
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 1047/2021)
10 Ιανουαρίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Λ. Μ.
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ,
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ
Καθ' ων η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος Α΄ της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Κατά το 2009 εγκρίθηκε με σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και τέθηκε σε εφαρμογή το Σχέδιο Ενίσχυσης Συνταξιούχων με Χαμηλά Εισοδήματα(εφεξής «το Σχέδιο») το οποίο προβλέπει την παραχώρηση μηνιαίου επιδόματος σε συνταξιούχους και νοικοκυριά συνταξιούχων που λαμβάνουν είτε κοινωνική σύνταξη ή σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή από επαγγελματικό συνταξιοδοτικό σχέδιο και έχουν ετήσιο εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχιας, το οποίο υπολογίζεται βάσει ενός συνολικού ποσού ανά εισοδηματική κατηγορία, αναπροσαρμοζόμενο ανάλογα με τη σύνθεση του νοικοκυριού. Σύμφωνα δε με τις πρόνοιες του Σχεδίου, για τον υπολογισμό του ετήσιου εισοδήματος νοικοκυριού λαμβάνονται υπόψη τα συνολικά εισοδήματα όλων των ατόμων του νοικοκυριού για το έτος που προηγείται του έτους υποβολής/εξέτασης της αίτησης, τα οποία, μεταξύ άλλων, προέρχονται από συντάξεις από οποιαδήποτε πηγή, από απασχόληση μισθωτού ή αυτοτελώς εργαζόμενου, εισπρακτέα ενοίκια, τόκους, μερίσματα, επιδόματα (π.χ ορφάνιας, ασθενείας, ανεργίας, μητρότητας, σωματικής βλάβης, τέκνου, φοιτητική χορηγία).
Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης καθώς και από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων και τα οποία δεν αμφισβητούνται, ο αιτητής υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση για επίδομα χαμηλοσυνταξιούχου στις 5.10.2015, δηλώνοντας ότι διαμένει στην ίδια κατοικία με τη σύζυγο του και τα τέκνα του, αίτηση η οποία εξετάστηκε και εγκρίθηκε. Έκτοτε παραχωρείτο στον αιτητή το εν λόγω επίδομα, αυξημένο, ως νοικοκυριό, στη βάση των προνοιών του Σχεδίου, λόγω της συζύγου και των δύο εξαρτώμενων τέκνων του. Παρεμβάλλεται δε ότι το εισοδηματικό όριο για ζεύγος με ένα τουλάχιστον συνταξιούχο και δύο εξαρτώμενα τέκνα, άνω των 14 ετών, είχε- κατά τον ουσιώδη χρόνο και σύμφωνα πάντοτε με τις πρόνοιες του Σχεδίου- υπολογιστεί, ως προκύπτει και από τα ενώπιον μου έγγραφα, σε €25.810.
Το επίδομα χαμηλοσυνταξιούχου συνεχίστηκε να καταβάλλεται στον αιτητή μέχρι τον Μάρτιο του 2021, όπου μετά από την ετήσια επανεξέταση και υπολογισμό των εισοδημάτων του νοικοκυριού του αιτητή που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας και τη συναφή λήψη των στοιχείων από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τα εισοδήματα του προηγούμενου έτους, ήτοι για το έτος 2020, διαπιστώθηκε ότι το συνολικό ετήσιο εισόδημα του νοικοκυριού για το έτος 2020, υπερέβαινε το εισοδηματικό όριο που καθορίζεται στο Σχέδιο. Ως δε προκύπτει από τα έντυπα του μηχανογραφημένου συστήματος, τα όποια επισυνάπτονται στην ένσταση των καθ΄ων η αίτηση και περιλαμβάνονται και στο διοικητικό φάκελο, κατά τον υπολογισμό των εισοδημάτων για το έτος 2020, λήφθηκαν, μεταξύ άλλων, υπόψη ότι ο αιτητής λάμβανε θεσμοθετημένη σύνταξη ύψους €510,61, ότι οι συνολικές απολαβές της συζύγου του εξαιτίας της διπλής απασχόλησης της ανέρχοντο σε ύψος €22.631 καθώς και ότι παραχωρήθηκε επίδομα τέκνου ύψους €853,99 καθώς και φοιτητική χορηγία για τα εξαρτώμενα τέκνα του αιτητή ύψους €2,565 για το ίδιο έτος.
Δεδομένων των ανωτέρω διαπιστώσεων, η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας ενημέρωσε τον αιτητή με επιστολή της ημερομηνίας 8.6.2021 ότι η παροχή του επιδόματος χαμηλοσυνταξιούχου για το έτος 2020 είχε τερματιστεί από 1.4.2021 ένεκα του ότι, ως αναφέρετο, τα συνολικά εισοδήματα του νοικοκυριού του αιτητή για το έτος 2020, υπερέβαιναν το εισοδηματικό όριο που καθορίζεται στο Σχέδιο, αφού αυτά ανερχόταν σε ύψος €32.798.68. Περαιτέρω και με την ίδια επιστολή ο αιτητής ενημερώθηκε ότι σε σχέση με το ποσό που καταβλήθηκε στον αιτητή ως επίδομα για το έτος 2020, είχε διαπιστωθεί υπερπληρωμή ύψους €1020,72, το οποίο ο αιτητής καλείτο να επιστρέψει. Σημειώνεται δε ότι με τη ρηθείσα επιστολή ημερομηνίας 8.6.2021, ο αιτητής πληροφορείτο ότι βάσει των διατάξεων του άρθρου 146 του Συντάγματος είχε δικαίωμα να προσβάλει εντός προθεσμίας 75 ημέρων την απόφαση που εμπεριέχετο στην εν λόγω επιστολή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Ο αιτητής αντέδρασε, αποστέλλοντας χειρόγραφη επιστολή ημερομηνίας 15.6.2021, με την οποία παραπονείτο για την αποκοπή του επιδόματος που λάμβανε (μικρή επιταγή) ως χαμηλοσυνταξιούχος και το οποίο, ως κατέγραφε, δικαιούται. Ειδικότερα στην εν λόγω επιστολή ο αιτητής ανέφερε ότι λαμβάνει πλέον μόνο το ποσό €530, ότι έχει δυο παιδιά που σπουδάζουν με δίδακτρα τα οποία ανέρχονται σε €6000 καθώς και ότι η σύζυγος του εργάζεται σε δυο εργασίες, ενώ παράλληλα παραπονείτο ότι σε κάποιο άλλο πρόσωπο, το οποίο κατονόμαζε, καταβαλλόταν το εν λόγω επίδομα.
Την πιο πάνω επιστολή, ακολούθησε νέα χειρόγραφη επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 21.6.2021 με θέμα «Τερματισμός Επιδόματος Χαμηλοσυνταξιούχου» με την οποία ο αιτητής ζητούσε όπως του δοθεί πίσω το εν λόγω επίδομα και διαγραφεί το χρέος των €1020, τονίζοντας ότι αντί να επιβραβευθεί η σύζυγος του η οποία κατά την πανδημία εργαζόταν με περισσότερες ώρες, τιμωρείται ο αιτητής με την αποκοπή του επιδόματος. Πρόσθετα παρέθετε έντυπο μισθοδοσίας της συζύγου του για τον μήνα Μάϊο του έτους 2021 από το Συμβούλιο Κοινοτικής Ευημερίας Γερίου.
Περίπου δεκαπέντε ημέρες αργότερα, ακολούθησε και τρίτη επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 8.7.2021, η οποία συνοδευόταν από χειρόγραφη ένορκη δήλωση του αιτητή ίδιας ημερομηνίας, στην οποία ο ίδιος κατέγραφε τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και ταυτόχρονα δήλωνε ότι βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγο του.
Εν συνεχεία και συγκεκριμένα στις 27.7.2021, ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη αίτηση για επίδομα χαμηλοσυνταξιούχου, σύμφωνα με την οποία δήλωνε «ότι βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγο του και σπάνια την βλέπει», αναφέροντας ταυτόχρονα -και σύμφωνα πάντα με το περιεχόμενο της αίτησης- ότι διαμένει στην ίδια κατοικία μαζί της. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, η εξέταση της εν λόγω αίτησης εκκρεμεί.
Η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας απέστειλε στον αιτητή επιστολή ημερομηνίας 1.9.2021 η οποία έφερε την ένδειξη υπενθύμιση και επί της οποίας παρατίθετο αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 8.6.2021. Παρεμβάλλεται δε ότι σε μεταγενέστερο χρόνο, απεστάλη προς την αρμόδια Υπηρεσία και ένορκη δήλωση της συζύγου του αιτητή ημερομηνίας 20.9.2021.
Η πιο πάνω επιστολή ημερομηνίας 1.9.2021 συνιστά και την προσβαλλόμενη απόφαση με την παρούσα Προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 10.9.2021.
Ο αιτητής, ο οποίος χειρίστηκε προσωπικά την υπόθεση του, χωρίς τη συνδρομή δικηγόρου, προέβαλε με την Προσφυγή του ότι η απόφαση ημερομηνίας 1.9.2021 με την οποία του ζητείται να επιστρέψει το πόσο των € 1020,72 ως υπερπληρωμή και με την οποία τερματίζεται σ΄ αυτόν η παροχή της μικρής σύνταξης είναι πεπλανημένη και αναιτιολόγητη. Στα δε γεγονότα της Προσφυγής ο αιτητής ανέφερε τα προσωπικά, οικονομικά και προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει καταγράφοντας ότι οι καθ΄ων η αίτηση «υπολόγισαν πεπλανημένα και το ποσό που λαμβάνει η σύζυγος του» με την οποία είναι σε διάσταση, επισυνάπτοντας ως Παράρτημα Β στην Προσφυγή την ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 8.7.2021. Με τη δισέλιδη χειρόγραφη γραπτή του αγόρευση ημερομηνίας 4.7.2022, ο αιτητής επικεντρώθηκε κυρίως στην καταγραφή των προβλημάτων υγείας και στις οικονομικές του υποχρεώσεις, σημειώνοντας ότι η σύζυγος του εργάζεται από το πρωί μέχρι το βράδυ. Σημειώνεται ότι ο αιτητής προχώρησε και στη καταχώρηση δεύτερης χειρόγραφης γραπτής αγόρευσης στις 15.7.2022, χωρίς ωστόσο να είχαν προηγηθεί, ως προς τούτο, σχετικές Οδηγίες του Δικαστηρίου στην οποία, όμως, ως παρατηρώ, επαναλαμβάνονται οι ανωτέρω θέσεις του αιτητή. Κατά τη δε προφορική του αγόρευση κατά τη δικάσιμο της 9.7.2024-και αφού προηγουμένως είχε υποδειχθεί στον αιτητή το δικαίωμα του για καταχώρηση απαντητικής αγόρευσης μετά την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση, με τον ίδιο να δηλώνει ότι δεν επιθυμούσε να καταχωρήσει απαντητική γραπτή αγόρευση- ο αιτητής επανέλαβε εκ νέου όλες τις πιο πάνω αναφερθείσες θέσεις του.
Με τη γραπτή της αγόρευση η πλευρά των καθ'ων η αίτηση ήγειρε και ανέπτυξε, με συναφή παραπομπή σε νομολογία και συγγράμματα, αριθμό προδικαστικών ενστάσεων επί τη βάσει των γεγονότων. Ειδικότερα προέβαλε ότι η παρούσα Προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον εκτελεστής διοικητικής πράξης υποκείμενης σε αναθεωρητικό έλεγχο, αλλά πρόκειται περί βεβαιωτικής πράξης, αφού δια της προσβλησθείσας επιστολής ημερομηνίας 1.9.2021 δηλώνεται αποκλειστικά η εμμονή της διοίκησης στον τερματισμό παροχής του σχετικού επιδόματος και στη θέση της για επιστροφή του ποσού των €1020, 72 ως υπερπληρωμή. Υποβάλλεται δε ότι η μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, είναι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για την οποία ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 8.6.2021. Περαιτέρω η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε ζήτημα εκπροθέσμου της Προσφυγής ισχυριζόμενη ότι έχει παρέλθει η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών από την «κοινοποίηση και ενημέρωση του αιτητή, για την πράξη που τον αφορά, η οποία είχε γίνει ήδη στις 08/06/2021 με την επιστολή που απεστάλη στον ίδιο από την αρμόδια ΥΔΕΠ».
Επιβάλλεται η κατά προτεραιότητα εξέταση των προδικαστικών ενστάσεων που εγέρθηκαν και άπτονται του παραδεκτού της Προσφυγής. Με δεδομένο ότι η προδικαστική ένσταση περί εκπροθέσμου στηρίζεται επί της θέσης ότι έχει παρέλθει η συνταγματική τασσόμενη προθεσμία για την προσβολή της μόνης εκτελεστής διοικητικής πράξης, η οποία κατά τη θέση των καθ΄ων η αίτηση ενσωματώνεται στην επιστολή ημερομηνίας 8.6.2021 που είχε προηγουμένως εκδοθεί, προέχει ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας η ενασχόληση με το προδικαστικό ζήτημα κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 1.9.2021 στερείται εκτελεστότητας και αποτελεί βεβαιωτική πράξη της απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας ημερομηνίας 8.6.2021.
Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν εκτεθεί λεπτομερώς. Από αυτά προκύπτει με σαφήνεια ότι αφού η Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας διαπίστωσε ότι για το υπό εξέταση έτος 2020, τα συνολικά εισοδήματα του νοικοκυριού του αιτητή, υπερέβαιναν το εισοδηματικό όριο που καθορίζεται στο Σχέδιο, προέβηκε στον τερματισμό της παροχής επιδόματος χαμηλοσυνταξιούχου στον αιτητή, απόφαση για την οποία ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 8.6.2021, ως βεβαίως και για το γεγονός ότι είχε δημιουργηθεί υπερπληρωμή, την οποία καλείτο να επιστρέψει, σε σχέση με το ποσό που καταβλήθηκε στον αιτητή ως επίδομα για το ίδιο πάντα έτος, ήτοι το 2020. Καθίσταται δε ξεκάθαρα σαφές ότι η απόφαση αυτή ήταν καθοριστική των δικαιωμάτων του αιτητή καθότι επηρέαζε καταλυτικά τα έννομα συμφέροντα του και επέβαλε υποχρέωση, η οποία δεν υφίστατο πριν την έκδοση της (ZILHA OZAY OGUZ κ.α και Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (Ε.Δ.Δ Αρ. 91/2017, ημερ.29/11/23) Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 Α.Δ.Δ. 26). Καθίσταται δε επίσης σαφές ότι ο αιτητής ενημερώθηκε το πρώτον για την απόφαση αυτή με την επιστολή ημερομηνίας 8.6.2021, δια της οποίας γνωστοποιούνταν ταυτόχρονα όλα τα απαραίτητα στοιχεία στον αιτητή, ώστε εάν το επιθυμούσε, να προσβάλλει εμπρόθεσμα τη διοικητική απόφαση.
Ο αιτητής όμως δεν το έπραξε. Παρά το ότι η επιστολή αυτή, ως βεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και δη από το ερυθρό 36 Τεκμήριο 1 Β, στάλθηκε στον αιτητή, ο αιτητής μετά την παραλαβή της, αντί να προβεί στην καταχώρηση Προσφυγής, αντέδρασε αποστέλλοντας σωρεία επιστολών, το περιεχόμενο των οποίων επιβεβαιώνει τη γνώση του αιτητή για το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 8.6.2021 και συγκεκριμένα για τον τερματισμό της παροχής του σχετικού επιδόματος και της κλήσης για επιστροφή του πόσου της δημιουργηθείσας υπερπληρωμής (Βόντα και Πανεπιστήμιο Κύπρου (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 154/134, ημερομηνίας 1/7/2020).
Πέραν του ότι στις πρόνοιες του Σχεδίου, ως αυτό ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν παρέχεται οποιοδήποτε δικαίωμα υποβολής ένστασης κατά της απόφασης της αρμόδιας Υπηρεσίας για τερματισμό του εν λόγω επιδόματος, είναι έκδηλο, ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υποβλήθηκαν ή προσκομίστηκαν εκ μέρους του αιτητή νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία να επέβαλαν τη διενέργεια νέας έρευνας και συνακόλουθα επανεξέτασης του θέματος αναφορικά με τον τερματισμό της εν λόγω παροχής στον αιτητή.
Απλή δε ανάγνωση των επιστολών του αιτητή επιμαρτυρεί ότι ο αιτητής δια των εν λόγω επιστολών του περιορίστηκε στην παράθεση διάφορων πληροφοριών ως προς τα έξοδα και την οικονομική του κατάσταση και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε καθώς και στην κατ΄ επανάληψη αναφορά του γεγονότος ότι η σύζυγος του εργαζόταν σε δυο εργασίες κατά την πανδημία, δεδομένα τα οποία, ουδόλως μπορούν να θεωρηθούν ως νέα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέα έρευνα και τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη προς αναθεώρηση της ήδη ληφθείσας απόφασης. Άλλωστε το γεγονός της διπλής εργασιακής απασχόλησης της συζύγου του αιτητή και τα δεδηλωμένα εισοδήματα που αυτή λάμβανε εξ΄αυτής, ήταν ήδη γνωστά στην αρμόδια Υπηρεσία, αποτελώντας μάλιστα ένα από τα στοιχεία που λήφθηκαν σύμφωνα και με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, υπόψη για τον υπολογισμό του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού του αιτητή για το έτος 2020.
Ούτε όμως και τα όσα ο αιτητής υπέβαλε με την επιστολή του ημερομηνίας 21.6.2021 ήτοι ότι η σύζυγος του εργαζόταν πλέον λιγότερες ώρες από πριν επισυνάπτοντας κατάσταση μισθοδοσίας για τον μήνα Μάιο του έτους 2021 καθώς και τα όσα ανέφερε για πρώτη φορά με τη μεταγενέστερη -τρίτη κατά σειρά- επιστολή του ημερομηνίας 8.7.2021 και την επισυνημμένη σ΄αυτή ένορκη δήλωση του περί διάστασης με τη σύζυγο του, διαφοροποιούν ή μεταβάλουν την ουσία του πράγματος. Τούτο διότι τα όσα ο αιτητής ανέφερε ουδόλως συσχετίζονται ή συναρτώνται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο με τον ουσιώδη χρόνο, ο οποίος, ως οφείλετο, λήφθηκε υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης του αιτητή και ο οποίος δεν ήταν άλλος από το 2020, έτος για το οποίο λήφθηκαν υπόψη τα συνολικά εισοδήματα του νοικοκυριού του αιτητή. Με άλλα λόγια τα όσα ο αιτητής κατέγραψε συνιστούν σαφώς στοιχεία που ανάγονται σε χρόνο μεταγενέστερο του ουσιώδους χρόνου εξέτασης, ώστε να μην έχουν εν τοις πράγμασι υποβληθεί ως η πάγια νομολογία απαιτεί τέτοια νέα και ουσιώδη στοιχειά, τα οποία να επέβαλαν την εκ νέου διερεύνηση της περίπτωση του αιτητή (Φάντης v. ETEK (ΑΕ119/2015, ημερ. 13/7/2022), ECLI:CY:AD:2022:C311 (Αγνή Σακκά και ΚΥΣΑΤΣ (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 98/2017, ημερομηνίας 6/12/23) Γρηγορίου v. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 58/2012, ημερομηνίας 9.10.2018), ECLI:CY:AD:2018:C437. Υπενθυμίζεται δε ότι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου για τον υπολογισμό του συνολικού ετήσιου εισοδήματος νοικοκυριού λαμβάνονται υπόψη τα εισοδήματα των ατόμων του νοικοκυριού για το έτος που προηγείται του έτους υποβολής/εξέτασης της αίτησης, στην προκειμένη περίπτωση του έτους 2020, ως ρητώς αναγράφετο και στην επιστολή ημερομηνίας 8.6.2021. Άλλωστε ο αιτητής υπέβαλε τον Ιούλιο του 2021 δεύτερη αίτηση δια της οποίας δήλωνε ότι βρίσκεται σε διάσταση με τη σύζυγο του, η εξέταση της οποίας φαίνεται απο τα ενώπιον μου στοιχεία να εκκρεμεί.
Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας βεβαιωτικής πράξης έχουν κατ΄ επανάληψη επισημανθεί από τη νομολογία. Αποτελεί δε σταθερή νομολογιακή θέση ότι μια πράξη θεωρείται βεβαιωτική όταν εκδίδεται από την ίδια αρχή, απευθύνεται στο ίδιο πρόσωπο, σκοπεί στη ρύθμιση της ίδιας σχέσης, εδράζεται στην ίδια νομική και πραγματική βάση με την προγενέστερη και παράγει ταυτόσημα με αυτή νομικά αποτελέσματα (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 474) Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ 394), Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507), Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054). Η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προσβάλλεται (Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρα τίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559) και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851). Για να μη χαρακτηριστεί ως βεβαιωτική η δεύτερη και με όμοιο περιεχόμενο απόφαση, πρέπει να έχει ληφθεί μετά από δέουσα έρευνα κατά την οποία να εξετάστηκαν νέα ουσιώδη πραγματικά ή νομικά στοιχεία (Δημοκρατία ν. Αντρέου (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 60/2012, απόφαση ημερ. 29.3.2019) Κωνσταντίνος Σασακάρος ν. Δημοκρατίας(AE 177/2009,ημερ.2/4/2014), Elias Marine Consultants Ltd v Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 41/2016, ημερομηνίας 26/10/22). Στην Marfin, ανωτέρω, τονίστηκε ότι η αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα. Είναι δε ζήτημα γεγονότων σε κάθε περίπτωση κατά πόσο εκδόθηκε νέα πράξη επί τη διερεύνηση νέων στοιχείων ή όχι.
Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Παρματζιάς ν. Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 131/2019, ημερομηνίας 19.9.2024) με αναφορά στο δικαστικό λόγο της απόφασης Καλακουτή ν. Δημοκρατίας (Α.Ε. 65/13, 2.7.2019), ECLI:CY:AD:2019:C274 υπομνήσθηκαν τα ακόλουθα επί του θέματος:
«Το τι αποτελεί νέα έρευνα που να καθιστά τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό. Σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία, η οποία έχει ακολουθήσει τα βήματα της Ελληνικής σχετικά με το υπό συζήτηση ζήτημα, νέα έρευνα θεωρείται η λήψη υπόψη νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων. Το χρησιμοποιηθέν, όμως, νέο υλικό κρίνεται αυστηρά για να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ΄ επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά κατ΄ ουσία στη βάση των ίδιων στοιχείων. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση από τον διοικούμενο στοιχείων τα οποία δεν μεταβάλλουν την ουσία του πράγματος».
Σύμφωνα δε με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: «Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ΄ όψιν». Μόνο όπου τίθενται νέα δεδομένα, τα οποία και αυστηρώς κρίνονται ώστε να μη δημιουργείται πλασματικά νέα προθεσμία (Στασινόπουλου: Δίκαιον Διοικητικών Διαφορών 4η έκδ. σελ. 176)η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να τα διερευνήσει ώστε να παραχθεί νέα διοικητική πράξη (Λάκης Χριστοδούλου και Νίκος Ανδρέου ως διαχειριστές της περιουσίας του Κυπριανού Σάββα Κούππα v Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ 1), IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (2008) 3 Α.Α.Δ. 296).
Κατ' εφαρμογή των πιο πάνω νομολογιακών αρχών και επί τη βάσει των αδιαμφισβήτητων γεγονότων της υπόθεσης, καθίσταται πρόδηλο ότι στην προκείμενη περίπτωση ουδέν νέο ουσιώδες στοιχείο είχε υποβληθεί, το οποίο να επέβαλε τη διεξαγωγή νέας έρευνας και να οδηγούσε σε έκδοση νέας εκτελεστής διοικητικής πράξης. Παρεμβάλλεται δε και για σκοπούς πληρότητας ότι ούτε η καταγραφή που εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο ότι την 1.9.2021 λειτουργός επικοινώνησε με τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων όπου ενημερώθηκε ότι η οικογενειακή κατάσταση του αιτητή παρέμενε ως έγγαμη, διαφοροποιεί με οιονδήποτε τρόπο τις ανωτέρω διαπιστώσεις ή συνιστά τέτοιο δεδομένο που να μπορούσε να οδηγήσει στην έκδοση νέας εκτελεστής πράξης.
Απλή ανάγνωση της προσβαλλόμενης επιστολής ημερομηνίας 1.9.2021 δεικνύει ότι αυτή έχει όλα τα χαρακτηριστικά της βεβαιωτικής πράξης η οποία απλώς βεβαιώνει την προηγηθείσα εκτελεστή διοικητική πράξη ημερομηνίας 8.6.2021 (Παπαχρυσοστόμου v ΕΤΕΚ (Ε.Δ.Δ. 180/18, ημερομηνίας 2/4/24). Στην ουσία η επιστολή ημερομηνίας 1.9.2021 δεν συνιστά τίποτα άλλο παρά Υπενθύμιση, ως άλλωστε καταγράφεται και επί της ίδιας της επιστολής, προς τον αιτητή για τον τερματισμό της παροχής του επιδόματος και της υποχρέωσης του να καταβάλει το ποσό ύψους €1020,72 (Πέτρου και Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (Υπόθεση αρ. 452/16, ημερομηνίας 29/5/19). Μάλιστα σ΄αυτήν, ως παρατηρώ, παρατίθεται αυτούσιο το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 8.6.2021 δια της οποίας, ως ήδη υποδείχθηκε, είχαν παραχθεί έννομα αποτελέσματα εις βάρος του αιτητή και η οποία εμπεριείχε τη μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία θα μπορούσε να προσβληθεί (Πανεπιστήμιο Κύπρου και Βόντα ( Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.91/18, ημερ. 21/2/24) Melinda Matute Respicio v. Δημοκρατίας (ΕΔΔ 25/2018 ημερ. 15.12.2023). Το δε γεγονός ότι στην προσβαλλόμενη επιστολή επαναλαμβάνετο επακριβώς το περιεχόμενο της προγενέστερης επιστολής ημερομηνίας 8.6.2021, ουδόλως αλλοιώνει τη φύση της προσβαλλόμενης επιστολής, ως βεβαιωτικής και ουδόλως θα μπορούσε να εκκινήσει εκ νέου την εκ του Συντάγματος ανατρεπτική προθεσμία για καταχώρηση Προσφυγής.
Έπεται και στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω ότι η προσβαλλόμενη με την Προσφυγή επιστολή ημερομηνίας 1.9.2021 δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική της προεκδοθείσας απόφασης της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Προνοίας ημερομηνίας 8.6.2021, η νομιμότητα της οποίας δεν έχει προσβληθεί.
Συνακόλουθα, η προδικαστική ένσταση που εγέρθηκε από τους καθ’ων η αίτηση περί έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλομένης πράξης, γίνεται δεκτή.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο