ο εναγόμενος 1 ήταν ο υπεργολάβος που ανέλαβε τη διεξαγωγή επιμέρους εργασιών, κτισίματος και σουβατίσματος. Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Εφεσίβλητος εργαζόταν ως οικοδόμος, εργοδοτούμενος του εναγόμενου 1. Η αγωγή είχε αρχικά εγερθεί και εναντίον της εναγομένης 3 που ήταν η ιδιοκτήτρια του έργου. Η αγωγή διακόπηκε εναντίον της εναγομένης 3 και έτσι η ακρόαση προχώρησε εναντίον των εναγομένων 1 και 2. Για τον εναγόμενο 1 δεν υπήρχε εμφάνιση ενώ η εναγόμενη 2, Εφεσείουσα, εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 παρέβησαν το καθήκον τους να παράσχουν στον Εφεσίβλητο ασφαλείς συνθήκες εργασίας, απαλλαγμένες από οποιουσδήποτε κινδύνους. Ενόψει του ότι είχε μεν εκδοθεί αλλά δεν είχε επιδοθεί ειδοποίηση συνεναγομένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη στον καταμερισμό ευθύνης μεταξύ του εναγόμενου 1 και της Εφεσείουσας.
Με συνολικά 14 λόγους έφεσης (ο δεύτερος και ο ένατος αποσύρθηκαν), η Εφεσείουσα αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος, τα συνακόλουθα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τον καταμερισμό της ευθύνης, καθώς επίσης και το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων, την ημερομηνία έναρξης του υπολογισμού του τόκου και τη διαταγή για τα έξοδα.
Κατά τη δίκη είχαν καταθέσει συνολικά έξι μάρτυρες για τον Εφεσίβλητο, συμπεριλαμβανομένου του ιδίου και δύο για την Εφεσείουσα.
Αναφορικά με τις συνθήκες του ατυχήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου, Μ.Ε.1, του επιθεωρητή εργασίας στο Γραφείο Επιθεώρησης Εργασίας Λεμεσού και εξεταστή του επίδικου ατυχήματος, Μ.Ε.2 και του διευθυντή της ιδιοκτήτριας του έργου, Μ.Ε.6. Απέρριψε τη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσείουσας, Μ.Υ.1.
Στηριζόμενο στη μαρτυρία που έκρινε ως αξιόπιστη, αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος, 34 ετών τότε, εργοδοτείτο από τον εναγόμενο 1, ο οποίος είχε αναλάβει υπεργολαβικά από την Εφεσείουσα να εκτελέσει συγκεκριμένες εργασίες στο επίδικο εργοτάξιο. Η Εφεσείουσα ήταν η κύρια εργολάβος του έργου, η κάτοχος του χώρου και αυτή που επέβλεπε όλους τους υπεργολάβους. Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά τις 16.1.2008, ο Εφεσίβλητος, βάσει των οδηγιών και εντολών του εργοδότη του, εργαζόταν στο επίδικο εργοτάξιο. Ενώ ανέβαινε τα σκαλιά του κλιμακοστασίου μιας εκ των υπό ανέγερση κατοικιών για να πάει στον όροφο της κατοικίας, λόγω νερού, βρεγμένου χώματος και ακαθαρσιών που υπήρχαν στα σκαλιά, γλίστρησε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε από τα σκαλιά με αποτέλεσμα να τραυματιστεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως στο κλιμακοστάσιο δεν υπήρχαν προστατευτικά κιγκλιδώματα επί των οποίων ο Εφεσίβλητος θα μπορούσε να στηριχθεί. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στο επίδικο εργοτάξιο δεν υπήρχε σχέδιο ασφάλειας και υγείας το οποίο ήταν απαραίτητο για τον εντοπισμό των κινδύνων, ούτε και είχε οριστεί συντονιστής για χειρισμό των θεμάτων της ασφάλειας και υγείας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η Εφεσείουσα, «ως η κύρια εργολάβος του έργου, είχε τις περισσότερες ευθύνες για την ασφάλεια όλων των προσώπων που εργάζονταν στο επίδικο εργοτάξιο». Μια εξ αυτών ήταν «η εγκατάσταση προστατευτικών κιγκλιδωμάτων στα κλιμακοστάσια, προς αποφυγή του κινδύνου πτώσης των εργαζομένων». Άλλες υποχρεώσεις της ήταν «η εκπόνηση σχεδίου ασφαλείας και υγείας πριν την έναρξη λειτουργίας του εργοταξίου καθώς και ο διορισμός συντονιστή για θέματα ασφάλειας και υγείας».
Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απουσία προστατευτικών κιγκλιδωμάτων ήταν η «γενεσιουργός αιτία» της πρόκλησης του επίδικου ατυχήματος. Ανέφερε επίσης πως αν υπήρχαν τα κιγκλιδώματα, θα αποφεύγετο η πτώση του Εφεσίβλητου. Αποτέλεσε επίσης εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η Εφεσείουσα παρέλειψε να διατηρεί τον χώρο στον οποίο κινείτο και εργαζόταν ο Εφεσίβλητος, καθαρό και απαλλαγμένο από οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ασφάλεια και τη σωματική του ακεραιότητα και να διασφαλίσει ότι τα σκαλιά του κλιμακοστασίου μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια από τον Εφεσίβλητο χωρίς να εγκυμονούν κινδύνους πτώσης του.
Εξετάζοντας, κατά πόσο ο Εφεσίβλητος ήταν ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, κατέληξε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε τη συγκεκριμένη σκάλα κατά τη μέρα του ατυχήματος, η οποία ήταν βρεγμένη από το πρωί. Ήταν, επομένως, φανερό ότι ο ίδιος γνώριζε τον κίνδυνο που ενείχε η χρήση της σκάλας στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν και όφειλε να ήταν πιο προσεκτικός όταν ανέβαινε τα σκαλοπάτια. Επίσης, αποτέλεσε κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος θα μπορούσε να ζητούσε από τον εργοδότη του να μεριμνήσει για τον καθαρισμό των σκαλοπατιών ή να προέβαινε ο ίδιος σε αυτόν. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως από τη στιγμή που ο ίδιος δέχθηκε ότι αυτός θα καθάριζε τη σκάλα, έστω αφού τελείωνε την εργασία του, δεν ενήργησε ως λογικός και συνετός εργάτης, με αποτέλεσμα να εκθέσει τον εαυτό του στον κίνδυνο βλάβης. Κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης βάρυνε τους εναγόμενους 1 και 2, εξ ου και καταμέρισε την ευθύνη κατά 75% σε αυτούς και κατά 25% στον Εφεσίβλητο.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την εισήγηση της Εφεσείουσας πως ο Εφεσίβλητος είχε την αποκλειστική ευθύνη για το επίδικο ατύχημα. Με τους τρίτο, τέταρτο και έκτο λόγους έφεσης αποδίδεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του Μ.Ε.2, του Εφεσίβλητου και του Μ.Ε.6, αντίστοιχα. Ο πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Μ.Υ.1 ως αξιόπιστη. Με τον έβδομο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε στα ευρήματα του λόγω του ότι αυτά στηρίχθηκαν σε μαρτυρία η οποία έπρεπε να είχε απορριφθεί. Με τους όγδοο και δέκατο λόγους έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η Εφεσείουσα είχε την κύρια ευθύνη για το ατύχημα και πως ο Εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια μόνο στο 25%.
Θα εξεταστούν πρώτα οι λόγοι που αφορούν στην αξιοπιστία των μαρτύρων.
Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα, παράλογα ή αυθαίρετα.
Ο Εφεσίβλητος ήταν ο πρώτος μάρτυρας για την πλευρά του. Η μαρτυρία του αφορούσε δύο ξεχωριστές ενότητες, τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος και τα κατάλοιπα του τραυματισμού του συνεπεία αυτού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη τη μαρτυρία του ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος και δέχθηκε τη μαρτυρία του ως προς τη φύση του τραυματισμού του η οποία είχε παραμείνει αναντίλεκτη. Αντιθέτως, αντικείμενο αμφισβήτησης ήταν οι συνέπειες αυτού, κάτι για το οποίο δεν αποδέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου.
Η αποδοχή μέρους και η απόρριψη μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα είναι νομολογιακά επιτρεπτή, νοουμένου ότι αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη (βλ. Evpalia Trading Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2008) 2 Α.Α.Δ. 162, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506 και Vasiliko Cement Works v. Stavrou (1978) 1 Α.Α.Δ. 389).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε τους λόγους για τους οποίους δέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου ως προς τις συνθήκες πρόκλησης του ατυχήματος. Κατ’ αρχάς σημείωσε ότι ο Εφεσίβλητος ήταν σταθερός στις θέσεις του και ότι η μαρτυρία του χαρακτηριζόταν από συνοχή, πειστικότητα και λογική. Aποτέλεσε διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν προωθήθηκε οποιαδήποτε άλλη εκδοχή σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ούτως ώστε το Δικαστήριο να καλείτο να επιλέξει κάποια εξ αυτών. Αυτό, βεβαίως, δεν ήταν αρκετό να οδηγήσει δίχως άλλο στην αποδοχή της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου. Πέραν του ότι η μαρτυρία του κρίθηκε ως συνεπής και λογική, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και ασχολήθηκε με κάθε πτυχή της μαρτυρίας του, εξετάζοντας και τις θέσεις της Εφεσείουσας ως προς την ύπαρξη κατ’ ισχυρισμόν αντιφάσεων στη μαρτυρία του, θέσεις τις οποίες η Εφεσείουσα επανέλαβε και στο πλαίσιο της παρούσας Έφεσης.
Συγκεκριμένα, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ότι στη γραπτή του δήλωση η οποία αποτέλεσε μέρος της κυρίως εξέτασης του, ο Εφεσίβλητος δήλωσε πως ενώ ανέβαινε τα σκαλιά για να πάει στον όροφο, γλίστρησε, έχασε την ισορροπία του και έπεσε λόγω του νερού, του βρεγμένου πατώματος και των ακαθαρσιών που υπήρχαν στα σκαλιά, ενώ στην αντεξέταση του είπε ότι καθώς ανέβαινε τα σκαλιά, στραβοπάτησε και γλίστρησε λόγω του ότι αυτά ήταν βρεγμένα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε ουσιώδης αντίφαση μεταξύ των δύο εκδοχών του Εφεσίβλητου, εφόσον ο ίδιος επεξήγησε ότι το γλίστρημα και το ζαβοπάτημα για αυτόν, είχαν την ίδια έννοια. Θεωρούμε δικαιολογημένη αυτή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με βάση το σύνολο της μαρτυρίας του Εφεσίβλητου.
Η Εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι ο Εφεσίβλητος προσπάθησε να αποφύγει την οποιαδήποτε ευθύνη του για το ατύχημα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως, παρέπεμψε στη μαρτυρία του ίδιου του Εφεσίβλητου ο οποίος δεν δίστασε να αναγνωρίσει ότι είχε εξαρχής αντιληφθεί πως τα σκαλιά ήταν βρεγμένα και είχαν ακαθαρσίες, ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκε με την εν λόγω εργασία του κτισίματος, ότι το καθάρισμα της σκάλας ήταν εντός των καθηκόντων του και ότι θα την καθάριζε μόνο αφού τελείωνε την εργασία του επειδή θεώρησε υπερβολικό να την καθάριζε τρεις φορές, τόσο πριν την έναρξη όσο και μετά την αποπεράτωση της εργασίας του. Αυτές οι αναφορές του κρίθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο πως απέδιδαν στον ίδιο ευθύνη στην πρόκληση του ατυχήματος.
Η Εφεσείουσα εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τις φιλικές σχέσεις τις οποίες, σύμφωνα με τον Μ.Ε.2, ο Εφεσίβλητος διατηρούσε με τον εναγόμενο 1, και επομένως ο τελευταίος επεδίωξε να επιρρίψει όλη την ευθύνη στην Εφεσείουσα. Εκτός του ότι αυτή η εισήγηση αναιρείται από τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, ο ίδιος ο Εφεσίβλητος, ερωτηθείς για τη σχέση του με τον εναγόμενο 1, ανέφερε ότι είναι απλώς γείτονες και επιπλέον, δεν του υπεβλήθη πως λόγω των σχέσεων τους αυτός επεδίωκε να επιρρίψει την ευθύνη στην Εφεσείουσα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε και τη μαρτυρία του επιθεωρητή εργασίας Μ.Ε.2, η ειδικότητα και εμπειρογνωμοσύνη του οποίου δεν αποτέλεσαν αντικείμενο αμφισβήτησης. Η αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρος έγινε με πληρότητα και κατόπιν εξέτασης της κάθε πτυχής αυτής και των κατ’ ισχυρισμό κενών και παραλείψεων στην εξέταση του ατυχήματος.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η Εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε την αμεροληψία και αντικειμενικότητα του μάρτυρα, για την οποία το ίδιο είχε ικανοποιηθεί εν πάση περιπτώσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη θέση της Εφεσείουσας πως η εξέταση του Μ.Ε.2 ήταν πλημμελής λόγω του ότι στην έκθεση διερεύνησης του ατυχήματος, δεν έκανε αναφορά στη μη ύπαρξη των κιγκλιδωμάτων, αντιθέτως ανέφερε ότι υπήρχαν μεν κιγκλιδώματα αλλά ήταν τοποθετημένα τόσο πρόχειρα που δεν ήταν ικανά να συγκρατήσουν τον Εφεσίβλητο σε περίπτωση πτώσης του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τη θέση του μάρτυρα για την ύπαρξη και ακαταλληλότητα των κιγκλιδωμάτων τα οποία όντως υπήρχαν κατά την εξέταση του χώρου, ήτοι ένα μήνα μετά το ατύχημα, και παράλληλα έδωσε πλήρεις εξηγήσεις γιατί δέχθηκε τη μαρτυρία του.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι δεν αμφισβητήθηκε η θέση του μάρτυρα πως κατά την επίσκεψη του στον χώρο, παρόντες ήταν ο εναγόμενος 1 και ο δεύτερος διευθυντής της Εφεσείουσας, αποβιώσας. Ο Μ.Ε.2 είχε αναφέρει στην κυρίως εξέταση του πως ο διευθυντής της Εφεσείουσας είχε παραδεχθεί τη μη ύπαρξη κιγκλιδωμάτων κατά τη μέρα του επίδικου ατυχήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην αντεξέταση του μάρτυρα, κατά την οποία εξήγησε ότι η αναφορά του σε «παραδοχή» σήμαινε ότι όταν ο μάρτυρας του έκανε παρατήρηση γιατί δεν υπήρχαν κιγκλιδώματα, αυτός δεν προέβαλε κάτι αντίθετο. Σημειώνουμε ότι αυτή η αναφορά του μάρτυρα παρέμεινε αναντίλεκτη και δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία προς αντίκρουση αυτής. Η δε παράλειψη αναφοράς της «παραδοχής» αυτής στην έκθεση κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν δημιουργούσε οποιοδήποτε κενό, καθότι ήταν σαφές πως στην έκθεση ο Μ.Ε.2 κατέγραψε τις διαπιστώσεις του στον χώρο και δεν αναφέρθηκε σε οποιεσδήποτε δηλώσεις των παρευρισκόμενων. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε πως δεν υπήρξε οποιαδήποτε αντίδραση από πλευράς της Εφεσείουσας μετά από την αποστολή από το Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας επιστολής ημερ. 13.2.2008, στην οποία καταγράφονταν διάφορες «ελλείψεις/παραβάσεις … που διαπιστώθηκαν … εγκυμονούν κινδύνους για την ασφάλεια και υγεία των εργοδοτούμενων», και καλούντο να λάβουν μέτρα για βελτίωση της κατάστασης και άρση των παραβάσεων. Σημειώνεται πως η επιστολή απευθύνετο προς τους διευθυντές της Εφεσείουσας, ήτοι τον αποβιώσαντα και τον Μ.Υ.1, καθώς και προς την ίδια την Εφεσείουσα εταιρεία και ο Μ.Υ.1 έδωσε αλλεπάλληλες αντιφατικές εκδοχές για το ζήτημα, όπως θα διαφανεί κατωτέρω.
Ούτε και η παράλειψη λήψης κατάθεσης από τον αποβιώσαντα ως διευθυντή της Εφεσείουσας αφήνει οποιοδήποτε κενό στην εξέταση του ατυχήματος από τον Μ.Ε.2, καθότι ο τελευταίος δεν είχε λάβει ούτε και κατάθεση από τον εναγόμενο 1, οι οποίοι, εν πάση περιπτώσει, ήταν παρόντες κατά την επίσκεψη του στον χώρο.
Η μη ποινική δίωξη της Εφεσείουσας δεν οδηγεί στην απουσία ευθύνης εκ μέρους της, ως η εισήγηση της τελευταίας. Ο Μ.Ε.2, η μαρτυρία του οποίου έγινε δεκτή, προέβαλε ως λόγο για την εισήγηση του για μη ποινική δίωξη τις καλές σχέσεις μεταξύ Εφεσίβλητου και του εργοδότη του, εναγομένου 1, την πλήρη συνεργασία που επέδειξε η Εφεσείουσα προς τον ίδιο ως προς την υλοποίηση των εισηγήσεων του και τη μη ιδιαίτερη σοβαρότητα του ατυχήματος.
Η Εφεσείουσα θεωρεί ότι η αδυναμία του Μ.Ε.2 να αναφέρει κατά πόσο στον εξωτερικό χώρο της οικοδομής υπήρχε προεξοχή ή υπήρχε κάποιο στέγαστρο πλήττει την αξιοπιστία του. Όμως, ο Μ.Ε.2 περιέγραψε τον χώρο με βάση τις φωτογραφίες οι οποίες απεικόνιζαν την κατάσταση της οικοδομής και ανέφερε πως δεν είχε αντιληφθεί να υπήρχε τέτοια προεξοχή.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ολοκληρωμένη παράθεση και αξιολόγηση και της μαρτυρίας του διευθυντή της Εφεσείουσας, Μ.Υ.1. Ανέφερε με λεπτομέρεια τις διάφορες εκδοχές που ο Μ.Υ.1 έδωσε τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση του, δηλώνοντας από τη μια ότι η τοποθέτηση των κιγκλιδωμάτων ήταν ευθύνη του εναγόμενου 1, ακολούθως ότι η Εφεσείουσα τα είχε τοποθετήσει αλλά πιθανόν να αφαιρέθηκαν από τον εναγόμενο 1 για να γίνουν τα σκαλιά, για να καταλήξει τελικώς ότι δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα κατά πόσο αυτά είχαν όντως τοποθετηθεί και υπήρχαν ή όχι κατά την επίδικη μέρα. Θεώρησε ότι ο Μ.Υ.1 απέτυχε να δώσει μια σαφή και ξεκάθαρη εικόνα ως προς το ουσιώδες ζήτημα κατά πόσο υπήρχαν ή όχι τα κιγκλιδώματα κατά την ημέρα του ατυχήματος. Αυτές οι αντιφάσεις σε ένα καίριο ζήτημα δικαιολογούσαν την κατάληξη του Δικαστηρίου στην απόρριψη της μαρτυρίας του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε ακόμα και με το θέμα της επιστολής ημερ. 13.2.2008 (με τις υποδείξεις του Τμήματος Επιθεώρησης Εργασίας), καθότι ο Μ.Υ.1 ανέφερε πως δεν είχε διαβάσει την επιστολή, ούτε και είχε ενημερωθεί για αυτή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως αυτή η θέση έπρεπε να είχε τεθεί στον Μ.Ε.2 για να τοποθετηθεί και πως η προβολή αυτής στο στάδιο της μαρτυρίας του ΜΥ.1 αποτέλεσε υστερόβουλο ισχυρισμό. Ο Μ.Υ.1 ήταν αντιφατικός επί αυτού του σημείου, καθότι από τη μια έλεγε ότι ο άλλος διευθυντής της Εφεσείουσας ήταν υπεύθυνος, ενώ από την άλλη θεωρούσε και τον εαυτό του υπεύθυνο. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ήταν αναμενόμενο όπως και ο Μ.Υ.1 ενημερωνόταν για την επιστολή, εφόσον ήταν και εκείνος διευθυντής της Εφεσείουσας και υπείχε την ίδια ευθύνη.
Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του διευθυντή της ιδιοκτήτριας εταιρείας, Μ.Ε.6, πως η Εφεσείουσα ήταν η κύρια εργολάβος του έργου και η κάτοχος του χώρου εντός του οποίου κατασκευαζόταν το έργο και πως όλοι οι υπεργολάβοι ήταν υπό την επίβλεψη της. Αυτή η μαρτυρία βασικά υποστηρίζετο από το συμφωνητικό έγγραφο το οποίο είχε υπογραφεί μεταξύ της Εφεσείουσας και της ίδιας της εναγόμενης 3 για το έργο και είχε κατατεθεί ως τεκμήριο. Σε αυτό η Εφεσείουσα αναφερόταν ως η εργολάβος του έργου. Επομένως, η ιδιότητα του μάρτυρα δεν δημιουργούσε από μόνη της οποιοδήποτε θέμα για την αξιοπιστία και αντικειμενικότητα του, όπως εισηγείται η Εφεσείουσα, λόγω οικονομικών διαφορών του με την Εφεσείουσα. Η μαρτυρία του Μ.Ε.6 επιβεβαιωνόταν από το συμβόλαιο στο οποίο παρέπεμπε, επομένως, η μαρτυρία του δικαιολογημένα κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη αξιολόγηση των εν λόγω μαρτύρων, καταλήγοντας σε εύλογα και πλήρως αιτιολογημένα συμπεράσματα και ευρήματα, ούτως ώστε να μην δικαιολογείται η παρέμβαση μας.
Επομένως, οι λόγοι έφεσης 3-7 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά εξέτασε πρώτα κατά πόσο οι εναγόμενοι 1 και 2 έφεραν ευθύνη για το επίδικο ατύχημα.
Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η Εφεσείουσα ήταν η κύρια εργολάβος του έργου, η κάτοχος του χώρου και αυτή που επέβλεπε όλους τους υπεργολάβους, ήταν καθόλα δικαιολογημένο με βάση την αξιόπιστη μαρτυρία και το συμφωνητικό έγγραφο μεταξύ της και της εναγόμενης 3. Ως η εργολάβος και αυτή που είχε τον έλεγχο του έργου, αυτή είχε την ευθύνη να προσφέρει ένα κατάλληλο και ασφαλή χώρο εργασίας, συμπεριλαμβανομένης και της τοποθέτησης των κιγκλιδωμάτων, όπως άλλωστε ανέφερε και ο Μ.Ε.2. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Δήμος Αναξαγόρας Λτδ v. Παναγιώτου κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 70/2017, ημερ. 23.6.2025, D & G Icos Sicapi Ltd κ.ά. v. D & G Products Ltd κ.ά. (2012) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2315 και Αγγελίδης ν. Λούτσιου (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 200.
Ήταν καθόλα εύλογη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το ατύχημα προκλήθηκε λόγω της παράλειψης παροχής ενός ασφαλούς χώρου εργασίας και ειδικότερα της παράλειψης τοποθέτησης κιγκλιδωμάτων στις σκάλες των υπό ανέγερση κατοικιών, για προστασία έναντι του προβλεπτού κινδύνου που ενείχε η χρήση της σκάλας εφόσον διεξάγονταν εργασίες οι οποίες απαιτούσαν την εν λόγω χρήση. Επομένως, ορθά διαπιστώθηκε ότι η Εφεσείουσα, ως η κύρια εργολάβος του έργου, έχοντας τον έλεγχο της όλης οικοδομής, είχε ευθύνη για την κατάσταση του χώρου και την έλλειψη κιγκλιδωμάτων.
Ακολούθως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει το κατά πόσο ο Εφεσίβλητος είχε συντρέχουσα αμέλεια στην πρόκληση του ατυχήματος και σε ποιον βαθμό. Καθοδηγήθηκε από τις υποθέσεις Σφυρή v. Πολυκάρπου (2005) 1 Α.Α.Δ. 941 και Andreas V. Vrondis & Sons (Constuctions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολ. Έφεση Αρ. 189/2011, ημερ. 15.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A177, στις οποίες λέχθηκε πως ένα πρόσωπο είναι ένοχο συντρέχουσας αμέλειας αν μπορούσε λογικά να προβλέψει ότι αν δεν ενεργούσε ως ένας λογικός και συνετός άνθρωπος, θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά στον εαυτό του.
Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε ορθά τη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου, ο οποίος αναγνώρισε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποιούσε τη σκάλα την επίδικη μέρα και γνώριζε ότι αυτή ήταν βρεγμένη από το πρωί και ότι δεν υπήρχε κιγκλίδωμα. Αυτός είχε το καθήκον να την καθαρίσει για να είναι στεγνή κατά τη χρήση αυτής και συνειδητά επέλεξε να μην το πράξει πριν από τη χρήση αυτής και επιπλέον όφειλε να επεδείκνυε περισσότερη προσοχή κατά τη χρήση της λόγω ακριβώς των νερών. Σαφώς δεν ενήργησε ως ο λογικός και συνετός εργάτης, με αποτέλεσμα να θέσει τον εαυτό το σε κίνδυνο πρόκλησης βλάβης, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο.
Η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στον καταμερισμό του 25% της ευθύνης στον Εφεσίβλητο ήταν καθόλα δικαιολογημένη υπό τις περιστάσεις, στη βάση του ότι η ευθύνη των εναγομένων 1 και 2, ήτοι του εναγόμενου 1 και της Εφεσείουσας, στην πρόκληση του ατυχήματος ήταν «κατά πολύ μεγαλύτερη από την ευθύνη» του Εφεσίβλητου.
Ως εκ τούτου, και οι λόγοι έφεσης 1, 8 και 10 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Με τον 13ο λόγο έφεσης, αποδίδεται ότι το ποσό των €30.000 που καθορίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως γενικές αποζημιώσεις επί πλήρους ευθύνης είναι υπερβολικό και ότι αυτό δεν θα έπρεπε να ξεπερνά τις €8.000.
Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά τις αποζημιώσεις, εκτός αν πεισθεί είτε ότι αυτό ενήργησε με βάση λανθασμένες νομικές αρχές, είτε ότι το ποσό των αποζημιώσεων είναι τόσο έκδηλα υπερβολικό ή ανεπαρκές ούτως ώστε να καθίσταται παντελώς λανθασμένος ο υπολογισμός των αποζημιώσεων τις οποίες δικαιούται ο τραυματίας. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Φοινικαρίδης κ.ά. ν. Γεωργίου κ.ά. (1991) 1(Α) Α.Α.Δ. 475 και Παναγιώτου ν. Φραγκέσκου κ.ά. (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 687.
Για τη φύση των τραυμάτων τα οποία υπέστη ο Εφεσίβλητος συνεπεία του ατυχήματος, δεν υπήρξε οποιαδήποτε διαφωνία. Ο Εφεσίβλητος ήταν 34 ετών κατά τον χρόνο του επίδικου ατυχήματος. Αναφορικά με τα κατάλοιπα αυτών, και ειδικότερα την ικανότητα ή μη του Εφεσίβλητου για εργασία, έχει ήδη λεχθεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του Εφεσίβλητου. Επί αυτού του ζητήματος, δεν δέχθηκε ούτε και τη μαρτυρία του ορθοπεδικού χειρουργού στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, Μ.Ε.3 και έκρινε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του ορθοπεδικού χειρούργου που κατέθεσε για την Εφεσείουσα, Μ.Υ.2. Αυτή η αξιολόγηση και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αμφισβητούνται με αντέφεση.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το τι υπέστη ο Εφεσίβλητος συνεπεία του ατυχήματος ήταν ότι ο ακτινολογικός έλεγχος έδειξε σπειροειδές κάταγμα δεξιάς κνήμης και περόνης. Εισήχθη στο χειρουργείο του ορθοπεδικού τμήματος όπου κάτω από γενική αναισθησία το κάταγμα κνήμης ανατάχθηκε και ακινητοποιήθηκε με πλατίνα. Το σκέλος ακινητοποιήθηκε με γύψινο νάρθηκα κάτω από το γόνατο. Έλαβε αντιβίωση, αναλγητικά και παυσίπονα. Η μετεγχειρητική του πορεία ήταν ομαλή, κινητοποιήθηκε με βακτηρίες χωρίς φόρτιση και εξήλθε του Νοσοκομείου πέντε μέρες αργότερα, με οδηγίες να παρακολουθείται στα εξωτερικά ιατρεία. Σταδιακά αφαιρέθηκαν οι ραφές από το χειρουργικό τραύμα και ο γύψινος επίδεσμος. Υπεβλήθη σε φυσιοθεραπεία για δύο μήνες. Στην περιοχή του τραυματισμού παρέμεινε χειρουργική ουλή μήκους 14 εκ. πλήρως επουλωμένη στην έσω επιφάνεια της μεσότητας της δεξιάς κνήμης και εγκάρσια ουλή μήκους 4 εκ. στη μεσότητα της ως άνω ουλής. Οι δύο ουλές σχηματίζουν ένα σταυρό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη θέση του Μ.Υ.2 πως ο Εφεσίβλητος θα ήταν σε θέση να ασκήσει το προ του ατυχήματος επάγγελμα του μετά την πάροδο 7-8 μηνών. Μόνιμα κατάλοιπα δεν υπάρχουν εκτός της ουλής και της μικρού βαθμού ατροφίας ενός εκ. των μυών του δεξιού μηρού, και της πιθανότητας παροδικών ενοχλήσεων ήπιας έντασης, υπό συνθήκες παρατεταμένης φόρτισης ή σε ψυχρό καιρό. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μη επέμβαση για αφαίρεση των υλικών οστεοσύνθεσης οφείλεται αποκλειστικά στον ίδιο και για οικονομικούς λόγους.
Για το ζήτημα του ύψους των γενικών αποζημιώσεων, είναι καλά καθιερωμένη αρχή ότι οι προηγούμενες αποφάσεις παρέχουν μόνο βοηθητική καθοδήγηση καθότι η κάθε υπόθεση κρίνεται με τα δικά της δεδομένα (βλ. Novichkova v. Βλάβη (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1111).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από την πιο πάνω νομική αρχή και τις νομικές αρχές που διέπουν τον καθορισμό του ποσού των γενικών αποζημιώσεων. Ειδικότερα, αναφέρθηκε στην υπόθεση Ismail v. Αντωνίου (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 347, στην οποία γίνεται εκτενής παραπομπή σε άλλη σχετική νομολογία, και στην υπόθεση Μαυροπετρή v. Λουκά (1995) 1 Α.Α.Δ. 66, στις οποίες τονίστηκε ότι ο σκοπός της επιδίκασης αποζημιώσεων είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη για τη ζημιά, την απώλεια, τη βλάβη, τον πόνο και την ταλαιπωρία που ο ενάγων υπέστη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε επίσης στην υπόθεση Γιαπατός v. Σάββα κ.ά. (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1324 καθότι αφορούσε παρόμοιας φύση τραυματισμό και κατάλοιπα. Κατέληξε ότι με βάση τη σοβαρότητα του κατάγματος, τον πόνο και την ταλαιπωρία του Εφεσίβλητου, τον χρόνο αποθεραπείας, τα πολύ μικρού βαθμού κατάλοιπα, όπως η πολύ μικρού βαθμού μυϊκή ατροφία του δεξιού μηρού και οι πιθανές περιοδικές ενοχλήσεις στην περιοχή του τραυματισμού, το ποσό των €30.000 ήταν εύλογο και δίκαιο ως γενικές αποζημιώσεις.
Κρίνουμε χρήσιμη την παραπομπή στις υποθέσεις Κωνσταντίνου v. Τριβιζάκη (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1843, Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Mohammad Al Sharif (2012) 1(A) A.A.Δ. 28, Ευριπίδης Συκοπετρίτης Λτδ v. Αθηνάκη (2005) 1(Β) Α.Α.Δ. 844, Κυριάκου v. Φινοπούλου (2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1950, Ομήρου v. Παναγίδου (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 986, και Σολομωνίδης v. Ζεβλού κ.ά. (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 228, οι οποίες αφορούσαν παρόμοιας φύση τραυματισμό, λαμβανομένης υπόψη της ανωτέρω αρχής ότι καμία υπόθεση δεν είναι ακριβώς η ίδια είτε ως προς τη φύση του τραυματισμού, είτε ως προς τα κατάλοιπα. Θεωρούμε ότι το ποσό των €30.000, αν και γενναιόδωρο, δεν είναι έκδηλα υπερβολικό ούτως ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση μας.
Ο 13ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Με τον 12ο λόγο έφεσης προσβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέδωσε θεραπεία στον Εφεσίβλητο, «από τη στιγμή που υπήρχε ενώπιον του παραδοχή του Ενάγοντα και/ή των μαρτύρων του ότι ο Ενάγοντας ενώ εργαζόταν για πολλά χρόνια δεν δήλωσε τον μισθό του στις κοινωνικές ασφαλίσεις και/ή σε συμπαιγνία με τον ιατρό του εξασφάλιζε δημόσια βοηθήματα που δεν δικαιούτο και/ή το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να αναστείλει την ενώπιον του διαδικασία και να παραπέμψει τον φάκελο στην Αστυνομία και/ή στην νομική υπηρεσία για να διερευνηθούν τα ποινικά αδικήματα που προέκυψαν κατά την Ακρόαση».
Συναφής είναι και ο 15ος λόγος έφεσης που αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως ο Εφεσίβλητος δικαιούτο ειδικές αποζημιώσεις ύψους €13.664 για απώλεια ημερομισθίων επί πλήρους ευθύνης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την αδιαμφισβήτητη θέση του Εφεσίβλητου πως ξεκίνησε εργασία στον εναγόμενο 1 μια βδομάδα πριν από το επίδικο ατύχημα και πως ο μισθός του ήταν €427.15 (ΛΚ250) εβδομαδιαίως. Αυτό, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προέκυπτε και από το αδιαμφισβήτητο περιεχόμενο της αναλυτικής κατάστασης αποδοχών του Εφεσίβλητου για το έτος 2008, από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Επομένως, αυτά παρέμειναν αδιαμφισβήτητα δεδομένα τα οποία μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για τον όποιο υπολογισμό από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο ουδόλως παραγνώρισε τη θέση του Εφεσίβλητου ότι για κάποια έτη που εργαζόταν δεν καταβάλλονταν οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Αυτό, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναιρούσε τα πιο πάνω αδιαμφισβήτητα γεγονότα και, εν πάση περιπτώσει, αφορούσε άσχετη με την υπόθεση περίοδο την οποία ορθά αγνόησε το πρωτόδικο Δικαστήριο για σκοπούς υπολογισμού του ποσού.
Ο 12ος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.
Λόγω του ότι ο Εφεσίβλητος ξεκίνησε να εργάζεται στον εναγόμενο 1 με τον συγκεκριμένο μισθό και η απουσία του από την εργασία του, συνεπεία του τραυματισμού του, ήταν δικαιολογημένη για 7-8 εβδομάδες, τότε ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο υπολόγισε την απώλεια μισθού για συνολικά οκτώ μήνες, που ανέρχετο στο ποσό των €13.664. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν έλαβε υπόψη την κατάσταση απασχόλησης του Εφεσίβλητου κατά τα προηγούμενα έτη.
Και ο 15ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Ο εντέκατος λόγος έφεσης αφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την προδικαστική ένσταση της Εφεσείουσας πως με την έγερση και προώθηση της αγωγής με καθυστέρηση, παραβιάστηκαν τα συνταγματικά της δικαιώματα για διάγνωση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
Το δικαίωμα για τη διάγνωση αστικών αδικημάτων διάδικου εντός εύλογου χρόνου κατοχυρώνεται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Όπως λέχθηκε στις υποθέσεις Πουγιούκα κ.ά. v. Θρασυβούλου (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 2014 και Καγιά v. Χαρούς κ.ά. (2010) 1(Α) Α.Α.Δ. 267, το εύλογο του χρόνου για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του πολίτη εξαρτάται από σειρά παραγόντων που σχετίζονται με τις ιδιομορφίες της υπόθεσης, τη φύση, τον χαρακτήρα και το περίπλοκο των θεμάτων που εγείρονται προς επίλυση, καθώς και με τη διαγωγή των διαδίκων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τη θέση της Εφεσείουσας ότι η αγωγή καταχωρίστηκε δύο και πλέον έτη μετά τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος και ότι η καταχώριση της έκθεσης απαίτησης έγινε μετά την πάροδο τριών ετών από την καταχώριση της αγωγής. Παρόλο που επεσήμανε πως δεν προβλήθηκε δικαιολογία για την καθυστέρηση στην έγερση της αγωγής, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε πως η Εφεσείουσα δεν επεξήγησε με ποιον τρόπο είχε παραβιαστεί τα δικαιώματα της, ισχυρισμός ο οποίος «παρέμεινε γενικός και αόριστος χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση». Εξ ου και δεν έγινε αποδεκτός.
Θεωρούμε ότι η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή και δικαιολογημένη με βάση τα ενώπιον του δεδομένα.
Επομένως, ο εντέκατος λόγος έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Ο 14ος λόγος έφεσης αφορά στο ότι η επιδίκαση τόκου από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής ήταν εσφαλμένη και ότι ο τόκος θα έπρεπε να προσμετρά από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαίτησης, λόγω της καθυστέρησης καταχώρισης αυτής.
Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 58Α του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προβλέπει τα εξής:
«58Α. Σε οποιαδήποτε ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου διαδικασία για την είσπραξη αποζηµιώσεων για σωµατική βλάβη ή θάνατο συνεπεία αστικού αδικήµατος το δικαστήριο επιδικάζει, εκτός αν είναι ικανοποιηµένο ότι συντρέχουν ειδικοί περί του αντιθέτου λόγοι, ετήσιο τόκο ύψους ίσου µε το ύψος του τόκου που καθορίζεται σύµφωνα µε τις διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (4) του άρθρου 33 του περί ∆ικαστηρίου Νόµου, αναφορικά µε ολόκληρο ή µέρος του ποσού των αποζηµιώσεων που έχουν επιδικαστεί, για ολόκληρη ή για µέρος της περιόδου µεταξύ της ηµεροµηνίας κατά την οποία γεννήθηκε το αγώγιµο δικαίωµα και της ηµεροµηνίας καταχώρησης της αγωγής.»
Στην υπόθεση Χρυσάνθου κ.ά. v. Φραντζή (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1295, λέχθηκε ότι με βάση το άρθρο 58Α του Κεφ. 148, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, ο χρόνος από τον οποίο θα άρχεται ο τόκος. Ευχέρεια που όμως αιτιολογείται δικαστικά και με αναφορά στα γεγονότα της υπόθεσης. Εκτός ιδιαιτέρων συνθηκών, δεν είναι ορθό ο υποστείς τραυματισμούς από την αδικοπραξία του αντιδίκου του να μην λαμβάνει και το ευεργέτημα του νόμιμου τόκου από τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος. Χρήσιμη καθοδήγηση επί του τρόπου εφαρμογής του συγκεκριμένου άρθρου προσφέρει η υπόθεση Φοινικαρίδης (ανωτέρω).
Καθοδηγούμενο και από την υπόθεση Χρυσάνθου (ανωτέρω), το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το διαρρεύσαν διάστημα των 28 μηνών από την ημερομηνία του ατυχήματος μέχρι και την ημερομηνία έγερσης της αγωγής δικαιολογούσε την απόκλιση από την επιδίκαση του τόκου από την ημερομηνία του ατυχήματος, ενόψει της μη προβολής οποιασδήποτε δικαιολογίας για την καθυστέρηση αυτή. Παρά ταύτα, δεν έλαβε υπόψη την καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής από την ημερομηνία έγερσης της και μετέπειτα, εφόσον παρατηρήθηκε καθυστέρηση 2½ ετών στην καταχώριση έκθεσης απαίτησης χωρίς και πάλι να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση ή έστω να διαφαινόταν από τα ενώπιον του πρωτόδικο Δικαστηρίου δεδομένα ότι υπήρχε βάσιμος λόγος για αυτή την καθυστέρηση.
Η αγωγή καταχωρίστηκε δύο έτη μετά από το επίδικο ατύχημα και η έκθεση απαίτησης 2½ έτη αργότερα από την καταχώριση της αγωγής. Προφανώς και χρειάζεται κάποιος χρόνος για να αποκρυσταλλωθούν οι τραυματισμοί και οι συνέπειες αυτού πριν την έγερση της αγωγής και την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης. Σύμφωνα με την αξιόπιστη ιατρική μαρτυρία, λόγω του τραυματισμού του Εφεσίβλητου, δικαιολογείτο η απουσία από την εργασία του για περίοδο επτά-οκτώ μηνών και η πλήρης επούλωση του κατάγματος επήλθε στις 30.7.2008, ήτοι 6 ½ μήνες μετά το ατύχημα.
Ενόψει των πιο πάνω, θεωρούμε ορθό όπως ο τόκος επιδικαστεί για μέρος της χρονικής περιόδου από την έγερση της αγωγής μέχρι και την καταχώριση της έκθεσης απαίτησης και συγκεκριμένα από την 1.1.2012. Ο 14ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.
Τέλος, ο 16ος λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητείται η επιδίκαση των εξόδων κρίνεται αβάσιμος, ενόψει του αποτελέσματος της αγωγής με την επιτυχία του Εφεσίβλητου έναντι της.
Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει μόνο αναφορικά με τον 14ο λόγο έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση τροποποιείται ούτως ώστε ο τόκος επιδικάζεται από την 1.1.2012.
Ενόψει της περιορισμένης επιτυχίας της Έφεσης, θεωρούμε ορθό και δίκαιο όπως μην εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.
Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.
Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.
/κβπ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο