S. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω διά της Διευθύ-ντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 1500/2024, 22/1/2025
print
Τίτλος:
S. O. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω διά της Διευθύ-ντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 1500/2024, 22/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1500/2024 (K) iJustice

                                             

    22 Ιανουαρίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡ0 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

S. O., από τη Συρία

Αιτητής

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υφυπουργού Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας παρά το Προέδρω διά της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Νικολέττα Χαραλαμπίδου για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ δικηγόροι  για Αιτητή

Ραφαέλα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, και Έλενα Ιωάννου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο Αιτητής είναι υπήκοος Συρίας, ο οποίος στις 13.11.2018, υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία και στις 11.09.2020 του παραχωρήθηκε το καθεστώς της διεθνούς (συμπληρωματικής) προστασίας από την Υπηρεσία Ασύλου.

 

Στις 31.03.2023, ο Αιτητής καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Πάφου σε 3,5 χρόνια φυλάκισης για αδικήματα που σχετίζονται με συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, παράνομη κατοχή περιουσίας και κατοχή αρχαιοτήτων χωρίς να εφοδιαστεί ο Διευθυντής Αρχαιοτήτων με κατάλογο που να περιγράφονται οι αρχαιότητες. Η ποινή φυλάκισης του άρχισε από τις 18.02.2022.

 

Στις 23.09.2024 με επιστολή της Υπηρεσία Αλλοδαπών Πάφου εισηγήθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου την ανάκληση του καθεστώτος Συμπληρωματικής Προστασίας του Αιτητή.

 

Με επιστολή ημερ. 21.10.2024, η οποία ως προκύπτει από χειρόγραφη σημείωση επιδόθηκε στον Αιτητή στις 01.11.2024, ενημερώθηκε για την πρόθεση της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης να τον απομακρύνει από τη Δημοκρατία καλώντας τον να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις για να αντικρούσει τους λόγους της απέλασης. Την ίδια ημέρα 01.11.2024, του επιδόθηκε επιστολή επίσης ημερομηνίας 21.10.2024, με την οποία ο Αιτητής ενημερωνόταν ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης στη βάση του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου (Κεφ. 105)(εφεξής το «Κεφ. 105») στην οποία, ως στο κείμενό της αναφέρεται, επισυνάφθηκαν τα εναντίον του Αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105 και του άρθρου 29 των περί Προσφυγών Νομών του 2000 ως 2020 (εφεξής ο «περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αξιώνει τα ακόλουθα:

 

«Α. Δήλωση ή/ και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία κηρύσσεται ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου η οποία εκδόθηκε στις 21/10/2024 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά την 1/11/2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ'ων η αίτηση με την οποία διατάσσεται η απέλαση του Αιτητή από τη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105) επειδή ο Ατητής έχει ανακηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, η οποία εκδόθηκε στις 21/10/2024 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά την 1/11/2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία διατάσσεται η κράτηση του Αιτητή από τη Δημοκρατία δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου για σκοπούς απέλασης του Αιτητή δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 14 του ίδιου Νόμου και του Άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου και η οποία εκδόθηκε στις 21/10/2024 και κοινοποιήθηκε στον Αιτητή κατά την 1/11/2024 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

Γ. Αναγνωριστική απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απέλαση του Αιτητή από τη Δημοκρατία σε άγνωστη χώρα παραβιάζει το δικαίωμα του να προστατεύεται από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση σε χώρα όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί δίωξη και παραβιάσεις των δικαιωμάτων του υπό το άρθρο 2 και 3 της ΕΣΔΑ».

 

Σημειώνεται ότι, ως είναι παραδεκτό, το διάταγμα απέλασης, προσεβλήθη και με την προσφυγή Υπ. Αρ. Δ.Α. 8/2024 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (εφεξής το «ΔΔΔΠ»). H θέση του Αιτητή εν προκειμένω είναι ότι δεδομένου ότι η απόφαση απέλασης έχει δύο νομικές βάσεις, μία εκ των οποίων δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 11 (2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018) το ΔΔΔΠ ως δικαστήριο ειδικής διοικητικής δικαιοδοσίας έχει δικαιοδοσία να αποφασίσει και αυτό επί του διατάγματος απέλασης.

 

Με την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση, οι ευπαίδευτες συνήγοροί των Καθ’ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων εγείρουν δε τις ακόλουθες προδικαστικές ενστάσεις:

 

1)        Εγείρεται πρώτη προδικαστική ένσταση ότι απαραδέκτως και/ή κατά παράβαση των άρθρων 146 του Συντάγματος και 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν. 131(Ι)/2015), ο αιτητής αξιώνει ως το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεώς του (πρώτο αιτητικό υπ’ αρίθμηση Β) καθώς και ως το αιτητικό Γ της αίτησης ακυρώσεώς του και ειδικότερα να αξιώνει θεραπείες σε σχέση με το διάταγμα απέλασης εναντίον του καθώς το επιλαμβάνον δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα και/ή εξουσία και/ή δεν εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του η εξέταση του διατάγματος απέλασης εναντίον του αιτητή ημερ.21/10/2024 και/ή η δικαιοδοσία και/ή αρμοδιότητα του επιλαμβάνοντος δικαστηρίου περιορίζεται στην συμμόρφωση των καθ’ ων η αίτηση με τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105).

 

2)        Εγείρεται δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι απαραδέκτως και/ή κατά παράβαση των άρθρων 146 του Συντάγματος και 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου του 2015 (Ν. 131(Ι)/2015), ο αιτητής αξιώνει ως το αιτητικό Γ της αίτησης ακυρώσεώς του καθώς το επιλαμβάνον δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα και/ή εξουσία να αποδώσει την αιτούμενη θεραπεία και/ή να ασκήσει έλεγχο ορθότητας επί της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

3)        Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, εγείρεται τρίτη προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής στερείται του απαιτούμενου έννομου συμφέροντος προς προώθηση του αιτητικού Γ, κατ’ εφαρμογή του δόγματος του απαραδέκτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας της ακολουθήσασας διαδικασίας, από τη στιγμή που ο αιτητής με δικές του ενέργειες και/ή παραλείψεις εμπόδισε και/ή εμποδίζει τον προσδιορισμό της χώρας απέλασής του και/ή δεν εξέθεσε τις απόψεις του ως του ζητήθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση σε προηγούμενο στάδιο.

 

4)        Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά των πιο πάνω προδικαστικών ενστάσεων, εγείρεται τέταρτη προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή ως προς το αιτητικό Γ είναι πρόωρη καθότι δεν είχε ληφθεί απόφαση επί της χώρας απέλασης του αιτητή εξ αιτίας δικών του ενεργειών και/ή παραλείψεων».

 

Με την αγόρευση της ευπαίδευτης συνηγόρου του Αιτητή απαντώνται οι πιο πάνω προδικαστικές ενστάσεις, περαιτέρω δε και στην ουσία εγείρονται λόγοι ακύρωσης ως προς τη νομιμότητα των προσβαλλομένων.

 

Ξεκινώντας, θα συμφωνήσω με την δεύτερη προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση. Το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας έκδοσης της αιτούμενης θεραπείας υπό  Γ, δηλαδή αναγνωριστικής απόφασης «ότι η απέλαση του Αιτητή από τη Δημοκρατία σε άγνωστη χώρα παραβιάζει το δικαίωμα του να προστατεύεται από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση σε χώρα όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί δίωξη και παραβιάσεις των δικαιωμάτων του υπό το άρθρο 2 και 3 της ΕΣΔΑ». Η δικαιοδοσία του παρόντος προβλέπεται στο Άρθρο 146.4 του Συντάγματος άρα δεν παρέχεται έδαφος έκδοσης μιας τέτοιας αναγνωριστικής απόφασης και άρα η υπό Γ αιτούμενη θεραπεία απορρίπτεται. Δεδομένου τούτου πάρελκει οποιαδήποτε κρίση επί της τρίτης και τέταρτης προδικαστικής ένστασης, οι οποίες αφορούν επίσης την αιτούμενη υπό Γ θεραπεία.

 

Με την πρώτη προδικαστική ένσταση τίθεται η θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εκδικάσει το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης και την αιτούμενη θεραπεία υπό  Γ καθότι η δικαιοδοσία του περιορίζεται στη συμμόρφωση των καθ’ ων η αίτηση με τις πρόνοιες Κεφ.105. Σημειώνω ότι, ως προς την αιτούμενη θεραπεία υπό Γ έχω ήδη αποφασίσει στα πλαίσια της δεύτερης προδικαστικής ένστασης και παρελκει η εξέταση της στα πλαίσια και της παρούσας προδικαστικής ένστασης.

 

Ως τώρα προς την πρώτη προδικαστική ένσταση και δη αναφορικά με τη δικαιοδοσία του παρόντος να επιληφθεί το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης, κρίνω σκόπιμο για καλύτερη ανάπτυξη και κατανόηση της παρούσας, να καταγράψω πρώτα την απόφασή μου ως προς τη νομιμότητα κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη και ακολούθως να αναφερθώ στην προδικαστική αυτή ένσταση.

 

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή ουσιαστικά προωθεί τον ισχυρισμό περί νομικής και πραγματικής πλάνης εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Υποβάλλει ότι εσφαλμένα ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης, βάσει του Κεφ. 105, εφόσον αυτός είναι δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας, και ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν είναι παράνομες, εφόσον η κρίση των Καθ’ ων η Αίτηση είναι εσφαλμένη και παρουσιάζει πλάνη τόσο περί τα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία που ισχύουν στην περίπτωσή του όσο και περί το δίκαιο που θα έπρεπε να εφαρμόσουν. Ως εκ τούτου, προεκτείνει, οι Καθ'ων η αίτηση εσφαλμένα εξέδωσαν διάταγμα απέλασης εναντίον του Αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105 και διάταγμα κράτησης για σκοπούς απέλασης, δεδομένου του καθεστώτος του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, ακόμα και εάν η απέλαση του κρινόταν νόμιμη και δικαιολογημένη.

 

Περαιτέρω θέση του Αιτητή είναι ότι οι διατάξεις του Κεφ. 105 εφαρμόζονται κατά πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, αφού ο Αιτητής δεν μπορεί να υπαχθεί στην έννοια του απαγορευμένου μετανάστη υπό την έννοια του Κεφ. 105 καθότι οι διατάξεις του τελούν υπό την επιφύλαξη του περί Προσφύγων Νόμου, αφού αυτός έχει το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας το οποίο ουδέποτε ανακλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Κατά την εισήγηση, ο περί Προσφύγων Νόμος ο οποίος ρυθμίζει θέματα υπηκόων τρίτων χωρών που αιτούνται άσυλο ή στους οποίους παρέχεται οποιαδήποτε μορφή διεθνούς προστασίας υπερισχύει ως ειδικός νόμος του Κεφ. 105 ο οποίος αφορά τους αλλοδαπούς γενικά. Αυτό θεωρεί προκύπτει και από το ότι τα άρθρα 13 και 14 του Κεφ. 105, τα οποία αφορούν σε απελάσεις απαγορευμένων μεταναστών, τελούν υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου. Ο περί Προσφύγων Νόμος, καθορίζει στο άρθρο 19 (3) και (3Α) πότε μπορεί να ανακληθεί το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και η διάπραξη ποινικού αδικήματος δεν συμπεριλαμβάνεται στις εν λόγω περιπτώσεις, αλλά εν πάση περιπτώσει ουδέποτε ενεργοποιήθηκε τέτοια διαδικασία εκ μέρους των Καθ'ων η αίτηση. Περαιτέρω, ο περί Προσφύγων Νόμος καθορίζει ρητά, στο άρθρο 29, πότε και για ποιους λόγους μπορεί να απελαθεί δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και σε αυτούς τους λόγους δεν συμπεριλαμβάνεται, ούτε και θα μπορούσε να συμπεριληφθεί δυνάμει του διεθνούς και ενωσιακού δικαίου, η κήρυξη προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του Κεφ. 105.

 

Από την πλευρά  τους οι ευπαίδευτες συνήγοροι για τους Καθ’ ων η αίτηση υποβάλουν ότι ουδεμία νομοθετική πρόνοια απαγορεύει την κήρυξη ενός δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6 του Κεφ. 105. Παραπέμπουν και στη εξουσία των Καθ’ ων η αίτηση σε περιπτώσεις προσώπων που έχουν καταδικαστεί για σοβαρά ποινικά αδικήματα, ως ο Αιτητής, να κηρύσσονται απαγορευμένοι μετανάστες.

 

Εισαγωγικά συμφωνώ με τη θέση, η οποία αναπτύχθηκε κατά την όλη επιχειρηματολογία των μερών ότι στην απόφαση Έφ. Απ. Δ. Δ. Αρ. 12/2024, Ahmed Shbib ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 15.10.2024, το Εφετείο ρητώς ξεκαθάρισε ότι είναι αρμοδιότητα του παρόντος (και όχι του ΔΔΔΠ) να αποφανθεί επί της νομιμότητας κήρυξης ως απαγορευμένου μετανάστη ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Έχοντας λοιπόν καταγράψει τα ανωτέρω και μελετήσει με την απαραίτητη προσοχή και προβληματισμό τα όσα μου ανέφεραν οι δύο πλευρές, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Η κήρυξη ενός αλλοδαπού ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω παράνομης παραμονής έχει δεδομένα, συνέπειες για το πρόσωπο αυτό. Η κύρια είναι ότι το κράτος πρέπει πλέον υποχρεωτικά να εκδώσει εναντίον του απόφαση επιστροφής το συντομότερο δυνατό (βλ. απόφαση C-430/11 Sagor ημερ. 06.12.2012 σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C-38/14 Samir Zaizoune αναφέρθηκε:

 

«30. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι σκοπός της οδηγίας 2008/115, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4, είναι να καθιερώσει μια αποτελεσματική πολιτική απομάκρυνσης και επαναπατρισμού. Η οδηγία αυτή θεσπίζει, δυνάμει του άρθρου 1, τους «κοινούς κανόνες και διαδικασίες» που εφαρμόζει κάθε κράτος μέλος για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.

 

31. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 35 της αποφάσεως El Dridi (C-61/11 PPU, EU:C:2011:268), το άρθρο 6, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει καταρχάς, κατά κύριο λόγο, υποχρέωση των κρατών μελών να εκδώσουν απόφαση περί επιστροφής εις βάρος κάθε υπηκόου τρίτης χώρας που  διαμένει παρανόμως στο έδαφός τους.

 

32. Πράγματι, εφόσον διαπιστώνουν το παράνομο της διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, δυνάμει του άρθρου αυτού και υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5 του ίδιου άρθρου, να εκδίδουν απόφαση περί επιστροφής (απόφαση AchughbabianC-329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 31). Ως προς τούτο, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας που κατατέθηκε στο Δικαστήριο δεν προκύπτει ότι ο S. Zaizoune εμπίπτει σε μία από τις περιπτώσεις των ανωτέρω παραγράφων.

(...)

34. Επιπροσθέτως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, τόσο από το καθήκον πίστεως που υπέχουν τα κράτη μέλη όσο και από τις επιταγές αποτελεσματικότητας που υπενθυμίζονται, μεταξύ άλλων, στην αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2008/115, προκύπτει ότι η υποχρέωση την οποία επιβάλλει το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής στα κράτη μέλη να προβαίνουν, στις προβλεπόμενες στην παράγραφο 1 του άρθρου αυτού περιπτώσεις, στην απομάκρυνση, πρέπει να εκπληρώνεται το συντομότερο δυνατό (βλ. απόφαση Sagor, C-430/11, EU:C:2012:777, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) (έμφαση του Δικαστηρίου)».

 

Το Κεφ. 105, ως έχει τροποποιηθεί, ενσωματώνει στη Δημοκρατία την Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη. Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 (Ευνοϊκότερες διατάξεις) της εν λόγω Οδηγίας προβλέπει ότι:

 

«2.   Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη διατάξεως ευνοϊκότερης για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιέχεται στο κοινοτικό κεκτημένο περί μετανάστευσης και ασύλου».

 

Παρόμοια διάταξη με την ως άνω, απαντάται και στο Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε με τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) Νόμο του 2011 [Ν. 153(Ι)/2011]. Είναι το άρθρο 18ΟΣΤ(2), το οποίο προβλέπει:

 

«(2) Τα άρθρα  18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ εφαρμόζονται με την επιφύλαξη ευνοϊκότερης διάταξης για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιέχεται στο δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί μετανάστευσης και ασύλου».

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 18ΟΕ του Κεφ. 105, τα εν λόγω άρθρα 18ΟΔ μέχρι 18ΠΘ, εφαρμόζονται στους παρανόμως παραμένοντες υπηκόους τρίτης χώρας στο έδαφος της Δημοκρατίας και σε αυτά περιέχεται όλο το πλέγμα προνοιών περί μεταχείρισης των προσώπων αυτών που βασικά σκοπούν στην αποτελεσματική πολιτική απομάκρυνσης και επαναπατρισμού τους (έκδοση απόφασης επιστροφής, απομάκρυνση, κράτηση ενός παρανόμως παραμένοντος αλλοδαπού κτλ).

 

Στην παρούσα δεν αμφισβητείται ότι ο Αιτητής είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας. Συνεπώς σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες πρόνοιες της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ και του Κεφ. 105, το οποίο ούτως ή άλλως πρέπει να ερμηνευθεί με τρόπο σύμφωνο με την Οδηγία 2008/115/ΕΚ ανεξαρτήτως αν προϋπήρχε αυτής (Sigma Radio TV Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111, C-106/89, Marleasing SA [1]) ο Αιτητής διέπεται από τις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις του κοινοτικού κεκτημένου περί ασύλου.

 

Η βασική (τουλάχιστον) νομοθεσία που διέπει το άσυλο στη Δημοκρατία είναι ακριβώς ο περί Προσφύγων Νόμος, άρα, απαιτείται η εξέταση των δύο αυτών νομοθεσιών για να γίνει κατανοητό κατά πόσο το Κεφ.105 περιέχει ευνοϊκότερες ρυθμίσεις από τον περί Προσφύγων Νόμο ή το αντίστροφο ώστε να κριθεί ποια νομοθεσία δέον να εφαρμοστεί για τα εδώ επίδικα ζητήματα.

 

Στον περί Προσφύγων Νόμο δεν απαντάται μεν η έννοια του απαγορευμένου μετανάστη πλην όμως τόσο ο νόμος αυτός όσο και το Κεφ. 105 προβλέπουν την περίπτωση απέλασης λόγω διάπραξης αδικήματος εκ μέρους του αλλοδαπού. Η διαφορά είναι ότι στα πλαίσια του Κεφ. 105, διαπιστώνεται/κηρύσσεται με διακριτή εκτελεστή πράξη το παράνομο της παραμονής δυνάμει του εδαφίου 1(δ) του άρθρου 6 (το οποίο αφορά την καταδίκη σε αδίκημα) και συναφώς εκδίδεται με άλλη διακριτή και εκτελεστή πράξη το διάταγμα απέλασης δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 105 [άρθρο 14 και/ή 18Π(3) του Κεφ. 105]. Αυτό προφανώς δε συμβαίνει στα πλαίσια του περί Προσφύγων Νόμου από όπου, ως ανέφερα, απουσιάζει η έννοια του απαγορευμένου μετανάστη αλλά η απέλαση προνοείται στη βάση συγκεκριμένης πρόνοιας του εν λόγω νόμου, ήτοι του άρθρου 29 που αφορά δικαιούχο διεθνούς προστασίας και άρα τελικά η απέλαση αποφασίζεται χωρίς την προηγούμενη ή ταυτόχρονη παρεμβολή άλλης διακριτής πράξης (ως πχ θα ήταν η κήρυξη του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ως απαγορευμένου μετανάστη).

 

Το άρθρο 6(1)(δ) του Κεφ. 105 λοιπόν, το οποίο χρησιμοποιείται από τη Διοίκηση στην αιτιολογία της κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη προνοεί ως απαγορευμένο μετανάστη:

 

(δ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo, χωρίς vα τoυ απovεμηθεί χάρη, έχει καταδικαστεί για φόvo ή πoιvικό αδίκημα για τo oπoίo η πoιvή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για oπoιoδήπoτε χρovικό διάστημα και τo oπoίo, λόγω τωv συvαφώv περιστάσεωv θεωρείται από τo Διευθυντή ως αvεπιθύμητoς μεταvάστης·

 

Από την άλλη μεριά, το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, στο οποίο επίσης εδράζεται η Διοίκηση στο κείμενο των διαταγμάτων προβλέπει ότι:

 

«29.-(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-

 

(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή

 

(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

 

(2) Προτού ο Διευθυντής προβεί στην έκδοση διατάγματος απέλασης εναντίον οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής-

 

(α) Παρέχει στο επηρεαζόμενο πρόσωπο την ευκαιρία να προβεί σε γραπτές ή προφορικές παραστάσεις, και

 

(β) ενημερώνει τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου:

 

Νοείται ότι ο εκπρόσωπος της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες ενημερώνεται για τις αποφάσεις του Διευθυντή μετά από υποβολή σχετικού αιτήματος προς αυτόν.

 

(2Α) Ο Διευθυντής ενημερώνει γραπτώς τον πρόσφυγα ή το πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας για την απόφασή του για την έκδοση διατάγματος απέλασης.

 

(…)

 

(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

 

(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

 

(6) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) απολαμβάνουν καθ’ ον χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4,16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης».

 

Από τα ανωτέρω είναι η αντίληψή μου ότι ο περί Προσφύγων Νόμος περιέχει ευνοϊκότερες για τα υποκείμενά του διατάξεις από το Κεφ. 105 πάντα ειδικά ως προς το εδώ επίδικο, ήτοι αναφορικά με την απέλαση αλλοδαπού λόγω διάπραξης αδικήματος. Το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου, προβλέπει το δικαίωμα απέλασης ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία ενώ βάσει του Κεφ. 105 αρκεί η καταδίκη σε πoιvικό αδίκημα για τo oπoίo η πoιvή της φυλάκισης έχει επιβληθεί για oπoιoδήπoτε χρovικό διάστημα, τo oπoίo, λόγω τωv συvαφώv περιστάσεωv θεωρείται από τoν Διευθυντή ως αvεπιθύμητoς μεταvάστης, άρα επαφίει μεγαλύτερο εύρος διακριτικής ευχέρειας να κριθεί ο αλλοδαπός ως απαγορευμένος μετανάστης και συναφώς βέβαια να απομακρυνθεί οικειοθελώς ή αναγκαστικά, χωρίς καν να απαιτεί το αδίκημα να είναι ιδιαίτερα σοβαρό ή η καταδίκη τελεσίδικη.

 

Παράλληλα βέβαια το άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου θέτει και κάποιες άλλες υπέρ του υποκείμενού του δικλείδες ασφαλείας/ διατυπώσεις (βλ. εδάφια (2) και επόμενα), οι οποίες απουσιάζουν από το Κεφ. 105.

 

Δεδομένων των ανωτέρω, συμφωνώ με την βασική θέση του Αιτητή, η οποία περιέχεται στον πρώτο λόγο ακύρωσης, ότι δηλαδή κατά νομική πλάνη οι Καθ’ ων η αίτηση κήρυξαν του Αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη κατ’ επίκλησιν του εδαφίου (1)(δ) του άρθρου 6 του Κεφ. 105 καθότι το εδάφιο αυτό, δεν είναι εφαρμοστέο στην περίπτωση ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας λόγω των ευνοϊκότερων για αυτόν ρυθμίσεων που ο περί Προσφύγων νόμος περιέχει προς το σκοπό απέλασης του λόγω της εκ μέρους του διάπραξης αδικήματος.

 

Σημειώνω ότι στην κρίση μου αυτή έλαβα προφανώς υπόψη τη διακριτή φύση (Ahmed Shbib ανωτέρω), ως διοικητικής πράξης, της κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη από το διάταγμα απέλασης όμως επίσης έλαβα υπόψη ότι η κήρυξη αυτή είναι πράξη συναφής της απέλασης εφόσον έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις και σκοπεί σε συγκεκριμένες κατά δέσμια -πλην εξαιρέσεων- αρμοδιότητα (ανωτέρω C-38/14 Samir Zaizoune) ενέργειες με προεξάρχουσα την κατά το συντομότερο απομάκρυνση του κηρυχθέντος ως παράνομου μετανάστη από την επικράτεια, που ακριβώς επιτυγχάνεται με το διάταγμα απέλασης.

 

Ως εκ τούτου το Αιτητικό υπό Α στην αίτηση ακυρώσεως επιτυγχάνει και η εν λόγω απόφαση ακυρώνεται.

 

Σημειώνω εδώ παρενθετικά, ότι η κατά νομική πλάνη κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη δυνάμει του άρθρου 6(1)(δ), δε θεωρώ ότι επιφέρει ακύρωση και στα εκδοθέντα διατάγματα απέλασης και κράτησης ως με καλεί να διαγνώσω η ευπαίδευτη συνήγορος του Αιτητή. Τα διατάγματα, ακριβώς όντας διακριτά, ως πράξεις, από την κήρυξη του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, επιτάσσουν κρίση ουσίας, περιλαμβανομένης της κρίσης ως προς τις συνέπειες μιας εσφαλμένης νομικής ή διαζευκτικής βάσης επί της διοικητικής πράξης και κατά πόσο επέφερε ακυρότητα και σε αυτά ή όχι.

 

Εφόσον όμως τούτο αφορά έλεγχο ουσίας προηγείται η εξέταση της (πρώτης) προδικαστικής ένστασης των Καθ’ ων η αίτηση, ειδικά όσο αφορά τη δικαιοδοσία του παρόντος.

 

Σημειώνω ότι, παρά το ότι η προδικαστική αυτή ένσταση διατυπώθηκε ως προς το διάταγμα απέλασης, θα επεκτείνω το σκεπτικό μου και αναφορικά με το επίσης προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης για λόγους που εξηγώ πιο κάτω.

 

Καταρχάς λοιπόν σημειώνω ότι στο κείμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος απέλασης αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΕΛΑΣΗΣ

Δυνάμει

του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών

και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως

τροποποιήθηκε μέχρι το 2020

και

του άρθρου 29 των περί Προσφύγων

Νόμων του 2000 έως 2020

 

ΕΠΕΙΔΗ ο Sxxxxx Oxxxx υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, έχω αποφασίσει την απέλασή του δυνάμει του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ.105, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διάταγμα διατάσσω όπως ο Sxxxxx Oxxxxx απελαθεί από τη Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας».

 

Το δε κείμενο του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης καταγράφει τα ακόλουθα:

 

ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΚΡΑΤΗΣΗΣ

Δυνάμει

του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών
και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως
τροποποιήθηκε μέχρι το 2020

και

του άρθρου 29 των περί Προσφύγων
Νόμων του 2000 έως 2020

 

ΕΠΕΙΔΗ ο Sxxxxx Oxxxxx υπήκοος ΣΥΡΙΑΣ, κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία είναι απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, έχω αποφασίσει την απέλασή του δυνάμει του άρθρου 29 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ με διάταγμα απέλασης ημερομηνίας 21 Οκτωβρίου, 2024 που εκδόθηκε δυνάμει των εξουσιών που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105, και το Άρθρο 188(3)(γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, διατάχθηκε όπως ο προαναφερόμενος Sxxxxx Oxxxx απελαθεί από την Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχεια να παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας.

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ θεώρησα ότι είναι αναγκαίο ό Sxxxx Oxxxx να παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ ασκώντας τις εξουσίες που δίνει στον Υπουργό Εσωτερικών το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 και το Άρθρο 188(3) (γ) του Συντάγματος και οι οποίες εξουσίες εκχωρήθηκαν σε εμένα, εγώ η Διευθύντρια με το παρόν διατάσσω όπως ο Sxxxxx Oxxxx,παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί.

 

Από το κείμενο των ως άνω διαταγμάτων, είναι εμφανές ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, τα εξέδωσαν κατ’ επίκλησιν τόσο του Κεφ. 105 όσο και του περί Προσφύγων Νόμου. Από την άλλη μεριά όμως, η επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Πάφου ημερ. 23.09.2024, η οποία προπαρασκεύασε την έκδοση των διαταγμάτων, ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«1. Ο πιο πάνω αλλοδαπός αφίχθηκε παράνομα στην Κύπρο μέσω των κατεχομένων και σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του πέρασε στις ελεύθερες περιοχές από άγνωστο του μέρος.

 

2.        Στις 13/11/18 υπέβαλε αίτηση για να του παραχωρηθεί διεθνή προστασία. Στις 11/09/20 η Υπηρεσία Ασύλου του παραχώρησε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας. Στις 23/09/20 υπέβαλε αίτηση για να παραμείνει στην Κύπρο και του παραχωρήθηκε το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας που έληξε στις 25/01/23. Έκτοτε δεν ανανέωσε την άδεια παραμονής του.

 

3.        Στις 31/03/23 παρουσιάστηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου για την υπόθεση με αρ. 847/22 και αφού κατηγορήθηκε για τα πιο κάτω αδικήματα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών.

. συνομωσία προς διάπραξη κακουργήματος

. παράνομη κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως A

. συνομωσία προς διάπραξη πλημμελήματος

. παράνομη κατοχή περιουσίας

. κατοχή αρχαιοτήτων χωρίς να εφοδιαστεί ο Διευθυντής Αρχαιοτήτων με κατάλογο που να περιγράφονται οι αρχαιότητες

 

4.        Η ποινή φυλάκισης του άρχισε από 18/02/22.

 

5.        (…)

 

6.        Ο εν θέματι αλλοδαπός βρίσκεται στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 2018 και από την μέχρι στιγμής δράση και συμπεριφορά του αποδεικνύεται ότι είναι άτομο που δεν σέβεται τους Νόμους και Κανονισμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας δημιουργώντας σωρεία προβλημάτων στις τάξεις της Αστυνομίας και στο κοινό αίσθημα της ασφάλειας του πολίτη.

 

7.        Ο αλλοδαπός αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά της δημόσιας τάξης ή της δημόσιας ασφάλειας, εισηγούμαι όπως μετά την καταδίκη του να κηρυχθεί ανεπιθύμητος μετανάστης επειδή καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης σε πολύ σοβαρή υπόθεση, γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης σύμφωνα με τα άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) ώστε μετά που θα εκτίσει την ποινή φυλάκισης του να καταστεί δυνατή η σύλληψη και η άμεση εκδίωξη του από την Κύπρο. Το διάταγμα απέλασης να εκδοθεί με αναστολή μέχρι να εξετάσει η Υπηρεσία Ασύλου την περίπτωση ανάκλησης του καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας που του δόθηκε».

 

Η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (Καθ’ ων η αίτηση) με σημείωσή της ημερομηνίας 21.10.2024, συμφώνησε με την ως άνω εισήγηση και ακολούθως εξεδόθησαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης.

 

Συνεπώς ενώ στα διατάγματα αναφέρθηκαν διαφορετικές νομικές βάσεις (άρθρο 14 του Κεφ. 105 και άρθρο 29 του περί Προσφύγων νόμου), στην εισήγηση που οι Καθ’ ων η αίτηση ενέκριναν και προπαρασκεύασε την έκδοση τους, έγινε χρήση του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου μόνον.

 

Θεωρώ λοιπόν ότι η χρήση ως νομικής βάσης έκδοσης των διαταγμάτων για σκοπούς απέλασης και κράτησης του Αιτητή όχι μόνο τον περί Προσφύγων Νόμο αλλά και το Κεφ. 105 ή την κήρυξή του ως απαγορευμένου, δεν είναι, από μόνη της αρκετή για να προσδώσει δικαιοδοσία στο παρόν να εκδικάσει το διάταγμα απέλασης ενός δικαιούχου διεθνούς προστασίας ως είναι ο Αιτητής. Η ενδεχόμενη πλημμέλεια μιας νομικής ή διαζευκτικής νομικής βάσης δεν παύει άλλωστε να αποτελεί κρίση ουσίας του αρμοδίου δικαστηρίου η οποία λαμβάνεται υπόψη υπό το πρίσμα και των άρθρων 31 και 32  του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου.

 

Δυνάμει των προνοιών του Κεφ. 105 και της Οδηγίας  2008/115/ΕΚ που ανέφερα πιο πάνω, ο Αιτητής, δικαιούχος διεθνούς προστασίας, τυγχάνει των ευνοϊκότερων ρυθμίσεων του περί Προσφύγων νόμου και άρα η απόφαση απέλασής του (περιλαμβανομένης της αιτιολογίας έκδοσής της, της νομιμότητάς της και αν αυτή εξεδόθη κατόπιν της δέουσας διαδικασίας), η οποία είναι εν μέρει εδραζόμενη επί του νόμου αυτού, πρέπει να τύχει της κρίσης από το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο που είναι για τις αποφάσεις αυτές, το ΔΔΔΠ. Πόσο μάλλον στα γεγονότα της παρούσας στα οποία η ίδια η διοίκηση ενέκρινε στην πράξη που τα προπαρασκεύασε, επικαλούμενη ως νομική βάση το άρθρο 9ΣΤ (με πλαγιότιτλο «κράτηση αιτητών») μόνον του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Με βάση τα πιο πάνω, με τα ενώπιόν μου δεδομένα, τόσο το διάταγμα κράτησης, όσο και το διάταγμα απέλασης άρα αμφότερα, αποτελούν δυνάμει της συνδυαστικής ερμηνείας του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου (Ν. 131(Ι) του 2015 ως τροποποιήθηκε), άρθρο 11 και του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν.73(Ι) του 2018), άρθρο 11(2), αποφάσεις ή πράξεις εκδιδομένες «δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου» και άρα εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος να κρίνει.

 

Ως εκ των ανωτέρω, εκ των πραγμάτων η πρώτη προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό Β της αίτησης ακυρώσεώς του (πρώτο αιτητικό υπ’ αρίθμηση Β) στο ότι το παρόν δικαστήριο πράγματι δεν έχει αρμοδιότητα εξέτασης του διατάγματος απέλασης εναντίον του Αιτητή. Παράλληλα, στη βάση των όσων ανέφερα πιο πάνω, το παρόν στερείται αρμοδιότητας να αποφασίσει και επί του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης του Αιτητή.

 

Ως έχω ήδη πληροφορηθεί από τα μέρη, η εκδίκαση της νομιμότητας του διατάγματος απέλασης εκκρεμεί ήδη ενώπιον του αρμοδίου ΔΔΔΠ στα πλαίσια της προσφυγής Υπ. Αρ. Δ.Α. 8/2024, ως εκ τούτου δεν απαιτείται η παραπομπή του από το παρόν.

 

Η παρούσα προσφυγή παραπέμπεται προς εκδίκαση στο ΔΔΔΠ στο μέτρο που αφορά το διάταγμα κράτησης του Αιτητή και μόνον.

 

Δεδομένης της μερικής επιτυχίας της προσφυγής με την ακύρωση της κήρυξης του Αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, επιδικάζονται 1.000 ευρώ πλέον ΦΠΑ έξοδα υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 

 



[1] Στη Sigma Radio TV Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111, με ειδική αναφορά στην απόφαση C-106/89, Marleasing SA ανέφερε:

 

«Εν προκειμένω, η Κύπρος εφάρμοσε την Οδηγία με τη θέσπιση του Νόμου. Η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που διαπνέει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εκφράζεται στην περίπτωση των Οδηγιών, με την αναγνώριση υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων για ερμηνεία του εθνικού νόμου, κατά τρόπο που να συνάδει με την Οδηγία η οποία αφορά το αντίστοιχο αντικείμενο, ακόμα και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος προϋπήρχε της Οδηγίας, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Marleasing SA v. La Comercial International de Alimentacion SA (Case C-106/89) [1990] ECRI - 4135, όπου αναγνωρίστηκε με σαφήνεια τέτοια υποχρέωση.

(…)

Στην υπόθεση Marks and Spencer plc v. Commissioners of Customs and Excise (C-62/00) [2002] ECRI - 6325, το ζήτημα της συνάδουσας ερμηνείας εξηγήθηκε με αναφορά στη δυναμική και αδιάληπτη υποχρέωση των κρατών μελών για ορθή και πλήρη εφαρμογή, στην πράξη, των Οδηγιών, χωρίς να αρκεί απλώς η υιοθέτηση μέτρων προς ενσωμάτωσή τους».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο