
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 1378/2024(i)
14 Ιανουαρίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος και το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν.131(Ι)/2015).
Μεταξύ:
G. T.
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. |
ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ |
2. |
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ |
Καθ’ ων η αίτηση.
------------
Γ. Βασιλόπουλος, για Δρα Χ. Π. Χριστοδουλίδη, για την αιτήτρια.
Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια, υπήκοος Νεπάλ και γεννηθείσα το 1995, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 05.02.2019 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός και προς τούτο εξασφάλισε άδεια παραμονής με ισχύ μέχρι τις 05.02.2023.
Στις 30.06.2020 καταγγέλθηκε από την εργοδότριά της ότι εγκατέλειψε τον χώρο διαμονής και εργασίας της. Στις 14.07.2020, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 20.10.2021. Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχώρισε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απορρίφθηκε στις 07.10.2022. Ακολούθως, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία, η οποία κρίθηκε ως απαράδεκτη στις 24.01.2023. Εναντίον της απόφασης καταχώρισε προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία απορρίφθηκε στις 24.04.2023. Δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας για διεθνή προστασία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου, απόφαση την οποία αμφισβήτησε, επίσης ανεπιτυχώς, ενώπιον του ΔΔΔΠ, το οποίο στις 03.06.2024 απέρριψε την προσφυγή.
Προηγουμένως, με επιστολή του δικηγόρου της, ημερομηνίας 26.04.2023, υπέβαλε προς τον Υπουργό Εσωτερικών αίτημα όπως της παραχωρηθεί άδεια παραμονής και εργασίας για ανθρωπιστικούς λόγους δυνάμει του άρθρου 18ΟΗ(4) του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), αίτημα το οποίο επανέλαβε με δεύτερη επιστολή του δικηγόρου της, ημερομηνίας 04.06.2024, προς τη Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία τη διαβίβασε με επιστολή, ημερομηνίας 05.06.2024, προς τον Υπουργό Εσωτερικών για τη λήψη απόφασης. Το εν λόγω αίτημα, μέχρι τουλάχιστον την ημερομηνία επιφύλαξης της απόφασης στην παρούσα προσφυγή, δεν είχε απαντηθεί. Σημειώνεται ότι, προς υποστήριξη του αιτήματός της, η αιτήτρια επικαλείται απειλές που δέχεται εναντίον της ζωής της στη χώρα της και την ύπαρξη δανείου, για την αποπληρωμή του οποίου επιθυμεί να παραμείνει για να συνεχίσει να εργάζεται στην Κυπριακή Δημοκρατία σε συγκεκριμένη εταιρεία.
Στις 07.10.2024 η αιτήτρια εντοπίστηκε στη Λεμεσό και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Την ίδια ημερομηνία κηρύχθηκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής η «Διευθύντρια») ως απαγορευμένη μετανάστης, βάσει των προνοιών του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ.105 και εναντίον της εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, βάσει των άρθρων 14 και 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ.105, αντίστοιχα.
Στις 09.10.2024 καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αμφισβητώντας τόσο την απόφαση κήρυξής της ως απαγορευμένης μετανάστη όσο και τα εκδοθέντα διατάγματα απέλασης και κράτησης. Εκκρεμούσης της εκδίκασης της προσφυγής, η Διευθύντρια ανέστειλε την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης.
Διά της γραπτής αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου της, η αιτήτρια διατείνεται πως η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστη εκκρεμούσας της απάντησης στο αίτημά της για παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας για ανθρωπιστικούς λόγους, παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 18ΟΗ(4)(α) και (5) του Κεφ. 105. Η δε έκδοση εναντίον της διατάγματος κράτησης, παραβιάζει τις πρόνοιες του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105 καθότι, κατά την εισήγηση, η αιτήτρια δεν παρουσίαζε κίνδυνο διαφυγής, ούτε προσπάθησε να παρεμποδίσει την προετοιμασία επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσής της.
Διατείνεται επίσης η αιτήτρια πως οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις παραβιάζουν τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας, είναι πλήρως αναιτιολόγητες και το αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας και συγκρούονται με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης. Προς υποστήριξη των λόγων ακύρωσης, οι δικηγόροι της αιτήτριας παραπέμπουν στις ανωτέρω πρόνοιες του Κεφ. 105 και επιπλέον σημειώνουν ότι στην έκθεση του Αστυνομικού, ο οποίος συνέλαβε την αιτήτρια (Παράρτημα 8 στην Ένσταση), δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο αίτημά της για παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας για ανθρωπιστικούς λόγους, ενώ θεωρούν ανακριβή την εκτίμηση ότι, εάν η αιτήτρια αφεθεί ελεύθερη, θα εξαφανιστεί λόγω μη ύπαρξης σταθερού τόπου διαμονής, δοθέντος ότι η αιτήτρια εργάζεται σε συγκεκριμένο εργοδότη από το 2023, δυνάμει σύμβασης εργοδότησης σφραγισμένης από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο δε εργοδότης της καταβάλλει για αυτήν κοινωνικές ασφαλίσεις.
Οι καθ’ ων η αίτηση, παραπέμποντας στο μεταναστευτικό προφίλ της αιτήτριας, απορρίπτουν τους λόγους ακύρωσης, τους οποίους θεωρούν ότι η αιτήτρια απέτυχε να θεμελιώσει και αντιτείνουν ότι η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστη και τα προσβαλλόμενα διατάγματα είναι νόμιμα και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 105, το αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών της Διευθύντριας, εκδόθηκαν κατόπιν δέουσας έρευνας και αξιολόγησης όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων και στοιχείων και είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένα.
Αξιολογώντας όλα τα ενώπιόν μου στοιχεία και δεδομένα καταλήγω ότι ουδείς λόγος ακύρωσης ευσταθεί.
Ειδικότερα, αποδέχομαι ως ορθή την εισήγηση της ευπαίδευτης δικηγόρου των καθ’ ων η αίτηση πως η υποβολή και μόνο του αιτήματος της αιτήτριας για παραχώρηση άδειας παραμονής και εργασίας για ανθρωπιστικούς λόγους, δεν της προσδίδει οποιοδήποτε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία.
Το άρθρο 18ΟΗ(4) και (5) του Κεφ. 105 προβλέπει τα ακόλουθα:
«(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσει αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής, για λόγους φιλευσπλαχνίας ή ανθρωπιστικούς λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας. Στην περίπτωση αυτή -
(α) δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής∙ ή
(β) εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια της ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.
(5) Εφόσον εκκρεμεί διαδικασία ανανέωσης άδειας διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας, ο Αvώτερoς Λειτουργός Μετανάστευσης εξετάζει το ενδεχόμενο να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα διαδικασία, με την επιφύλαξη του εδαφίου (6).».
Καθίσταται σαφές από τις ανωτέρω πρόνοιες ότι η μη έκδοση απόφασης επιστροφής ή η ανάκληση ή αναστολή εκδοθείσας ήδη απόφασης επιστροφής συμφώνως της παραγράφου (4) του άρθρου 18ΟΗ, προϋποθέτει την προηγούμενη έκδοση απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο, με την οποία να χορηγείται αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής. Η απλή εκκρεμότητα σχετικής αίτησης, όπως εν προκειμένω, δεν επαρκεί. Συμφώνως δε της παραγράφου (5), ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης έχει διακριτική ευχέρεια και όχι υποχρέωση να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί τυχόν εκκρεμούσα διαδικασία ανανέωσης άδειας διαμονής ή οποιασδήποτε άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής σε υπήκοο τρίτης χώρας, ο οποίος παραμένει παράνομα στο έδαφος της Δημοκρατίας.
Επαναλαμβάνεται ότι η αιτήτρια αποτάθηκε 3 φορές ανεπιτυχώς στην Υπηρεσία Ασύλου για εξασφάλιση διεθνούς προστασίας και ότι οι αντίστοιχες προσφυγές της ενώπιον του ΔΔΔΠ επίσης απορρίφθηκαν, χωρίς η ίδια να συμμορφωθεί και να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία, στην οποία παραμένει παράνομα.
Ως εκ τούτου και λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως εκδήλωση της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας του, να δέχεται ή να αποκλείει αλλοδαπούς από την επικράτειά του (Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401, Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Rami Makhlouf κ.ά. ν Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 21/17, ημερ. 10.09.2024) και, αφετέρου, την υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, συμφώνως των προνοιών της Οδηγία 2008/115/ΕΚ[1], να λαμβάνει μέτρα για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών προς το σκοπό καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, καταλήγω ότι η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστη και η έκδοση εναντίον της διατάγματος απέλασης είναι νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ευλόγως επιτρεπτή, έχει δε ληφθεί εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση.
Εύλογο και αιτιολογημένο κρίνω και το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης, λαμβανομένου υπόψη ότι, σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΔ του Κεφ. 105:
18ΟΔ. Για τους σκοπούς των άρθρων 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
[…]
"κίνδυνος διαφυγής" σημαίνει την ύπαρξη, σε ατομική περίπτωση, οποιουδήποτε από τους ακόλουθους λόγους, που οδηγεί στην εικασία ότι υπήκοος τρίτης χώρας υποκείμενος σε διαδικασίες επιστροφής μπορεί να διαφύγει:
(α) Μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής,
(β) δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής,
[…]».
Επισημαίνεται πως στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί ενδιάμεσης μονομερούς αίτησης στην Mensah και Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 5735/2013, ημερομηνίας 09.08.2013, κρίθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα:
«Η κήρυξη της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστριας εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής της ανά πάσα στιγμή. Αυτή η έννοια εμπεριέχεται νομικά και λογικά στο άρθρο 180Δ στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής», όπου στην παράγραφο (α) αναφέρεται, ως στοιχείο κινδύνου διαφυγής, η μη συμμόρφωση με απόφαση επιστροφής. Να μη λησμονείται άλλωστε ότι στον ορισμό του «κινδύνου διαφυγής» καταγράφεται ότι αυτός ο κίνδυνος συναρτάται προς κάθε «ατομική περίπτωση», ο δε κίνδυνος αυτός εκτιμάται κατά «εικασία» ότι ο υποκείμενος σε διαδικασία επιστροφής «μπορεί να διαφύγει». Δεν χρειάζεται, με άλλα λόγια, απτή μαρτυρία περί τούτου και είναι εδώ που υπεισέρχεται η κρίση της διοίκησης αναλόγως των συνθηκών της κάθε υπόθεσης.».
Ως προς την εργοδότηση της αιτήτριας σε συγκεκριμένη εταιρεία, καταλήγω πως το κατά πόσον η εν λόγω εργοδότηση είναι νόμιμη ή παράνομη, πράγματι, ως η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποβάλλει, δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Κρίνω, όμως, σκόπιμο να σημειώσω πως το άρθρο 9Θ του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), το οποίο ρυθμίζει την υπό προϋποθέσεις πρόσβαση των αιτητών ασύλου στην αγορά εργασίας, ρητώς προβλέπει στην παράγραφο 3(β) τα ακόλουθα:
«(3) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) δικαίωμα εργασίας -
[…]
(β) τερματίζεται -
(i) με την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, κατά αρνητικής απόφασης του Προϊσταμένου, ή
(ii) με την κοινοποίηση στον αιτητή απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου η οποία απορρίπτει τυχόν προσφυγή του δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά αρνητικής απόφασης του Προϊσταμένου.».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που η ίδια η αιτήτρια επισυνάπτει στην προσφυγή της (Παράρτημα Ε), η σχετική σύμβαση απασχόλησης την οποία επικαλείται ρητώς αναφέρει ότι αφορά σε αιτητές ασύλου, συμφώνως δε των όρων αυτής, η είσοδος, η παραμονή και η εργοδότηση της αιτήτριας υπόκειται στις πρόνοιες του Ν.6(Ι)/2000.
Ως εκ τούτου, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.700 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
[1] Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο