
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση αρ. 1704/2024 (Κ)
(i-Justice)
31 Ιανουαρίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
N. E. M.
Αιτητής,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΦΥΠΟΥΡΓEIOY ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ, ΤΜΗΜΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Κ. Σάββα (κα), για Αγγελική Λαζάρου, δικηγόρος για τον αιτητή.
Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής -και δια των αιτητικών της Προσφυγής υπό παραγράφους (Α) (Β) (Γ)-στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 17.12.2024 να κηρυχθεί ως απαγορευμένος μετανάστης καθώς και κατά της νομιμότητας των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ίδιας ημερομηνίας.
Στο σημείο αυτό, οφείλει να σημειωθεί, ότι κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της υπόθεσης η πλευρά του αιτητή απέσυρε την αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Δ) της Προσφυγής καθώς και τον εγειρόμενο με τη γραπτή της αγόρευση ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε τα προσβαλλόμενα διατάγματα.
Περαιτέρω οφείλει να επισημανθεί, ότι η αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Ε), δια της οποίας ο αιτητής εξαιτείται την έκδοση διατάγματος για άμεση απελευθέρωση του αιτητή, δεν δύναται να αποδοθεί από το παρόν Δικαστήριο, η εξουσία του οποίου είναι αποκλειστικά αναθεωρητικής φύσεως. Συνεπώς, η περιεχομένη στο αιτητικό (Ε) της αιτήσεως ακυρώσεως θεραπεία απορρίπτεται ως μη παραδεκτή.
Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, ο αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, ο οποίος εισήλθε, σε άγνωστο χρόνο, στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων περιοχών.
Στις 24.3.2022, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 31.8.2024 καθότι κρίθηκε ότι ο αιτητής απέσυρε σιωπηρά/εγκατέλειψε την αίτηση του, αφού ο ίδιος δεν παρέστη στην προσωπική συνέντευξη για εξέταση της αίτησης ασύλου του. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου για κλείσιμο του φακέλου του αιτητή και διακοπή της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης του απεστάλη στον αιτητή στις 30.9.2024. Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ο αιτητής δεν άσκησε οποιαδήποτε προσφυγή στο αρμόδιο Δικαστήριο.
Ακολούθως στις 16.12.2024, ο αιτητής εντοπίστηκε από μέλη της Αστυνομίας και συνελήφθη για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Στις 17.12.2024 εκδόθηκαν από τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης διατάγματα κράτησης και απέλασης κατά του αιτητή, έρεισμα των οποίων, αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη λόγω της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία από τις 23.10.2024, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία.
Η υπό εξέταση Προσφυγή καταχωρήθηκε στις 23.12.2024.
Σημειώνεται ότι ακολούθως -και μετά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων-ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του.
Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των συνηγόρων σε συνάρτηση με τα ενώπιον μου στοιχεία.
Συγκεκριμένα αποτέλεσε θέση της πλευράς του αιτητή ότι πάσχουν τα προσβαλλόμενα διατάγματα καθότι η απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου δεν κοινοποιήθηκε στον αιτητή. Επί της ουσίας διατείνεται ο αιτητής ότι «ουδέποτε έχει λάβει γνώση της απορριπτικής της απόφασης με βάση τον Νόμο», γεγονός που δεν τον καθιστούσε παράνομο διαμένοντα.
Εν πρώτοις επισημαίνεται ότι εξέταση των νομικών σημείων της Προσφυγής καθιστά σαφές πως, σε κανένα από αυτά, δεν δικογραφήθηκε, πόσο δε μάλλον εξειδικεύθηκε με την απαιτούμενη σαφήνεια, ως η πάγια νομολογία επιτάσσει και οι απαιτήσεις που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η προεκτεθείσα θέση του αιτητή, αλλά ούτε και αυτή συναρτήθηκε στα νομικά σημεία της Προσφυγής με την παραβίαση οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης. Στην απόφαση Δήμος Λευκωσίας και Κοινοπραξίας Cybarco Ltd- A. Aristotelous
Constructions Ltd (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 19/2017, ημερομηνίας 31.10.2023) το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο υπόμνησε εκ νέου ότι η αιτιολόγηση των νομικών σημείων της Προσφυγής είναι απαραίτητη για την εξέταση από μέρους του Διοικητικού Δικαστηρίου των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης και επομένως οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια επηρεάζει αναπόφευκτα την ορθότητα της νομικής βάσης με αποτέλεσμα να είναι ανεπίδεκτη δικαστικής εκτίμησης.
Ούτε όμως το γεγονός ότι ο αιτητής προς υποστήριξη του πιο πάνω ισχυρισμού του, στη γραπτή του αγόρευση, αναφέρει «ότι δεν ίσχυε η προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 14 του Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, καθότι ο Αιτητής δεν είχε λάβει γνώση της απορριπτικής του απόφασης» καθιστά τον εν λόγω ισχυρισμό δεόντως δικογραφημένο. Τούτο διότι αν και στα νομικά σημεία της Προσφυγής περιλαμβάνεται μεν αναφορά σε παράβαση του άρθρου 14 του Κεφ. 105 τούτη όμως είναι παντελώς γενική, χωρίς καμία απολύτως εξειδίκευση ή συγκεκριμενοποίηση και χωρίς κανένα συσχετισμό με τα όσα εν τέλει προβάλλει στη γραπτή του αγόρευση. (Nestoras Hotels Ltd και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομήνιας 20/3/24) Λεωφορεία Λευκωσίας Λίμιτεδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56) Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) Haghilo ν. Δημοκρατίας κ.ά., Α.Ε. 156/12, ημερ. 27.2.2018), ECLI:CY:AD:2018:C91 Δημοκρατία ν. Ευγενίου κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 257· Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 134/2018)
Εν πάση περιπτώσει, η επίκληση του άρθρου 14 του Κεφ. 105 από τον αιτητή δεν φαίνεται-και πέραν της αοριστίας με την οποία εγείρεται- να υποστηρίζει τον ισχυρισμό του αιτητή, αφού η μοναδική υποχρέωση που τίθεται στο εδάφιο (6) του εν λόγω άρθρου είναι η πληροφόρηση στον αλλοδαπό σε γλώσσα κατανοητή των λόγων έκδοσης του διατάγματος απέλασης. Εν προκειμένω, οι πρόνοιες του άρθρου αυτού, το οποίο επιτρέπει την έκδοση διατάγματος απέλασης, μεταξύ άλλων, σε αλλοδαπό ο οποίος είναι απαγορευμένος μετανάστης, ουδόλως συσχετίζουν την εφαρμογή τους -και ούτε βεβαίως ο αιτητής έχει υποδείξει κάτι τέτοιο- με τη λήψη προηγούμενης απορριπτικής απόφασης από την Υπηρεσία Ασύλου.
Εν πάση περιπτώσει δεν θα μπορούσα μην παρατηρήσω, ότι αν και ο αιτητής παραπονείται ότι δεν έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στη νέα του διεύθυνση ήτοι, ως αυτή αναφέρεται στη γραπτή του αγόρευση, Laromne Ap/ts, Οδός Πρωταρά 174, 5289, Παραλίμνι τ. θ. 33274, από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι ο αιτητής ουδέποτε ενημέρωσε για τη νέα του διεύθυνση, παρά την υποχρέωση που είχε να το πράξει. Από τα ενώπιον μου έγγραφα και δη από το ερυθρό 29-26 του Τεκμηρίου 1, το οποίο αποτελεί έγγραφο από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου και στο οποίο καταγράφονται όλα τα στοιχειά που αφορούν τον αιτητή, επιβεβαιώνεται με τρόπο αναντίλεκτο, ότι η τελευταία καταχωρημένη διεύθυνση, την οποία ο ίδιος ο αιτητής είχε δηλώσει στην Υπηρεσία Ασύλου (και συγκεκριμένα ως προκύπτει από το ερυθρό 26 του Τεκμηρίου 2 στις 4.5.2022)ως τόπο διαμονής του, ήταν επί της οδού 25ης Μαρτίου, 7040 Kasianos complex. Έκτοτε δε, ο αιτητής, σε ουδέν άλλο διάβημα προέβηκε για αλλαγή της δηλωθείσας διεύθυνσης του. Η δε απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου απεστάλη προς τον αιτητή, ως ρητώς καταγράφεται στο ρηθέν έγγραφο από το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου, στις 30.9.2024. Μάλιστα, στην εν λόγω επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30.8.2024 (ερυθρό 54 Τεκμηρίου 2) -η οποία φέρει και σχετική σφραγίδα με ένδειξη ταχυδρόμησης ημερομηνίας 30.9.2024- ως τόπος αποστολής, αναγράφεται, η τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής του αιτητή.
Συνεπώς και υπό αυτά δεδομένα, ο αιτητής δεν μπορεί να παραπονείται ότι ουδέποτε περιήλθε σε γνώση του η επιστολή ημερομηνίας 30.8.2024, αφού ο ίδιος ουδέποτε συμμορφώθηκε με την υποχρέωση που είχε σύμφωνα με τα όσα επιβάλλονται από τον Κανονισμό 36 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (ως αυτοί τροποποιήθηκαν) περί ενημέρωσης της αρμόδιας αρχής για την αλλαγή της διεύθυνσης του τόπου διαμονής του, οι πρόνοιες του οποίου, ως εδώ ενδιαφέρουν, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν:
«36-( 1) Πας αλλοδαπός δέον όπως –
[..]
(ε) εάν πρόκειται να αλλάξη την διαμονήν αυτού, εφοδιάζη τον λειτουργόν καταγραφής της επαρχίας καταγραφής εν η τότε διαμένει με λεπτομέρειας αναφορικώς προς την ημερομηνίαν καθ' ην η διαμονή του πρόκειται να αλλαγή και αναφορικώς προς τον σκοπούμενον τόπον διαμονής αυτού.
(στ) αμα τη επιτεύξει αλλαγής διαμονής από μίαν επαρχίαν καταγραφής εις ετέραν, τότε εντός 5 ημερών από της αφίξεως αυτού εις την επαρχίαν καταγραφής εις ην μετακινείται, πληροφορή τον λειτουργόν καταγραφής της εν λόγω επαρχίας περί της αφίξεως του δια προσαγωγής του πιστοποιητικού εγγραφής αυτού εις τον υπεύθυνον αξιωματικόν του πλησιέστερου αστυνομικού σταθμού δι' αναγραφήν εν αυτώ της νέας αυτού διευθύνσεως».
Οι δε ισχυρισμοί του αιτητή που προβάλλονται υπό τη μορφή γεγονότων στη γραπτή του αγόρευση ήτοι ότι η διεύθυνση του αιτητή «ήταν γνωστή στους Καθ' ων η Αίτηση, αφού ο Αιτητής τον Νοέμβριο πήγε ο ίδιος και δήλωσε την ως άνω διεύθυνση ως καινούργια διεύθυνση στην Κυπριακή Δημοκρατία» και ότι «κατά την διάρκεια που βρισκόταν στην Υπηρεσία Ασύλου δεν ενημερώθηκε ότι ήταν κλειστός ο φάκελος του» αφενός ουδόλως υποστηρίζονται από τα στοιχεία των φακέλων και αφετέρου ουδόλως, κατά πάγια νομολογιακή αρχή, μπορούν να αποτελέσουν μαρτυρία ή μπορούν να αποδείξουν πραγματικά γεγονότα, ώστε να ανατρέψουν τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Υπενθυμίζεται δε ότι το βάρος απόδειξης λόγου ακύρωσης βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος έχει υποχρέωση, προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία, να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας που περιβάλλει κάθε διοικητική πράξη (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021, ημερομηνίας 15/10/24) Θεοφάνους v Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 142/19, ημερομηνίας 25/1/24).
Καθοριστικό δε παραμένει ότι και παρά τη παραδοχή του αιτητή ότι ο ίδιος είχε αλλάξει τόπο διαμονής και είχε νέα διεύθυνση, ο ίδιος ουδέποτε και παρά τις αντίθετες αιτιάσεις του, δεν συμμορφώθηκε με τα όσα η νομοθεσία[1] του επέβαλε για σχετική ενημέρωση των αρχών και επομένως η όποια μη παραλαβή της επιστολής αυτής, συνιστά αποκλειστικό αποτέλεσμα των δικών του ενεργειών και παραλείψεων(ΗΟΑΙ ΤΗΙ LE και Δημοκρατίας Προσφυγή Αρ. 746/2013, ημερ. 29/07/2016 ).
Στην υπόθεση Singh και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.30/21, ημερομηνίας 23/2/22), ECLI:CY:DOD:2022:14 υπομνήσθηκαν από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου Φ. Κωμοδρόμο τα ακόλουθα σχετικά:
«Σημειώνεται, συναφώς, ότι στον Κανονισμό 36(1) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών, ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, προβλέπεται η υποχρέωση του αλλοδαπού να ενημερώσει δεόντως σε περίπτωση αλλαγής της διεύθυνσης και/ή του τόπου διαμονής του, καθώς και σε περίπτωση απουσίας από τον τόπο διαμονής του «διά συνεχή περίοδον υπερβαίνουσαν τους δύο μήνας». Συνεπώς, ακόμα και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ο αιτητής άλλαξε διεύθυνση και δεν διέμενε πλέον στην προαναφερθείσα διεύθυνση, αποτελούσε αποκλειστικά δική του ευθύνη να ενημερώσει δεόντως τις αρμόδιες αρχές για τη νέα διεύθυνση διαμονής του και όχι της Διοίκησης να υποθέτει που διαμένει ο αιτητής.»
Απόλυτα δε σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση R.K v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 3/22, ημερομηνίας 16/3/22), τα οποία και παραθέτω:
«Το γεγονός ότι μετά την σύλληψή της επικαλέστηκε ότι ποτέ δεν παρέλαβε την επιστολή, δεν μπορεί να γίνει δεκτός, καθ’ ότι η επιστολή στάληκε στην τελευταία της δηλωθείσα διεύθυνση. Ήταν δική της υποχρέωση να ενημερώσει άμεσα για την αλλαγή τόσο της διεύθυνσης κατοικίας της, έστω και αν αυτή θα ήταν προσωρινή, όσο και για την ταχυδρομική της διεύθυνση.»
Περαιτέρω διατείνεται ο αιτητής ότι οι καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν κατά την έκδοση των διαταγμάτων «να λάβουν υπόψη τους ότι ο αιτητής κρίθηκε παράνομος διαμένοντας κατόπιν εκλαμβανόμενης σιωπηρής υπαναχώρησης του με βάση τον Νόμο» ενώ αποτέλεσε θέση του αιτητή ότι παραγνωρίστηκε το γεγονός της καταχώρησης της μεταγενέστερης αίτησης του για επανάνοιγμα του φακέλου, το οποίο ως ισχυρίζεται, προσδίδει, δυνάμει του άρθρου 16Ε και του άρθρου 8 του Περί Προσφύγων Νόμου, στον αιτητή δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία μέχρι την έκδοση απόφασης επί της μεταγενέστερης αυτής αίτησης του.
Καταρχάς και πάλι παρατηρώ ότι στους λόγους ακύρωσης της Προσφυγής δεν περιλαμβάνονται λόγοι σχετικοί είτε με το δικαίωμα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία αλλά ούτε και γίνεται οποιαδήποτε επίκληση ή αναφορά στα άρθρα 16Ε και 8 του περί Προσφύγων Νόμου, τα οποία ο αιτητής επικαλείται με τη γραπτή του αγόρευση για να στηρίξει τον ισχυρισμό του. Εν πάση περιπτώσει επισημαίνω τα ακόλουθα:
Το γεγονός ότι η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου επειδή κρίθηκε ότι ο αιτητής απέσυρε σιωπηρά/εγκατέλειψε την αίτηση του, ουδόλως συνιστά στοιχείο (ήτοι ο λόγος απόρριψης) -το οποίο και σε αντίθεση με την εισήγηση του αιτητή- θα μπορούσε να αλλοιώσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τη διαπίστωση ότι ο αιτητής κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων ήταν απαγορευμένος μετανάστης και να επηρεάσει τη νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων. Τα ενώπιον μου έγγραφα (Τεκμήριο 2), αποκαλύπτουν ότι παρά τις συνεχείς προσπάθειες των αρμόδιων λειτουργών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων αλλά και την αποστολή σχετικής επιστολής στη τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση του αιτητή, ο αιτητής δεν προσήλθε στις 19.8.2024 στην προκαθορισμένη συνέντευξη. Ως εκ τούτου, η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο αιτητής απέσυρε σιωπηρά/εγκατέλειψε την αίτηση του και αποφάσισε, ως σαφώς προκύπτει από το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 30.8.2024, τόσο το κλείσιμο του φακέλου του και τη διακοπή εξέτασης της αίτησης πολίτικου ασύλου που είχε υποβάλει κατ΄ εφαρμογή των προνοουμένων στα άρθρα 16Β (1)(i) και 16 Β(2) (α) του Περί Προσφύγων Νόμου, όσο και την έκδοση απόφασης επιστροφής, παρέχοντας μάλιστα και χρόνο επτά ημερών για οικειοθελή αναχώρηση του αιτητή από τη Δημοκρατία.
Η νομιμότητα της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ουδέποτε αμφισβητήθηκε. Συνεπώς -και σε πλήρη συμφωνία με τη θέση των καθ’ ων η αίτηση- διαπιστώνω ότι ο αιτητής και στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης και της εκ μέρους του διαπιστωθείσας παραβίασης της παραγράφου (κ) του άρθρου 6 (1) του Κεφ. 105, νομίμως κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης, κρίση η οποία καθόλα ορθώς αποτέλεσε το έρεισμα για την έκδοση των προσβαλλόμενων διαταγμάτων. Συνεπακόλουθα κρίνω ότι καθόλα ορθά εκδόθηκε και το επίδικο διάταγμα απέλασης αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης του, ήτοι στις 17.12.24 ο αιτητής αναντίλεκτα παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία ως απαγορευμένος μετανάστης, από τις 23.10.24, ημερομηνία κατά την οποία παρήλθε η προθεσμία αναχώρησης του από τη Δημοκρατία, ως άλλωστε καταγράφεται ρητώς και στο σώμα της επίδικης απόφασης.
Ούτε και όμως μπορούν, ως ορθά υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, να αποτελέσουν αντικείμενο για σκοπούς εξέτασης της νομιμότητας των επίδικων διαταγμάτων ημερομηνίας 17.12.2024 τα όσα ο αιτητής ισχυρίζεται περί του δικαιώματος παραμονής του στη Δημοκρατία, κατ΄ επίκληση των άρθρων 16 Ε και 8 του περί Προσφυγών Νόμου, με έναυσμα το μεταγενέστερο της έκδοσης των επιδίκων διαταγμάτων γεγονός της υποβολής αίτησης για επανάνοιγμα του φακέλου του ημερομηνίας 31.12.2024.
Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Limon ν. Δημοκρα- τίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.126/21, ημερομηνίας 20/4/22), σύμφωνα με την οποία η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στο να κρίνει τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων σύμφωνα με τα δεδομένα που ίσχυαν στον ουσιώδη χρόνο έκδοσης και όχι στη βάση μεταγενέστερων, των προσβαλλόμενων διοικητικών πράξεων, γεγονότων, όπως εν προκειμένω συμβαίνει.
Καθοριστικό παραμένει ότι κατά τον χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν εκκρεμούσε οποιαδήποτε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του αιτητή δυνάμει του άρθρου 16Ε του περί Προσφύγων Νόμου και επομένως ως τονίστηκε και στη πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Δημοκρατίας v Jagjit Singh ( (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 66/2021, ημερομηνίας 14/1/15) η όποια ενασχόληση του Δικαστηρίου με γεγονότα μεταγενέστερα της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, δεν θα ήτο ορθή.
Παρεμβάλλεται δε ότι ούτε η έτερη αναφορά του αιτητή ότι «ο Προϊστάμενος θα έπρεπε να ανοίξει την υπόθεση του Αιτητή ώστε να συνεχίσει την εξέταση της αίτησης του από το σημείο το οποίο σταμάτησε», θα μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να απασχολήσει το Δικαστήριο, αφού το ζήτημα αυτό εκφεύγει σαφώς της παρεχόμενης δικαιοδοσίας του.
Περαιτέρω απορριπτέος κρίνεται και ο έτερος ισχυρισμός του αιτητή ότι ουδέποτε πριν από την έκδοση των διαταγμάτων οι καθ΄ ων η αίτηση πληροφόρησαν τον αιτητή για την κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη συμφώνως με τον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π 242/1972.
Ως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί και ως ορθά υποδεικνύει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, ο σχετικός Κανονισμός ουδόλως συναρτά τη νομιμότητα έκδοσης του διατάγματος κράτησης και απέλασης υπό την προϋπόθεση προηγηθείσας ειδοποίησης περί κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη (Mensah ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 5735/2013, ημερομηνίας 31/5/17) M.S v. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 164/2021, ημερομηνίας12/3/21). Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Islam και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 997/13, ημερομηνίας 9/7/13) λεχθήκαν τα εξής σχετικά, ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:
«Παρατηρείται ότι ο Κανονισμός δεν επιβάλλει ούτε συσχετίζει την έκδοση του διατάγματος κράτησης και απέλασης με προηγηθείσα ειδοποίηση ότι ο αιτητής έχει κηρυχθεί σε απαγορευμένο μετανάστη. Εκείνο που προνοεί είναι ότι πρέπει να επιδοθεί ειδοποίηση περί του γεγονός ότι είναι απαγορευμένος μετανάστης σύμφωνα με τον Δεύτερο Πίνακα της Κ.Δ.Π 242/72. Αυτό μπορεί να γίνει και ταυτόχρονα, αλλά δεν είναι, κρίνεται, επιτακτική η προηγούμενη ειδοποίηση, θεωρούμενης μάλιστα ως ουσιώδους τύπου».
Πρόσθετα ο αιτητής βάλλει και κατά της νομιμότητας του διατάγματος κράτησης. Ισχυρίζεται δε ότι το διάταγμα κράτησης είναι προϊόν ελλιπούς έρευνας, αναιτιολόγητο και/ή φέρει πλημμελή αιτιολογία καθώς και ότι πάσχει καθότι δεν εξετάστηκαν εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.
Οι ισχυρισμοί του αιτητή δεν με βρίσκουν σύμφωνη. Όπως ρητά αναγράφεται και επεξηγείται και στο ίδιο το διάταγμα κράτησης, διαπιστώθηκε στη βάση του άρθρου 18ΠΣΤ (1) (α) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ότι υφίσταται κίνδυνος διαφυγής του αιτητή, λόγω της άρνησης του να επαναπατριστεί και της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής, χωρίς να υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων.
Εν πρώτοις, επισημαίνεται ότι η θέση του αιτητή ότι οι καθ΄ων η αίτηση επικαλούνται, με σκοπό να δικαιολογήσουν την νομιμότητα του διατάγματος κράτησης, ότι ο αιτητής δεν έχει δηλωμένη διεύθυνση διαμονής, είναι προδήλως εσφαλμένη αφού από απλή ανάγνωση του ίδιου του διατάγματος και των λόγων που επεξηγούνται σ΄αυτό, καθίσταται εμφανές ότι δεν αποτελεί επάλληλη αιτιολογία του επίδικου διατάγματος αλλά ούτε και περιλαμβάνεται στους λόγους έκδοσης του, τα όσα ο αιτητής αναφέρει περί της μη δηλωθείσας διεύθυνσης διαμονής του.
Ούτε και όμως ευσταθεί η αναφορά του αιτητή ότι δεν διενεργήθηκε έρευνα στις περιστάσεις του αιτητή και δη ότι δεν συντρέχει κίνδυνος διαφυγής του καθότι δεν λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση κατά την έκδοση του διατάγματος, η συνολική συμπεριφορά του αιτητή και δη το γεγονός ότι ο αιτητής δεν καταδικάστηκε για οποιοδήποτε αδίκημα.
Δεν θα συμφωνήσω με τον ισχυρισμό του αιτητή. Αυτό που η εισήγηση του αιτητή παραβλέπει είναι ότι νόμιμο έρεισμα των προσβαλλόμενων διαταγμάτων αποτέλεσε η κήρυξη του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη. Επομένως η θέση του αιτητή ότι δεν στοιχειοθετείται η ύπαρξη κινδύνου διαφυγής, επειδή ο αιτητής ουδέποτε καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα εμφανώς παραβλέπει, την πάγια νομολογιακή αρχή ότι η κήρυξη ενός προσώπου ως παράνομου εμπεριέχει λογικά, τον κίνδυνο διαφυγής ανά πάσα στιγμή (Mensah ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 5735/13, ημερομηνίας 09/8/2013) El Khouri v. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 716/2014, ημερομηνίας 24/6/2016) Bibilashvili και Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 1954/2022 (Κ), ημερομηνίας 20/12/22). Άλλωστε, ως παρατηρώ, το γεγονός ότι δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, καταγράφηκε ρητώς στην επιστολή της ΥΑΜ προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Μετανάστευσης, ημερομηνίας 23.12.24 και ήταν επομένως ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση.
Έπεται ότι τα όσα ο αιτητής αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση ουδόλως ευσταθούν και ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στην ίδια την αιτιολογία του διατάγματος κράτησης και τα οποία επιβεβαιώνονται από το διοικητικό φάκελο της υπόθεσης.
Επισημαίνεται δε ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης για σκοπούς απέλασης, αποτελεί παρεχόμενη εξουσία του άρθρου 14(1) του Κεφ.105, η οποία σε συνδυασμό με τις πρόνοιες του άρθρου 18 ΠΣΤ(1), επιτρέπεται ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, εξουσία η οποία κατά την κρίση μου, εύλογα ασκήθηκε στην προκειμένη περίπτωση ένεκα και του μεταναστευτικού ιστορικού του αιτητή, της δηλωθείσας άρνησης του για επαναπατρισμό, η οποία επιβεβαιώνεται αναντίλεκτα από την επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 23.12.2024 καθώς και της μη συμμόρφωσης του με προηγούμενη απόφαση επιστροφής. Συνεπώς τα όσα, ορθά, καταγράφονται στο εν λόγω διάταγμα κράτησης περί διαπίστωσης κινδύνου διαφυγής του αιτητή χωρίς περιθώριο εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, όχι μόνο δεν αποτελούν προϊόν παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας ή ελλιπούς έρευνας αλλά τουναντίον υποστηρίζονται πλήρως από τα ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση στοιχεία, καταδεικνύοντας ότι η ευχέρεια των καθ΄ων η αίτηση για μη εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και καθιστώντας το επίδικο διάταγμα καθόλα νόμιμο και επαρκώς αιτιολογημένο (Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1242/2022 ημερομηνίας 18/8/2022) G. S. D. A. M. ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.626/2023, ημερομηνίας 9/6/23) M.I.U.H και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1507/23(Κ), ημερομηνίας 25/10/23). Άλλωστε, ο αιτητής δεν έχει υποδείξει ποια άλλα μέτρα, λιγότερο επαχθή από την κράτηση, θα μπορούσαν, υπό τα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης, να έχουν ληφθεί, τα οποία θα ήταν εξίσου ικανά με την κράτηση, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της απέλασης του (Singh v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 43/2022, ημερ. 19.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D229).
Τέλος ολωσδιόλου αίολη παρέμεινε και η έτερη αναφορά του αιτητή ότι σύμφωνα με τα όσα προνοούνται στο άρθρο 11 Α του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου Ν. 131(Ι)/15 οι καθ΄ων η αίτηση θα έπρεπε να απελευθερώσουν άμεσα τον αιτητή και/ή να επανεξετάσουν την ισχύ των εκδοθέντων διαταγμάτων. Τούτο διότι το εν λόγω άρθρο τίποτα δεν επιβάλλει από τα όσα ο αιτητής επιζητεί και αναφέρει. Το μόνο δε που προνοείται (άρθρο 11 Α του Νόμου) και τούτο υπό ρητές προϋποθέσεις, είναι η αναστολή της ισχύος του εκδοθέντος διατάγματος απέλασης έως την εκδίκαση της Προσφυγής, πράγμα που ως παρατηρώ (ερυθρό 37 Τεκμηρίου 1)οι καθ΄ων η αίτηση, έπραξαν, μετά την καταχώρηση της παρούσας Προσφυγής.
Στη βάση των ανωτέρω, ουδείς εκ των λόγων ακύρωσης ευσταθεί. Κατά συνέπεια, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και οι επίδικες αποφάσεις επικυρώνονται με έξοδα €1200 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.
[1] σχετική υποχρέωση ενημέρωσης υφίσταται και με βάση τον περί Προσφύγων Νόμο
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο