T.M.B.I.H. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 1602/2024, 30/1/2025
print
Τίτλος:
T.M.B.I.H. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας κ.α., Υπόθεση Αρ. 1602/2024, 30/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 1602/2024 (K) iJustice

                                             

    30 Ιανουαρίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

T.M.B.I.H.,

Αιτήτρια

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1. Υφυπουργός Μετανάστευσης και Διεθνούς Προστασίας

2. Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

 

Γεώργιος Βασιλόπουλος για Δρ. Χρίστο Π. Χριστοδουλίδη, για Αιτήτρια

Αίγλη Κίτσιου, Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Καθ' ων η αίτηση.

                                               

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Σρι Λάνκα. Στις 09.01.2020, αφίχθηκε στη Δημοκρατία με άδεια εισόδου ως οικιακή βοηθός και μέχρι τις 08.10.2021 κατείχε άδεια διαμονής ως οικιακή βοηθός. Στις 18.11.2021 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση στην Υπηρεσία Ασύλου για διεθνή προστασία, η οποία απορρίφθηκε πρωτοβάθμια στις 21.02.2022. Στις 24.03.2022 καταχώρησε Προσφυγή υπ’ αριθμό 1596/22 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (εφεξής «ΔΔΔΠ») η οποία απορρίφθηκε στις 25.01.2023.

 

Στις 02.12.2024 η Αιτήτρια συνελήφθη στη Λευκωσία λόγω της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και στις 03.12.2024 κηρύχθηκε απαγορευμένη μετανάστρια και εκδόθηκε εναντίον της διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 14 των Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμων (Κεφ. 105), ως τροποποιήθηκε (εφεξής το «Κεφ. 105») καθότι διαπιστώθηκε ότι παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 25.01.2023, όταν απορρίφθηκε η προσφυγή της από το ΔΔΔΠ. Τις πράξεις αυτές προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

 

Με την αγόρευση της η Αιτήτρια εγείρει διάφορους ισχυρισμούς/λόγους ακύρωσης, οι οποίοι δεν καταγράφονται αριθμημένοι και απαντώνται πιο κάτω με αναφορά στις σελίδες/παραγράφους της αγόρευσής της.

 

Με τα επιχειρήματά, τα οποία αναπτύσσει στις σελ. 3-8 της αγόρευσής της Αιτήτριας, υποβάλλει ότι της σύλληψης της στις 02.12.2024, ακολούθησε η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και αίτησης δυνάμει του άρθρου 18ΟΗ(4) του Κεφ. 105 (δηλαδή για άδεια διαμονής για ανθρωπιστικούς λόγους).

 

Υποβάλλει ότι η καταχώρηση της αίτησης δυνάμει του άρθρου 18ΟΗ(4) έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα σε συνδυασμό με το γεγονός ότι εφόσον κατ’ εισήγησή της κατά την καταχώρηση των αιτήσεων της στις 02.12.2024 και 03.06.2024 (εκλαμβάνω ότι εννοεί 03.12.2024 και όχι 03.06.2024) δεν είχαν ακόμα εκδοθεί οι προσβαλλόμενες, έπρεπε τελικά αυτές να μην εκδοθούν, εν όψει μάλιστα του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, δεν έπρεπε να εκδοθεί διάταγμα κράτησης αλλά να εφαρμοστεί κάποιο άλλο εναλλακτικό της κράτησης μέτρο.  

 

Περαιτέρω, υποβάλλει ότι σύμφωνα με το άρθρο 18ΟΗ(5) του Κεφ. 105, ενόσω εκκρεμεί αίτηση δυνάμει του εν λόγω άρθρου, και (άρα) εκκρεμεί  διαδικασία  ανανέωσης  άδειας  διαμονής  ή  οποιασδήποτε  άλλης άδειας  που  παρέχει  δικαίωμα  παραμονής  σε  υπήκοο  τρίτης  χώρας,  ο  οποίος παραμένει  παράνομα  στη  Δημοκρατία,  ο  Ανώτερος  Λειτουργός Μετανάστευσης εξετάζει το ενδεχόμενο να μην εκδώσει απόφαση επιστροφής έως ότου ολοκληρωθεί η εκκρεμούσα διαδικασία και εφόσον εδώ δεν είχαν εκδοθεί οι προσβαλλόμενες,  κατά  την άποψη  της, προκύπτει ότι δεν παρουσίαζε κίνδυνο διαφυγής και δεν προσπάθησε να αποφύγει ή να παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή την διαδικασία απομάκρυνσης της.

 

Στις σελ. 9-15 (μέχρι και την παράγραφο 40) της αγόρευσής τίθεται ο ισχυρισμός ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις νόμιμης κράτησης δυνάμει του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 και δεν έχουν τηρηθεί οι αρχές της αναγκαιότητας και αναλογικότητας, παράλληλα δε ότι το διάταγμα κράτησης είναι αναιτιολόγητο και απλώς συνοδεύει το  διάταγμα  απέλασης  κατ'  αυτοματοποιημένο  τρόπο,  χωρίς  καμία ξεχωριστή κρίση και αξιολόγηση ως προς το κατά πόσο θα μπορούσαν να ληφθούν εναλλακτικά μέτρα της κράτησης.

 

Στις παραγράφους 41-43, 47-49 και 53 της αγόρευσής της (και βασικά με αναφορά σε όσα ανέφερε στους προηγούμενους λόγους ακύρωσης), η Αιτήτρια θέτει ότι τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, παραβιάζουν την αρχή της καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στις παραγράφους 44 και 54-55 της αγόρευσής της αναφέρεται στις πρόνοιες του Άρθρου 15(2) του Συντάγματος, στις παραγράφους 45-46 της αγόρευσής της υποβάλλει ότι οι Καθ΄ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα όλων των σχετικών με  την παρούσα υπόθεση γεγονότων και στις παραγράφους 50-52 της αγόρευσής της αναφέρεται στις αρχές ως προς την αιτιολόγηση των αποφάσεων  της διοίκησης. Καταλήγει, στις παραγράφους 55-58 της αγόρευσής της με αναφορά σε αποφάσεις του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ αναφερόμενη στο καθήκον των κρατών μελών να  προβλέπουν  τα  ένδικα βοηθήματα  που  είναι  αναγκαία  για  να  διασφαλίζεται  η  πραγματική  δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση υπερασπίζεται τη νομιμότητα και το ορθό των ενεργειών της. Εγείρει δε με παραπομπή στον Κανονισμό 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι όσοι ισχυρισμοί δεν δικογραφούνται δεν χρήζουν εξέτασης. Καθώς και ότι  όσα γεγονότα δεν προκύπτουν από τον φάκελο και είναι ισχυρισμοί του δικηγόρου της Αιτήτριας, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

 

Καταρχάς, πράγματι διαπιστώνω ότι στα νομικά σημεία στην αίτηση ακυρώσεως, δεν δικογραφείται οποιοσδήποτε ισχυρισμός που αφορά παράβαση των άρθρων 18ΟΗ και 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 ως εκ τούτου το παρόν δεν δύναται, να τους εξετάσει.

 

Σε κάθε περίπτωση, σημειώνεται ότι, όλα όσα αναφέρονται από την Αιτήτρια και αφορούν τις μετά τη σύλληψή ενέργειες της, είτε πράγματι δεν προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο αλλά παραμένουν σε επίπεδο ισχυρισμού (κατ’ ισχυρισμό υποβολή μεταγενέστερης αίτησης) είτε είναι γεγονότα μεταγενέστερα των προσβαλλόμενων (υποβολή αίτησης για άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους) ως εκ τούτου δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη για να πλήξουν τη νομιμότητά των προσβαλλομένων (βλ. Απόφαση Ανώτατου Δικαστηρίου στην ΕΔΔ Αρ. 126/2021 H.S. Limon ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.04.2022 και πρόσφατη απόφαση Εφετείου στην ΕΔΔ Αρ. 66/2021 Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. v. Jagjit  Singh, 14.01.2025).

 

Σημειώνω επίσης ότι δεν τίθεται ζήτημα αναστολής μια ήδη εκδοθείσας, ως στην παρούσα, απόφασης επιστροφής λόγω της μεταγενέστερης υποβολής αίτησης για άδεια παραμονής για ανθρωπιστικούς λόγους. Με το θέμα είχα ασχοληθεί στην Υπόθεση Αρ. 1212/2024 Sonia ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., ημερ. 18.10.2024, ακόμα άρα κι αν είχε δεόντως δικογραφηθεί ο σχετικός λόγος ακύρωσης, θα ίσχυαν τα ίδια και εδώ με συνέπεια την απόρριψή του.

 

Ούτε όμως το διάταγμα κράτησης είναι, θεωρώ, δεκτικό ακυρωτικού ευρήματος σε οποιαδήποτε βάση. Η Αιτήτρια κηρύχθηκε ως απαγορευμένη μετανάστρια λόγω της παράνομης παραμονής της και στη βάση της σχετικής νομολογίας (Πρ. Αρ. 5735/13 Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 09.08.2013, Υπ. Αρ. 716/2014 El Khouri v. Δημοκρατίας ημερ. 24.06.2016  Υπ. Αρ. 3/2021 Muhammad v Δημοκρατίας ημερ. 24.11.2021, Υπ. αρ. 547/23 J S ν. Δημοκρατίας κ.α. ημερ. 30.06.2023 ) έχει καθοριστεί ότι η κήρυξη ως απαγορευμένου μετανάστη «εμπεριέχει λογικά τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή». Περαιτέρω, προς αιτιολόγηση του κινδύνου διαφυγής στο Παράρτημα 4 στην ένσταση, κατεγράφη, μεταξύ άλλων, ότι δεν συναινεί στον επαναπατρισμό της και ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εναλλακτικών μέτρων. Όλα τούτα, θεωρώ, αιτιολογούν δεόντως το διάταγμα κράτησης και την επιλογή του έναντι άλλων μέτρων και δεν τίθεται ζήτημα οποιασδήποτε παρανομίας ως προς τούτο ούτε άρα, εν πάση περιπτώσει, ότι παραβιάζεται το άρθρο 18ΠΣΤ του Κεφ. 105 ή ότι είναι δυσανάλογο ή μη αναγκαίο μέτρο.

 

Περαιτέρω, οι αναφορές στις παραγράφους 41 και επόμενες της αγόρευσης της Αιτήτριας δεν περιλαμβάνουν την ανάπτυξη συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης με υπαγωγή σε γεγονότα της συγκεκριμένης επίδικης περίπτωσης. Βασικά τίθενται οι ισχυρισμοί για παράβαση της αρχής της καλής πίστης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, του Άρθρου 15(2) του Συντάγματος, ελλιπούς έρευνας/αιτιολογίας και γίνεται αναφορά σε αποφάσεις του ΔΕΕ και του ΕΔΔΑ, χωρίς όμως τελικά συγκεκριμένη σύνδεση με τα εδώ επίδικα. Συνεπώς δε βλέπω πως θα μπορούσαν να τύχουν αξιολόγησης από το παρόν προς  ακύρωση των εδώ επίδικων πράξεων.

 

Σε κάθε περίπτωση, στο μέτρο που γίνεται παραπομπή, προς τεκμηρίωση των συγκεκριμένων ισχυρισμών (δηλαδή των αναφερόμενων στις παράγρ. 41 και επόμενες στην αγόρευση της Αιτήτριας), σε όσα η Αιτήτρια ανέπτυξε στα πλαίσια των ισχυρισμών της στις προηγούμενες παραγράφους της αγόρευσής της (δηλ. στις σελ. 3 έως παράγραφο 40, σελ. 15 αγόρευσής της)[1], είναι σαφές ότι η απόρριψη αυτών, καθιστούν έκθετους σε απόρριψη και τους ισχυρισμούς αυτούς. Δε θεωρώ ότι από όσα αναφέρθηκαν προκύπτει στοιχειοθέτηση των εν λόγω παραβιάσεων.

 

Οι προσβαλλόμενες είναι δεόντως αιτιολογημένες και προϊόν ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και οι προσβαλλόμενες επικυρώνονται με €1.500 έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ

 



[1] Στην παράγραφο 41 της Αγόρευσης της Αιτήτριας γίνεται σύνδεση των όσων αναφέρονται πριν την παράγραφο αυτή με  τους ισχυρισμούς που εκτίθενται ακολούθως αναφέροντας:

 

«Ενόψει των θέσεων που έχουμε προβάλει ανωτέρω, είναι η θέση μας ότι (…)»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο