
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1114/2021 και 1272/2021)
23 Ιανουαρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υποθ. Αρ. 1114/2021)
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση
(Υποθ. Αρ. 1272/2021)
Μ. Α. Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση
ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 10.6.2024
ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΗΣ ΑΡ. 1114/2021
Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια στην προσφυγή αρ. 1114/2021,
Σ. Σάββα, για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή στην προσφυγή αρ. 1272/2021
Δ. Εργατούδη (κα), για Γενικό Εισαγγελέα, για Καθ’ ων η Αίτηση
Χ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Οι δυο πιο πάνω προσφυγές συνεκδικάζονται δυνάμει σχετικού διατάγματος του παρόντος Δικαστηρίου. Δια της προσφυγής αρ. 1114/2021, η αιτήτρια ζητεί-
«Δήλωση και/ή απόφαση ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Καθ’ ης η Αίτηση την 11.8.2021 και με την οποία προήγαγε τον κον Σ. Κ. στη μόνιμη θέση Διευθυντή Κλινικής/Τμήματος, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, στην ειδικότητα Αιματολογίας από 1.9.2021 αντί και/ή στη θέση της Αιτήτριας είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.».
Εκκρεμουσών των προσφυγών, και αφού είχαν ολοκληρωθεί οι γραπτές αγορεύσεις όλων των διαδίκων και οι υποθέσεις ήσαν ορισμένες στις 9.7.2024 για προγραμματισμό, η πλευρά της αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 1114/2021 καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση, με την οποία ζητείται-
«(α) Άδεια και/ή Διαταγή του Δικαστηρίου όπως επιτραπεί η τροποποίηση της με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο προσφυγής σ’ ότι αφορά τους νομικούς ισχυρισμούς ή λόγους ακύρωσης, με την προσθήκη των ακόλουθων παραγράφων 27 και 28:
«27. Πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή και η απόφαση της ΕΔΥ αφού δεν διερεύνησαν εάν το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο κατέχει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόν «ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία»
28. Υπό πλάνη κρίθηκε προσοντούχο το Ενδιαφερόμενο Πρόσωπο και υπό πλάνη συστήθηκε από τη Γενική Διευθύντρια και προήχθη».
Επί της υπό κρίση αίτησης τροποποίησης, οι καθ’ ων η αίτηση δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 18.9.2024, ότι δεν έφεραν ένσταση. Ωστόσο, ένσταση κατά της αιτούμενης τροποποίησης ήγειρε το Ενδιαφερόμενο Μέρος (Ε.Μ.), που ισχυρίζεται ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος και η αιτήτρια δεν υπέδειξε κανέναν λόγο και/ή αιτία που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της αίτησης. Τονίζει ιδιαίτερα η πλευρά του Ε.Μ. ότι, δια της σκοπούμενης τροποποίησης, επιδιώκεται η διεύρυνση της νομικής βάσης της προσφυγής και η εισαγωγή εντελώς νέων και ανεξάρτητων λόγων ακύρωσης και τυχόν έγκριση της αίτησης θα πλήξει την ίδια τη ρίζα και/ή θα μεταβάλει εκ βάθρων το πλαίσιο και/ή τη βάση της διαδικασίας, διευρύνοντας το πεδίο συζήτησης της υπόθεσης με την εισαγωγή νέων ζητημάτων. Επιπρόσθετα δε, το Ε.Μ. προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η υπό εξέταση αίτηση υποβλήθηκε σε αδικαιολόγητα αργοπορημένο στάδιο. Ειδικότερα, κατά το σχετικό ισχυρισμό, η αιτήτρια ουσιαστικά επιδιώκει τρία περίπου χρόνια μετά την καταχώρηση της προσφυγής της και δυο χρόνια μετά την καταχώρηση της γραπτής της αγόρευσης, να τροποποιήσει την αίτηση ακυρώσεως, κατά τρόπο που αντίκειται στην πάγια επί του θέματος νομολογία και προκαλεί εκτροχιασμό της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά διαδικαστικά πλαίσια εξέτασης των προσφυγών από το Δικαστήριο και τα χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης. Θα μπορούσε δε η αιτήτρια, από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας, με εύλογη επιμέλεια να εντοπίσει τα γεγονότα που τώρα θέλει να εισαγάγει στην προσφυγή της, εφόσον τα γεγονότα αυτά ήσαν ήδη γνωστά κατά την καταχώρηση της προσφυγής, αλλά και προηγουμένως.
Την ένσταση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Τ. Χ., δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων του Ε.Μ., η οποία, αφού δηλώνει ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη και γνωρίζει τα γεγονότα της υπόθεσης από προσωπική γνώση και μελέτη του φακέλου, ισχυρίζεται εν πολλοίς όσα έχουν ήδη αναφερθεί πιο πάνω ως προς τους λόγους ένστασης.
Από την άλλη, την υπό κρίση αίτηση συνοδεύει ένορκη δήλωση της κας Κ. Π., δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο των δικηγόρων που εκπροσωπούν την αιτήτρια, η οποία, ως λέγει, γνωρίζει πλήρως και προσωπικά τα γεγονότα της υπόθεσης και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη δήλωσή της.
Αναφερόμενη στο ιστορικό της υπόθεσης, η ενόρκως δηλούσα λέγει ότι, κατά την ετοιμασία της γραπτής αγόρευσής της, η αιτήτρια ενημέρωσε αυτήν ότι, σύμφωνα με δηλώσεις του Ε.Μ. στον ημερήσιο τύπο, είχε διεξαχθεί πειθαρχική έρευνα εναντίον του και του είχε επιβληθεί ποινή διετούς στέρησης προαγωγής. Γι’ αυτό και στην αγόρευση των δικηγόρων της αιτήτριας, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι το Ε.Μ. δεν κατέχει το υπό του σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν «ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία». Προκειμένου δε να συμπίπτουν και/ή να ταυτίζονται οι λόγοι της προσφυγής με την αγόρευσή τους, συνεχίζει η κα Π., υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση τροποποίησης, «[.] που θα διευκολύνει την όλη κρίση της διαφοράς» και «θα είναι προς το συμφέρον της πλήρους απονομής δικαιοσύνης το να επιτραπεί η τροποποίηση της προσφυγής κατά τις αρχές της Νομολογίας όπου ισχύουν ελαστικότερα κριτήρια σε σχέση με τις προσφυγές ενώ ταυτόχρονα δεν θα επιφέρει στους αντιδίκους οποιαδήποτε δυσχέρεια και/ή αιφνιδιασμό ούτε θα τους επηρεάσει καθ' οποιονδήποτε τρόπο», ούτε και θα καθυστερήσει την πορεία της υπόθεσης.
Τα ίδια εν πολλοίς αναπτύσσονται και στις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των δυο διαδίκων, οι οποίες, με αναφορές σε νομολογία υποστηρικτική των θέσεων τους, επιχειρηματολογούν υπέρ και κατά της έγκρισης της αίτησης, αντίστοιχα.
Στη γραπτή της αγόρευση, η συνήγορος για την αιτήτρια επιχειρηματολογεί υπέρ της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος και τονίζει ότι με την εν λόγω αίτηση, δεν εγείρονται νέοι ισχυρισμοί, η δε τροποποίηση είναι αναγκαία, προκειμένου να υπάρξει πλήρης απονομή της δικαιοσύνης. Εν πάση δε περιπτώσει, συνεχίζει η κα Ευγενίου, ο χρόνος καταχώρησης της υπό εξέταση αίτησης κρίνεται υπό τις περιστάσεις εύλογος και δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε ανεπανόρθωτη ζημία στους καθ’ ων η αίτηση από την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Ειδικότερα, η κα Ευγενίου αναφέρεται σε επιστολές των δικηγόρων της αιτήτριας προς τους καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 22.11.2023 και 8.1.2024, με τις οποίες ζητείτο γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας «που φαίνεται να ζητήθηκε από την ΕΔΥ αναφορικά με δηλώσεις του ίδιου του Ενδιαφερόμενου Προσώπου που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο τύπο και που φαίνεται ότι τιμωρήθηκε με πειθαρχική ποινή, που αν υπήρξε δεν περιελήφθη στον προσωπικό του φάκελο που τηρεί η ΕΔΥ». Ωστόσο, συνεχίζει η κα Ευγενίου, η καθ’ ης η αίτηση απέρριψε το πιο πάνω αίτημα, με τον ισχυρισμό ότι αυτό δεν είναι σχετικό με την επίδικη διαδικασία προαγωγής. Τα πιο πάνω, κατά την πλευρά της αιτήτριας, ήταν και ο λόγος της καθυστέρησης στην καταχώρηση της αίτησης τροποποίησης, η οποία προφανώς και δεν συνιστά επαχθές μέτρο. Ούτε και υφίσταται ζήτημα εκτροχιασμού της δίκης από το υφιστάμενο πλαίσιο αυτής. Συνακόλουθα, καταλήγει η συνήγορος της αιτήτριας, είναι δίκαιο και εύλογο όπως εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα τροποποίησης της προσφυγής.
Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για το Ε.Μ. τονίζει ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει, καθότι δεν πληρούνται οι αναγκαίες προϋποθέσεις που θα δικαιολογούσαν την έκδοση διατάγματος τροποποίησης της προσφυγής. H δε έγκριση της αίτησης θα οδηγήσει σε εκτροχιασμό της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης, αλλά και στην εισαγωγή ενός εντελώς νέου και ανεξάρτητου λόγου ακύρωσης, που δεν έχει καν δικογραφηθεί στην προσφυγή της αιτήτριας.
Έχω εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τις θέσεις και τους ισχυρισμούς που προβάλλονται, τόσο εκ μέρους της αιτήτριας, όσο και εκ μέρους του Ε.Μ. ως προς τη βασιμότητα της υπό κρίση αίτησης, υπό το φως βεβαίως των πάγιων και διαχρονικών νομολογιακών αρχών που διέπουν την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση.
Η νομιμοποιητική βάση για την εισαγωγή και έγκριση τροποποιήσεων σε αιτήσεις ακυρώσεως δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, όπως αναγνωρίζει και η ημεδαπή νομολογία (βλ. Petrolina (Holdings) Public Ltd v. Υπουργείου Οικονομικών κ.α., Υποθ. Αρ. 1019/09, ημερ. 22.6.2010), παρέχεται από τον Κανονισμό 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, ο οποίος εφαρμόζεται στην παρούσα δυνάμει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015. Σύμφωνα με τον εν λόγω Κανονισμό, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει τέτοιες οδηγίες και σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, όπως απαιτεί το συμφέρον της δικαιοσύνης.
Βεβαίως, ναι μεν νομολογιακά γίνεται αποδεκτή η εφαρμογή ελαστικότερων κριτηρίων στην αναθεωρητική δικαιοδοσία για έγκριση αιτημάτων τροποποίησης της αίτησης ακυρώσεως, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ανυπαρξία στη διοικητική διαδικασία, δικονομικών κανόνων, οι οποίοι να διέπουν την ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου διαδικασία, μέχρι και την τελική απόφαση (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1993) 4 A.A.Δ. 289, The Learning Center (TLC) Peyia Ltd, Υποθ. Αρ. 47/2019, ημερ. 19.4.2021). Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Χλόη Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1997) 4Γ Α.Α.Δ. 1471, ημερ. 20.6.1997, δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένη η θετική άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου κατά την εξέταση αίτησης ως η υπό κρίση και «το στοιχείο της φύσης του νομικού σημείου που προτείνεται να προστεθεί, σε συνδυασμό προς το σύνολο των υπολοίπων περιστατικών, όπως είναι το στάδιο στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, ο λόγος γι' αυτό, αλλά και οι συνέπειες που θα φέρει η εισαγωγή του στην πορεία της διαδικασίας, είναι παράγοντες σχετικοί».
Στην Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου Υποθ. Αρ. 1125/2010, ημερ. 22.7.2011, λέχθηκε ότι, κατά κανόνα, επιτρέπεται η τροποποίηση, εφόσον δεν προκαλείται με την έγκρισή της ανεπανόρθωτη ζημιά στη θέση της άλλης πλευράς, αλλά και εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, κατά πάγια νομολογία, η τροποποίηση δεν επιτρέπεται όταν επιζητείται να εισαχθούν εντελώς νέοι λόγοι ακύρωσης (βλ. Δήμος Λεμεσού ν. Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως-Αρχή Ισότητας, Υποθ. Αρ. 780/2010, ημερ. 27.9.2012, καθώς και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Α.Γ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1206/2021, ημερ. 4.6.2024, Στυλιανίδης ν. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Υποθ. Αρ. 1271/2017, ημερ. 23.9.2022 και Hermes Airports Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λάρνακας, Υποθ. Αρ. 921/2014 ημερ. 21.9.2018).
Έχοντας θέσει το πιο πάνω πλαίσιο, επισημαίνω τα εξής:
Εν πρώτοις, δεν μπορώ παρά να διαπιστώσω ότι στην υπό κρίση περίπτωση, πράγματι η αίτηση για τροποποίηση καταχωρήθηκε με πολλή καθυστέρηση, σε προχωρημένο στάδιο της διαδικασίας. Υπενθυμίζεται ότι η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 21.9.2021 και στη συνέχεια, αφού είχαν καταχωρηθεί όλες οι γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων και οι προσφυγές είχαν οριστεί για προγραμματισμό στις 9.7.2024, η πλευρά της αιτήτριας, καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση τροποποίησης στις 10.6.2024, ήτοι περίπου δυο χρόνια και εννιά μήνες μετά την καταχώρηση της προσφυγής της και δυο περίπου χρόνια μετά την καταχώρηση της αρχικής γραπτής της αγόρευσης (9.9.2022). Τυχόν έγκριση της αίτησης, με την προσθήκη των δυο πρόσθετων λόγων ακύρωσης που έχουν εκτεθεί αυτολεξεί πιο πάνω, ενδεχομένως να επιφέρει πρόσθετη καθυστέρηση στην εκδίκαση των υποθέσεων, εφόσον είναι πιθανόν να ζητηθούν συμπληρωματικές αγορεύσεις από τους διαδίκους, είτε ακόμα και η προσκόμιση μαρτυρίας προς υποστήριξη των υπό αναφορά λόγων ακύρωσης: με αποτέλεσμα να επέλθει πράγματι εκτροχιασμός της δίκης από τα παραδεκτά θεσμικά και χρονικά πλαίσια απονομής της δικαιοσύνης, τον οποίον η ημεδαπή νομολογία έχει κατ’ επανάληψη αποδοκιμάσει (Sigma Radio, ανωτέρω).
Πέραν όμως τούτου, το πλέον σημαντικό είναι το εξής: έχοντας εξετάσει την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία, σε συνδυασμό με τα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, στα οποία ανέτρεξα, διαπιστώνω ότι εν τέλει, αχρείαστα καταχωρήθηκε η εν λόγω αίτηση. Και τούτο, καθότι προκύπτει από το νομικό σημείο 18 της αίτησης ακυρώσεως ότι ήδη παρέχεται επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την ανάπτυξη των δυο λόγων ακύρωσης που η πλευρά της αιτήτριας επιθυμεί να προσθέσει ως νέα νομικά σημεία 27 και 28. Και τούτο, καθότι στο νομικό σημείο 18 της αίτησης ακυρώσεως, αναφέρονται αυτολεξεί τα εξής (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):
«18. Η Καθ’ ης η Αίτηση έλαβε υπόψη, κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης, στοιχεία τα οποία δεν εδικαιούτο νόμιμα να λάβει υπόψη και/ή τα οποία προήρχοντο από αναρμόδιο όργανο και/ή παρέλειψε να λάβει υπόψη ουσιώδη στοιχεία αναφορικά με την πείρα, τα προσόντα και αξία της Αιτήτριας και του Ενδιαφερόμενου Προσώπου».
Είναι πρόδηλο, από την συνδυαστική ανάγνωση του αμέσως πιο πάνω και των δυο προεκτεθέντων πρόσθετων λόγων ακύρωσης, ότι το υφιστάμενο νομικό σημείο 18 της αίτησης ακυρώσεως συνιστά επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα για την ανάπτυξη των εν λόγω δυο λόγων ακύρωσης, χωρίς πρόθετη δικογράφησή τους και/ή πληροί την απαίτηση δικογράφησης όλων των λόγων ακύρωσης που προωθούνται. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, συνιστά απαιτούμενο προσόν η «ακεραιότητα χαρακτήρα, διευθυντική, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία» ενός υποψηφίου.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αναπόφευκτα απαντούν και στους ισχυρισμούς των αντιδίκων της αιτήτριας (καθ’ ων η αίτηση και Ε.Μ.), οι οποίοι προέβαλαν δια των γραπτών τους αγορεύσεων, στο πλαίσιο της κυρίως αίτησης, ότι δεν δικογραφήθηκε ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης, τον οποίον, σημειώνεται, ανέπτυξε η αιτήτρια στη γραπτή της αγόρευση ως σημείο 2.4, ήτοι η έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση ως προς την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων εκ μέρους του Ε.Μ. και πιο συγκεκριμένα ως προς την πλήρωση της απαίτησης για την ακεραιότητα χαρακτήρα, όπως πιο πάνω αναφέρθηκε. Ήταν όμως αναγκαία η αναφορά του Δικαστηρίου στο εν λόγω ζήτημα, εφόσον αυτό, όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, συνδέεται άρρηκτα με την εξέταση της υπό κρίση αίτησης.
Συνεπώς, δεδομένων των πιο πάνω διαπιστώσεων, κρίνω ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος για την περαιτέρω ενασχόλησή μου με την παρούσα αίτηση. Ουδεμία ζημία και/ή βλάβη θα επέλθει στην πλευρά της αιτήτριας από την απόρριψη της αίτησης εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, οι δυο πρόσθετοι λόγοι ακύρωσης και/ή τα δυο νέα νομικά σημεία που επιθυμεί να εισαγάγει δια της υπό κρίση αίτησης και επί των οποίων, άλλωστε, έχει αναπτυχθεί ήδη σχετικός ισχυρισμός και επιχειρηματολογία στη γραπτή αγόρευσή της, έχουν ήδη δικογραφηθεί επαρκώς. Συνεπώς, τουλάχιστον στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων, κρίνω ότι δεν υφίσταται ούτε και η ανάγκη προς πρόσθετη επιχειρηματολογία επί του θέματος. Αντίθετα, ενόψει των προεκτεθέντων δεδομένων, πρόσθετη πολυπλοκότητα θα επέρχετο από τυχόν αποδοχή της αίτησης. Επομένως, και γι’ αυτό το λόγο η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Διαφορετική προσέγγιση, δεν θα ήταν ούτε προς το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης αλλ’ ούτε και των ιδίων των διαδίκων.
Επιπρόσθετα, επαναλαμβάνω ότι στη διαμόρφωση της τελικής μου κρίσης, έλαβα υπόψη και το αδικαιολόγητα αργοπορημένο στάδιο υποβολής της υπό εξέταση αίτησης. Ακόμα και αν διαπιστωνόταν ότι υφίστατο πράγματι λόγος για την καταχώρηση μιας τέτοιας αίτησης, δεν μπορώ να παραγνωρίσω το γεγονός ότι το συμβάν στο οποίο αναφέρεται η πλευρά της αιτήτριας και αποτέλεσε, κατά τον ισχυρισμό της, την γενεσιουργό αιτία να προβεί στο υπό εξέταση δικονομικό διάβημα, έλαβε χώρα, σύμφωνα πάντα με την αιτήτρια, κατά το έτος 2018, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε κατά το έτος 2021. Εύλογα λοιπόν τίθεται το ερώτημα γιατί η υπό εξέταση αίτηση καταχωρήθηκε τόσο αργοπορημένα, κατά το έτος 2024. Εν πάση περιπτώσει, είναι αρκετό στο σημείο αυτό να υπενθυμίσω ότι, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομολογία, κατά την εξέταση αιτήσεων ως η υπό κρίση, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, πέραν του στοιχείου της φύσης της θεραπείας που ζητείται να προστεθεί, το χρονικό σημείο που υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση, αλλά και το λόγο για αυτό (Χλόη Ιωαννίδου, ανωτέρω).
Βεβαίως, με τις πιο πάνω διαπιστώσεις ως προς την κατάληξη της παρούσας αίτησης, ουδόλως επηρεάζονται οι προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η πλευρά της αιτήτριας δια των γραπτών της αγορεύσεων, αλλ’ ούτε η σχετική επιχειρηματολογία που αντιτάσσουν οι καθ’ ων η αίτηση και το Ε.Μ., οι οποίοι και θα εξεταστούν δεόντως κατά το στάδιο εξέτασης της κυρίως αίτησης, στη βάση όλων των δεδομένων της υπόθεσης.
Ενόψει των πιο πάνω, η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ του Ε.Μ. και εναντίον της αιτήτριας, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στο τέλος των προσφυγών.
Οι προσφυγές ορίζονται για προγραμματισμό στις 6.2.2025 και ώρα 9.00 π.μ..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο