
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 1512/2017
30 Ιανουαρίου, 2025
[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
S. A., ΑΛΛΩΣ S. A., ΑΛΛΩΣ S. A. H. ΝΥΝ ΕΙΣ ΤΟΥΡΚΙΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ A. H. ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 12.10.2006 ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΠ’ ΑΡ. 181/2001
Αιτήτρια,
ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΚΗΔΕΜΟΝΑΣ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
Καθ’ ου η αίτηση.
------------
Δρ. Α. Ποιητής, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ’ ου η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
«1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση η οποία εγνωστοποιήθη στην αιτήτρια από τη δικηγόρο της Δημοκρατίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 20/09/2017 και φέρει ημερομηνία 05/09/2017 είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος.
2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο Υπουργός δεν μπορεί να ενεργεί ως Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών και ότι οποιαδήποτε διάταξη ή νόμος που το εδημιούργησε ή του παραχώρησε τέτοιο δικαίωμα είναι αντισυνταγματική.».
Συμφώνως των όσων περιγράφονται στην προσφυγή και στην Ένσταση και των όσων προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης αλλά και από αριθμό δικαστικών αποφάσεων σε σχέση με την περιουσία του αποβιώσαντα, τα ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή γεγονότα έχουν, σε συντομία, ως ακολούθως:
Η αιτήτρια, δυνάμει διατάγματος του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στην Αίτηση Διαχείρισης 181/2001, είναι η διαχειρίστρια της περιουσίας του αποβιώσαντος A.M.H., ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης, μεταξύ άλλων, πέντε ακινήτων στην Επαρχία Λάρνακας.
Στις 20.12.2006 η αιτήτρια υπέγραψε με την εταιρεία Helva Trading Ltd (εφεξής η Helva) συμφωνία πώλησης των εν λόγω ακινήτων.
Στο πλαίσιο της διαχείρισης και κατόπιν αίτησης της αιτήτριας, εκδόθηκε στις 13.12.2007 διάταγμα για την πώληση ενός εκ των ακινήτων (τεμάχιο 471), προς το σκοπό αποπληρωμής οφειλόμενου φόρου κληρονομίας και άλλων εξόδων της διαχείρισης. Συμφώνως του εν λόγω διατάγματος «το εναπομείναν προϊόν της πώλησης αφαιρουμένων των φόρων, τελών και εξόδων θα παραμείνει δεσμευμένο στη Διαχείριση, χωρίς να διανεμηθεί στους κληρονόμους» και επιπλέον η άδεια για πώληση «υπόκειται και δεν επηρεάζει τις εξουσίες τις οποίες ο Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών έχει με βάση τη σχετική νομοθεσία ήτοι τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και άλλα θέματα) Προσωρινές Διατάξεις Ν.139/91».
Στις 05.04.2011, κατόπιν νέας αίτησης της αιτήτριας στο πλαίσιο της διαχείρισης, εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας διάταγμα πώλησης και των τεσσάρων άλλων ακινήτων του αποβιώσαντος (τεμάχια 122, 119, 464 και 467), με το Δικαστήριο να επισημαίνει στο διάταγμα πως η έκδοση και υλοποίηση αυτού «είναι υπό την έγκριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών».
Η Helva ήγειρε εναντίον της αιτήτριας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή υπ’ αρ. 1327/2014, αξιώνοντας ειδική εκτέλεση και αποζημιώσεις. Την 01.11.2016, κατόπιν εκδίκασης της αγωγής, εκδόθηκε διάταγμα ειδικής εκτέλεσης σε σχέση μόνο με το τεμάχιο υπ’ αρ. 471, ενώ η ανταπαίτηση της αιτήτρια εναντίον της Helva απορρίφθηκε. Εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου καταχωρίστηκαν εκατέρωθεν εφέσεις, η υπ’ αρ. 408/2016 εκ μέρους της αιτήτριας και η υπ’ αρ. 431/2016 εκ μέρους της Helva.
Εκκρεμούσης της εκδίκασης των εφέσεων και συγκεκριμένα κατά τη δικάσιμο της 21.06.2017 σε σχέση με την πολιτική Έφεση αρ. 408/2016, τα μέρη πληροφόρησαν το Ανώτατο Δικαστήριο πως κατέληξαν σε συμβιβασμό της υπόθεσης και προς τούτο κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφη μεταξύ τους συμφωνία, ημερομηνίας 15.06.2017. Όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της εν λόγω δικασίμου (Παράρτημα 8 στην Ένσταση), σε ερώτηση του Δικαστηρίου γιατί οι διάδικοι ζητούν απόφαση και διατάγματα, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας απάντησε πως, στο πλαίσιο της αγωγής εκδόθηκε διαταγή και απόφαση για την πώληση του ενός μόνο τεμαχίου, ενώ η συμφωνία στην οποία τα μέρη κατέληξαν αφορούσε την έκδοση απόφασης και διατάγματος και για τα πέντε τεμάχια. Σε περαιτέρω παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία αφορά σε τουρκοκυπριακή περιουσία, ο Δρ. Ποιητής απάντησε πως υπάρχει άδεια από τον Κηδεμόνα για τα τρία από τα πέντε τεμάχια.
Λαμβάνοντας τούτα υπόψη και εκτιμώντας ότι το ίδιο δεν μπορεί να υπεισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και να αποφασίσει αναφορικώς με το καθεστώς που διέπει τα εν λόγω ακίνητα, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ορθό και δίκαιο, πριν προχωρήσει στην έκδοση οποιασδήποτε απόφασης και διαταγμάτων, να ακούσει ως προς το θέμα την άποψη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος σημειώνεται πως δεν ήταν διάδικος στη διαδικασία που προηγήθηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου.
Κατά τη δικάσιμο της 20.09.2017, η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δήλωσε στο Ανώτατο Δικαστήριο πως ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Κηδεμόνας έχουν αποφασίσει να μη φέρουν ένσταση στην πώληση μέρους μόνο της τουρκοκυπριακής περιουσίας που είναι αναγκαία για την κάλυψη των εξόδων και φόρων κληρονομιάς για τις διαχειρίσεις 180/2001[1] και 181/2001 και όπως υιοθετηθεί η τιμή πώλησης των τεμαχίων, όπως αυτή καθορίστηκε από τις δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Παρουσίασε προς τούτο και κατέθεσε στο Δικαστήριο επιστολή ημερομηνίας 05.09.2017 του Αναπληρωτή Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών προς τον Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η οποία κοινοποιήθηκε και στους δικηγόρους των διαδίκων στην Πολιτική Έφεση, με το ακόλουθο περιεχόμενο (η υπογράμμιση και ο τονισμός είναι του κειμένου ενώ οι αναφορές στη διαχείριση υπ’ αρ. 180/2001 παραλείπονται ως μη σχετικές με την παρούσα προσφυγή):
«Θέμα: Διαχειρίσεις αρ. 180/01 και 181/01, Ε.Δ. Λάρνακας αναφορικά με τους αποβιώσαντες […] και A.M.H. αντίστοιχα
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και σε συνέχεια της μεταξύ μας αλληλογραφίας η οποία λήγει με την επιστολή σας αριθμού φακέλου 20.3.1.444, 20.3.1.445, ημερομηνίας 25 Αυγούστου 2017, σας πληροφορήσω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ως Κηδεμόνας Τ/Κ Περιουσιών, ο οποίος ενημερώθηκε για το όλο θέμα και για τις δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου, με Αρ. Απόφασης 68.992, ημερομηνίας 17/6/2009 και Αρ. Απόφασης 72.942, ημερομηνίας 7/12/2011, αφού έλαβε υπόψη ότι κατά τη χρονική περίοδο του 2007, μετά από διαβουλεύσεις με το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, είχε αποφασισθεί ο Κηδεμόνας να μην φέρει ένσταση σε απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για την πώληση μέρους μόνο τ/κ περιουσίας που ήταν αναγκαία για την κάλυψη των φόρων κληρονομιάς για τις Διαχειρίσεις με Αρ. 180/01 και 181/01 αποφάσισε όπως υιοθετηθεί η τιμή πώλησης των τεμαχίων όπως αυτή καθορίστηκε από τις δύο αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και ότι δεν υπάρχει ένσταση:
α) για αποδοχή της Δήλωσης Πώλησης και της Δήλωσης Μεταβίβασης μεταξύ του διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος A.M.H. και της Εταιρείας Helva Traiding Ltd, για το τεμάχιο με αρ. 471, Φ/ΣΧ 60/01W2 στην ενορία Σκάλα της πόλης Λάρνακας, με τίμημα πώλησης €2.306.612 στο πλαίσιο της Διαχείρισης με Αρ. 181/01 […] (Αρ. Απόφασης ΥΣ 68.992,ΗΜΕΡ. 17/6/2009) και
β) για αποδοχή της Δήλωσης Πώλησης και της Δήλωσης Μεταβίβασης μεταξύ των διαχειριστών της περιουσίας των αποβιωσάντων […] και A.M.H. και της Εταιρείας HELVA TRADING LTD, […] των τεμαχίων με αρ. 122, Φ/Σχ. 60/01W2 και αρ. 464, Φ/Σχ. 50/16Ε1, ενορία Σκάλα της πόλης Λάρνακας, στο πλαίσιο της Διαχείρισης Αρ. 181/01, με τιμές πώλησης όπως αυτές έχουν καθοριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, ήτοι
[…]
Τεμάχιο 122, η τιμή πώλησης το ποσόν των € 3.220.000,
Τεμάχιο 464, η τιμή πώλησης το ποσόν των € 2.800.000
(Αρ. Απόφασης 72.942, ημερ. 7/12/2011)
Νοούμενου ότι πριν από τη μεταβίβαση των πέντε πιο πάνω αναφερομένων τεμαχίων γης, θα επιβεβαιωθεί ότι έχουν εκπληρωθεί οι όροι που έθεσε το Υπουργικό Συμβούλιο στις δύο υπό αναφορά αποφάσεις του και ότι έχουν εξοφληθεί όλοι οι φόροι που βαρύνουν το σύνολο των περιουσιών των αποβιωσάντων στις δύο διαχειρίσεις με αρ. 180/01 και 181/01 και σύμφωνα με την εισήγηση σας την ημέρα της μεταβίβασης θα πρέπει να γίνει η απόσυρση των πωλητηρίων εγγράφων.
2. Αναφορικά με τη διασφάλιση και την υλοποίηση των όρων που έθεσε με τις αποφάσεις του το Υπουργικό Συμβούλιο, έτσι ώστε μετά την πώληση των ακινήτων, οι διαχειριστές να υποβάλουν αντίγραφο λογαριασμών των διαχειρίσεων στον Κηδεμόνα Τ/κ Περιουσιών, καθώς και στην περίπτωση υπερκάλυψης των διαφόρων εξόδων διαχείρισης από το προϊόν της πώλησης, το πλεόνασμα να κατατεθεί στο Ταμείο Τ/κ Περιουσιών σε πίστη των κληρονόμων, σας πληροφορώ ότι ως έχει συμφωνηθεί μεταξύ των διαχειριστών και των αγοραστών η μεταβίβαση των 5 τεμαχίων θα πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι τις 30/9/2017 και οι διαχειριστές, ως έχουν ήδη συμφωνήσει ότι ένα μήνα μετά από την ολοκλήρωση των μεταβιβάσεων, δηλαδή μέχρι τις 31/10/2017 θα υποβάλουν αντίγραφο των τελικών λογαριασμών των δύο διαχειρίσεων 180/01 και 181/01 στον Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Ως προβλέπεται στις δύο αποφάσεις του ΥΣ σε περίπτωση υπερκάλυψης των διαφόρων εξόδων διαχείρισης από το προϊόν της πώλησης, το πλεόνασμα θα πρέπει να κατατεθεί στο Ταμείο Τ/κ Περιουσιών σε πίστη των κληρονόμων. Η πληρωμή του πλεονάσματος που θα προκύψει μετά από την υποβολή των τελικών λογαριασμών, θα γίνει από τον Αν. Διευθυντή Υπηρεσίας Διαχείρισης στους κληρονόμους, που μετά από διερεύνηση θα διαφανεί ότι αποδεδειγμένα είχαν μεταναστεύσει από την Κύπρο προ του 1974 και εξακολουθούν να διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό ή είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στις ελεύθερες περιοχές και με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 3 του τροποποιητικού Νόμου αρ.39(Ι) του 2010, δεν κατέχουν ε/κ περιουσίες στα κατεχόμενα.
Για τους κληρονόμους που θα διαπιστωθεί ότι διαμένουν στις κατεχόμενες περιοχές, η πληρωμή οποιουδήποτε ποσού θα ανασταλεί μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης, όπως προνοείται από το άρθρο 9 του Νόμου αρ. 139/91 και το ποσό που θα τους αναλογήσει θα κατατεθεί στο Ταμείο Διαχείρισης Τ/Κ Περιουσιών.
3. Η απόφαση του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών κοινοποιείται στο Διαχειριστής (sic) της Τ/Κ Περιουσίας και στην αγοράστρια εταιρεία.».
Σημειώνεται, για σκοπούς πληρότητας, πως η Πολιτική Έφεση υπ’ αρ. 408/2016 αποσύρθηκε, στη βάση της μεταξύ των μερών συμφωνίας, ενώ η Πολιτική Έφεση υπ’ αρ. 431/2016 απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 08.02.2018.
Η αιτήτρια καταχώρισε στις 27.10.2017 την παρούσα προσφυγή αιτούμενη ως ανωτέρω. Διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων της διατείνεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί χωρίς δέουσα έρευνα και αιτιολογία, αφού ο αποβιώσας, κατά την εισήγηση, δεν εμπίπτει στον Ν. 139/91, ο οποίος, εν πάση περιπτώσει, είναι αντισυνταγματικός καθότι αντιβαίνει στο Άρθρο 23 του Συντάγματος και ο θεσμός του Κηδεμόνα δεν μπορεί να υφίσταται. Ειδικότερα, παραπέμποντας σε διαπίστωση του Επαρχιακού Δικαστηρίου στην απόφαση στην αγωγή υπ’ αρ. 1327/2014 ότι ο αποβιώσας δεν ήταν Τουρκοκύπριος, οι ευπαίδευτοι δικηγόροι της αιτήτριας εισηγούνται ότι ο καθ’ ου η αίτηση παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα και να αιτιολογήσει την απόφασή του ότι ο αποβιώσας είναι Τουρκοκύπριος.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ου η αίτηση υποστηρίζει το νόμιμο και αιτιολογημένο των ενεργειών του Κηδεμόνα, στη βάση της ισχύουσας νομοθεσίας, η συνταγματικότητα της οποίας έχει κατ’ επανάληψη διακηρυχθεί από τα Δικαστήρια, εγείροντας προδικαστική ένταση ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αναθεωρητικό έλεγχο συμφώνως του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά αποτελεί πράξη πληροφορικού χαρακτήρα και/ή βεβαιωτική πράξη προηγούμενων αποφάσεων του Κηδεμόνα, οι οποίες δόθηκαν για περιορισμένο σκοπό, ήτοι για την ολοκλήρωση της διαχείρισης του αποβιώσαντος.
Αξιολογώντας τις εκατέρωθεν θέσεις και ισχυρισμούς σε σχέση καταρχάς με την αιτούμενη υπό την παράγραφο (1) της προσφυγής θεραπεία, καταλήγω, στη βάση του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και σε συμφωνία με την ευπαίδευτη δικηγόρο του καθ’ ου η αίτηση, πως με την παρούσα προσφυγή δεν προσβάλλεται οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία κοινοποιήθηκε για πρώτη φορά στην αιτήτρια στις 20.09.2017 στο πλαίσιο εκδίκασης της Πολιτικής Έφεσης υπ’ αρ. υπ’ αρ. 408/2016. Ειδικότερα, διαπιστώνω πως με την επιστολή ημερομηνίας 05.09.2017, επαναλαμβάνονται προηγούμενες αποφάσεις του Κηδεμόνα, οι οποίες (λόγω του ύψους της αξίας της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας) είχαν εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο και οι οποίες είχαν ληφθεί στο πλαίσιο της διαχείρισης του αποβιώσαντος και είχαν δεόντως κοινοποιηθεί στην αιτήτρια κατά τον χρόνο έκδοσής τους, πλην όμως δεν αμφισβητήθηκαν με προσφυγή.
Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο (Τεκμήριο 1), στον δικηγόρο της αιτήτριας κοινοποιήθηκε με επιστολή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 08.07.2009 (Ερ. 195), η έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, ημερομηνίας 17.06.2009, για τη μεταβίβαση του τεμαχίου 471 στη Helva, έναντι του ποσού των €2.306.612, στο πλαίσιο της διαχείρισης 181/2001.
Με επιστολή, ημερομηνίας 28.11.2011 (Τεκμήριο 1, Ερ. 341) κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο της αιτήτριας από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών και η απόφαση του Κηδεμόνα να χορηγήσει τη συγκατάθεσή του για την πώληση, στο πλαίσιο της διαχείρισης αρ. 181/2001, των τεμαχίων αρ. 122 και 464, έναντι της αγοραίας αξίας των τεμαχίων όπως καθορίζεται από το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας μείον μέχρι 30% κατά ανώτατο όριο. Ακολούθως, με επιστολή του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 13.12.2011 (Τεκμήριο 2, Ερ. 1α), κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο της αιτήτριας η επί του θέματος έγκριση και του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία λήφθηκε στη συνεδρία του ημερομηνίας 07.12.2011. Στην εν λόγω επιστολή σημειώνεται, αφενός, πως οι διαχειριστές (η έγκριση αφορούσε και τη διαχείριση 180/2001) θα πρέπει να υποβάλουν αντίγραφο λογαριασμών των διαχειρίσεων στον Κηδεμόνα και αφετέρου πως, σε περίπτωση υπερκάλυψης των διαφόρων εξόδων διαχείρισης από το προϊόν πώλησης, το πλεόνασμα που αντιστοιχεί σε κληρονόμους που διαμένουν μόνιμα στις κατεχόμενες περιοχές θα κατατεθεί σε πίστη τους στο Ταμείο Τουρκοκυπριακών Περιουσιών μέχρι τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης.
Ως εκ των ανωτέρω, καταλήγω ότι η επιστολή ημερομηνίας 05.09.2017 είναι ως προς τον αποδέκτη της, ήτοι τον Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, εσωτερικό έγγραφο. Ως προς δε την αιτήτρια, στην οποία η επιστολή κοινοποιήθηκε, είναι βεβαιωτικού χαρακτήρα, εφόσον με αυτήν επαναλαμβάνονται οι προηγούμενες επί του θέματος αποφάσεις του Κηδεμόνα και του Υπουργικού Συμβουλίου, χωρίς να προκύπτει ότι διεξήχθη η διεξαγωγή νέας έρευνας ουσιωδών για την υπόθεση νομικών ή πραγματικών στοιχείων.
Υπενθυμίζεται συναφώς πως το τι αποτελεί νέα έρευνα που να καθιστά τη νέα πράξη εκτελεστή, είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται, αυστηρά για να μην υπάρχει καταστρατήγηση της προθεσμίας προσβολής εκτελεστής πράξης με τη δημιουργία νέας πράξης που εκδόθηκε κατ’ επίφαση μεν νέας έρευνας, αλλά κατ’ ουσία στη βάση των ίδιων στοιχείων (Καλακουτή ν Δημοκρατίας, Αναθ. Έφεση αρ. 65/2013, ημερ. 02.07.2019, ECLI:CY:AD:2019:C274).
Στην απόφαση Λάκης Χριστοδούλου κ.ά. ν Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 1, το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε σχετικώς τα ακόλουθα:
«[…] Σύμφωνα με πάγια νομολογία, η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα με αποτέλεσμα απαραδέκτως να προσβάλλεται, (Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559, Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851 και Μιχάλης Αρτεμίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 97/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D645, ECLI:CY:AD:2015:D645),
Στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Σασακάρος ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ.106 επαναβεβαιώθηκε η αρχή ότι χρειάζονται νέα δεδομένα που είτε προϋπήρχαν και για κάποιο λόγο δεν είχαν τεθεί ενώπιον της διοίκησης και για πρώτη φορά λαμβάνονται υπόψη, είτε ανέκυψαν μετά, που επηρεάζουν, κατά τον διοικούμενο, την παραγωγή της πράξης, επιδιώκοντας επανεξέταση της, (Ζίττης ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 394 και Lavar Shipping Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260). Μόνο όπου τίθενται νέα δεδομένα, τα οποία και αυστηρώς κρίνονται ώστε να μη δημιουργείται πλασματικά νέα προθεσμία, (Στασινόπουλου: Δίκαιον Διοικητικών Διαφορών 4η έκδ. σελ. 176), η διοίκηση είναι υποχρεωμένη να τα διερευνήσει ώστε να παραχθεί νέα διοικητική πράξη, (IMCS Intercollege Ltd v. Αρχής Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού (2008) 3 Α.Α.Δ. 296).».
Στη Union Generale Armenienne de Bienfaisance of Lausanne v Υπουργείου Οικονομικών, ΕΔΔ αρ. 62/2018, ημερ. 20.06.2024, συνοψίστηκαν εκ νέου οι πάγιες νομολογιακές αρχές ως ακολούθως:
«Τα στοιχεία που προσδίδουν εκτελεστότητα στην απόφαση της διοίκησης και την αποκλίνουν από τη βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης συντίθενται στη νέα έρευνα και στα νέα ουσιώδη στοιχεία. Όπως έχει επαναβεβαιωθεί στην Marfin Popular Bank Public 0Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Τμήμα Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (2011) 3 ΑΑΔ 851, η βεβαιωτική πράξη δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλεται με προσφυγή. Με αναφορά στην Στέλιος Γεωργίου v. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 559 και στον Ε.Π. Σπηλιωτόπουλο: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», 12η έκδ. Τόμος Ι, σελ. 127, παρ. 108, επαναλήφθηκε η γνωστή αρχή ότι οι βεβαιωτικές πράξεις εκδίδονται συνήθως ύστερα από αίτημα του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ή άσκηση αίτησης θεραπείας ή ιεραρχικής προσφυγής. Η εμμονή της διοίκησης σε προηγούμενη της θέση αποτελεί βεβαιωτική πράξη (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 240). Στην υπόθεση Κωνσταντίνος Σασακάρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων, Τμήμα Ηλεκτρομηχανολογικών Υπηρεσιών (2014) 3 Α.Α.Δ. 106, λέχθηκαν τα ακόλουθα, τα οποία υιοθετούμε πλήρως:
«Η νομολογία, η οποία έχει καθορίσει την αρχή που διέπει το υπό εξέταση θέμα, υπήρξε διαχρονικά συνεπής. Βασίζονται σ' αυτή και οι δύο πλευρές. Ένα απόσπασμα δε από το σύγγραμμα του Mιχ. Δ. Στασινόπουλου «Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών», Έκδοσις 4η, (1964), στη σελ. 176, το οποίο έχει, επανειλημμένα, υιοθετηθεί ότι αποτελεί την ορθή έκφραση της εν λόγω αρχής, προσφέρει χρήσιμη καθοδήγηση και στην περίπτωση αυτή. Αναφέρει:
«Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ' όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν δια την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ' επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ' ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. ...
Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως δια πρώτην φοράν υπ' όψιν.» ».
Εν πάση δε περιπτώσει, ως προς τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι ο καθ’ ου η αίτηση παρέλειψε να προβεί σε οποιαδήποτε έρευνα και να αιτιολογήσει την απόφασή του ότι ο αποβιώσας είναι Τουρκοκύπριος, οφείλω να επισημάνω πως η ίδια η αιτήτρια, στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησής της ημερομηνίας 05.03.2007 για την έκδοση διατάγματος στο πλαίσιο της διαχείρισης 181/2001 για την πώληση του τεμαχίου 471, προς το σκοπό αποπληρωμής φόρου κληρονομίας και άλλων εξόδων της διαχείρισης (Παράρτημα 1 στην Ένσταση), δήλωσε ότι ο αποβιώσας ήταν Τουρκοκύπριος. Η δε πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή υπ΄ αρ. 1327/2004, την οποία επικαλείται στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής, παραμερίστηκε από το Εφετείο με το τηρηθέν στις 21.6.2017 πρακτικό για την Πολιτική Έφεση αρ. 408/2016 (Παράρτημα 8 στην Ένσταση).
Βάσει των ανωτέρω, ως προς την αιτούμενη υπό την παράγραφο (1) της προσφυγής θεραπεία η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη. Συνακόλουθα, απαράδεκτη κρίνεται και η αιτούμενη υπό την παράγραφο (2) της προσφυγής θεραπεία δοθέντος ότι, στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δεν είναι παραδεκτή η απευθείας αμφισβήτηση με προσφυγή της συνταγματικότητας ενός νόμου.
Εν πάση δε περιπτώσει, οφείλω να επισημάνω ότι η συνταγματικότητα του Ν139/91 έχει απασχολήσει κατ’ επανάληψη το Ανώτατο Δικαστήριο, με τη σχετική επί του θέματος νομολογία να έχει προ πολλού αποκρυσταλλωθεί. Σύμφωνα δε με αυτήν, οι πρόνοιες του Ν.139/1991 δικαιολογούνται στη βάση του δικαίου της ανάγκης και δεν αντιβαίνουν τις πρόνοιες του Άρθρου 23 του Συντάγματος δοθέντος ότι η Πολιτεία, κάτω από τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν με την τουρκική εισβολή, είχε καθήκον να λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διαχείριση και προστασία των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών προς το συμφέρον της κοινωνικής τάξης. Τα εν λόγω μέτρα δεν είχαν σκοπό τη θέσπιση μόνιμων περιορισμών ή στέρηση των δικαιωμάτων των νομίμων ιδιοκτητών, αλλά την προσωρινή, για όσο χρόνο ήταν αναγκαίο, προστασία και διαχείρισή της περιουσίας (Α. Χρ. Σολομωνίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275, Shakir κ.ά ν Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 54).
Ισχυρισμοί ότι ο Νόμος παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου σχετικά με την ειρηνική απόλαυση της περιουσίας και τα άρθρα 6, 8, 13 και 14 της ΕΣΔΑ, έχουν επίσης απορριφθεί (P. Torgut κ.ά. ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση αρ. 79/2015, ημερ. 10.06.2020, ECLI:CY:AD:2020:A186).
Συνακόλουθα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται ως απαράδεκτη.
Υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας επιδικάζονται €1.800 έξοδα.
Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.
[1] Σημειώνεται πως η διαχείριση υπ’ αρ. 180/2001 δεν αφορά την παρούσα προσφυγή, δοθέντος ότι αυτή καταχωρίστηκε από την αιτήτρια ως διαχειρίστρια του αποβιώσαντος A.M.H. δυνάμει διατάγματος του Δικαστηρίου στην αίτηση διαχείρισης υπ’ αρ. 181/2001, πλην όμως, ως διαπιστώνω από τον διοικητικό φάκελο, στη διαχείριση υπ’ αρ. 180/2001 φαίνεται να εγείρονταν παρόμοια ζητήματα ως προς την πώληση ακίνητης περιουσίας, για την οποία απαιτήθηκε η συγκατάθεση του Κηδεμόνα και για τον λόγο αυτό οι δύο διαχειρίσεις τύγχαναν κοινού χειρισμού από τη Διοίκηση.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο