
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 1721/2019
22 Ιανουαρίου, 2025
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Σ. Κ.
Αιτητής,
v.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Υπουργού Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
Καθ' ων η Αίτηση.
__________________
Ζ. Νικολάου, δια Ζένιος Νικολάου Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόροι του Αιτητή.
Τ. Iακωβίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.
___________________
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής εξαιτείται «Δήλωση και/ή διαταγή του Σεβαστού Δικαστήριού ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή δι' επιστολής τους απευθυνόμενη στο δικηγόρο του αιτητή στις 16/9/2019 για απόρριψη ιεραρχικής προσφυγής του προς τον Υπουργό Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κατά της απόφασης του Αναπληρωτή Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας του από 1/1/2015 και επιστροφή του ποσού των 25,022 Ευρώ που του καταβλήθηκε για την περίοδο από 1/1/2015 μέχρι 28/2/2019 είναι άκυρη, παράνομη και/ή στερημένη έννομου αποτελέσματος.»
Ως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα του πρωτότυπου διοικητικού φακέλου ο οποίος έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο, τα γεγονότα έχουν ως εξής:
Ο αιτητής, γεωκτηνοτρόφος στο επάγγελμα, μετά από αίτηση του ημερ. 8/07/2005 προβάλλοντας λόγους υγείας εγκρίθηκε ως λήπτης σύνταξης ανικανότητας σε ποσοστό 75% από 1/03/2005, ενώ, μετά από επανεξέταση από Ιατρικό Συμβούλιο των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κρίθηκε ικανός να εκτελεί ελαφρά εργασία στις 28/11/2017. Ακολούθησε διερεύνηση της απασχόλησης του αιτητή, στα πλαίσια της οποίας λήφθηκε «Κατάθεση» από τον ίδιο στις 10/10/2018 και εξετάστηκαν και οι Οικονομικές Καταστάσεις του Συνεταιρισμού του αιτητή με την σύζυγο του για το έτος 2016, καθώς και οι φορολογικές δηλώσεις του αιτητή για τα έτη 2015 και 2016, η οποία διερεύνηση ολοκληρώθηκε στις 19/02/2019. Μέσα στα πλαίσια αυτά διαπιστώθηκε ότι, κατά το 2015 και 2016 τα εισοδήματα του συνταξιούχου ως γεωργοκτηνοτρόφου υπερέβαιναν το 1/3 των εισοδημάτων της επαγγελματικής του κατηγορίας, διαπίστωση σχετική με την πρόνοια του άρθρου 40(5) του Νόμου 59/2010. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι, σύμφωνα με τις φορολογικές του δηλώσεις τα ετήσια εισοδήματα από την εργασία του ήταν €23.459 για το 2015 (€1955 μηνιαίως) και €10.231 για το 2016 (€853 μηνιαίως). Τα εισοδήματα του αιτητή έτυχαν σύγκρισης με το εβδομαδιαίο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών της επαγγελματικής του κατηγορίας (γεωργοκτηνοτρόφος) κατά το 2015 και 2016, το οποίο έχει οριστεί σε €261.57 (€1.133 μηνιαίως), ενώ ακόμα διαπιστώθηκε ότι τα εισοδήματα τα οποία δηλώθηκαν και για τα οποία καταβλήθηκαν εισφορές εκ μέρους του αιτητή στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν χαμηλότερα από τα πιο πάνω.
Στις 28/03/2019, ο Αναπληρωτής Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων γνωστοποίησε στον αιτητή ότι η σύνταξη ανικανότητας του τερματίζεται από την 01/01/2015 με το αιτιολογικό ότι τα εισοδήματα που δήλωνε στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων ήταν χαμηλότερα από τα πραγματικά του εισοδήματα τα οποία διαφαίνονταν στις φορολογικές δηλώσεις που υπέβαλε στο Τμήμα Φορολογίας. Παράλληλα ο Αναπληρωτής Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων ζήτησε από τον αιτητή να επιστρέψει άμεσα ποσό 24.022,81 Ευρώ το οποίο του καταβλήθηκε για την περίοδο από 01/01/2015 μέχρι την 28/02/2019.
Ο αιτητής, μέσω δικηγόρου, υπέβαλε την 11/04/2019 ιεραρχική προσφυγή κατά της απόφασης αυτής, στην οποία, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, τονιζόταν ότι, δεν αναφέρεται στο κείμενο της επιστολής ημερ. 28/3/2019 πως προκύπτει το ποσό των €24.022,81 το οποίο ζητείται να επιστραφεί, ενώ ακόμα σημειωνόταν ότι, οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν κατατεθεί αποκαλύπτουν τα πραγματικά και αληθή του εισοδήματα και η αναφορά στην φορολογική δήλωση του αιτητή με χαμηλότερα εισοδήματα δεν τεκμηριώνεται.
Ακολούθως, η Υπουργός Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, βάσει της εξουσίας που της παρέχει το άρθρο 83 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, αποφάσισε την απόρριψή της ιεραρχικής προσφυγής, αφού, όπως αναγράφεται στην απόφαση, διαπιστώθηκε από την διερεύνηση της απασχόλησής του αιτητή, την οποία διενήργησαν οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και στην οποία συμπεριλήφθηκαν και εξετάστηκαν στοιχεία από τα αρχεία Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και της Στατιστικής Υπηρεσίας καθώς και από τις Φορολογικές Δηλώσεις του αιτητή για τα έτη 2015 - 2016, ότι ορθά ο Αναπληρωτής Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποφάσισε να τερματίσει από 01/01/2015 την Σύνταξη Ανικανότητας που καταβαλλόταν στον αιτητή από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, και να ζητήσει σύμφωνα με το άρθρο 68 του Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, την άμεση επιστροφή ποσού ύψους €24.022,81 το οποίο καταβλήθηκε στον αιτητή ως σύνταξη ανικανότητας για την περίοδο από 1/01/2015 μέχρι 28/02/2019.
Ο αιτητής ενημέρωθηκε για την απόφαση της Υπουργού με επιστολή προς τον δικηγόρο του ημερομηνίας 16/09/2019.
Τυγχάνοντας ενημέρωση για το περιεχόμενο της απόφασης, εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο (Ερ.65-63) ότι, ο αιτητής με προσωπική επιστολή του την οποία παρέδωσε στις 24/10/2019 στο γραφείο της Υπουργού Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναφέρθηκε στα αναγραφόμενα εισοδήματα στις φορολογικές του δηλώσεις για τα έτη 2015 και 2016 επιβεβαιώνοντας το περιεχόμενο τους, υποδεικνύοντας ωστόσο ότι, τα εισοδήματα που φαίνονται στις φορολογικές δηλώσεις δεν προέρχονταν από εργασία αλλά από εκταρική επιδότηση του ΚΟΑΠ και ότι αυτά δεν θα μπορούσαν να συγκριθούν με τα εβδομαδιαία εισοδήματα των ασφαλιστέων αποδοχών του για την επαγγελματική του κατηγορία, γιατί ακριβώς δεν προέρχονταν από την εργασία του. Στο διάβημα αυτό του αιτητή δεν εντοπίζεται οιαδήποτε απάντηση από τους Καθ' ων η Αίτηση.
Στις 27/01/2019, ο αιτητής προσέβαλε την ως άνω απορριπτική απόφαση της Υπουργού στην ιεραρχική του προσφυγή, με τη παρούσα προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο, όπου προωθεί τους ακόλουθους λόγους για την ακύρωση της.
Καταρχήν, υποστηρίζει μέσω του δικηγόρου του ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα εξέταση της ιεραρχικής του προσφυγής και ως εκ τούτου η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν ελλείπουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και κακής χρήσεως της διακριτικής ευχέρειας της Υπουργού, ενώ επιπλέον στερείται της δέουσας αιτιολογίας. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι, λανθασμένα φαίνεται να συνυπολόγησαν στα εισοδήματα του χρήματα τα οποία έλαβε από επιδοτήσεις, ως κρατική βοήθεια από τον Κυπριακό Οργανισμό Αγροτικών Πληρωμών (ΚΟΑΠ), τα οποία και ορθώς ο ίδιος περιέλαβε ως τέτοια στις φορολογικές δηλώσεις του για τα έτη 2015 και 2016. Σε συνέχεια τούτου, πάντα υποστηρίζει ότι, υπήρξε λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου και των γεγονότων σύμφωνα με τα οποία λήφθηκε η απόφαση από τους Καθ' ων η Αίτηση. Συγκεκριμένα, αναφερόμενος σε λανθασμένη ερμηνεία του άρθρου 40(5) του Νόμου 59/2010 προέβαλε ότι οι Καθ' ων η Αίτηση παρερμήνευσαν την έννοια του Νόμου «κέρδος από την εργασία» και λανθασμένα περιέλαβαν στα εισοδήματα του τα χρήματα τα οποία έλαβε από επιδοτήσεις, ως κρατική βοήθεια από τον ΚΟΑΠ.
Περαιτέρω, αναφορικά με την αιτιολογία που έδωσαν οι Καθ' ων η Αίτηση ούτως ώστε να καταλήξουν στην απόφαση τους, είναι η θέση του αιτητή ότι δεν υπήρξε η απαιτούμενη πλήρης και σαφής αιτιολογία ώστε ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται εφικτός. Σχετικά, υποδεικνύει ότι, στις Οικονομικές Καταστάσεις του Συνεταιρισμού του αιτητή και της συζύγου του κάτω από τον τίτλο «4.Άλλα έσοδα εκμετάλλευσης», αναγράφεται ξεκάθαρα «Κρατικές Χορηγίες» οι οποίες δηλώνονται και προσδιορίζονται σε συγκεκριμένα ποσά για τα έτη 2015 και 2016. Παρά ταύτα, υποστηρίζει, η Υπουργός η οποία όφειλε να εντοπίσει και να αξιολογήσει το σημαντικό αυτό γεγονός προτού αποφασίσει απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, δεν το έπραξε, καθιστώντας με αυτό τον τρόπο την χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κακή.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλεται η αρμόδια υπουργός και έχει εκδοθεί αφού έχουν προηγουμένως εξεταστεί τα επιχειρήματα που έχουν κατατεθεί στην Ιεραρχική Προσφυγή, τα στοιχεία και οι μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελο του αιτητή, καθώς και τα υπόλοιπα στοιχεία που είναι καταχωρημένα στον ασφαλιστικό του φάκελο και συνεπώς λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς αιτιολογημένη. Ειδικότερα αναφορικά με την αιτιολογία, παραπέμποντας σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρει ότι, οι Καθ' ων η Αίτηση παράθεσαν τα στοιχεία εκείνα που δικαιολογούσαν την απόφαση απόρριψης της Ιεραρχικής Προσφυγής του αιτητή. Είναι θέση επίσης των Καθ' ων η Αίτηση, παραπέμποντας πάντοτε σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι ακόμα και αν ακόμη θεωρηθεί ότι η αιτιολογία στην επιστολή ημερομηνίας 16/9/2019 είναι περιληπτική, η αιτιολογία της απόφασης της διοίκησης συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Τέλος, η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας τονίζει ότι, αν ο αιτητής είναι ικανός ή όχι να ασκεί την εργασία του αποτελεί θέμα τεχνικό που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική δικαιοδοσία, εκτός εκεί όπου διαπιστώνεται πλάνη κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας, ενώ, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή να προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων εφ' όσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής.
Υπεισερχόμενος στους λόγους ακύρωσης που προωθούνται μέσω της γραπτ΄ςη αγόρευσης του αιτητή, επιλέγω να εξετάσω τη θέση του περί μη διεξαγωγής της δέουσας έρευνας από τους Καθ’ ων η Αίτηση ως προς την εξέταση των οικονομικών δεδομένων του αιτητή, πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Καταρχήν, όπως πολύ σωστά υποδεικνύει η πλευρά των Καθ’ ων η Αίτηση, το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν προβαίνει σε διαπίστωση πρωτογενών γεγονότων, ούτε και υποκαθιστά την κρίση της διοίκησης με τη δική του (Παπαντωνίου κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 476). Όμως το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι η έρευνα ήταν πλήρης ή επαρκής, ως δε τέτοια θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835).
Σύμφωνα με το άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, για να μπορεί ένα πρόσωπο να τύχει σύνταξης ανικανότητας, πρέπει να πληροί σωρευτικά τέσσερις προυποθέσεις που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο. Ειδικότερη είναι η πρόνοια του άρθρο 40(5) του Νόμου 59/2010 η οποία ορίζει πως, ανίκανος για εργασία θεωρείται ασφαλισμένος ο οποίος, λόγω ασθενείας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, δεν μπορεί να κερδίζει από την εργασία που εύλογα αναμένεται να εκτελεί έχοντας υπόψη τις δυνάμεις του, τις δεξιότητες του, τη μόρφωση του και το συνηθισμένο του επάγγελμα από το 1/3 που κερδίζει υγιής εργαζόμενος της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και μόρφωσης στην ίδια περιφέρεια.
Αυτό στο οποίο κατέληξαν οι Καθ’ ων η Αίτηση, λαμβάνοντας υπόψιν τα στοιχεία τα οποία είχαν ενώπιον τους, συμπεριλαμβανομένων των οικονομικών καταστάσεων του «Συνεταιρισμού Σχχχχχχ Κχχχχχχχχ & Θχχχχχ Αχχχχχχχ» για το έτος 2016 και τις φορολογικές δηλώσεις του Αιτητή για τα έτη 2015 και 2016 και με αυτά ως δεδομένα, προσδιόρισαν το εβδομαδιαίο ποσό ασφαλιστέων αποδοχών της επαγγελματικής κατηγορίας του αιτητή εβδομαδιαίως για τα εν λόγω έτη, ήταν ότι αυτός «κερδίζει από την εργασία του» ως η πρόνοια του άρθρου 40(5) περισσότερα από το 1/3 αυτών που κερδίζει υγιής εργαζόμενος της ίδιας επαγγελματικής κατηγορίας και μόρφωσης στην ίδια περιφέρεια.
Ωστόσο, δεν φαίνεται να εξετάστηκε η φύση των ποσών τα οποία παρουσιάζονται στις Οικονομικές Καταστάσεις του Συνεταιρισμού του αιτητή και της συζύγου του. Ως υποδεικνύει και ο αιτητής προς υποστήριξη του παρόντος λόγου ακύρωσης, στις προαναφερθείσες οικονομικές καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου και επισυνάπτονται στην Ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση (σελ.24, 27), κάτω από τον τίτλο «4.Άλλα έσοδα εκμετάλλευσης», αναγράφεται ξεκάθαρα ότι έχει λάβει τα ποσά των 49,361 Ευρώ για το 2016 και σε 55,119 Ευρώ για το 2015 ως «Κρατικές Χορηγίες» και ως τέτοιες δηλώνονται στις οικονομικές καταστάσεις. Πιο συγκεκριμένα, η θέση του αιτητή είναι ότι, το ποσό των 23,459 Ευρώ που αναφέρεται ως κέρδος για τον αιτητή το έτος 2015 και το ποσό των 10,231 Ευρώ για το έτος 2016, δεν αντικατοπτρίζει ποσό το οποίο έλαβε εκ της εργασίας του, αλλά περιλαμβάνει ποσό που χορηγήθηκε ως κρατική βοήθεια και θα λάμβανε ανεξάρτητα αν εργάσθηκε και για ποιο χρονικό διάστημα. Όπως έχει ήδη προαναφερθεί, η υπόδειξη του αιτητή για προφανή παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να ερευνήσουν και να αξιολογήσουν το δεδομένο της κρατικής βοήθειας, ως άκρως σημαντικό στοιχείο ως προς την αύξηση των εισοδημάτων του αιτητή και, ως παράγοντα που καταδεικνύει ότι το διαπιστωθέν από τους ίδιους «κέρδος» του αιτητή δεν προήλθε από εργασία, φανερώνει ότι η έρευνα την οποία είχαν διεξαγάγει ήταν ελλιπής.
Επί αυτής της υπόδειξης του αιτητή η πλευρά της Νομικής Υπηρεσίας σιωπά, προβάλλοντας ότι, η απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και αυτό μπορεί να διαπιστωθεί και από τα παραρτήματα τα οποία επισυνάπτονται στην ένσταση.
Ωστόσο, όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020, δεν συνιστά έργο του Δικαστηρίου η συλλογή και πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου, για να κρίνει αν η απόφαση της διοίκησης είναι επαρκώς αιτιολογημένη και, κατ' επέκταση, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.
Ανεξαρτήτως τούτου, το παρόν Δικαστήριο, μελετώντας το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου διαπιστώνει ότι, ακριβώς αυτή η, ουσιαστική προφανώς, παράμετρος, της ύπαρξης δύο μεγάλων χρηματικών ποσών για τα έτη 2015 και 2016 συνεπεία της κρατικής επιδότησης μέσω του ΚΟΑΠ, η φύση των ποσών αυτών και η διερεύνηση καταπόσον θα έπρεπε όντως να συνυπολογιστούν στο «κέρδος από εργασία» για τους σκοπούς του άρθρου 40(5), ουδόλως έχει απασχολήσει τους Καθ’ ων η Αίτηση κατά την εξέταση της ενώπιον τους Ιεραρχικής Προσφυγής.
Ως προς την οφειλόμενη προηγούμενη δέουσα έρευνα, το άρθρο 45(1) του Ν. 158(Ι)/1999 ορίζει ότι η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, οφείλει να προβαίνει σε επαρκή έρευνα όλων των σχετικών με την υπόθεση γεγονότων (Philippos Demetriou & Sons v. The Republic, (1968) 3 CLR 444 ), ενώ στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Θεόδουλου Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 είχε λεχθεί ότι: «Η δέουσα έρευνα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης, γιατί η Διοίκηση έχει υποχρέωση να ερευνήσει όλα τα κρίσιμα στοιχεία, για να εξακριβώσει τα ορθά γεγονότα και να εφαρμόσει το νόμο στη συγκεκριμένη περίπτωση».
Καταλήγοντας και αφού έχω εξετάσει τα ενώπιον του Δικαστηρίου δεδομένα, κρίνω ότι αυτά επιβεβαιώνουν την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του αιτητή ως προς τον πρώτο λόγο ακύρωσης και το Δικαστήριο οδηγείται στο συμπέρασμα ότι, οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έπραξαν τα δέοντα ούτως ώστε να διερευνήσουν ακριβώς το περιεχόμενο των οικονομικών στοιχείων τα οποία προσκόμισε ο αιτητής, προτού καταλήξουν στην απόφαση τους.
Συνεπεία της κατάληξης μου αυτής, η παρούσα Προσφυγή επιτυγχάνει.
Η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης τους οποίους προωθεί ο αιτητής παρέλκει.
Επιδικάζονται έξοδα ύψους 1600 Ευρώ πλέον ΦΠΑ, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.
Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο