Κ. Ν. ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1609/2021, 23/1/2025
print
Τίτλος:
Κ. Ν. ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ, Υπόθεση Αρ. 1609/2021, 23/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                       

(Υπόθεση Αρ. 1609/2021)

 

  23 Ιανουαρίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Κ. Ν.                                                                                                              Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

 

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Σ. Νικολάου (κα), για Στυλιανό Κ. Αυγουστή, για Αιτητή

Ι. Κοτζιάπασιη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης, η οποία περιέχεται σε σχετική επιστολή των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 30.9.2021 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η ένστασή του κατά της απόφασης για απόρριψη της αίτησής του για ένταξη στο Σχέδιο Προστασίας της Κύριας Κατοικίας, «Σχέδιο Εστία».

 

Ο αιτητής, στις 5.10.2020, υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («το Υπουργείο») για ένταξη στο Σχέδιο Εστία.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε και η απορριπτική απόφαση εστάλη στον αιτητή δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 1.12.2020.

 

Ο αιτητής αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης, υπέβαλε ένσταση στις 23.2.2021, η οποία παραλήφθηκε από το Υπουργείο στις 25.2.2021.

 

Η ένσταση εξετάστηκε από την Επιτροπή Εξέτασης Ενστάσεων, η οποία υπέβαλε στην Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων («η Υπουργός») την εισήγηση για απόρριψή της, καθότι, ως αναφέρεται στο σχετικό Έντυπο Αξιολόγησης, το συνολικό οικογενειακό εισόδημα του αιτητή για το έτος 2018 υπερέβαινε το ποσό του ορίζεται στην παράγραφο 2.1.2.(α) του Σχεδίου (€45.000 για οικογένεια με ένα εξαρτώμενο τέκνο), αλλά και λόγω της μη πληρότητάς της.

 

Η εισήγηση της Επιτροπής έγινε δεκτή από την Υπουργό, η οποία, με απόφασή της ημερομηνίας 23.9.2021, απέρριψε την ένσταση του αιτητή.

 

Ο αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής, επίδικης, απόφασης δι’ επιστολής του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου, ημερομηνίας 30.9.2021 και στις 27.12.2021, καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή.

 

Σε σχέση με τα αμέσως πιο πάνω, προκύπτει ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής. Το παρόν Δικαστήριο διαπίστωσε το συγκεκριμένο ζήτημα κατά τη μελέτη της υπόθεσης και το έθεσε στους συνηγόρους των διαδίκων κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, προκειμένου να έχει τη θέση τους επ’ αυτού, παρόλο που σε κανένα προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν εγείρει ένα τέτοιο θέμα. Κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης, η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ανέφερε στο Δικαστήριο ότι, πράγματι, είχε και η ίδια διαπιστώσει ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και επιχειρηματολόγησε επ’ αυτού, παραπέμποντας σε σχετική νομολογία επί του θέματος. Από την άλλη, η συνήγορος για τον αιτητή υποστήριξε ότι ο αιτητής έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης στις 14.10.2021 και, άρα, η προσφυγή του είναι εμπρόθεσμη. Σε σχετική δε ερώτηση του Δικαστηρίου από που προκύπτει και/ή πως στοιχειοθετείται αυτή η θέση, η κα Νικολάου ανέφερε πως αυτό προκύπτει «από ισχυρισμούς του αιτητή».

Το ζήτημα της προθεσμίας των 75 ημερών που θέτει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος προς καταχώρηση της αίτησης ακυρώσεως, είναι τόσο σημαντικό, που το Δικαστήριο έχει εξουσία να το εξετάσει και αυτεπάγγελτα (Αθηνά Τουμάζου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 345/2003, ημερ. 14.6.2004, L΄Union Nationale (Tourism and Sea Resort) Ltd ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (1998) 3 Α.Α.Δ. 513, Γ.Γ. ν. Επιτρόπου Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Υποθ. Αρ. 1463/2021, ημερ. 19.11.2024).

 

Η εξέταση του εν λόγω ζητήματος προέχει της εξέτασης οποιουδήποτε άλλου ισχυρισμού, αφού, αν η προσφυγή όντως κριθεί εκπρόθεσμη, τότε οποιοσδήποτε άλλος εγειρόμενος ισχυρισμός και προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης παύει να έχει οποιαδήποτε σημασία, ως λογικά ακολουθών το εμπρόθεσμο της προσφυγής (βλ. Μιχάλης Χάλιου ν. Της Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 435/2008, ημερ. 5.3.2010 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Α.Μ. ν. Τμήμα Μετανάστευσης, Υποθ. Αρ. 137/2022, ημερ. 5.12.2024, Ιωαννίδου ν. Υπουργείου Οικονομικών, Υποθ. Αρ. 1315/2018, ημερ. 18.2.2022, Παπαγεωργίου ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υποθ. Αρ. 186/2017, ημερ. 23.12.2020, CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1429/2016, ημερ. 14.2.2020 και Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1651/2015, ημερ. 6.11.2019).

Κατά πάγια νομολογία, η προθεσμία των 75 ημερών  πρέπει να τηρείται αυστηρά, αποτελούσα ζήτημα δημοσίας τάξεως, είναι δε αυτή ανατρεπτική, ώστε η μη καταχώρηση της αιτήσεως ακυρώσεως εντός του επιτρεπόμενου χρόνου, να την καθιστά απαράδεκτη (Potamitis v. Water Board of Limassol (1985) 3 C.L.R. 260, Τάκη ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 4, Γανωματής ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 133). Κατά κανόνα, προσφυγές που καταχωρούνται εκτός της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα προθεσμίας των 75  ημερών, είναι απαράδεκτες και θα πρέπει να απορρίπτονται. Σε περιπτώσεις δε όπως η υπό εξέταση, η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα που η επίδικη απόφαση περιέρχεται εις γνώση του διοικούμενου.

 

Ως εκ των πιο πάνω, πριν από την εξέταση οποιουδήποτε λόγου ακύρωσης, θα εξεταστεί ως ζήτημα λογικής προτεραιότητας, αλλά και λόγω της εγγενούς σπουδαιότητάς της, το ζήτημα του εκπροθέσμου ή μη της καταχώρησης της υπό κρίση προσφυγής. Θετική δε διαπίστωση επί του θέματος, οδηγεί άνευ ετέρου την παρούσα σε απόρριψη ως απαράδεκτη.

 

Εν προκειμένω, παρατηρώ ότι η υπό εξέταση προσφυγή καταχωρήθηκε στις 27.12.2021, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία περιέχεται σε επιστολή ημερομηνίας 30.9.2021, εστάλη στον αιτητή ταχυδρομικώς στις 4.10.2021, σύμφωνα με τη σχετική σφραγίδα επί της εν λόγω επιστολής, στην υπ’ αυτού δηλωθείσα διεύθυνση αλληλογραφίας. Η επιστολή εστάλη στη διεύθυνση, η οποία είναι αυτή που χρησιμοποιήθηκε σε όλη την προηγηθείσα αλληλογραφία του αιτητή με τους καθ’ ων η αίτηση, αλλά και η οποία αναγράφεται ως διεύθυνση διαμονής και αλληλογραφίας στην υποβληθείσα αίτηση του αιτητή, ημερομηνίας 5.10.2020.

 

Συνεπώς, προκύπτει ότι μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας που εστάλη η επίδικη επιστολή (4.10.2021) και της καταχώρησης της προσφυγής (27.12.2021), διάστημα 84 ημερών, ήτοι χρονικό διάστημα εμφανώς μεγαλύτερο της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης προθεσμίας των 75 ημερών.

 

Υπό το φως της σχετικής νομολογίας επί του θέματος, η παρούσα αποτελεί περίπτωση που το σχετικό βάρος απόδειξης μετατοπίζεται και όφειλε ο αιτητής, ως έχων πλέον το σχετικό βάρος απόδειξης, να καταδείξει με πειστικό τρόπο, έστω και κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, όταν του δόθηκε η ευκαιρία από το Δικαστήριο, τον λόγο που η προσφυγή του καταχωρήθηκε αρκετό χρόνο μετά την εκπνοή της υπό του Συντάγματος προβλεπόμενης προθεσμίας και, κατ' επέκταση, ότι η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν έγινε. Αντ’ αυτού, η συνήγορος του αιτητή, όταν της ζητήθηκε να τοποθετηθεί επί του ζητήματος, αρκέστηκε να αναφέρει ότι είναι ο ισχυρισμός του αιτητή ότι έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης στις 14.10.2021, χωρίς οποιαδήποτε στοιχειοθέτηση της εν λόγω θέσης.

Έχει κατ’ επανάληψη αποφασιστεί ότι, εξαίρεση του κανόνα ότι το βάρος απόδειξης περί του εκπροθέσμου προσφυγής το φέρει εκείνος που το επικαλείται, αποτελεί η περίπτωση της καταχώρησης της προσφυγής μετά την πάροδο αρκετών ημερών από τη λήξη της κανονικής προθεσμίας, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, οπότε εναπόκειται σε εκείνον που προβάλλει τον ισχυρισμό ότι έλαβε καθυστερημένα γνώση της διοικητικής πράξης, να τον αποδείξει (Γιώργος Φάντης ν. Ε.Τ.Ε.Κ., Υποθ. Αρ. 131/2010, ημερ. 12.11.2012): εναπόκειται στον  αιτητή να αποδείξει ότι παρέλαβε και/ή έλαβε γνώση καθυστερημένα ή καθόλου της διοικητικής πράξης, έξω δηλαδή από την προθεσμία. Εκείνος που προβάλλει έναν τέτοιο  ισχυρισμό θα πρέπει και να τον τεκμηριώσει με την προσαγωγή της  κατάλληλης μαρτυρίας (NAPA MERMAID HOTEL AND SUITES LTD ν. Δήμου Αγίας Νάπας, Υποθ. Αρ. 6435/2013, ημερ. 18.12.2015, Αντώνιος Πατάτας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248, HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(A) C.L.R. 52).

 

Στην NAPA MERMAID HOTEL AND SUITES LTD, ανωτέρω, όπου εξετάστηκε παρόμοιο θέμα, το Ανώτατο Δικαστήριο, με εκτενή αναφορά στην ημεδαπή νομολογία, επεσήμανε τα εξής, άμεσα σχετικά με την υπό κρίση περίπτωση:

 

«Η νομολογία, όπως ήδη αναφέρθηκε, είναι ευθυγραμμισμένη στο ότι εφόσον εκ πρώτης όψεως η προσφυγή φαίνεται να έχει καταχωρηθεί εκτός του χρονικού πλαισίου των 75 ημερών, τότε είναι ο αιτητής που  θα πρέπει να αποδείξει ότι έλαβε την προσβαλλόμενη διοικητική πράξη καθυστερημένα ή και καθόλου».

 

Για να συνεχίσει πιο κάτω:

 

«Δεν ζητήθηκε η προσαγωγή μαρτυρίας από τους αιτητές. Αν υπήρχαν δεδομένα που οι αιτητές είχαν υπόψη τους που να υποστήριζαν, αν όχι να αποδείκνυαν, τον ισχυρισμό ότι παρέλαβαν την προσβαλλόμενη πράξη μόλις στις 12.9.2013, όφειλαν να τα παρουσιάσουν ώστε να έθεταν τουλάχιστον εν αμφιβόλω τη θέση του Δήμου Αγίας Νάπας ότι εφόσον απεστάλη η ειδοποίηση με το σύνηθες ταχυδρομείο αυτή τεκμαίρεται ότι παρελήφθη έγκαιρα από τους αιτητές. Τότε θα ήταν που θα λειτουργούσε η οποιαδήποτε αμφιβολία υπέρ τους.».

 

Εν προκειμένω, ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιαδήποτε και/ή επαρκή μαρτυρία, ούτε και ζήτησε να προσκομίσει, ως όφειλε, τέτοια μαρτυρία, που να υποστηρίζει, αν όχι να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του ότι έλαβε γνώση της επίδικης απόφασης στις 14.10.2021 και, εν πάση περιπτώσει, την εμπρόθεσμη καταχώρηση της παρούσας προσφυγής. Από την άλλη, προκύπτει από την επίδικη επιστολή ημερομηνίας 30.9.2021, ότι αυτή εστάλη ταχυδρομικώς στις 4.10.2021, στην τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του αιτητή και, με βάση το τεκμήριο της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης και το οποίο δεν έχει ανατραπεί, κρίνω ότι η υπό αναφορά επιστολή εστάλη ταχυδρομικώς προς τον αιτητή και, εφόσον δεν επεστράφη, υφίσταται τεκμήριο παραλαβής αυτής εντός ευλόγου χρόνου από την εν λόγω ημερομηνία. Σχετικό είναι το άρθρο 2 του Κεφαλαίου 1, όπου προβλέπονται και τα εξής: «"επίδοση με ταχυδρομείο"- όταν Νόμος ή δημόσιο έγγραφο επιτρέπει ή απαιτεί όπως έγγραφο επιδοθεί ταχυδρομικώς, ανεξάρτητα αν χρησιμοποιείται η έκφραση επίδοση ή η έκφραση "δοθεί" ή "αποσταλεί" ή οποιαδήποτε άλλη έκφραση τότε, εκτός αν φαίνεται αντίθετη πρόθεση, η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο και εκτός αν αποδεικνύεται το αντίθετο, ότι επιτεύχθηκε κατά το χρόνο κατά τον οποίο η επιστολή θα παραδινόταν με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου» (βλ. ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΛΑΙΧΩΡΙΟΥ ΛΤΔ, ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 178 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις B.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 149/2022 (i-Justice), ημερ. 10.11.2023 και Β.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 812/2021, ημερ. 26.8.2021).

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Δημοκρατία ν. Μ.Ε. ΛΕΩΦΟΡΕΙΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΛΤΔ, Ε.Δ.Δ. 57/18, ημερ. 9.2.2024, συνοψίστηκαν οι πιο πάνω θέσεις και λέχθηκαν τα εξής:

 

«Το άρθρο 2 του Κεφ. 1 εναποθέτει το βάρος απόδειξης της μη λήψης

της επιστολής στον παραλήπτη (Βλ. Katsiantonis v. Frantzeskou (1981) 1 C.L.R. 566). Η δε φράση «με τη συνηθισμένη πορεία του ταχυδρομείου», που αναφέρεται σε αυτό, σημαίνει τη λήψη της επιστολής σε 2 με 3 ημέρες, ενώ δεν επιβάλλεται η αποστολή με ασφαλισμένο ταχυδρομείο (Βλ. Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 415 και Napa Mermaid Hotel and Suites Ltd v. Δήμου Αγίας Νάπας, Υπόθεση αρ. 6435/2013, ημερ. 18.12.2015).

 

Στην Theodorou v. The Abbot of Kykko Monstery (1965) 1 C.L.R. 9, 18, επισημαίνεται ότι, υφίσταται τεκμήριο ότι αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή έχει ταχυδρομηθεί και δεν έχει επιστραφεί από το ταχυδρομείο, αυτό συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη της παράδοσης της στο πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Επισημάνθηκε επίσης ότι, αν αποδειχθεί ότι μια επιστολή, η οποία φέρει την ορθή διεύθυνση, ταχυδρομήθηκε και δεν επιστράφηκε τεκμαίρεται ότι έφθασε στον προορισμό της (βλ. Ανδρέου v. P & D Crystal Line Co Ltd Πολ. Εφ. 10498 ημερ. 15.10.2001).

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, εναπόκειται σε ένα αιτητή να αποδείξει ότι παρέλαβε εκπρόθεσμα ή καθόλου τη διοικητική πράξη. Εκείνος που προβάλλει τον ισχυρισμό θα πρέπει να τον τεκμηριώσει (βλ. Πατάτας ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 248 και HadjiGavriel v. Republic (1986) 3(A) C.L.R 52)».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, καταλήγω ότι και στην παρούσα υπόθεση, τίθεται ζήτημα εκπρόθεσμης καταχώρησης της προσφυγής (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Τσιγαρίδα ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1945/2018, ημερ. 8.10.2020, Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1651/2015, ημερ. 6.11.2019, CHRISTOS M. CHARALAMBOUS DEVELOPERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1429/2016, ημερ. 14.2.2020 Κίτρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1410/2015, ημερ. 25.10.2019 και Στέλλα Χριστοδούλου ν. Δήμου Λεμεσού, Υποθ. Αρ. 871/2014, ημερ. 6.7.2018), όπου, επί παρόμοιου θέματος, ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση).

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προσφυγή κρίνεται εκπρόθεσμη και, κατά συνέπεια, απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 

Επιπρόσθετα όμως, διαπιστώνω ότι τίθεται και έτερο θεμελιώδες ζήτημα που αναπόφευκτα οδηγεί στην απόρριψη της προσφυγής και αυτό αφορά στην παντελή έλλειψη δικογράφησης των λόγων ακύρωσης που προωθούν στην γραπτή τους αγόρευση οι συνήγοροι του αιτητή. Με την εν λόγω γραπτή αγόρευση, προωθούνται λόγοι ακύρωσης περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση, παραβίασης του νόμου και των Κανονισμών, αλλά και των αρχών της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου. Ωστόσο, δια της αιτήσεως ακυρώσεως, ουδείς λόγος ακύρωσης δικογραφείται. Δεν παραγνωρίζω ότι ο αιτητής καταχώρησε προσωπικά την προσφυγή του, όμως στη συνέχεια, ήτοι περίπου τρεις μήνες μετά (στις 18.3.2022) την ανέθεσε σε δικηγόρο, ο οποίος είχε κάθε δυνατότητα και την ευχέρεια να προχωρήσει σε αίτηση τροποποίησης της προσφυγής, προκειμένου να περιλάβει σε αυτήν νομικά σημεία και να δικογραφήσει όποιους λόγους ακύρωσης επιθυμούσε. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε, παρά μόνο ακολούθησε η καταχώρηση γραπτής αγόρευσης του δικηγόρου του αιτητή, χωρίς επί της ουσίας οποιοδήποτε νομικό έρεισμα.

 

Κατά πάγια νομολογία, η δικογραφία συνιστά το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων. Οι γραπτές αγορεύσεις που υποβάλλονται μετά την επιθεώρηση των φακέλων δεν αποτελούν μέσο προσδιορισμού των επιδίκων θεμάτων, αλλά εξειδικεύουν και συγκεκριμενοποιούν τα επίδικα θέματα που προσδιορίζονται στην αίτηση και τα οποία καλείται το Δικαστήριο να επιλύσει (Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.α. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257, 263, Δημοκρατία ν. Svetlana Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598). Παρομοίως, στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, αποφασίστηκε ότι η δικογραφία αποτελεί το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων και ότι οι τελικές αγορεύσεις που καταχωρούνται εξειδικεύουν τους λόγους της προσφυγής, τις οποίες το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει. Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Η δε αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από το Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης (Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672). Πιο πρόσφατα, στην Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 112/2017, ημερ. 19.3.2019, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου τόνισε εκ νέου την ανάγκη συμμόρφωσης με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, λέγοντας τα εξής:

 

«Ο Κ. 7 είναι σαφής. Θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, διά των εγγράφων προτάσεών του, «να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών, συγχρόνως ταύτα πλήρως».  Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί η απλή επίκληση της παραβίασης ενός άρθρου του Συντάγματος, ή ενός νόμου, ή γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση.  Απαιτείται η αιτιολόγηση των νομικών σημείων στα οποία βασίζεται η προσφυγή, για την εξέταση, από το δικαστήριο, των λόγων ακύρωσης της διοικητικής πράξης, (βλ. Latomia Estate Ltd κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672).  Στην προκειμένη περίπτωση, εξέταση των επτά νομικών σημείων της προσφυγής καθιστά σαφές πως, σε κανένα από αυτά, δε δικογραφήθηκε, με σαφήνεια και σύμφωνα με τις σχετικές πρόνοιες του Κ. 7, καθώς και με τις πιο πάνω καθιερωμένες νομολογιακές αρχές, η προεκτεθείσα βασική θέση των εφεσειόντων.

[.]

Από την εν λόγω διατύπωση, αναμφίβολα, προκύπτει πως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο να μην εξετάσει τον κύριο ισχυρισμό των εφεσειόντων περί κανονιστικής διάταξης που βρίσκεται εκτός του εξουσιοδοτικού πλαισίου του Νόμου (ultra vires).  Η παρατεθείσα διατύπωση του συγκεκριμένου νομικού σημείου, αλλά και των υπολοίπων, δεν ικανοποιεί την υποχρέωση που θέτει ο Κ. 7, ειδικά, αφού ουδεμία αναφορά γίνεται σε αυτά στους Κανονισμούς και, δη, ότι αυτοί είναι ultra vires. Όπως δε λέχθηκε και στην υπόθεση xxx xxx Χονδρουλίδου ν. Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.) κ.ά., Αναθεωρητική ΄Εφεση Αρ. 208/2012, 8.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:C488, όπου εξετάστηκε πανομοιότυπο ζήτημα:  «Δεν ήταν ... επιτρεπτό το κενό αυτό να καλυφθεί με οποιεσδήποτε αναφορές, σχετικά, στις αγορεύσεις εκ μέρους της εφεσείουσας, (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, σελίδα 605)». Η ίδια διαπίστωση ισχύει και εδώ.».

 

Συνεπώς, υπό το φως των πιο πάνω, προκύπτει ότι ακόμα και να μην υφίστατο το ζήτημα του εκπροθέσμου, η προσφυγή δεν μπορεί παρά να απορριφθεί, εφόσον ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης που προωθούνται, έχει δικογραφηθεί.

 

Με τις πιο πάνω διαπιστώσεις παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου ζητήματος.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται €1200 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.    

 

 

 

Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο