ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 751/2019, 13/12/2021
print
Τίτλος:
ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Υπόθεση Αρ. 751/2019, 13/12/2021
Παραπομπή:
ECLI:CY:DD:2021:579

ECLI:CY:DD:2021:579

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                           

(Υπόθεση Αρ. 751/2019)

 

 13 Δεκεμβρίου 2021

[Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

        ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ                   

                                                                             Αιτητής

                                                          ΚΑΙ

                ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

Καθ’ ης  η Αίτηση

 

Χ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ης η Αίτηση

         

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.: Προσβάλλεται ως άκυρη, παράνομη και στερημένη νομικής ισχύος «η άρνηση των Καθ’ ων η Αίτηση να εντάξουν τον Αιτητή στο Σχέδιο Υπηρεσίας, με την ονομασία Μηχανικός Δικτύου, Κλίμακα Ν3, ώστε να συνάδει με τα καθήκοντα που ασκεί στους Καθ’ ων η Αίτηση και/ή να συνάδει με τα καθήκοντα που ασκεί στην Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων στην Δραστηριότητα του Ιδιοκτήτη Συστήματος Μεταφοράς στο Περιφερειακό Γραφείο Λεμεσού, και να έχει το δικαίωμα να είναι υποψήφιος για προαγωγή στην εν λόγω μονάδα με άλλους εργοδοτούμενους που ασκούν τα ίδια καθήκοντα στην μονάδα αυτή».

 

Ο αιτητής διορίστηκε στη θέση του Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού την 1.1.1996, στον Ηλεκτροπαραγωγό Σταθμό (Η/Σ) Μονής, στην κλίμακα Ν3 (συνδυασμένες κλίμακες Α9-2/Α11-Α12). Αργότερα, την 1.1.1998, αυτός προήχθη στη θέση του Βοηθού Υπεύθυνου Μηχανικού Βάρδιας Σταθμού. Συναφώς, ως αναφέρεται στην ένσταση των καθ’ ων η αίτηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο, στους Ηλεκτροπαραγωγούς Σταθμούς, η θέση Βοηθού Υπεύθυνου Μηχανικού Βάρδιας Σταθμού ήταν συνδυασμένη με τη θέση Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού.

 

Με την έγκριση του προϋπολογισμού της καθ’ ης η αίτηση, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ), για το έτος 2006 και την ψήφιση και δημοσίευση του περί Προϋπολογισμού της Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου Νόμου του 2006 (Ν.14(ΙΙ)/2006)στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 3.3.2006, οι συνδυασμένες θέσεις Βοηθού Ηλεκτρολόγου Μηχανικού και Βοηθού Υπεύθυνου Μηχανικού Βάρδιας Σταθμού μετονομάστηκαν σε Βοηθό Μηχανικό Βάρδιας και Μηχανικό Βάρδιας, αντίστοιχα. Ενόψει δε αυτής της μετονομασίας, η οργανική θέση που κατείχε ο αιτητής, μετονομάστηκε σε Μηχανικό Βάρδιας.

 

Αργότερα, ενόψει αυξημένων αναγκών της ΑΗΚ σε έμπειρους Μηχανικούς για διεκπεραίωση συγκεκριμένων έργων, ο αιτητής, από 15.10.2012, αποσπάστηκε από τον Η/Σ Μονής στον Η/Σ Βασιλικού. Μετά δε την αποκατάσταση του Η/Σ Βασιλικού, ως εξηγούν οι καθ’ ων η αίτηση, ο Η/Σ Μονής τέθηκε σε «ψυχρή εφεδρεία», με την ελάχιστη απαιτούμενη στελέχωση σε ανθρώπινο δυναμικό και τη μετακίνηση του υπόλοιπου προσωπικού, συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή, στον Η/Σ Βασιλικού. Την ίδια περίοδο, ο αιτητής αιτήθηκε τη μετακίνησή του από τον Η/Σ Βασιλικού στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού, όπου τελικά τοποθετήθηκε στις 22.6.2015. Επ’ αυτού, οι καθ’ ων η αίτηση τονίζουν στην ένστασή τους ότι, όπως προκύπτει και από την επιστολή ημερομηνίας 22.6.2015, στον αιτητή δεν αναφέρθηκε αλλαγή στον τίτλο της θέσης του, ενώ στην προσφώνηση αυτός αναφερόταν ως Μηχανικός Βάρδιας και δεν του απεστάλη άλλο Σχέδιο Υπηρεσίας. Συνεπώς, κατά τους καθ’ ων, εξυπακούετο ότι ο αιτητής θα εξακολουθούσε να κατέχει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Μηχανικού Βάρδιας. Επίσης, συνεχίζει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, η Υπηρεσία ουδέποτε γνωστοποίησε ούτε και ενεργοποίησε οποιαδήποτε διαδικασία επιλογής μεταξύ των ομοιόβαθμων του αιτητή υπαλλήλων για ανάληψη των καθηκόντων που του είχε αναθέσει.

 

Εν συνεχεία, όταν από την αναστολή πλήρωσης κενών θέσεων εξαιρέθηκε αριθμός θέσεων προαγωγής στην Επιχειρηματική Μονάδα (ΕΜ) Δικτύων, ο αιτητής, μέσω του Διευθυντή του (Διευθυντής Ιδιοκτήτη Συστήματος Μεταφοράς), απευθύνθηκε στον Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της Αρχής, με επιστολή ημερομηνίας 13.11.2017, προκειμένου να πληροφορηθεί σχετικά με τη δυνατότητα διεκδίκησης θέσης ανέλιξης στην Επιχειρηματική Μονάδα Δικτύων. Ο Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού, με επιστολή του ημερομηνίας 11.1.2018, σε απάντηση του σχετικού ερωτήματος, ανέφερε ότι ο αιτητής κατέχει Σχέδιο Υπηρεσίας Μηχανικού Βάρδιας και δύναται να διεκδικήσει κενή θέση Ανώτερου Μηχανικού-Βοηθού Διευθυντή (Παραγωγή), στη Διεύθυνση Παραγωγής.

 

Ακολούθως, ο αιτητής απέστειλε μέσω των δικηγόρων του νέα επιστολή προς τους καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 7.2.2019, με την οποία ζητούσε την ένταξή του στο σχετικό με τη μετακίνηση και/ή τοποθέτηση του στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού (δίκτυα) Σχέδιο Υπηρεσίας.

Στις 22.5.2019, ήτοι μετά πάροδο τριών μηνών από την αμέσως πιο πάνω ημερομηνία και αφού δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή, εφόσον, ως αναφέρεται στην αίτηση ακυρώσεως, θεώρησε την παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να του απαντήσουν, ως άρνηση να ικανοποιήσουν το αίτημα και/ή την αναφορά του.

 

Στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της ευπαίδευτης συνηγόρου του αιτητή βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, ως η αρχή αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, εφόσον ο αιτητής στερείται του δικαιώματος ανέλιξης στη Μονάδα που εκτελεί καθήκοντα και παρέχει υπηρεσίες, έναντι άλλων συναδέλφων του που ασκούν τα ίδια καθήκοντα, στην ίδια μονάδα και στον ίδιο εργοδότη και δύνανται να ανελιχθούν. Συνεπώς, συνεχίζει η κα Σιακαλλή, η επίδικη απόφαση δεν συνάδει με τα εχέγγυα της ισότητας που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 28.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση είναι καθόλα ορθή και νόμιμη, εντός των ορίων που παρέχουν στους καθ’ ων η αίτηση οι σχετικές πρόνοιες του Συντάγματος και της οικείας νομοθεσίας, συνιστά δε αυτή το αποτέλεσμα της ορθής ενάσκησης των εξουσιών της Διοίκησης και της δέουσας έρευνας που διενεργήθηκε, ουδεμία δε πλάνη εμφιλοχώρησε, ενώ είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

 

Εξηγούν οι καθ’ ων στην ένστασή τους ότι οι συνδυασμένες θέσεις Βοηθού Μηχανικού και Μηχανικού στην ΑΗΚ δεν είναι ομαδοποιημένες, αλλά διαφορετικές θέσεις, που περιγράφονται σε διαφορετικά εδάφια του Προϋπολογισμού και διέπονται από διαφορετικά σχέδια υπηρεσίας, με διαφορετικά καθήκοντα. Το δε αίτημα του αιτητή κατόπιν διενεργηθείσας δέουσας έρευνας, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε νόμιμη λύση ικανοποίησής του. Συναφώς, αναφέρεται από τους καθ’ ων η αίτηση ότι, από τη στιγμή που έχει αποπαγοποιηθεί και συμπληρωθεί σημαντικός αριθμός κενών θέσεων Βοηθού Μηχανικού Δικτύου και Μηχανικού Δικτύου για τη στελέχωση της Επιχειρηματικής Μονάδας Δικτύων, η Υπηρεσία προβληματίστηκε ως προς το ενδεχόμενο επιστροφής του αιτητή στα προηγούμενα του καθήκοντα, ήτοι στα καθήκοντα της θέσης του Μηχανικού Βάρδιας που κατέχει στη δραστηριότητα Παραγωγής, ώστε να μπορέσει σε κάποια στιγμή, όταν και εφόσον κενωθούν θέσεις στην πυραμίδα ανέλιξης της θέσης του Βοηθού Μηχανικού Βάρδιας, να διεκδικήσει θέση προαγωγής εντός της Διεύθυνσης Παραγωγής.

 

Πέραν των πιο πάνω, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε δια του δικογράφου της ενστάσεώς της και ανέπτυξε περαιτέρω δια της γραπτής της αγόρευσης προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενη ότι (α) η υπό κρίση προσφυγή, ως στρεφόμενη κατά μη εκτελεστής, αλλά κατά βεβαιωτικής πράξης, υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτη, (β) η προσβαλλόμενη πράξη είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και, συνακόλουθα, μη εκτελεστή διοικητική πράξη και (γ) ο αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος προς έγερση της παρούσας προσφυγής, εφόσον ο ίδιος ζήτησε και εν συνεχεία αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα  και ελεύθερα τη μετακίνησή του στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού ως Μηχανικός Βάρδιας.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες είναι οι θέσεις της κας Σιακαλλή επί των πιο πάνω προδικαστικών, τις οποίες, ιδίως δια της απαντητικής γραπτής της αγόρευσης, αντικρούει, με αναφορά σε σχετική νομολογία.

 

Έχω εξετάσει τις προσβαλλόμενες πράξεις υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας των εν λόγω αποφάσεων.

 

Προέχει, βεβαίως, η εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που ήγειρε η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση. Είναι καλά γνωστό και νομολογιακά παγιωμένο ότι ζητήματα δημοσίας τάξεως, ως είναι εν προκειμένω αυτά που εγείρονται δια των προεκτεθεισών προδικαστικών, εξετάζονται κατά προτεραιότητα, ακόμα και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (THERMPHASE LIMITED ν. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 2714, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314).

 

Με την πρώτη εκ των υπό αναφορά προδικαστικών ενστάσεων, εγείρεται ο ισχυρισμός ότι η παρούσα προσφυγή δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης, αλλά κατά πράξης βεβαιωτικής, υποκείμενη ωσαύτως σε απόρριψη ως  απαράδεκτη.

 

Ως έχει ήδη λεχθεί, αντικείμενο της προσφυγής αποτελεί η άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα του αιτητή για ένταξή του στην Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων και στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας (Μηχανικός Δικτύου), προκειμένου να δύναται αυτός να διεκδικήσει θέση ανέλιξης στη εν λόγω Μονάδα. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι ο αιτητής απέστειλε μέσω των δικηγόρων του επιστολή προς τους καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 7.2.2019, με την οποία ζητούσε ακριβώς την ένταξή του, μετά την προηγηθείσα τοποθέτησή του στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού, στην υπό αναφορά Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων και στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας.

 

Στις 22.5.2019, ήτοι μετά πάροδο τριών και πλέον μηνών από την πιο πάνω ημερομηνία αποστολής της επιστολής και αφού δεν έλαβε οποιαδήποτε απάντηση, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή κατά της άρνησης των καθ’ ων η αίτηση να ικανοποιήσουν την αναφορά και/ή το αίτημά του.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση στηρίζει την προδικαστική της ένσταση στο γεγονός ότι ήδη από 11.1.2018 είχε δοθεί απάντηση στον αιτητή επί του ιδίου ζητήματος και, συνεπώς, ακόμα και η αρνητική, λόγω παράλειψης απάντησης εντός τριών μηνών, πράξη, δεν συνιστά νέα απόφαση, καθοριστική για τα δικαιώματα του αιτητή, η οποία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εκτελεστή διοικητική πράξη, εφόσον δεν παράγονται εξ’ αυτής έννομα αποτελέσματα, παρά μόνο επιβεβαιώνεται μια υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων.

 

Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία είτε υπέρ είτε κατά της υπό αναφορά προδικαστικής ένστασης και έχω καταλήξει ότι αυτή ευσταθεί.

Όπως έχει προαναφερθεί, ο αιτητής ήδη από το Νοέμβριο του έτους 2017, με επιστολή του Διευθυντή του ημερομηνίας 13.11.2017 προς τον Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού της ΑΗΚ, ζήτησε να πληροφορηθεί την επίσημη τοποθέτηση της Διεύθυνσης Ανθρώπινου Δυναμικού στο θέμα της μελλοντικής του ανέλιξης και ειδικότερα «κατά πόσο δικαιούται να διεκδικήσει θέση προαγωγής στην κλίμακα Ν2 στην ΕΜ [σημ.: Επιχειρηματική Μονάδα] Δικτύων, σύμφωνα με το υφιστάμενο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης αυτής και με δεδομένο ότι αυτήν τη στιγμή το Σχέδιο Υπηρεσίας που κατέχει είναι αυτό του Μηχανικού Βάρδιας». Ο Διευθυντής Ανθρώπινου Δυναμικού, με επιστολή του ημερομηνίας 11.1.2018, εις απάντηση του σχετικού ερωτήματος, ανέφερε τα εξής:

 

«Όσον αφορά το θέμα στην επιστολή σας για δυνατότητα διεκδίκησης θέσης ανέλιξης στην Επιχειρηματική Μονάδα Δικτύων από τον κ. Μιχαηλίδη [σημ.: αιτητή], σας πληροφορώ ότι σύμφωνα με τους περί ΑΗΚ Κανονισμούς αυτό δεν είναι δυνατό.

 

Συγκεκριμένα, ο κ. Μιχαηλίδης κατέχει Σχέδιο Υπηρεσίας Μηχανικού Βάρδιας και δύναται να διεκδικήσει κενή θέση Ανώτερου Μηχανικού-Βοηθού Διευθυντή (Παραγωγή), στη Διεύθυνση Παραγωγής μόνο.».

 

Ακολούθως, ο αιτητής μέσω των δικηγόρων του απέστειλε την προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 7.2.2019 προς το Διοικητικό Συμβούλιο και τον Γενικό Διευθυντή της ΑΗΚ, θέτοντας εκ νέου το ίδιο ζήτημα, ήτοι για ένταξή του στην Επιχειρησιακή Μονάδα Δικτύων και στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας (Μηχανικός Δικτύου), προκειμένου να δύναται αυτός να διεκδικήσει θέση ανέλιξης στη εν λόγω Μονάδα.

 

Έχω εξετάσει προσεκτικά το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής και δεν διαπιστώνω να περιέχεται σε αυτήν οποιοδήποτε νέο στοιχείο και/ή δεδομένο αναφορικά με την περίπτωση του αιτητή που δεν είχε ήδη τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση και/ή δεν ήταν ήδη εις γνώση τους κατά το χρόνο λήψης της, περιεχόμενης στην επιστολή και/ή σημείωμα του Διευθυντή Ανθρώπινου Δυναμικού προς τον Διευθυντή του αιτητή, ημερομηνίας 11.1.2018, απόφασης, με την οποία είχαν από τότε κρίνει και/ή αποφασίσει ότι δεν ήταν δυνατή η ανέλιξη του αιτητή στην Επιχειρηματική Μονάδα Δικτύων και ότι ο αιτητής, από τη στιγμή που υπάγεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας Μηχανικού Βάρδιας, δύναται να διεκδικήσει θέση Ανώτερου Μηχανικού-Βοηθού Διευθυντή (Παραγωγή), στη Διεύθυνση Παραγωγής μόνο. Συγκεκριμένα, στην επιστολή των δικηγόρων του αιτητή, αφού πρώτα εκτίθεται το ιστορικό της υπηρεσίας του αιτητή στην ΑΗΚ, γίνεται εκ νέου αναφορά στο ήδη υποβληθέν αίτημα του αιτητή, το οποίο, ως ρητά αναγράφεται, «δεν έγινε μέχρι σήμερα αποδεκτό», με αποτέλεσμα, κατά τον σχετικό ισχυρισμό, να στερείται αυτός της προσδοκίας ανέλιξης «έναντι άλλων συναδέλφων του ασκούν τα ίδια καθήκοντα, στην ίδια μονάδα και στον ίδιο εργοδότη», κατά παραβίαση της αρχής της ισότητας.

 

Ωστόσο, από το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, προκύπτει ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση νέα και/ή ουσιώδη στοιχεία, τα οποία δεν υπήρχαν προηγουμένως και τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα έρευνα και/ή να επηρεάσουν την κρίση των καθ’ ων η αίτηση και/ή να τους οδηγήσουν στη λήψη απόφασης με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό που περιέχεται στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 11.1.2018. Ούτε και προκύπτει, εξάλλου, να έχει γίνει νέα έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση για την περίπτωση του αιτητή.

 

Συνεπώς, η ως εκ της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας των τριών μηνών, θεωρούμενη, δυνάμει του άρθρου 36 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999)[1], άρνηση των καθ’ ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα του αιτητή, δεν μπορεί παρά να κριθεί, εφόσον έχει όλα τα χαρακτηριστικά προς τούτο, ως πράξη βεβαιωτική της προηγηθείσας πράξης και/ή απάντησής του, ημερομηνίας 11.1.2018, ως αυτή έχει προεκτεθεί.

Κατά πάγια νομολογία, ωστόσο, οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές, διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή, αλλά βεβαιούται με αυτές απλώς η εμμονή της «διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν» (βλ. Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394, καθώς και τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 241).

 

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης επισημάνθηκαν σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ 474, Ζίττης, ανωτέρω και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 507). Κατά πάγια νομολογία, πράξη θεωρείται βεβαιωτική όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα (βλ., μεταξύ άλλων, Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054 και Larkos v. Republic (1987) 3 CLR 2189). Η πράξη συνιστά βεβαιωτική προγενέστερης, αν δεν έχει, στο μεταξύ, διενεργηθεί νέα έρευνα, ή αν δεν έχουν προκύψει νέα στοιχεία. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, πράξη που δηλώνει απλή εμμονή της Διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της, ακόμα και αν δεν επαναλαμβάνει το περιεχόμενό της, αποτελεί βεβαιωτική (βλ. Pieris, ανωτέρω, Kefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελίδα 240). Απόφαση, που απλώς επιβεβαιώνει προηγούμενη εκτελεστή, δεν είναι εκτελεστή, εκτός εάν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα, κατά την οποία λήφθηκαν υπόψη νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία που, αν και προϋπήρχαν της εκτελεστής, ήταν, κατά το χρόνο που λήφθηκε η εκτελεστή, άγνωστα ή δεν λήφθηκαν υπόψη (βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474 και Αιμιλίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1149/2011, ημερ. 31.1.2013).

 

Οι πιο πάνω αρχές τονίστηκαν εκ νέου στην, σχετικά πρόσφατη, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χαράλαμπος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, ECLI:CY:AD:2017:C94, Α.Ε. 124/2011, ημερ. 22.3.2017, από την οποία παρατίθεται το ακόλουθο, άμεσα σχετικό, απόσπασμα:

 

«Στη Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου (2011) 3Β Α.Α.Δ. 851 τίθεται η έννοια της εκτελεστής σε αντιδιαστολή προς πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα και γίνεται νομολογιακή ανασκόπηση των δύο εννοιών. Με τον κλασσικό ορισμό του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 2007, σελ.127, βεβαιωτικές είναι οι πράξεις που «δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας και εκδίδονται συνήθως μετά από νέα αίτηση του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ......». Όπως τονίστηκε στην Marfin, ανωτέρω «αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα (βλ. Μάρκου ν. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 53, Δημοκρατία ν. Αναστασίου (2011)3 Α.Α.Δ. 519, I.M.C.S. Intercollege Ltd v. Α.Α.Α.Δ. Κύπρου (2008)3 Α.Α.Δ. 296). Είναι ορθή η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην κρινόμενη περίσταση, δεν έχουν εν τοις πράγμασι υποβληθεί νέα στοιχεία από τον εφεσείοντα με το νέο αίτημα του για να υπάρχει υποχρέωση νέας έρευνας. Επιπλέον τα νέα στοιχεία θα έπρεπε να είναι ουσιώδη. Ο Στασινόπουλος στο Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών (1964), 4η έκδοση, σελ.176 επισημαίνει ακριβώς ότι δεν πρέπει ο απωλέσας την προθεσμία για την προσβολή μιας εκτελεστής πράξης να δύναται να καταστρατηγεί την προθεσμία εκείνη με τη δημιουργία νέας πράξης, που εκδόθηκε κατ΄επίφαση μεν νέας έρευνας, κατ΄ουσίαν όμως στη βάση των ίδιων στοιχείων.».

 

Ενόψει των πιο πάνω, και υπό το φως της προεκτεθείσας νομολογίας επί του θέματος, κρίνω ότι και η προσβαλλόμενη δια της παρούσας προσφυγής άρνηση των καθ’ ων η αίτηση συνιστά πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα, ήτοι βεβαιωτική της ήδη από 1.11.2018 δοθείσας αρνητικής απόφασης και/ή απάντησης των καθ’ ων η αίτηση, στερούμενη ωσαύτως εκτελεστότητας, εφόσον δεν προκύπτει να τέθηκαν ενώπιον των καθ’ ων αίτηση και να λήφθηκαν υπόψη για την προσβαλλόμενη πράξη, νέα, ουσιώδη, στοιχεία, τα οποία δεν υπήρχαν πριν από την λήψη της πρώτης απορριπτικής απόφασής τους, ημερομηνίας 27.11.2012 (βλ. Χαράλαμπος Μιχαήλ, ανωτέρω και Ζίττης, ανωτέρω).

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις σφραγίζουν την τύχη της παρούσας προσφυγής και καθίσταται αχρείαστη η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Επιδικάζονται με €1600 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Δ.Δ.Δ.



[1] Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου, «Μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημέρα της υποβολής της αναφοράς ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να θεωρήσει την παράλειψη της αρμόδιας αρχής να του απαντήσει άρνηση της να ικανοποιήσει την αναφορά του και να προσβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την παράλειψη αυτή ως άρνηση ικανοποίησης της αναφοράς του.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο