J. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1652/2024, 16/1/2025
print
Τίτλος:
J. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση αρ. 1652/2024, 16/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                                                      (Υπόθεση αρ. 1652/2024 (Κ)

                                                                                    (i-Justice)      

                             16 Ιανουαρίου 2025

                             [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                       J. S.

 

                                                                                                 Αιτητής,

                                        και

        ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

2.ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Χρίστος Π. Χριστοδουλίδης, δικηγόρος για τον αιτητή.

Λ. Βελίκοβα (κα), Δικηγόρος για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 13.12.2024 να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης καθώς και κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, επισημαίνεται ότι τα όσα επιζητούνται ως θεραπεία, στο αιτητικό (Β) της Προσφυγής, δεν συνιστούν άλλη ξεχωριστή διοικητική πράξη, ώστε να δύναται να προσβληθεί δια ξεχωριστής θεραπείας, αλλά λόγο ακύρωσης που άπτεται της νομιμότητας της ίδιας πάντοτε απόφασης για έκδοση του διατάγματος απέλασης που προσβάλλεται με το αιτητικό υπό παράγραφο (Α). Συνεπώς η περιεχόμενη στο αιτητικό (Β) της αιτήσεως ακυρώσεως θεραπεία απορρίπτεται.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής είναι υπήκοος Ινδίας, ο οποίος αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 21.1.2015 με άδεια εισόδου για να εργασθεί ως εργάτης σε συγκεκριμένη κτηνοτροφική επιχείρηση. Στον αιτητή παραχωρήθηκε σχετική άδεια προσωρινής διαμονής και εργασίας με ισχύ μέχρι τις 18.12.2015.

Στις 18.11.2015 παραχωρήθηκε στον αιτητή από τον εργοδότη του αποδεσμευτική επιστολή (release agreement) με σκοπό να εξεύρει, νέο εργοδότη εντός της προθεσμίας των 30 ημερών και επομένως να διευθετήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία, πράγμα που ο αιτητής δεν έπραξε. Στις 14.1.2016 -και ένεκα του ότι ο αιτητής συνέχιζε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία- τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list) με σκοπό τον εντοπισμό του.

 

Στις 5.2.2016, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε στις 2.6.2016 από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, ο αιτητής υπέβαλε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία και κατόπιν εξέτασης, απορρίφθηκε στις 17.5.2017. Ακολούθως ο αιτητής -και κατά της νομιμότητας της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων- καταχώρησε την Προσφυγή αρ.111/18 στο Ανώτατο Δικαστήριο, η οποία, κατόπιν απόσυρσης της, απορρίφθηκε στις 25.10.2019.

 

Ως επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, στις 8.2.2021 καταχωρήθηκε εναντίον του αιτητή η ποινική υπόθεση αρ.1298/18 για τα αδικήματα της συμπλοκής, συμμετοχής σε οχλαγωγία και ανησυχίας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Αν και για την υπόθεση αυτή κατόπιν εισήγησης του συνηγόρου του αιτητή, αποφασίστηκε η αναστολή της ποινικής δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα και η συναφής έκδοση από τους καθ΄ων η αίτηση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή στις 11.3.2021, εντούτοις τα διατάγματα αυτά παρέμειναν ανεκτέλεστα, αφού ο αιτητής ουδέποτε παρουσιάστηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά τη δικάσιμο 12.3.2021, ως και όφειλε.

 

Ακολούθως ο αιτητής υπέβαλε, πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, η οποία απορρίφθηκε στις 26.7.2021 ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε την Προσφυγή αρ.5209/21 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 10.8.2022.

 

Ο αιτητής υπέβαλε και δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση η οποία ομοίως έτυχε απόρριψης, ως απαράδεκτης, απο την Υπηρεσία Ασύλου στις 11.11.2022. Ο αιτητής προσέβαλε τη νομιμότητα και αυτής της απόφασης ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με τη Προσφυγή αρ. Τ1001/22, η οποία, μετά από απόσυρση της, απορρίφθηκε στις 17.1.2023.

 

Ακολούθως στις 8.12.2024 ο αιτητής συνελήφθη από μέλη της Αστυνομίας στα πλαίσια εξέτασης εναντίον του ποινικής υπόθεσης για τα αδικήματα της Συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, πράξεων που σκοπεύουν στην πρόκληση βαριάς Σωματικής βλάβης και μαχαιροφορίας, στα πλαίσια της οποίας διαπιστώθηκε η παράνομη παραμονή του αιτητή.

 

Στις 13.12.2024 -και αφού διαπιστώθηκε η ύπαρξη ελλιπούς μαρτυρικού υλικού για προσαγωγή του αιτητή σε δίκη- εκδόθηκαν σχετικά διατάγματα  κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή από τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, έρεισμα των οποίων, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία από τις 17.5.2017, όταν και απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του κατά της απόφασης Υπηρεσίας Ασύλου από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων.

 

Σημειώνεται ότι στις 12.12.2024, ήτοι μια ημέρα πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων με την παρούσα Προσφυγή διαταγμάτων και τέσσερις ημέρες μετά τη σύλληψη του αιτητή- ο αιτητής υπέβαλε νέα μεταγενέστερη αίτηση (τρίτη στη σειρά) για επανάνοιγμα του φακέλου του, η εξέταση της οποίας, ως είναι καθόλα παραδεκτό, εκκρεμεί.

 

Για σκοπούς ολοκλήρωσης των γεγονότων, σημειώνεται ότι η υπό εξέταση Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 15.12.2024 και με απόφαση της Διευθύντριας του Τμήματος Μετανάστευσης ημερομηνίας 19.12.2024 ανεστάλη η εκτέλεση του διατάγματος απέλασης του αιτητή.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας, οι πλείστοι εκ των προβαλλόμενων ισχυρισμών του αιτητή που αναπτύσσονται στη γραπτή του αγόρευση και οι οποίοι βάλλουν κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων, εδράζονται στην κύρια και κεντρική θέση του αιτητή ότι υπό πλάνη και ελλιπή έρευνα δεν λήφθηκε υπόψη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων το ουσιώδες γεγονός ότι ο αιτητής είναι παντρεμένος με ευρωπαία υπήκοο ρουμανικής καταγωγής, η οποία διαμένει νόμιμα στη Δημοκρατία. Διατείνεται δε η πλευρά του αιτητή ότι ο αιτητής από τις 31.10.2021 ημερομηνία κατά την οποία τελέστηκε ο γάμος του στην Εκκλησία Παλαιού Ημερολόγιου Κύπρου, διαμένει αρμονικά με τη σύζυγο του, με την οποία έχει μεταβεί πολλάκις, ως αναφέρει στο Τμήμα Μετανάστευσης «με σκοπό την εγγραφή του γάμου τους και την παραχώρηση δελτίου διαμονής στον αιτητή ως μέλος οικογένειας Ευρωπαίου πολίτη ως είχαν δικαίωμα να πράξουν πλην όμως δεν τους επιτράπηκε να καταθέσουν αίτηση Κατά τη θέση του αιτητή πουθενά δεν αναφέρεται, ούτε και στην έκθεση του Υπεύθυνου της ΥΑΜ ημερομηνίας 13.12.2024, το γεγονός του γάμου του αιτητή καθώς και το γεγονός ότι ο ίδιος προσπάθησε να προχωρήσει με την εγγραφή του γάμου του και να διευθετήσει επομένως την παραμονή του στη Δημοκρατία, αίτημα το οποίο δεν έγινε δεκτό. Είναι δε επί της πιο πάνω θέσης που ο αιτητής στηρίζει τους ισχυρισμούς τους περί ελλιπούς έρευνας, πλάνης και ελλιπούς αιτιολογίας των διαταγμάτων καθώς και περί έλλειψης αντικειμενικότητας και αμεροληψίας και παραβίασης των αρχών της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης εκ μέρους της διοίκησης και περί ελλιπούς έκθεσης της ΥΑΜ.

 

Επί των πιο πάνω, η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση αντιτείνει ότι από το διοικητικό φάκελο δεν προκύπτει ο αιτητής να είναι σύζυγος Ευρωπαίας πολίτιδας αλλά ούτε και προκύπτει ο αιτητής να έχει υποβάλει οποιαδήποτε αίτηση προς αναγνώριση του καθεστώτος του ως σύζυγος ευρωπαίας πολίτιδας. Ο αιτητής ουδέποτε, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, προσέβαλε οιανδήποτε κατ΄ ισχυρισμό άρνηση της διοίκησης για παραλαβή της αίτησης του. Σε σχέση δε με το πιστοποιητικό γάμου που ο αιτητής επισύναψε για πρώτη φορά στην Προσφυγή του, οι καθ΄ων η αίτηση δηλώνουν ότι αμφισβητούν τη γνησιότητα και την αποδεικτική αξία του εγγράφου αυτού, τονίζοντας ότι ενώ το πιστοποιητικό γάμου που προσκομίστηκε φέρει ημερομηνία 31.10.2021, στο διοικητικό φάκελο εντοπίζεται μεταγενέστερη επιστολή του πρώην συνηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 15.12.2021 στην οποία, αντίθετα, αναφέρεται, ότι ο αιτητής προγραμματίζει το γάμο του στο εγγύς μέλλον με ευρωπαία πολίτιδα. Εν πάση περιπτώσει σημειώνει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ο εν λόγω ισχυριζόμενος γάμος δεν τυγχάνει αναγνώρισης από τους καθ΄ων η αίτηση στη Δημοκρατία λόγω της αναρμοδιότητας του λειτουργού που τον τελεί.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι παντελώς αβάσιμοι και καταρρίπτονται στην ολότητα τους από τα ενώπιον μου έγγραφα, τα οποία επιβεβαιώνουν με τρόπο αναντίλεκτο ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβηκαν σε πλήρη και ορθή έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης.

 

Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι από τα στοιχεία τα οποία ήταν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ως αυτά περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και δη από τα ερυθρά 218-215 του Τεκμηρίου 1Α, τα οποία αποτελούν έγγραφα από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου επί των οποίων αποτυπώνεται όλο το ιστορικό του αιτητή καθώς και των στοιχείων που διαχρονικά ο ίδιος υπέβαλε και δήλωνε στην Υπηρεσία Ασύλου, ουδόλως προκύπτει να είχε τεθεί ενώπιον της διοίκησης οτιδήποτε που να καταδείκνυε ότι αιτητής είχε πράγματι, τελέσει, ως ο αιτητής ισχυρίζεται, γάμο με ευρωπαία υπήκοο. Ως παρατηρώ, επί των εν λόγω εντύπων της Υπηρεσίας Ασύλου καταγράφεται ως οικογενειακή κατάσταση του αιτητή «ελεύθερος». Περαιτέρω είναι ορθή η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι η μοναδική αναφορά που εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο αναφορικά με την ευρωπαία πολίτιδα, ενβρίσκεται στην επιστολή του πρώην συνηγόρου του αιτητή, η οποία αποστάληκε στις 15.12.2021, ήτοι δυο μήνες αργότερα από την ημερομηνία που φέρει το πιστοποιητικό γάμο που επισύναψε ο αιτητής στην Προσφυγή του, στην οποία ρητώς καταγράφεται ότι ο αιτητής συμβιώνει με την εν λόγω ευρωπαία με την οποία «προγραμματίζουν τον γάμο τους στο εγγύς μέλλον» και όχι ότι έχει ήδη νυμφευθεί και τελέσει γάμο.

 

Εν προκειμένω καθίσταται σαφές ότι τα όσα ο αιτητής διατείνεται περί γάμου του με ευρωπαία υπήκοο, ουδόλως υποστηρίζονται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και τα όσα ο ίδιος ο αιτητής υπέβαλε προς τους καθ΄ων η αίτηση αλλά ούτε και συνάδουν με τα όσα ο πρώην συνήγορος του αιτητή έθετε στην επιστολή του ημερομηνίας 15.12.2021 προς τους καθ΄ων η αίτηση και συνεπώς-και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις του αιτητή- ουδόλως θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και να τύχουν εξέτασης από τους καθ΄ων η αίτηση και ούτε θα μπορούσαν να περιληφθούν, ως ο αιτητής εσφαλμένα ισχυρίζεται στην έκθεση της ΥΑΜ ημερομηνίας 13.12.2024. Έπεται ότι τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται ήτοι ότι από τις 31.10.2021 και «μέχρι και σήμερα»  (και συνεπώς και κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων) είναι παντρεμένος και συμβιώνει αρμονικά με τη σύζυγο του, ουδόλως μπορούν να αποτελέσουν μαρτύρια, αφού κατά πάγια νομολογία, δεν είναι επιτρεπτή η  προσκόμιση μαρτυρίας δια των γραπτών αγορεύσεων και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε αυτές δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα (Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22)  Φυρίλλα v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 40/17, ημερομηνίας 1/11/23). Άλλωστε και υπό μορφή σχολίου δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι η δήλωση αρμονικής συμβίωσης και το πιστοποιητικό γάμου, τα οποία ο αιτητής επισύναψε στην Προσφυγή του, ανάγονται αποκλειστικά και μόνο στο έτος 2021 ενώ στη τρίτη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του, η οποία επίσης επισυνάπτεται στην Προσφυγή του αιτητή και η οποία υποβλήθηκε στις 12.12.2024, ήτοι μια ημέρα πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, ο ίδιος ο αιτητής κατέγραψε ως οικογενειακό καθεστώς «not married» .

 

Εν πάση περιπτώσει και εάν ακόμα ένα τέτοιο γεγονός είχε λάβει πράγματι χώρα, ουδόλως θα μπορούσε, αφ΄ εαυτό και δίχως άλλο, να νομιμοποιήσει την παράνομη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία κατά τον επίδικο χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων, αφού καθοριστικό παραμένει ότι ο αιτητής, ως είναι άλλωστε παραδεκτό και από τον ίδιο, δεν κατείχε δελτίο διαμονής ένεκα γάμου του με ευρωπαία πολίτη.

Ούτε όμως ευσταθεί αλλά ούτε και μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα των επίδικων διαταγμάτων η θέση του αιτητή, την οποία κατ΄ επανάληψη προβάλλει, ότι εσφαλμένα και υπό ελλιπή έρευνα οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη το ουσιώδες γεγονός ότι ο αιτητής «λάμβανε μέτρα για τη διευθέτηση της διαμονής του» προσπαθώντας επανειλημμένως να εγγράψει το γάμο του και να υποβάλει αίτηση για δελτίο διαμονής, συναντώντας όμως, ως ισχυρίζεται, την άρνηση των καθ΄ων η αίτηση.  Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι η μοναδική επιστολή που απεστάλη (φέρει ημερομηνία 15.12.2021) και δια της οποίας εκφράζετο τέτοιου είδους παράπονο περί της μη παραλαβής αίτησης του αιτητή από το Τμήμα για εγγραφή του, ως αυτολεξεί αναγράφετο, ως συντρόφου ευρωπαίας πολίτη, απαντήθηκε από τη διοίκηση με επιστολή ημερομηνίας 24.2.2022 με την υπόδειξη όπως προσκομιστεί σχετικό διοριστήριο έγγραφο του νομικού εκπροσώπου από τον αιτητή με σκοπό να εξεταστεί το όλο ζήτημα. Ως και πάλι όμως επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ουδεμία ανταπόκριση υπήρξε και ουδέν υπεβλήθη προς προώθηση της θέσης του αιτητή. Άλλωστε, ως καθόλα ορθά επισημαίνει και η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ο αιτητής ουδέποτε προσέβαλε ενώπιον του αρμόδιου Δικαστηρίου την κατ΄ ισχυρισμό άρνηση και/ή παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να παραλάβουν την αίτηση του αιτητή και/ή να εγγράψουν το γάμο του αιτητή, με αποτέλεσμα τα όσα ο αιτητής διατείνεται περί των προσπαθειών του για διευθέτηση της διαμονής του στη Δημοκρατία, να μην μπορούν να τύχουν δικαστικής εξέτασης στα πλαίσια της παρούσας Προσφυγής.

 

Καθίσταται δε ξεκάθαρο ότι οι αιτιάσεις του αιτητή ουδόλως μπορούν να μεταβάλουν το καθοριστικό δεδομένο, το οποίο επιβεβαιώνεται με τρόπο αναντίλεκτο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και στο οποίο στηρίχθηκαν οι καθ΄ων η αίτηση, ότι ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων δεν είχε νόμιμο καθεστώς παραμονής στη Δημοκρατία. Επί τούτου σημειώνω ότι ούτε η γενική αναφορά του αιτητή ότι η εκ μέρους του υποβολή μεταγενεστέρων αιτήσεων συνιστούσε ενέργεια προς διευθέτηση της παραμονής του, η οποία κατά τον αιτητή δεν λήφθηκε υπόψη, μπορεί να γίνει δεκτή, αφού είναι αρκετό να λεχθεί ότι η υποβολή τέτοιας αίτησης δεν συνιστά κατ΄ ουδένα τρόπο μέσο «διευθέτησης» και νομιμοποίησης της παραμονής οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία. Άλλωστε ως προκύπτει από τα έντυπα του μηχανογραφημένου συστήματος της Υπηρεσίας Ασύλου, οι εν λόγω μεταγενέστερες αιτήσεις που υποβλήθηκαν από τον αιτητή, απορρίφθηκαν όλες ως απαράδεκτες, γεγονός το οποίο ρητώς καταγράφεται και στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 13.12.2024, η οποία τέθηκε ενώπιον της Διευθυντρίας του Τμήματος πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων.

 

Επομένως όλοι οι εγειρόμενοι ισχυρισμοί του αιτητή, ως αναλυτικά καταγράφηκαν ανωτέρω, οι όποιοι ερείδονται αποκλειστικά και μόνο επί της θέσης του αιτητή ότι ο αιτητής ήταν νυμφευμένος με ευρωπαία υπήκοο λαμβάνοντας όλα τα μέτρα για τη διευθέτηση της διαμονής του, κρίνονται σωρευτικώς ανεδαφικοί και απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Ούτε και όμως μπορούν να τύχουν δικαστικής εξέτασης τα όσα καταγράφονται στις επιστολές του συνηγόρου του αιτητή ημερομηνίας 15.12.2024 και 7.1.2025 προς τον Υφυπουργό Μετανάστευσης με σκοπό την επανεξέταση της κράτησης του αιτητή περί των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του αιτητή και του κινδύνου που διατρέχει σε περίπτωση απέλασης του, στις οποίες με παρέπεμψε ο συνήγορος του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, αφού οι επιστολές αυτές φέρουν ημερομηνία μεταγενέστερη της έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και επομένως αποτελούν δεδομένα εκτός του ουσιώδους χρόνου λήψης της απόφασης. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Limon  ν. Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.126/21, ημερομηνίας 20/4/22) σύμφωνα με την οποία η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στο να κρίνει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων σύμφωνα με τα δεδομένα που ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο έκδοσης και όχι στη βάση μεταγενέστερων, των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, γεγονότων.

 

Περαιτέρω αποτελεί έτερη βασική θέση του αιτητή ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα παραβιάζουν την αρχή της μη επαναπροώθησης καθότι κατά την εισήγηση, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης τους εκκρεμούσε η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή ημερομηνίας 12.12.2024, η οποία, ως ο αιτητής αναφέρει, στηρίχθηκε στο γεγονός ότι σε περίπτωση απέλασης του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, θα κινδυνεύσει η ζωή του. Οι καθ΄ων η αίτηση συνεχίζει ο αιτητής δεν προβληματίστηκαν κατά πόσο υφίσταται κίνδυνος σε περίπτωση επαναπροώθησης του αιτητή και δεν έλαβαν υπόψη ούτε την εκκρεμούσα μεταγενέστερη αίτηση του αλλά ούτε και το γεγονός ότι ο αιτητής ήταν νυμφευμένος με ευρωπαία υπήκοο.

Ο ισχυρισμός του αιτητή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως αβάσιμος. Εν πρώτοις επισημαίνεται ότι η εισήγηση του αιτητή ότι δεν διενεργήθηκε καμία αναφορά στην εκκρεμούσα μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή κατά την έκδοση των διαταγμάτων, περιλαμβανομένης και της επιστολής της ΥΑΜ, ουδόλως δύναται να επηρεάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τη νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων. Πέραν του ότι, στο ερυθρό 218, το οποίο αποτελεί έγγραφο από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου και το οποίο περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο, καταγράφεται ρητώς ότι εκκρεμεί μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ημερομηνίας 12.12.2024, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, την οποία ο αιτητής φαίνεται να παραβλέπει και την οποία ορθώς υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ότι, ούτε καν η υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης (Nsah ν. Δημοκρατίας (Ε.Δ.Δ. 20/2024 , ημερομηνίας 22.10.2024)  πόσο δε μάλλον στην προκειμένη περίπτωση, η υποβολή τρίτης κατά σειρά μεταγενέστερης αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή δύναται να προσδώσει στον αιτητή καθεστώς αιτητή ασύλου ή δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την εξέταση αυτής ή να επηρεάσει τη νομιμότητα των διαταγμάτων που εκδόθηκαν κατά το χρόνο που εκκρεμεί η εξέταση του παραδεκτού της (Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22). Επομένως, και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτητή, παραμένει παντελώς αδιάφορο για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας των επίδικων διαταγμάτων το εάν εκκρεμούσε ή όχι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων η εξέταση του παραδεκτού της εν λόγω μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου. Περαιτέρω και σε σχέση με τον ισχυρισμό του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη ότι ο αιτητής είναι νυμφευμένος με αποτέλεσμα να παραβιάζεται εξαιτίας τούτου και μόνο η αρχή της επαναπροώθησης αρκούμαι να επισημάνω ότι ισχύουν και για τους ίδιους λόγους τα όσα διαπιστωθήκαν ανωτέρω επί του ίδιου θέματος και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός και υπό αυτή την πτυχή, απορρίπτεται.

   

Άλλωστε ως και οι ίδιες οι αποφάσεις τις οποίες επικαλείται ο αιτητής με αναφορά στα άρθρα 2 και 3 της της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υποδεικνύουν για να εμπίπτει μία περίπτωση στο ουσιαστικό πεδίο της αρχής της μη επαναπροώθησης, επιβάλλεται να υπάρχουν  σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι που να πείθουν ότι ο αιτών, με την επιστροφή του, θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο ή άλλη απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

 

Επί τούτου σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου Φ. Κωμοδρόμο στην M.I.U.και Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23, τα οποία και παραθέτω:

 

«Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τους ισχυρισμούς περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.

 

Κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Ε., αλλά και όπως έχει κατ’ επανάληψη υποδειχθεί μέσα από διάφορα συγγράμματα επί του θέματος, προκειμένου να παρέχεται προστασία κατ’ εφαρμογήν της αρχής της μη επαναπροώθησης, θα πρέπει να αποδεικνύεται από τον αιτητή ότι αυτός θα υποστεί κακή μεταχείριση, «που θα ξεπερνά τα ελάχιστο κατώφλι σοβαρότητας» (βλ. Π. Νάσκου Περράκη Μηχανισμοί προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου-Διεθνείς πράξεις, θεωρία και πρακτική- εκδόσεις Σάκκουλα 2008, σελ. 369), η δε ύπαρξη κινδύνου κακομεταχείρισης, εξετάζεται σε σχέση με τα γεγονότα τα οποία γνωρίζει ή οφείλει τα κράτος να γνωρίζει κατά το χρόνο της έκδοσης απόφασης απομάκρυνσης ή/και εκτέλεσης της απέλασης (βλ. C-482/01 και C-493/01 Ορφανόπουλου κ.α. και Raffaele Oliveri κατά Land Baden-Wurtenmberg σκέψεις 77-79).

 

Συνεπώς, και στην υπό κρίση περίπτωση, ο αιτητής ήταν αυτός που όφειλε να θέσει ενώπιον των αρμόδιων αρχών και να αποδείξει ότι θα υποστεί απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του, κάτι ωστόσο που σε καμία περίπτωση δεν έπραξε».

(η έμφαση προστέθηκε)

 

Δεν διαπιστώνω οιονδήποτε σφάλμα στο πώς ενήργησαν οι καθ΄ων η αίτηση, ούτε διαπιστώνω ότι παραβίασαν την αρχή της μη επαναπροώθησης, ως εισηγείται ο αιτητής, δεδομένων των αδιαμφισβήτητων δεδομένων που είχαν ενώπιον τους κατά το χρόνο έκδοσης των προσβαλλόμενων διαταγμάτων (βλ. σύγγραμμα Λ. Σισιλιανού Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου- ερμηνεία κατ΄ άρθρο, σελ 147).

 

Εν προκειμένω, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αποκαλύπτει και είναι αυτό το καθοριστικό γεγονός που παραβλέπει ο αιτητής, ότι οι όποιες θέσεις του αιτητή περί ύπαρξης βάσιμου φόβου δίωξης, εξετάστηκαν τόσο από την Υπηρεσία Ασύλου όσο και από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασία και απορρίφθηκαν. Ειδικότερα η αίτηση του αιτητή για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα, κρίθηκε και η ιεραρχική προσφυγή του από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων αλλά και η Προσφυγή που καταχώρησε μετέπειτα, στο Ανώτατο Δικαστήριο, την οποία ο ίδιος απέσυρε. Απορριπτέες δε, ως απαράδεκτες, κρίθηκαν και οι δυο μεταγενέστερες αιτήσεις του αιτητή για επανάνοιγμα του φακέλου του στις 26.7.2021 και στις 11.11.2022 αντίστοιχα από την Υπηρεσία Ασύλου ενώ απορριπτέες κρίθηκαν σε μεταγενέστερο χρόνο (η μια ως αποσυρθείσα) και οι Προσφυγές που καταχώρησε ο αιτητής κατά της νομιμότητας των εν λόγω απορριπτικών αποφάσεων της Υπηρεσίας Ασύλου από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Οι δε ισχυρισμοί του αιτητή περί κινδύνου να υποστεί βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, οι οποίοι ως o ίδιος δηλώνει προβλήθηκαν με τη μεταγενέστερη αίτηση του ημερομηνίας 12.12.2024 και οι οποίοι σύμφωνα πάντα με τον αιτητή απορρέουν από την αλλαγή του θρησκεύματος και του γάμου του με ευρωπαία υπήκοο -γεγονότα, ειρήσθω εν παρόδω, τα οποία ως ο ίδιος ο αιτητής υποβάλλει με τα πιστοποιητικά που επισυνάπτει στην Προσφυγή του επισυνέβηκαν το έτος 2021- σαφώς και εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου και τελούν πάντοτε υπό την αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Ασύλου και υπό την αίρεση της εξέτασης του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης του (M.I.U.H και Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23) (Α.Κ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1046/23, ημερομηνίας 8/6/23) Α.Τ.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1718/2022, ημερομηνίας 14/10/22).

 

Επί της ουσίας -και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση- διαπιστώνω ότι ο αιτητής νομίμως κρίθηκε και επί τη βάσει των γεγονότων της υπόθεσης και της εκ μέρους της διαπιστωθείσας παραβίασης της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1) του Κεφ. 105, απαγορευμένος μετανάστης, κρίση η οποία καθόλα ορθώς αποτέλεσε το έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Συνεπακόλουθα κρίνω ότι καθόλα ορθά εκδόθηκε και το επίδικο διάταγμα απέλασης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του, ήτοι στις 13.12.2024 ο αιτητής αναντίλεκτα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, ήτοι από τις 17.5.2017,όταν και απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, ως άλλωστε καταγράφεται και στην αιτιολογία του ίδιου του διατάγματος. Συνεπώς ο αόριστος και γενικός ισχυρισμός του αιτητή περί μη επαρκούς αιτιολόγησης  του επίδικου διατάγματος απέλασης απορρίπτεται ως ανεδαφικός, αφού ουδεμία αμφιβολία αφήνεται ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοση του.

 

Περαιτέρω ο αιτητής βάλλει και κατά της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης. Ισχυρίζεται δε ότι το διάταγμα κράτησης είναι αναιτιολόγητο και δεν έχουν τηρηθεί κατά την έκδοση του οι αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας.

 

Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Όπως ρητά αναγράφεται και επεξηγείται και στο ίδιο το διάταγμα κράτησης, διαπιστώθηκε στη βάση του άρθρου 18ΠΣΤ (1) (α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, λόγω της άρνησης του αιτητή να επαναπατριστεί, χωρίς να υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της  κράτησης μέτρων.

 

Εν προκειμένω τα όσα ο αιτητής αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση με σκοπό να δικαιολογήσει την απροθυμία του για επαναπατρισμό του, ήτοι ότι ο ίδιος είναι αιτητής ασύλου και η τυχόν επιστροφή του στη χώρα καταγωγής εγκυμονεί κίνδυνο για τη  ζωή του καθώς και ότι είναι παντρεμένος με ευρωπαία υπήκοο, ουδόλως -και για τους λόγους που αναλυτικά επεξηγήθηκαν ανωτέρω- ευσταθούν και ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στην ίδια την αιτιολογία του διατάγματος κράτησης και τα οποία επιβεβαιώνονται από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης. Αρκεί δε να επισημανθεί ότι ήταν ο ίδιος ο αιτητής, ως  επιμαρτυρείται από το περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ ημερομηνίας 13.12.2024 προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, που δήλωνε κατά το χρόνο σύλληψης του ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χωρά του. Έπεται ότι τα όσα ο αιτητής διατείνεται ουδόλως μπορούν να κλονίσουν τη νομιμότητα της διαπίστωσης των καθ΄ων η αίτηση περί άρνησης του αιτητή για επαναπατρισμό του, η οποία συνιστά αυτοτελές έρεισμα της κρίσης ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, αποτελώντας, ως άλλωστε αναφέρεται και στην ρηθείσα επιστολή της ΥΑΜ, δήλωση πρόθεσης μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής (βλ. άρθρο 18ΟΔ του Κεφ. 105).

 

Η δε έτερη αναφορά του αιτητή ότι δήθεν ο αιτητής ενημέρωνε «για την κάθε τρέχουσα διεύθυνση » ουδόλως μπορεί να καταδείξει σφάλμα στη νομιμότητα της κρίσης των καθ΄ων η αίτηση περί της ύπαρξης του κινδύνου διαφυγής του αιτητή αφού καθίσταται εμφανές ότι δεν αποτέλεσε λόγο για την έκδοση του διατάγματος ότι δεν ήταν δηλωμένη η διεύθυνση διαμονής του αιτητή. Άλλωστε η θέση του αιτητή ότι ουδείς κίνδυνος διαφυγής υφίσταται, εμφανώς παραβλέπει, την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά, τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 5735/13, ημερομηνίας 09/8/2013) El Khouri v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016) Bibilashvili και Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 1954/2022 (Κ), ημερομηνίας 20/12/22).

 

Παρεμβάλλεται ότι ούτε και η απλή, ατεκμηρίωτη και γενική αναφορά του αιτητή ότι δεν υπάρχει προηγούμενη απόφαση επιστροφής στην οποία ο ίδιος δεν συμμορφώθηκε, ευσταθεί, αφού από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ξεκάθαρα ότι και μετά την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του αιτητή από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφυγών, οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 9.11.2017 κάλεσαν τον αιτητή όπως αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.

 

Επισημαίνεται δε ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, εξουσία η οποία κατά την κρίση μου, εύλογα ασκήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ένεκα και του μεταναστευτικού ιστορικού του αιτητή και της δηλωθείσας άρνησης του για επαναπατρισμό.  Συνεπώς τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της  κράτησης μέτρων, όχι μόνο δεν αποτελούν προϊόν παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας αλλά τουναντίον υποστηρίζονται πλήρως από τα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχεία, καθιστώντας το διάταγμα  κράτησης καθόλα νόμιμο και επαρκώς αιτιολογημένο (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022) G. S. D. A. M. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.626/2023, ημερομηνίας 9/6/23) M.I.U.και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23). Άλλωστε, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασης του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022, ημερ. 19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D229).

 

Ολωσδιόλου αίολη παρέμεινε και η έτερη αναφορά του αιτητή ότι είναι άξιον απορίας εάν διενεργήθηκε δέουσα έρευνα επειδή κατά τον αιτητή «οι καθ΄ων η αίτηση συνέλαβαν τον αιτητή στις 12/12/2024 και την επομένη 12/12/2024, δηλαδή εντός 24 ωρών» κατάφεραν να ανακρίνουν τον αιτητή, να συνταχθεί η έκθεση της ΥΑΜ και να εκδοθούν τα προσβαλλόμενα  διατάγματα.

 

Πέραν του ότι η σύλληψη του αιτητή δεν διενεργήθηκε ως εσφαλμένα ισχυρίζεται ο αιτητής στις 12.12.2024 αλλά στις 8.12.2024 και η έκθεση της ΥΑΜ συντάχθηκε στις 13.12.2024, το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης φανερώνει ότι έγινε η δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης και δόθηκε η σχετική αιτιολογία. Δοθέντος ότι ο ισχυρισμός του αιτητή παρέμεινε παντελώς αόριστος και άνευ οποιασδήποτε τεκμηρίωσης, το τεκμήριο της κανονικότητας της διοικητικής πράξης δεν μπορεί εν προκειμένω να καμφθεί (βλ. Χ. Μ. v. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 929).

 

Ομοίως απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός του αιτητή ότι δεν του παρασχέθηκε το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αρκεί να επισημάνω ότι η διοίκηση δεν είχε τη νομική υποχρέωση να παρέχει στον αιτητή δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης  πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, αφού ως είναι νομολογημένο τέτοια υποχρέωση, δεν εκτείνεται και σε σχέση με διαδικασίες καθαρά διοικητικής φύσεως, όπως εν προκειμένω (Α.Ν v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 89/2015, ημερομηνίας 3/6/22), ECLI:CY:AD:2022:C233, Kedoum v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 505) S.C v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 2/2023(i-JUSTICE), ημερομηνίας 15/2/23). Εξάλλου ο αιτητής ουδέν εισηγήθηκε και ουδέν ανέφερε κατά την ανάπτυξη του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης σε σχέση με τους ισχυρισμούς που θα προέβαλε ενώπιον της διοίκησης εάν αυτός πράγματι είχε κληθεί, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης να απολήγει ούτως ή άλλως αλυσιτελής (PAPOUIS  DAIRIES LTD v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 79/2018, ημερομηνίας 15/3/24).

 

Τέλος ούτε η θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση «εξέδωσαν την απόφαση χωρίς να υπάρχει απόφαση από το αρμόδιο όργανο, ήτοι δεν υπάρχει πρακτικό απόφασης βάση του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση» ευσταθεί και απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά, αφού καθίσταται πασιφανές ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης και η προσβαλλόμενη απόφαση κήρυξης απαγορευμένου μετανάστη ημερομηνίας 13.12.2024, τα οποία ο αιτητής προσέλαβε με την Προσφυγή του δεν συνιστούν τίποτα άλλο παρά τις ίδιες τις αποφάσεις που έλαβε η διοίκηση στις οποίες διατυπώνει τη βούληση της. Επομένως δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα απουσίας έγγραφης καταχώρησης  της επίδικης απόφασης.

 

Καταληκτικά επισημαίνω ότι τα προσβαλλόμενα διατάγματα ήταν προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκούς και νόμιμης αιτιολογίας και ότι ο αιτητής δεν έχει θέσει οτιδήποτε ικανό που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας έτσι ώστε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο για την αναγκαιότητα παρέμβασης του (Καττιμέρη  v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22 Νοεμβρίου 2023).

 

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 πλέον Φ.Π.Α εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

 

                                              Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο