D. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών (Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης), Υπόθεση Αρ. 1420/2019, 15/1/2025
print
Τίτλος:
D. K. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών (Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης), Υπόθεση Αρ. 1420/2019, 15/1/2025

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 1420/2019

                                                   15 Ιανουαρίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

D. K.

                                                                                                                      Αιτήτρια,

v.

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών

(Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης)

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση   

 __________________

 

Βαλέριος Δανιηλίδης, δικηγόρος για την Αιτήτρια.

Νικολέττα Νικολάου(κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρος των Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση να απορρίψουν την αίτηση της για πολιτογράφησή και απόκτηση Κυπριακής Υπηκοότητας, απόφαση η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 17/07/2019, της οποίας έλαβε γνώση στις 26/07/2019.

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα έχουν ως εξής;

 

Η Αιτήτρια γεννήθηκε στην Γεωργία στις 14/07/1965 και διαμένει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τις 30/08/2004 με άδεια παραμονής ως Γεωργιανή υπήκοος αφού εργάζεται ως οικιακή βοηθός. Από τις 31/08/2006 ανανεώνει διαδοχικά τη νόμιμη παραμονή της στη Δημοκρατία, πάντοτε ως οικιακή βοηθός ενώ όπως προκύπτει από το Ερυθρό 89 του σχετικού διοικητικού φακέλου, έχει διαπιστωθεί από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ότι, υφίσταται παράνομη παραμονή στη Δημοκρατία για τη περίοδο 1/12/2004 – 3/6/2011, συνολικά 7 μηνών και 27 ημερών.

 

Στις 27/06/2017, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση Μ.127 για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Η αίτηση εξετάστηκε, αφού λήφθηκαν υπόψη όλες οι απόψεις των εμπλεκομένων τμημάτων της διοίκησης, πραγματοποιήθηκε, προσωπική συνέντευξη, καθώς και τα τυπικά προσόντα παραμονής που απαιτούνται. Συνεπεία τούτων, η αίτηση της Αιτήτριας απορρίφθηκε, αφού η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών βασίστηκε στα δεδομένα του προσωπικού της φακέλου και, κυρίως, στην προσωπική συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε στις 05/11/2018, όπου διαπιστώθηκε ότι η σχέση της με την Κύπρο είναι αποκλειστικά εργασιακή, αφού στη χώρα της είναι παντρεμένη και έχει και δύο παιδιά τα οποία διαμένουν στη Γεωργία με τον σύζυγο της. Περαιτέρω, ως διαπιστώθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση, «δεν είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις της» για παραμονή της στη Δημοκρατία, αφού τα χρήματα από την εργασία της τα στέλνει στην οικογένειά της στη χώρα καταγωγής της.

 

Η Αιτήτρια ενημερώθηκε με επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση για τους λόγους απόρριψης του αιτήματός της στις 17/07/2019, όπου στη σχετική απόφαση, μεταξύ άλλων, αναφέρονται τα ακόλουθα: «Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 27/06/2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι η σχέση σας με την Κύπρο είναι καθαρά εργασιακή και δεν είναι ξεκάθαρες οι προθέσεις σας εάν θα παραμείνετε στην Κύπρο αφού τα χρήματα από την εργασία σας τα στέλνεται στην οικογένεια σας που διαμένει στην Γεωργία.»

 

Στις 27/09/19, η Αιτήτρια καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή, όπου ο δικηγόρος της παραθέτει, τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης:

«Α. Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι αντίθετη με το Νόμο, προς τις παραδεδεγμένες αρχές της Νομολογίας και του Διοικητικού Δικαίου.

Β. Η απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη και/ή δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη και/ή δεν είναι αιτιολογημένη κατά τρόπον που να ικανοποιεί τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Γ. Η αιτιολογία που εδόθη είναι πεπλανημένη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή ελλιπής.

Δ. Δεν προηγήθηκε έρευνα και/ή δέουσα έρευνα η οποία απαιτείται από τις γενικές αρχές του Διοικητικού Δικαίου, ώστε να διαπιστωθεί το δικαίωμα της Αιτήτριας για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας.

Ε. Είναι αποτέλεσμα κακής χρήσης της διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η Αίτηση και/ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας.

ΣΤ. Συνιστά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης καθ' ότι χωρίς οποιαδήποτε δέουσα έρευνα, οι Καθ' ων η Αίτηση αυθαίρετα απέρριψαν την αίτηση της Αιτήτριας για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας.

Z. Ελήφθησαν υπ' όψιν τα γεγονότα που δεν θα έπρεπε να ληφθούν υπ' όψιν και/ή δεν αποδόθηκε η βαρύτητα που έπρεπε σε όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα.

Η. Ελήφθη με πλάνην περί τον Νόμον και/ή ελήφθη λόγω πεπλανημένης ερμηνείας των διατάξεων του Νόμου 141(Ι)2002.

Θ. Ο τρόπος και/ή ο λόγος απόρριψης της αίτησης της Αιτήτριας, παραβιάζει τα ατομικά της  δικαιώματα και η προσβαλλόμενη πράξη και/ή απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αντιβαίνει στην εν ισχύ νομοθεσία και κανονισμούς και/ή παραβιάζει κεκτημένα δικαιώματα της Αιτήτριας.»

 

Τους ίδιους λόγους επαναλαμβάνει και προωθεί μέσω της γραπτής του αγόρευσης εκ μέρους της Αιτήτριας, χωρίς ωστόσο να τους εξειδικεύει, αρκούμενος να παραθέσει αποσπάσματα από τη Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αντίστοιχες υποθέσεις απόρριψης αιτημάτων πολιτογράφησης ως πολιτών της Δημοκρατίας και υποδεικνύοντας ότι, εν προκειμένω, ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το νόμο για πολιτογράφηση της πελάτιδάς του.

 

Η κύρια θέση της Αιτήτριας αφορά στη μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από το αρμόδιο τμήμα ούτως ώστε να συνεκτιμηθούν τα υπόλοιπα γεγονότα της περίπτωσης της, αφού ως υποστηρίζει, η ίδια έχει ενσωματωθεί πλήρως πολιτιστικά και κοινωνικά στη κυπριακή κοινωνία. Αποτέλεσμα της ισχυριζόμενης αυτής παράληψης της διοίκησης είναι, η προσβαλλόμενη απόφαση να πάσχει από πλάνη περί τα πράγματα, καθιστώντας παράλληλα και την αιτιολογία που δόθηκε ανεπαρκή. Ειδικότερα, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Αιτήτριας υποστηρίζει ότι,  «είναι εμφανές ότι, η επίδικη απόφαση στερείται δέουσας έρευνας και δεν υποστηρίζεται από νόμιμη αιτιολογία και ενώ η Αιτήτρια πληροί όλα τα κριτήρια του Τρίτου Πίνακα του Νόμου, η αίτηση της απορρίφθηκε για λόγους που δεν προβλέπονται στο Νόμο και κατά πλάνη αναφορικά με τις πρόνοιες του και τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης. Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση βασίστηκε στην υποκειμενική άποψη του λειτουργού που ανέλαβε την συνέντευξη της Αιτήτριας, παρόλο που φαίνεται ξεκάθαρα ότι κατά την εν λόγω συνέντευξη τα ευρήματα είναι ότι πληρούνται στην ολότητα τους όλα τα αντικειμενικά κριτήρια για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας».

 

Αντίθετα, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση αφού καταρχήν σημειώνει, δικαιολογημένα, ότι όλοι οι ισχυρισμοί θα πρέπει να κριθούν αποκλειστικά με βάση τα πραγματικά γεγονότα τα οποία προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, προβάλει τη νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης. Ειδικότερα τονίζει  τη διακριτική ευχέρεια εκ μέρους του Υπουργού Εσωτερικών να παραχωρεί, σε αλλοδαπό ενήλικα, όταν ο τελευταίος κατέχει τα προσόντα πολιτογράφησης, πιστοποιητικό πολιτογράφησης ως προβλέπεται από τις πρόνοιες του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002). Σχολιάζοντας τα όσα προβάλει ως λόγους ακύρωσης η πλευρά της Αιτήτριας, καταγράφεται στην αγόρευση τους ότι, ουδόλως έχει ανατρέψει η Αιτήτρια το τεκμήριο κανονικότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Επί της θέσης ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε συνεπεία πραγματικής, η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση απαντά ότι, από τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου προκύπτει, ακριβώς ποια ήταν η αιτιολογική σκέψη της Διοίκησης για να καταλήξει στο συμπέρασμά, ότι η σχέση της Αιτήτριας με τη Δημοκρατία ήταν απλώς εργασιακή. Στην προκειμένη περίπτωση, υποδεικνύεται, κρίθηκε ότι η σχέση της Αιτήτριας με την Κύπρο είναι αποκλειστικά εργασιακή, αφού στη χώρα της είναι παντρεμένη και έχει και δύο παιδιά τα οποία διαμένουν στη χώρα καταγωγής της μαζί με τον σύζυγο της, ενώ  τα χρήματα από την εργασία της τα στέλνει στην οικογένειά της στη Γεωργία. Ακόμα, επί του ισχυρισμού περί αποφάσεως εκδοθείσας συνεπεία μη δέουσας έρευνας και χωρίς επαρκή αιτιολογία, υποδεικνύεται ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, και κατά συνέπεια της σχετικής αναφοράς στο σώμα της απαντητικής επιστολής, η απορριπτική απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη.  

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει την πολιτογράφηση αλλοδαπού ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημειώνει ότι ο περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμος, (Ν. 141 (Ι)/2002) παρέχει στον Υπουργό Εσωτερικών τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για πολιτογράφηση διατηρώντας ευρεία διακριτική ευχέρεια στο συγκεκριμένο ζήτημα, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013).

 

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης».  

 

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια απαντάται και η καταρχήν θέση της Αιτήτριας ότι, ενώ ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το νόμο για πολιτογράφηση της, εντούτοις προέκυψε αρνητική απάντηση στην αίτηση της. Το Δικαστήριο παραπέμποντας στη πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου παρατηρεί ότι, το γεγονός ότι αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης αυτού. 

 

Ειδικότερα, στην υπόθεση Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, λέχθηκαν τα εξής διαφωτιστικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη. Το ίδιο όπως και στην περίπτωση εφαρμογής του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε).  Ισχύουν κατ' αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν  από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203 και σε μεταγενέστερη νομολογία.».

 

Σχολιάζοντας ακολούθως το επιχείρημα του ευπαίδευτου δικηγόρου της Αιτήτριας, ότι δεν εκτιμήθηκε από τη διοίκηση ότι η πελάτιδά του έχει ενσωματωθεί πλήρως πολιτιστικά και κοινωνικά στη κυπριακή κοινωνία, θα υποδείξω με αναφορά στο έγγραφο του διοικητικού φακέλου που αφορά τη σχετική συνέντευξη ότι, η ίδια η Λειτουργός του Τμήματος, η οποία κατέληξε στη διαπίστωση ότι η σχέση της Αιτήτριας με την Κύπρο είναι αποκλειστικά εργασιακή, σημείωσε ταυτόχρονα ότι, αυτή έχει ενσωματωθεί σε ικανοποιητικό βαθμό στη κοινωνία και μιλά την ελληνική γλώσσα. Συνεπώς, δεν θα συμφωνήσω με τον κύριο Δανιηλίδη αλλά και ούτε με τον ευρύτερο συλλογισμό του ότι, εν προκειμένω η διοίκηση δεν έχει προβεί στη δέουσα έρευνα ως προς τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.

 

Έχω μελετήσει ενδελεχώς τον διοικητικό φάκελο, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα έγγραφα της σχετικής διαδικασίας, όπως τα έχω καταγράψει στα γεγονότα της υπόθεσης ανωτέρω και θα συμφωνήσω πλήρως με τα όσα υποστηρίζονται από τους Καθ’ ων η Αίτηση. Οι Καθ’ ων η αίτηση, εντός της διακριτικής ευχέρειας που δίδει ο Νόμος στη διοίκηση, ενήργησαν καλόπιστα και αφού διενήργησαν τη δέουσα έρευνα, εκτίμησαν τα δεδομένα τα οποία αφορούν την παρούσα περίπτωση και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους, ενώ η αιτιολογία εν προκειμένω συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου. Συνεπώς ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης της Αιτήτριας να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα (βλ. Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου Κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Από τα ενώπιον των Καθ' ων η αίτηση δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των όσων η ίδια ανέφερε στη συνέντευξη της, διαφάνηκε ότι η σχέση της Αιτήτριας με τη Δημοκρατία είναι εργασιακή και η ίδια έχει οικογένεια η οποία διαμένει όλα αυτά τα χρόνια στη χώρα καταγωγής της και στην οποία η Αιτήτρια αποστέλλει τα χρήματα από την εργασία της στη Κυπριακή Δημοκρατία.  Ερευνώντας τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διαπιστώνω ότι η συγκεκριμένη αίτηση εξετάστηκε στα πλαίσια της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση, σε διαδικασία όπου διεξήχθη δέουσα έρευνα και εκδόθηκε μια αιτιολογημένη απόφαση. 

 

Εν προκειμένω, οι Καθ’ ων η Αίτηση μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του, πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας, αφού, ως έχει αναφερθεί, δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου. Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο της Αιτήτριας και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του συγκεκριμένου προσώπου στο κυπριακό περιβάλλον και η ειλικρινής επιθυμία αυτού να καταστεί πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας (βλ. Yuliya Yankova ν. Δημοκρατίας, αρ. Υπόθεσης 5648/2013, ημερομηνίας 25.06.2015, ECLI:CY:AD:2015:D451). 

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, καταλήγω ότι, στην παρούσα υπόθεση, ουδείς εκ των προβαλλόμενων από την Αιτήτρια λόγων ακύρωσης μπορεί να επιτύχει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα 1500 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.                                                               

 

 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.                    

          


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο