
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 1206/2021)
28 Ιανουαρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Α. Γ. Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ, ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
Καθ’ ων η Αίτηση
Α. Τερέντης, για Αιτήτρια
Μ. Κυπριανού (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
Θ. Παναγή (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια ζητεί-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 06/08/2021 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια την 09/08/2021 και δια της οποίας η επιτροπή του υπουργείου παιδείας ή το ΥΠΠΑΝ αποφάνθηκε σχετικά με την αίτηση της αιτήτριας για απόσπαση/μετακίνηση πλήρωσης θέσης φιλολόγου στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξέλλες ΙΙΙ τα ακόλουθα: ότι η διαδικασία πλήρωσης της υπό αναφορά θέσης έχει ολοκληρωθεί και η αίτηση της δεν ήταν επιτυχής.».
Εκκρεμούσης της προσφυγής, και αφού είχε καταχωρηθεί η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και η γραπτή αγόρευση τόσο της αιτήτριας όσο και των καθ’ ων η αίτηση, η πλευρά της αιτήτριας καταχώρησε, στις 19.1.2024, αίτηση τροποποίησης της αίτησης ακυρώσεως, ως ακολούθως-
«Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να διατάζεται η τροποποίηση της αιτούμενης θεραπείας της προσφυγής και συγκεκριμένα με διόρθωση και την προσθήκη στην αιτούμενη θεραπεία στην δεύτερη γραμμή μεταξύ των δύο λέξεων [«αποτελέσματος», «η οποία»] της προσθήκης της ακόλουθης φράσης:
«όσον αφορά την επιλογή της κ. Α. Α. αντί της αιτήτριας»».
Επί της υπό κρίση αίτησης τροποποίησης, οι καθ’ ων η αίτηση δήλωσαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη δικάσιμο της 13.3.2024, ότι δεν θα έφεραν ένσταση. Ωστόσο, ένσταση κατά της αιτούμενης τροποποίησης ήγειραν οι δικηγόροι της επιλεγείσας, η οποία καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης και συμμετείχε στη διαδικασία. Πράγματι, στις 3.6.2022, είχε καταχωρηθεί από τους δικηγόρους της προαναφερόμενης επιλεγείσας, κας Α., σημείωμα εμφάνισης στη διαδικασία, δια του οποίου εδίδετο ειδοποίηση ότι «το Ενδιαφερόμενο Μέρος Α. Α. [«το Ε.Μ.»] προτίθεται να εμφανιστεί κατά την ως άνω διαδικασία». Μάλιστα, στη συνέχεια, στις 5.1.2023, το Ε.Μ. καταχώρησε ένσταση, δια της οποίας προέβαλε, εν είδει προδικαστικού ισχυρισμού, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω αλυσιτέλειας και/ή έλλειψης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας να προσβάλει την προσβαλλόμενη πράξη και/ή να προωθεί την παρούσα προσφυγή, «καθότι η αιτήτρια δεν διεκδικεί ακύρωση της επίδικης απόσπασης για επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους αντί και/ή στη θέση της ιδίας». Ειδικότερα, κατά το σχετικό ισχυρισμό, από το λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας της προσφυγής και/ή από την προσβαλλόμενη πράξη, ως αυτή καθορίζεται από το αιτητικό της προσφυγής και περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 6.8.2021, δεν προκύπτει ότι η αιτήτρια διεκδικεί την επίδικη απόσπαση αντί του Ε.Μ., αλλά στρέφεται μόνον κατά της απόρριψης της δικής της αίτησης.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση δεν ήγειρε παρόμοιους ισχυρισμούς, αλλά περιορίστηκε στην αντίκρουση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προώθησε δια των γραπτών του αγορεύσεων ο συνήγορος της αιτήτριας.
Το Δικαστήριο τούτο, με ενδιάμεση απόφασή του, ημερομηνίας 4.6.2024, απέρριψε την αίτηση τροποποίησης.
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα, αποκαλύπτει τα εξής:
Το Υπουργείο Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας («το Υπουργείο»), με ανακοίνωσή του ημερομηνίας 22.4.2021, δημοσίευσε την προκήρυξη θέσης φιλολόγου στο Ευρωπαϊκό Σχολείο «Βρυξέλλες ΙΙΙ» («η θέση»). Στην εν λόγω προκήρυξη, προσδιορίστηκαν τα απαιτούμενα, αλλά και τα επιπρόσθετα, για τη θέση προσόντα, καθώς και η επιθυμητή για τη θέση γλώσσα.
Υποβλήθηκαν αιτήσεις από δεκαεπτά (17) υποψηφίους, δέκα (10) εκ των οποίων δεν πληρούσαν τα κριτήρια για να κληθούν σε προφορική συνέντευξη, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις, ημερομηνίας 8.6.2021 και 1.7.2021, της συσταθείσας τριμελούς Επιτροπής Αξιολόγησης, της οποίας η σύσταση είχε προηγουμένως εγκριθεί από τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου στις 17.5.2021.
Εν συνεχεία, η Επιτροπή Αξιολόγησης κάλεσε σε προφορική συνέντευξη τους υπόλοιπους επτά υποψηφίους, περιλαμβανομένης της αιτήτριας και του Ε.Μ., που κρίθηκαν προσοντούχοι καθότι πληρούσαν όλα τα απαιτούμενα κριτήρια προκήρυξης της θέσης.
Οι προφορικές συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στις συνεδρίες της Επιτροπής Αξιολόγησης, ημερομηνίας 15.7.2021 και 6.8.2021. Στη δεύτερη συνεδρία, η Επιτροπή προέβη στην τελική αξιολόγηση των υποψηφίων, στη βάση των προσόντων και των αποτελεσμάτων της προφορικής συνέντευξης. Το Ε.Μ. αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στη σειρά κατάταξης, ενώ η αιτήτρια κατέλαβε την τρίτη θέση, έχοντας αξιολογηθεί ως Πολύ Καλή. Στην ίδια συνεδρία, ημερομηνίας 6.8.2021, η Επιτροπή Αξιολόγησης αποφάσισε να ομόφωνα να συστήσει την επιλεγείσα για την πλήρωση της θέσης.
Την ίδια μέρα (6.8.2021), το Υπουργείο ενημέρωσε την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) για την απόφασή του να επιλέξει το Ε.Μ. για την πλήρωση της θέσης και ταυτόχρονα ζήτησε από την ΕΕΥ να προχωρήσει στην απόσπαση του Ε.Μ. για υπηρεσία στη θέση για ένα σχολικό έτος (1.9.2021 έως 31.8.2022), με δυνατότητα ανανέωσης μέχρι και εννέα χρόνια.
Ακολούθως, η ΕΕΥ, στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.8.2021 επέλεξε το Ε.Μ. και αποφάσισε να προχωρήσει στην απόσπαση της στη θέση, ενημερώνοντας την σχετικά με επιστολή της, ίδιας ημερομηνίας (13.8.2022).
Στις 14.10.2021 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
Όπως έχει προαναφερθεί, η πλευρά του Ε.Μ., σε αντίθεση με τους καθ’ ων η η αίτηση, ήγειρε δια του δικογράφου της ενστάσεώς της και ανέπτυξε δια της γραπτής της αγόρευσης δυο προδικαστικές ενστάσεις, ισχυριζόμενη ότι η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη λόγω αλυσιτέλειας και ότι η αιτήτρια στερείται της απαιτούμενης νομιμοποίησης να προσβάλει την επίδικη απόφαση, καθότι αυτή δεν διεκδικεί ακύρωση της επίδικης απόφασης επιλογής του Ε.Μ. αντί της ιδίας στην θέση και ούτε υπέστη οποιαδήποτε βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη.
Πριν από την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, προέχει η εξέταση των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, οι οποίες αφορούν ευθέως στην ύπαρξη της απαιτούμενης νομιμοποίησης της αιτήτριας να προσβάλλει την επίδικη απόφαση, εφόσον το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411) και, ως εκ της θεμελιώδους σημασίας του, η ύπαρξη του και η κρίση για τον κατά πόσον υφίσταται η απαιτούμενη νομιμοποίηση, εξετάζεται και αποφασίζεται κατά προτεραιότητα.
Υπενθυμίζεται εν πρώτοις ότι η πλευρά της αιτήτριας, καταχώρησε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής της, με την οποία ζητούσε την ρητή συμπερίληψη στο αιτητικό αυτής και/ή στην αιτούμενη θεραπεία, του Ε.Μ. ως επιλεγείσας για απόσπαση στη θέση αντί της αιτήτριας, αναφορά και/ή λεκτικό που είχε παραληφθεί και/ή δεν περιλήφθηκε στο αρχικό αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως. Το σχετικό λεκτικό έχει εκτεθεί αυτολεξεί πιο πάνω. Η αίτηση απορρίφθηκε, εφόσον, όπως αναφέρθηκε στην απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, «[.] δια της αιτούμενης τροποποίησης, μεταβάλλεται ουσιωδώς η αιτούμενη θεραπεία, δεδομένου ότι αμφισβητείται πλέον ρητά η επιλογή του Ε.Μ. για την επίδικη θέση, η οποία έλαβε χώρα δι’ αποφάσεως της ΕΕΥ ημερομηνίας 13.8.2021, ενώ με την αρχική αιτούμενη θεραπεία, η αιτήτρια βάλλει κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 6.8.2021, με την οποία κρίθηκε ότι η αίτησή της αναφορικά με τη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, δεν ήταν επιτυχής. Πέραν του ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές, ανεξάρτητες και αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι δια της αιτούμενης τροποποίησης, η αιτήτρια επιθυμεί να καταστήσει σαφές ότι δεν στρέφεται μόνον κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησής της, αλλά και κατά της απόφασης επιλογής του Ε.Μ.».
Όπως έχει ήδη λεχθεί, το Ε.Μ., δια του δικογράφου της ενστάσεως του, προβάλλει προδικαστικώς ότι απαράδεκτα και άνευ εννόμου συμφέροντος επιδιώκεται δια της υπό εξέταση αίτησης, η εισαγωγή μιας εντελώς νέας και ανεξάρτητης θεραπείας, μέσω της οποίας η αιτήτρια επιδιώκει ουσιαστικά τη διεκδίκηση της επίδικης απόσπασης, κατά τρόπο που καταστρατηγείται η ανατρεπτική προθεσμία των 75 ημερών που καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, το Δικαστήριο ανέφερε επίσης στην ενδιάμεση απόφασή του ότι το ζήτημα που εγείρεται με την εν λόγω προδικαστική ένσταση του Ε.Μ., συνδέεται άρρηκτα με αυτό της αιτούμενης τροποποίησης «[.] και αφορά ευθέως στο ερώτημα κατά πόσον, πράγματι, με το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, η αιτήτρια βάλλει και κατά της επιλογής του Ε.Μ. αντί και/ή στη θέση της ιδίας. Ωστόσο, το ερώτημα αυτό θα αποφασιστεί στο πλαίσιο εξέτασης της κυρίως αίτησης, δεδομένης και της συμπερίληψης σχετικής προδικαστικής ένστασης στο δικόγραφο της ένστασης του Ε.Μ.».
Εξετάζοντας λοιπόν στο παρόν στάδιο την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως, είναι πρόδηλο ότι η αιτήτρια βάλλει κατά της απόφασης απόρριψης της αίτησής της για απόσπαση και/ή μετακίνηση στη θέση, ημερομηνίας 6.8.2021. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από το λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας, το οποίο έχει παρατεθεί αυτολεξεί πιο πάνω. Σε κανένα σημείο του αιτητικού της προσφυγής δεν αναφέρεται ότι η αιτήτρια στρέφεται κατά της απόφασης επιλογής του Ε.Μ. στη θέση αντί και/ή στη θέση αυτής και πουθενά δεν αναφέρεται ότι αυτό που αμφισβητείται είναι η απόφαση επιλογής του Ε.Μ. ημερομηνίας 13.8.2021. Επισημαίνεται συναφώς ότι εν προκειμένω, υπήρξαν δυο αυτοτελείς και/ή ανεξάρτητες πράξεις, ήτοι αφενός η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, ημερομηνίας 6.8.2021 και αφετέρου η απόφαση επιλογής του Ε.Μ. για απόσπαση στη θέση, η οποία λήφθηκε από την ΕΕΥ στη συνεδρία της ημερομηνίας 13.8.2021. Η αιτήτρια βάλλει μόνο κατά της πρώτης απόφασης, ήτοι κατά της απόρριψης της αίτησής της, όχι όμως και κατά της απόφασης επιλογής του Ε.Μ. για απόσπαση στη θέση. Ούτε και μπορεί να γίνει δεκτή η θέση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκε ότι η προσφυγή στρέφεται και κατά της επιλογής του Ε.Μ. αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας. Αυτό ενδεχομένως να γινόταν δεκτό εφόσον προέκυπτε από το λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας της αίτησης ακυρώσεως, ότι όντως επρόκειτο για αβλεψία και/ή ακούσια παράλειψη η μη συμπερίληψη της αμφισβήτησης επιλογής του Ε.Μ. για τη θέση. Αντίθετα, όπως είναι διαμορφωμένο το υφιστάμενο λεκτικό, προκύπτει ξεκάθαρα ότι η προσφυγή στρέφεται μόνον και/ή περιορίζεται στην απόφαση ημερομηνίας 6.8.2021, σύμφωνα με την οποία, ως ρητά αναφέρεται στην αιτούμενη θεραπεία, «[.] η επιτροπή του υπουργείου παιδείας ή το ΥΠΠΑΝ αποφάνθηκε σχετικά με την αίτηση της αιτήτριας για απόσπαση/μετακίνηση πλήρωσης θέσης φιλολόγου στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξέλλες ΙΙΙ», καθώς και ότι «η διαδικασία πλήρωσης της υπό αναφορά θέσης έχει ολοκληρωθεί και η αίτηση της δεν ήταν επιτυχής». Ενόψει των πιο πάνω, είναι σαφές ότι με τυχόν αποδοχή της θέσης της αιτήτριας, πράγματι θα προστίθετο μια νέα, ανεξάρτητη θεραπεία, με αποτέλεσμα την ανεπίτρεπτη διεύρυνση και/ή μεταβολή της νομικής βάσης της προσφυγής κατά τρόπο επαχθή προς το Ε.Μ. αλλά και αντίθετο προς το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (Κωμοδρόμος ν. Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 597/2019, ημερ. 6.7.2021).
Δεδομένων των πιο πάνω, διαπιστώνεται πράγματι έλλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας λόγω αλυσιτέλειας της υπό κρίση προσφυγής, εφόσον, ακόμα και αν η προσβαλλόμενη πράξη απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας ακυρωθεί, η αιτήτρια δεν θα αποκομίσει οποιαδήποτε ωφέλεια από αυτή την ακύρωση, δεδομένου ότι η απόφαση επιλογής του Ε.Μ. για την απόσπαση και/ή μετακίνηση στη θέση, παρέμεινε άθικτη και δεν προσβάλλεται.
Η κρίση περί του αλυσιτελούς λαμβάνει χώρα κατά την έρευνα για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος και καταλήγει στην απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως, όχι ως αβάσιμης, αλλά ως απαράδεκτης.
Όπως λέχθηκε στην Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411, εάν η ακύρωση ούτε θα ωφελήσει ούτε θα βλάψει τον αιτητή, τότε η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη (βλ. και Ioakim ν. Limassol Municipality (1970) 3 C.L.R. 170, Demetriou & others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853, 1861, καθώς και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Κ.Γ. ν. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Υποθ. Αρ. 105/2020, ημερ. 7.9.2023). Απαράδεκτη ως αλυσιτελής θεωρείται η αίτηση ακυρώσεως «διότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον, όταν ο αιτών δεν θα είχε καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης» (E.Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδοση Τόμος ΙΙ, σελ. 87, παρ. 459). Συνεπώς, ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται η αίτηση ακυρώσεως, η οποία, ακόμη και αν γίνει δεκτή, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ικανοποίηση του αιτήματος της αιτήτριας, η οποία, συνακόλουθα, δεν θα έχει καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης, ως είναι και η εδώ κρινόμενη περίπτωση.
Στο σύγγραμμα του Δ. Θ. Πυργάκη «Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» Νομική Βιβλιοθήκη (2017) στη σελ. 42, αναφέρεται ότι η συνδρομή της προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος, αφορά στην ωφέλεια που έχει ο αιτητής από την ακύρωση της πράξης, αφού δεν νοείται να ακυρωθεί μία διοικητική απόφαση, προς χάρη προσώπου που δεν έχει κατά νόμο τίποτε να ωφεληθεί από την ακύρωση αυτή. Και όπως αναφέρεται στην ίδια σελίδα, «[.] άνευ εννόμου συμφέροντος προσβάλλεται πράξη, όταν ο αιτών δεν ωφελείται εκ της ευθείας ακυρώσεώς της [ΣτΕ 1953/1981, πρβλ. ΣτΕ Ολ3292/2005, 2686/2013].» Στο ίδιο σύγγραμμα, αναφέρονται και τα εξής σχετικά:-
«Η αλυσιτέλεια είναι μορφή ελλείψεως εννόμου συμφέροντος λόγω ελλείψεως ωφελείας από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Από τη νομολογία δεν προκύπτει κάποιο κριτήριο διακρίσεως μεταξύ αλυσιτελούς αιτήσεως ακυρώσεως και άνευ εννόμου συμφέροντος ασκούμενης αιτήσεως ακυρώσεως λόγω ελλείψεως ωφελείας εκ της ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως. Για λόγους πρακτικούς μπορεί να υποστηριχθεί ότι νοητές είναι οι εξής περιπτώσεις:
α) Από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει βλάβη. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ακυρώσεως ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος,
β) Από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν προκύπτει καμία ωφέλεια για τον αιτούντα. [.]
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω σκέψεων, γενικώς, η νομολογία έχει προχωρήσει στις εξής παραδοχές: Σύμφωνα με βασικό κανόνα που διέπει την ακυρωτική δίκη, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται μόνον εάν η ακύρωσή της είναι λυσιτελής για τον αιτούντα, εάν δηλαδή θεραπεύει, τουλάχιστον για τον εφεξής χρόνο, την βλάβη που προκαλεί στα έννομα συμφέροντά του η πράξη αυτή [ΣτΕ 2068/2008, 4022/2006].
Ως αλυσιτελής, χαρακτηρίζεται επομένως η αίτηση ακυρώσεως, η οποία ακόμη και αν γίνει δεκτή δεν πρόκειται να οδηγήσει σε δικαίωση και ικανοποίηση του αιτούντος και επομένως ο αιτών δεν θα έχει καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης. Αυτό μπορεί να είναι συνέπεια της εν τω μεταξύ διαφορετικής γενικής νομοθετικής ρύθμισης του θέματος [ΣτΕ Ολ 3167-3168/2014, 1418/2013 7μ., Ολ 1372/2013] ή αλλαγής νομικών προϋποθέσεων στο πρόσωπο του αιτούντος ή στο επίδικο αντικείμενο».
Τα πιο πάνω τονίστηκαν και στην απόφαση της Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ., στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 993/2017, ημερ. 28.2.2020, η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί και όπου επίσης εξετάστηκε και διαπιστώθηκε παρόμοιο ζήτημα αλυσιτέλειας και έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος.
Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, διαπιστώνω ότι πράγματι υφίσταται ζήτημα αλυσιτέλειας και έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας προς προώθηση της παρούσας προσφυγής, εφόσον, δεδομένης της μη προσβολής της απόφασης επιλογής του Ε.Μ. για απόσπαση/μετακίνηση στη θέση, η οποία και παρέμεινε άθικτη, η αιτήτρια ουδόλως θα ωφεληθεί από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης απόρριψης της αίτησής της για απόσπαση/μετακίνηση στην εν λόγω θέση.
Επιπρόσθετα δε, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, θα πρέπει επίσης να τονιστεί, σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, ότι ακόμα και τυχόν επιτυχία της προσφυγής και ακύρωση της απόφασης απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια και/ή δεν απέληγε άνευ ετέρου στην επιλογή της για πλήρωση της θέσης, αλλά σε τέτοια περίπτωση η αιτήτρια θα είχε μόνο προσδοκία για μετάθεση/μετακίνηση στη θέση, το δε έννομο συμφέρον της θα ήταν ενδεχόμενο και μελλοντικό. Με αποτέλεσμα να ελλείπει και πάλι το απαιτούμενο ενεστώς έννομο συμφέρον της αιτήτριας προς προώθηση της παρούσας προσφυγής, που καθιστά την προσφυγή απαράδεκτη. Όπως συναφώς αναφέρεται στο Σύγγραμμα της Γλ. Π. Σιούτη «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» (1998), στη σελ. 158,-
«Η νομολογία, παγίως δέχεται ότι "όταν δεν υπάρχει η ειδικώς καθορισμένη νομική κατάσταση του αιτούντος ή ο λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας του σύνδεσμος με την πράξη και η συναφής βλάβη δεν έχει επέλθει αλλά εμφανίζεται ως μέλλουσα και ενδεχόμενη, υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που καθιστά την αίτηση ακυρώσεως απαράδεκτη". Το έννομο συμφέρον χαρακτηρίζεται ως ενδεχόμενο και στην περίπτωση, που αποτελεί απλή προσδοκία, εφόσον τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτούντος. Δεν θεωρείται, επίσης, ενεστώς το έννομο συμφέρον, όταν από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει συγκεκριμένη βλάβη, αλλά προβάλλονται ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες, θα επέλθουν κατά την άποψη του αιτούντος.».
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αναπόφευκτα σφραγίζουν την τύχη της υπό εξέταση προσφυγής.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας και λόγω αλυσιτέλειας.
Τα έξοδα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται, μειωμένα κατά το ήμισυ, υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και του Ε.Μ., και εναντίον της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α., όπου υπάρχει.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο