L. D. S. E. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 1585/2024, 22/1/2025
print
Τίτλος:
L. D. S. E. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 1585/2024, 22/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 1585/2024(Κ))

22 Ιανουαρίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

L. D. S. E.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Ραφαήλ Χρυσάνθου, για την αιτήτρια.

Μαρίνα Φιλίππου, Δικηγόρος, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια καταχώρησε στις 2.12.2024, την υπό κρίση προσφυγή, με την οποία αξιώνει από το Δικαστήριο τις εξής θεραπείες:-

«Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 24/11/2024 με την οποία η Αιτήτρια έχει κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης (Παράρτημα 1) είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ’ ων Αίτηση ημερομηνίας 24/11/2024 (Παράρτημα 2) με την οποία διατάζεται η απέλαση της Αιτήτριας από την Δημοκρατία και η απαγόρευση εισόδου σε αυτήν για περίοδο πέντε (5) ετών, καθώς και οποιεσδήποτε ενδιάμεσες ή προπαρασκευαστικές πράξεις προηγήθηκαν αυτών είναι άκυρες, παράνομες και στερημένες οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Γ. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερ. 24/11/2024, (Παράρτημα 3) με την οποία διατάζεται η κράτηση της Αιτήτριας μέχρι την απέλαση της στη χώρα καταγωγής της, καθώς και οποιεσδήποτε ενδιάμεσες ή προπαρασκευαστικές πράξεις προηγήθηκαν αυτής είναι άκυρες, παράνομες και στερημένες οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».

  Σημειώνεται πως κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων άλλα δύο αιτητικά υπό παραγράφους (Δ) και (Ε), αποσύρθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτριας.

 

  Λόγω του ότι στην υπό εκδίκαση υπόθεση, τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του άρθρου 11Α του Ν. 131(Ι)/2015, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης αναστάληκε από τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, μέχρι την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου, ενώ η αιτήτρια παρέμεινε υπό κράτηση.

 

  Τα γεγονότα της υπόθεσης περιγράφονται στην Ένσταση και στην αίτηση ακυρώσεως και συμπληρώνονται επίσης από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στη διαδικασία, ως Τεκμήριο 1.

 

  Η αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν. Αφίχθηκε στη Δημοκρατία σε άγνωστη ημερομηνία και στις 26.6.2019 υπέβαλε αίτηση ασύλου, η οποία αφού εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, αυτή απορρίφθηκε στις 9.9.2021 και επιδόθηκε προς την αιτήτρια στις 13.10.2021. Κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η αιτήτρια άσκησε την προσφυγή με αρ. 6886/2021 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία είχε απορριπτική κατάληξη στις 31.3.2023. Στις 24.11.2024, εντοπίστηκε από την Αστυνομία και συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Εναντίον της εκδόθηκαν τα εδώ προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 24.11.2024, αφού κηρύχθηκε ως απαγορευμένη μετανάστης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία, από τις 31.3.2023, ημερομηνία που απορρίφθηκε η προσφυγή που υπέβαλε κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

  Θα πρέπει να λεχθεί πως εκ μέρους του ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας, υπεβλήθη ισχυρισμός πως τα προσβαλλόμενα διατάγματα εκδόθηκαν από αναρμόδιο σώμα, ήτοι το Υφυπουργείο Μετανάστευσης, το οποίο συστάθηκε κατά παράβαση του Συντάγματος, ισχυρισμός όμως που αποσύρθηκε, κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, ενόψει του ότι δεν υπήρχε ο αναγκαίος προσδιορισμός του λόγου ακύρωσης στα νομικά σημεία της αίτησης ακυρώσεως, που αφορούσε σε ζήτημα, ουσιαστικά, συνταγματικής φύσεως και όχι απλώς αναρμοδιότητας (Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ν. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Εφέσεις Αρ. 2/2016 & 7/2016, ημερομηνίας 3.3.2017).

 

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, προωθήθηκε ισχυρισμός πως με την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων υπήρξε παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης που επιβάλλει την απαγόρευση της επαναπροώθησης προσώπου σε χώρα στην οποία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς τα άρθρα 2 και 3 της ΕΣΔΑ. Δεύτερος λόγος ακύρωσης που προβάλλεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο της αιτήτιας, άπτεται της θέσης πως υπήρξε παράβαση του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, αφού ουδέποτε η ίδια ενημερώθηκε πως κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστης, στη βάση του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/1972, δεν προηγήθηκε οποιαδήποτε έρευνα αναφορικά με τις περιστάσεις της αιτήτριας, ενώ υπήρξε, κατά τις εισηγήσεις, και παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, με γενική αναφορά σε νομοθετικές διατάξεις καθώς και σε σχετικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Προβλήθηκε η θέση πως η παραμονή της αιτήτριας για περίπου 7 χρόνια, θα έπρεπε να οδηγήσει σε αξιολόγηση των δεσμών της με την Δημοκρατία. Τέλος, υποβάλλεται πως δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος κράτησης, αφού καμία ενέργεια λαμβάνεται για την απέλαση της αιτήτριας, ενώ δεν συντρέχουν τα όσα ορίζονται στο άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, κράτηση η οποία παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.

 

  Αντίθετη υπήρξε η προσέγγιση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, η οποία υποστήριξε, ως ορθή, την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων.

  Έχοντας καταγράψει τις εκατέρωθεν θέσεις, αυτό που θα πρέπει εν πρώτοις να επισημανθεί, είναι η γενικότητα προβολής, εκ μέρους της αιτήτριας, των θέσεων της σε σχέση με τον ισχυρισμό πως τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης. Στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, αναλώνεται μεγάλο μέρος στην παράθεση των γενικών αρχών της νομολογίας του ΕΔΑΔ, σε σχέση με την παράβαση των διατάξεων των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ, χωρίς όμως να γίνεται οποιαδήποτε εξειδίκευση των αναφερόμενων αρχών στα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης.

 

  Αντιθέτως, θα πρέπει να λεχθεί πως τέτοιοι ισχυρισμοί, θεωρώ πως έχουν εγερθεί στην αίτηση ασύλου που η ίδια υπέβαλε στις 26.6.2019 και εξετάστηκαν από το αρμόδιο διοικητικό όργανο, ήτοι την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία εξέδωσε απορριπτική απόφαση. Ομοίως, η νομιμότητα της απορριπτικής αυτής αποφάσεως, εξετάστηκε και από το καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, το οποίο με την έκδοση της απορριπτικής του αποφάσεως, στα πλαίσια εκδίκασης της προσφυγής με αρ. 6886/2021 επικύρωσε την απόρριψη της αίτησης ασύλου. Συνεπώς, δεν είναι νοητή η περαιτέρω αναμόχλευση των ίδιων ζητημάτων που άπτονται σε θέματα ασύλου για τα οποία το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας προς εξέταση.

 

  Αυτό που διαπιστώνεται ευκρινώς, μέσα από τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, είναι πως η αιτήτρια παρέμεινε στο έδαφος της Δημοκρατίας παράνομα, από τις 31.3.2023 που εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ, ενώ κανένα μέτρο δεν έλαβε προς νομιμοποίηση του καθεστώτος παραμονής της στη Δημοκρατία. Και βεβαίως δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός που προβάλλεται από την ίδια πως η παραμονή της για 7 χρόνια στη Δημοκρατία δημιούργησε δεσμούς, παραμονή η οποία ήταν για 4 έτη, εν αναμονή εξέτασης του αιτήματος ασύλου, το οποίο εν τέλει απερρίφθη και δικαστικώς.

 

  Η αιτήτρια δεν έλαβε καμία ενέργεια προκειμένου να νομιμοποιήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία και ορθά κρίθηκε πως αυτή διέμενε παράνομα από τις 31.3.2023 που εκδόθηκε απορριπτική απόφαση από το ΔΔΔΠ. Συνεπώς, ορθά και νόμιμα κηρύχθηκε ως απαγορευμένη μετανάστης κι εναντίον της εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα.

 

  Απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι οι καθ΄ων η αίτηση τελούσαν υπό καθεστώς πλάνης, λόγω του ότι ουδέποτε εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Κανονισμού 19 της Κ.Δ.Π. 242/72  περί ειδοποίησης της για την κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστη. Κατά την νομολογία, ο προαναφερθείς Κανονισμός, δεν συναρτά την νομιμότητα έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης με προηγούμενη ειδοποίηση περί κήρυξης της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστη, ήτοι η επίδοση τέτοιας προηγούμενης ειδοποίησης, δεν κρίθηκε ως επιτακτική  (Islam ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 997/13, ημερομηνίας 9.7.2013).

 

  Ομοίως, απορρίπτονται οι ισχυρισμοί της περί παράβασης του δικαιώματος στην οικογενειακή και ιδιωτική ζωή, αφού τίποτε δεν δηλώθηκε περί ύπαρξης οικογένειας στη Δημοκρατία, όπως αυτό προκύπτει από τις σελιδώσεις 16-15 του Τεκμηρίου 1, ήτοι από τα όσα δήλωσε κατά τη σύλληψή της. Ενόψει της κρίσης περί του νόμιμου έκδοσης του διατάγματος απέλασης, ορθά εκδόθηκε εναντίον της το προσβαλλόμενο διάταγμα κράτησης, το οποίο είναι προορισμένο για να διαφυλάξει την υλοποίηση του διατάγματος απέλασης.

 

  Για τους πιο πάνω λόγους, κανένας ισχυρισμός της αιτήτριας ευσταθεί και η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί.

 

  Υπό των φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.900 έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.                  

                       

 

        

 

   

      Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο