
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 1661/2024)(K)(iJ)
29 Ιανουαρίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
R. D. P.
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΥΦΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Παναγιώτης Πιερίδης, για τον αιτητή.
Θεοχάρια Παπανικολάου, Δικηγόρος, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Ο αιτητής καταχώρησε στις 17.12.2024, την υπό εκδίκαση προσφυγή, με την οποία αξιώνει από το Δικαστήριο, τις εξής θεραπείες:-
«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή δήλωση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/10/24 με την οποία ανακηρύττουν και/ή δηλώνουν τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α) είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/10/24 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β), για την έκδοση διατάγματος κράτησης εναντίον του Αιτητή, είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Γ. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 31/10/24 με την οποία εκδόθηκε διάταγμα απέλασης εναντίον του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
Δ. Διάταγμα άμεσης απελευθέρωσης του Αιτητή».
Ο αιτητής είναι υπήκοος Σρι Λάνκα. Αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 30.12.2017 με άδεια εισόδου ως οικιακός βοηθός και του παραχωρήθηκε άδεια προσωρινής παραμονής με ισχύ μέχρι την 4.5.2024. Κατόπιν αιτήματος ημερομηνίας 22.4.2024 από ιδιωτικό γραφείο εξευρέσεως εργασίας, στις 14.6.2024, του δόθηκε άδεια από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όπως αποταθεί εντός 30 ημερών προς διευθέτηση της παραμονής του, προσκομίζοντας προς τούτο, όλα τα απαραίτητα έγγραφα. Ο αιτητής παρέλειψε όμως να το πράξει και συνέχισε να διαμένει στη Δημοκρατία παράνομα, χωρίς να διευθετήσει την παραμονή του.
Στις 30.10.2024, συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία, καθότι αυτός κατέστη απαγορευμένος μετανάστης, αφού συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία από τις 5.5.2024, όταν η άδεια προσωρινής παραμονής του είχε λήξει. Εναντίον του εκδόθηκαν τα εδώ προσβαλλόμενα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 31.1.2024.
Στην Ένσταση που καταχωρίστηκε από τη Δημοκρατία, αναφέρεται πως μετά την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων, ο αιτητής υπέβαλε την 1.11.2024 αίτηση ασύλου, την οποία, στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 20.11.2024, απέσυρε γραπτώς. Στις 6.11.2024, καταχώρησε την προσφυγή με αρ. 1488/2024, κατά της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 31.10.2024 να τον κηρύξουν απαγορευμένο μετανάστη, όπως επίσης και κατά των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ίδιας ημερομηνίας, προσφυγή η οποία απεσύρθη μετά από δήλωση της δικηγόρου του και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 4.12.2024. Όπως προαναφέρθηκε, η υπό εκδίκαση προσφυγή, καταχωρίστηκε στις 17.12.2024.
Προς ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων ημερομηνίας 31.10.2024, ο αιτητής υποστηρίζει πως δεν του δόθηκε το δικαίωμα σε προηγούμενη ακρόαση, αφού οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν χωρίς να ληφθούν από τους καθ’ ων η αίτηση τα αληθινά γεγονότα κι οι προσωπικές του περιστάσεις, ο οποίος είναι σύζυγος και πατέρας ενός ανήλικου τέκνου. Υποστήριξε πως εσφαλμένα κρίθηκε πως δεν υπάρχει σταθερή διεύθυνση παραμονής του και συνεπεία τούτου, υφίσταται κίνδυνος διαφυγής, με αποτέλεσμα την εναντίον του έκδοση του διατάγματος κράτησης. Κατά τις εισηγήσεις, στηριζόμενος στο σημείωμα του φακέλου, ημερομηνίας 6.11.2024, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, έχουν εκδοθεί προτού ληφθούν οι απόψεις των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού και το δικαίωμα για επανένωση της οικογένειας. Προβλήθηκε επίσης, σε γενικές μόνο γραμμές, πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούνται της δέουσας αιτιολογίας, δέουσας έρευνας και παραβιάζουν την αρχή της καλής πίστης. Σημειώνεται πως κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή απέσυρε τον ισχυρισμό για παράλειψη εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση να επανεξετάσουν τη διάρκειας της κράτησης του.
Η προσέγγιση της Δημοκρατίας, μέσω της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, υπήρξε διαφορετική. Με αναφορά σε σχετική νομολογία, υποστήριξε πως οι προσβαλλόμενες διοικητικές πράξεις, έχουν εκδοθεί ορθά και νόμιμα, αφού ο αιτητής κατέστη απαγορευμένος μετανάστης από τις 5.5.2024, ημερομηνία που είχε λήξει η προσωρινή άδεια παραμονής του και δεν την ανανέωσε.
Κατά το στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων, προσκομίστηκε ο διοικητικός φάκελος ο οποίος και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1. Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 17.1.2025 που η προσφυγή ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις, το Δικαστήριο υπέδειξε προς την πλευρά του αιτητή, την αναφορά εκ μέρους της Δημοκρατίας που προκύπτει μέσα από την Ένσταση, πως κατά των ίδιων διοικητικών πράξεων, ημερομηνίας 31.10.2024, είχε προηγηθεί η εκ μέρους του αιτητή καταχώρηση της προσφυγής με αρ. 1488/2024(iJ), στις 7.11.2024, η οποία μετά από δήλωση της τότε δικηγόρου του, απεσύρθη και απερρίφθη από το Δικαστήριο στις 22.11.2024.
Το Δικαστήριο ζήτησε τις απόψεις και θέσεις των διαδίκων, ως προς το κατά πόσον η απόρριψη της προσφυγής με αρ. 1488/2024(iJ), δημιουργούσε δεδικασμένο, δίδοντας τους χρόνο προς καταχώρηση συμπληρωματικών γραπτών αγορεύσεων, επί του θέματος.
Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, ήταν πως οι εδώ προσβαλλόμενες διοικητικές αποφάσεις, καλύπτονται από το δεδικασμένο που απορρέει από την προσφυγή με αρ. 1488/2024(iJ), το οποίο δεσμεύει τον αιτητή. Με αναφορά σε σχετική νομολογία κι ιδίως στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ε.Δ.Δ. 163/2018, Royal Highgate Public Company Ltd ν. Εθνικής Αρχής Στοιχημάτων, ημερομηνίας 4.3.2022, υποστήριξε πως οι εδώ προσβαλλόμενες διοικητικές αποφάσεις καλύπτονται από το δεδικασμένο που έχει δημιουργηθεί από την απορριπτική απόφαση στην προσφυγή με αρ. 1488/2024(iJ).
Αντίθετη υπήρξε η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή, ο οποίος στη δική του γραπτή αγόρευση, υποστήριξε πως δεν υπάρχει επίκληση της ύπαρξης δεδικασμένου στην Ένσταση ή στην γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, πως η προσφυγή με αρ. 1488/2024(iJ) δεν αποσύρθηκε ανεπιφύλακτα, ότι οι διατάξεις του άρθρου 59 του Ν. 158(Ι)/1999 δεν αναφέρονται σε αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου, αλλά του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Υποστηρίζει, πρόσθετα, πως το αιτητικό της παραγράφου (Β) στην προσφυγή με αρ. 1488/2024(iJ), διαφέρει από τα αιτητικά (Β) και (Γ) της παρούσας, αφού στην πρώτη προσφυγή, επιζητείτο δήλωση του Δικαστηρίου πως τα διατάγματα κράτησης και απέλασης κατέστησαν άκυρα, μετά την έλευση μεταγενέστερου γεγονότος, που ήταν η εκ μέρους του υποβολή αίτησης ασύλου, ημερομηνίας 1.11.2024. Κατά τις εισηγήσεις, αυτό που προσβάλλετο στην προσφυγή με αρ. 1488/2024(iJ), ήταν η συνέχιση της κράτησης και απέλασης του αιτητή μετά την υποβολή εκ μέρους του αίτησης ασύλου, ενώ στην επίδικη προσφυγή, προσβάλλεται η νομιμότητα της έκδοσής τους.
Μετά από πρόσβαση που ζήτησε το Δικαστήριο στον ηλεκτρονικό φάκελο της προσφυγής με αρ. 1488/2024(iJ), προκύπτει πως με την εν λόγω προσφυγή, καταχωρισθείσα στις 7.11.2024, ο αιτητής αξίωνε από το Δικαστήριο, τις εξής δύο θεραπείες:-
«Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ων η αίτηση ημερομηνίας 31/10/2024 με την οποίαν ο Αιτητής κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 14 και βάσει του Άρθρου 6(1 )(Κ) του ΚΕΦ.105 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1, είναι παράνομη ή/και αντίθετη με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ.105 ή/και τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(1)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμο 158(Ι)/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφυγών ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς, ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και είναι το αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας και εκδομένη σε λανθασμένη και «πλανημένη βάση και/ή στην βάση λανθασμένων γεγονότων και στοιχείων και στερείται οποιοσδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι τα Διατάγματα κράτησης και απέλασης του Αιτητή ημερομηνίας 31/10/2024 - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2, είναι μετά την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία στις 01/11 /2024. παράνομα ή/και αντίθετα με το Σύνταγμα ή/και το ΚΕΦ, 105 ή/και τον Περί Προσφύγων Νόμο Ν.6(1)/2000 ή/και τις Γενικές Αρχές Δικαίου Νόμο 158(11/1999 ή/και τη Σύμβαση του 1951 για το Καθεστώς των Προσφυγών ή/και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ή/και Κανονισμούς, ή/και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι άκυρα, παράνομα, αντισυνταγματικά και είναι το αποτέλεσμα έλλειψης έρευνας, λανθασμένης αιτιολογίας και εκδομένα σε λανθασμένη και πεπλανημένη βάση και/ή στην βάση λανθασμένων γεγονότων και στοιχείων και στερούνται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 21.11.2024, η τότε δικηγόρος του αιτητή, ανέφερε προς το εκδικάζον Δικαστήριο τα εξής:-
«Αναφέρομαι στην πιο πάνω προσφυγή η οποία είναι ορισμένη ενώπιον σας στις 05/12/24 και σας πληροφορώ ότι έχω οδηγίες από τον πελάτη μου Αιτητή όπως την αποσύρω. Ως εκ τούτου παρακαλώ για τις οδηγίες σας για να μην χρειαστεί η παρουσία μας κατά την εν λόγω δικάσιμο.
Το παρόν μήνυμα κοινοποιείται και στην συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση για την δική της τοποθέτηση».
Η συνήγορος της Δημοκρατίας, απάντησε ως εξής:-
«Επιβεβαιώνω λήψη του ηλεκτρονικού μηνύματος της συναδέλφου μου, δικηγόρου του αιτητή και σας ενημερώνω ότι δεν φέρω ένσταση».
Και στις 22.11.2024, το Δικαστήριο επιλήφθηκε και κατέληξε, ως εξής:-
«Κατόπιν ηλεκτρονικής ειδοποίησης απόσυρσης ημερομηνίας 21/11/2024 της με τον πιο πάνω τίτλο και αριθμό προσφυγής εκ μέρους της Δικηγόρου του Αιτητή και με τη συγκατάθεση της Δικηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 21/11/2024, το Δικαστήριο εγκρίνει το αίτημα για απόσυρση και απόρριψη της προσφυγής, χωρίς έξοδα».
Το ερώτημα που ανακύπτει, είναι το κατά πόσον η απόσυρση και απόρριψη της προσφυγής με αρ. 1488/2024(iJ), δημιούργησε δεδικασμένο που κωλύει τον αιτητή να επαναφέρει προς κρίση, την νομιμότητα των εδώ προσβαλλόμενων διοικητικών αποφάσεων, ημερομηνίας 31.10.2024.
Θα πρέπει, βεβαίως, εξαρχής να λεχθεί, πως το ζήτημα του δεδικασμένου, λαμβάνεται υπ’ όψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, εφόσον αυτό προκύπτει από τον φάκελο της υποθέσεως (Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», έκτη έκδοση, 2014, σελ. 653 παράγρ. 781). Εν πάση περιπτώσει, το ζήτημα εγέρθηκε στα γεγονότα της Ένστασης και τα μέρη κλήθηκαν να ακουστούν επί τούτου, ως αυτό αναφέρεται πιο πάνω.
Στην Ε.Δ.Δ. 163/2018, Royal Highgate Public Company Ltd (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 59(1) του Ν. 158(Ι)/1999 και σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στις Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349, Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Γαβριήλ κ.ά. ν. Αγαπίου (1998) 1 Α.Α.Δ. 1868, υπέδειξε πως οι αρχές που διέπουν το δεδικασμένο στο αστικό δίκαιο, δεν αφίστανται εκείνων που ισχύουν για τη διοικητική δικαιοσύνη και πως η εγκατάλειψη της αγωγής και η κατά συνέπεια απόρριψή της, δημιουργεί δεδικασμένο. Με αναφορά και στην Buehler v. Chronos Richardson [1998] 2 All E.R. 960, κρίθηκε πως το δεδικασμένο θεμελιώνεται στην αρχή της τελεσιδικίας και πως το αγώγιμο δικαίωμα θεωρείται ως δεδικασμένο, εφόσον τα επίδικα θέματα της πρώτης και δεύτερης αγωγής είναι ταυτόσημα.
Όπως αναφέρθηκε στην Ε.Δ.Δ. 163/2018, Royal Highgate Public Company Ltd (ανωτέρω):-
«Η εικόνα συμπληρώνεται με την πρόνοια στο άρθρο 59(1) του Ν. 158(Ι)/1999 ότι:-
«59. - (1) Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ισχύ δεδικασμένου. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει έναντι όλων. Η απορριπτική απόφαση ισχύει έναντι του αιτούντος.»
Η πιο πάνω νομική ανάλυση του Δικαστηρίου είναι ορθή. Διαπιστώνεται δε από αυτή, με σαφήνεια, ότι η απόσυρση, από τους εφεσείοντες, χωρίς επιφύλαξη, της προσφυγής αρ. 1678/2017 και η απόρριψή της από το Δικαστήριο δημιούργησε δεδικασμένο σε βάρος τους. Επομένως, ορθώς αποφασίστηκε, κατ’ ακολουθίαν, από το Δικαστήριο ότι η προσφυγή αρ. 143/2018 ήταν απορριπτέα, «ως απαραδέκτως καταχωρηθείσα», σε σχέση με την απόφαση της Αρχής ημερομηνίας 29.11.2017».
Στα Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, αναφέρονται στη σελ. 217, διαβάζουμε τα ακόλουθα:-
«Κατά το άρθρ. 274 της Πολ. Δικ., καθ’ ο, αναλογικώς εφαρμοζόμενον, δέον να κρίνεται εάν απέρρευσεν δεδικασμένον και εξ’ αποφάσεως διοικ. δικαστηρίου, δεδικασμένον υπάρχει όταν μεταξύ των αυτών διαδίκων εγείρεται το αυτό ζήτημα και αποτελή τούτο την βάσιν αμφοτέρων των αξιώσεων περί ως ούτε η προτέρα δίκη, εις ην τελεσιδίκως απεφασίσθη υπό του δικαστηρίου, και η νεωτέρα, εν η αύθις αναγκαίως φέρεται, ήτοι όταν υφίσταται ταυτότης ως προς τε την δικαιολογικήν σχέσιν και την παραγαγούσαν αυτήν αιτίαν: 401 (51)».
Τόσο οι ακυρωτικές, όσο και οι απορριπτικές αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου, οι οποίες εκδίδονται στα πλαίσια του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, αποτελούν δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων, σε κάθε δικαστική υπόθεση ή διαφορά στην οποία προέχει το κριθέν διοικητικής φύσεως ζήτημα. Η δε απορριπτική απόφαση, ισχύει inter partes (Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 213/2012, ημερομηνίας 20.12.2018), ECLI:CY:AD:2018:C552.
Ως προς τη σημασία της τελεσιδικίας μιας διοικητικής απόφασης σχετικό είναι και το εξής απόσπασμα από το σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο» (ανωτέρω), σελ. 651 παράγρ. 777-779:-
«Οι τελεσίδικες (ή ανέκκλητες) αποφάσεις των διοικητικών (όπως και των πολιτικών) δικαστηρίων έχουν ως κύρια έννομη συνέπεια τη δημιουργία ουσιαστικού δεδικασμένου, την ανάπτυξη δηλαδή δεσμευτικής δυνάμεως της δικαστικής κρίσεως μεταξύ (υπέρ και κατά) των διαδίκων. Η επίδικη υπόθεση θεωρείται πια ως τελειωτικά δικασμένη (iudicata).
H έννομη αυτή συνέπεια εμφανίζεται τόσο υπό θετική όσο και υπό αποθετική μορφή: Το ουσιαστικό δεδικασμένο δεν επιτρέπει διάφορη κρίση στο μέλλον από το ίδιο ή άλλο δικαστήριο ή διοικητική αρχή, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, αλλ΄ αντιθέτως επιβάλλει τη θεμελίωση περαιτέρω αποφάσεων στα ήδη κριθέντα, χωρίς έρευνα της ουσιαστικής ορθότητάς τους».
Έχοντας αντιπαραβάλει τα αιτητικά, τόσο της προσφυγής με αρ. 1488/2024(iJ), όσο και της υπό εκδίκαση προσφυγής, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις θέσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου του αιτητή πως οι αιτούμενες θεραπείες διαφέρουν, λόγω του ότι στην πρώτη προσφυγή επιζητείτο δήλωση πως τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, κατέστησαν παράνομα, μετά την υποβολή της μεταγενέστερης αίτησης ασύλου.
Αυτό που προκύπτει ευκρινώς από τα ενώπιον μου δεδομένα, είναι πως, τόσο με την προσφυγή με αρ. 1488/2024, όσο και με την υπό εκδίκαση προσφυγή, προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 31.10.2024 να κηρύξουν τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη και συνεπεία της κήρυξης του αυτής, βάσει των διατάξεων του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, εναντίον του εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 31.10.2024.
Υφίσταται τόσο η ταύτιση των διαδίκων, όσο και των προσβαλλόμενων διοικητικών αποφάσεων, κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, ημερομηνίας 31.10.2024 κι η απόρροια της κήρυξης αυτής, ήτοι η εναντίον του έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ίδιας ημερομηνίας.
Δεν συμφωνώ με τη θέση του αιτητή πως η πρώτη προσφυγή με αρ. 1488/2024, απεσύρθη με επιφύλαξη, αφού πρώτον, κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τα όσα έχουν εκτεθεί αυτούσια πιο πάνω και κατά δεύτερον, δεν νοείται, στη βάση της αποκλειστικής προθεσμίας του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος, απόσυρση της προσφυγής, με επιφύλαξη.
Με δοσμένη την κρίση μου πως οι αιτούμενες θεραπείες της προσφυγής με αρ. 1488/2024 κι οι αιτούμενες επίδικες θεραπείες, αφορούν στις ίδιες διοικητικές πράξεις, ημερομηνίας 31.10.2024, οι προσφυγές έχουν καταχωρισθεί από τον ίδιο τον αιτητή και με δοσμένο το γεγονός πως η προσφυγή με αρ. 1488/2024 απεσύρθη αυτοβούλως, όπως ήταν η επιθυμία του αιτητή και απερρίφθη από το Δικαστήριο στις 5.12.2024, δημιουργήθηκε δεσμευτικό απορριπτικό δεδικασμένο και ο αιτητής δεν δικαιούται να επανέλθει.
Η δημιουργία δεδικασμένου, κωλύει την εξέταση των προσβαλλόμενων διοικητικών αποφάσεων, στα πλαίσια εκδίκασης της παρούσας προσφυγής.
Κατά συνέπεια, η ύπαρξη απορριπτικού δεσμευτικού δεδικασμένου των διοικητικών αποφάσεων ημερομηνίας 31.10.2024 για κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη που είχε ως συνέπεια την εναντίον του έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης, ίδιας ημερομηνίας, οδηγεί στην απόρριψη της προσφυγής, ως απαράδεκτης.
Για τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.900.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο