
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 193/2020)
16 Ιανουαρίου 2025
[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]
Λ. Α.
Αιτητής
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ,
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΜΕΡΙΜΝΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΕΚΤΟΠΙΣΘΕΝΤΩΝ
3. ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗΣ ΒΟΗΘΕΙΑΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
………………………….
Έλλη Οικονόμου (κα) για Έλλη Δ. Οικονόμου Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή.
Πηνελόπη Χαραλάμπους (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για τους καθ’ ων η αίτηση.
ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΑΦΟΡΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 3.7.2024
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση αίτηση ο αιτητής αιτείται την επαναφορά της προσφυγή που απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
Η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 17.2.2020 από δικηγόρο. Στις 6.8.2020 καταχωρήθηκε η ένσταση των καθ’ ων η αίτηση. Το Δικαστήριο με πρακτικό ημερομηνίας 15.2.2023 έδωσε οδηγίες ως ρήτρα για την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή μέχρι τις 31.3.2023, των καθ’ ων η αίτηση μέχρι τις 5.5.2023, της απαντητικής γραπτής αγόρευσης του αιτητή μέχρι τις 9.6.2023 και όρισε την υπόθεση για διευκρινίσεις στις 10.10.2023. Όπως σημειώνεται από υπάλληλο του πρωτοκολλητείου επί του εν λόγω πρακτικού, ενημερώθηκε η δικηγόρος του αιτητή στις 10.5.2023 ως επίσης ο ίδιος ο αιτητής στο κινητό του τηλέφωνο και κάποιο άλλο πρόσωπο Α. Σ. επίσης στο κινητό του τηλέφωνο.
Με νέο πρακτικό ημερομηνίας 6.10.2023 το Δικαστήριο έδωσε νέες οδηγίες για την καταχώρηση της γραπτής αγόρευσης του αιτητή μέχρι τις 6.11.2023 επισημαίνοντας ότι σε περίπτωση μη τήρησης των οδηγιών η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη. Η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες στις 8.11.2023. Το πρακτικό αυτό αποστάλθηκε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη δικηγόρο του αιτητή.
Στη δικάσιμο ημερομηνίας 8.11.2023 η προσφυγή απορρίφθηκε κατόπιν αιτήματος που υπέβαλαν οι καθ’ ων η αίτηση το οποίο κρίθηκε αιτιολογημένο:
«Δικαστήριο: Η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 17/2/2020. Ακολούθησε η υποβολή ένστασης από τους καθ’ ων η αίτηση και μετά η υπόθεση ορίστηκε στις 10/10/2023 για διευκρινίσεις, αφού είχαν δοθεί οδηγίες για γραπτές αγορεύσεις. Στην ως άνω δικάσιμο δεν εμφανίστηκε κανείς εκ μέρους του αιτητή, ως επίσης δεν καταχωρήθηκε η γραπτή του αγόρευση. Όπως μπορώ να διαπιστώσω από τον φάκελο του Δικαστηρίου, η ενημέρωση έγινε δεόντως από το Πρωτοκολλητείο και εν πάση περιπτώσει είχε οριστεί ξανά με πρακτικό του Δικαστηρίου σήμερα η υπόθεση ξανά, με οδηγίες για γραπτή αγόρευση του αιτητή. Και πάλι ενημερώθηκε δεόντως ο αιτητής και η συνήγορος του χωρίς να υπάρξει εμφάνιση σήμερα ούτε καταχώρηση γραπτής αγόρευσης.
Επομένως, θεωρώ το αίτημα για απόρριψη εύλογο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με €500 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.»
Οι καθ’ ων η αίτηση στην ένσταση που καταχώρησαν στην υπό κρίση αίτηση περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων λόγων ένστασης, τον λόγο ένστασης (ε) με τον οποίο εισηγούνται ότι η νομική βάση της αίτησης είναι εσφαλμένη. Η νομική βάση της υπό κρίση αίτησης ως καταγράφεται στην ίδια την αίτηση είναι το Άρθρο 30.3(β) του Συντάγματος, το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος, οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.26 θ.14 και Δ.48 θθ. 1-9, η ισχύουσα επί του θέματος νομολογία και οι συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου.
Τα ακόλουθα από την απόφαση Σταυρινάκης ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 40 της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι απόλυτα διαφωτιστικά ως προς το νομικό πλαίσιο τέτοιων αιτήσεων και τις εξουσίες του Δικαστηρίου:
«Έπειτα είναι το θέµα της νοµικής βάσης της αίτησης, η οποία αναφέρεται ότι «βασίζεται […] επί των Θεσµών της Πολιτικής ∆ικονοµίας ∆. 26, θ.24 33 θ.1 και ∆. 48 θ.9 και ∆. 57 των ΄Αρθρων 30 και 35 του Συντάγµατος αλλά και των Γενικών Εξουσιών του ∆ικαστηρίου και της Νοµολογίας». […] Σε σχέση µε τους Θεσµούς Πολιτικής ∆ικονοµίας, […] η ∆.26 αφορά «Default of Pleading», µε ιδιαίτερα ενδιαφέροντα το θ. 14 ο οποίος αφορά επαναφορά σε περίπτωση απόφασης ερήµην, […] και η ∆.48 θ.9 αφορά το διαδικαστικό αίτησης. Σε σχέση τέλος µε το Σύνταγµα, το Άρθρο 30 αφορά γενικά το δικαίωµα προσφυγής στο δικαστήριο […]. Η περαιτέρω αναφορά είναι στις «Γενικές Εξουσίες» του ∆ικαστηρίου και στη «Νοµολογία».
Το πρώτο το οποίο θα πρέπει να παρατηρήσουµε είναι ότι δεν υπάρχει συγκεκριµένο νοµικό πλαίσιο για την αίτηση που έχουµε ενώπιον µας. Ουδείς των Κανονισµών του 1962 προβλέπει ως προς την επαναφορά απορριφθείσας αίτησης και δη αποσυρθείσας. Εφαρµοζοµένων δε, δυνάµει του Κανονισµού 18 και τηρουµένων των αναλογιών, των Θεσµών Πολιτικής ∆ικονοµίας, ούτε αυτοί βοηθούν. Τούτο διεπιστώθη και από τον Ναθαναήλ, ∆, στην υπόθεση El Aassy v. Δηµοκρατίας, υπόθ. αρ. 1252/2010, 17.5.2011, στην οποία έγινε αναφορά και στην απόφαση του Αρτεµίδη, ∆. (ως ήτο τότε) στην υπόθεση Μαύρου ν. Δηµοκρατίας (1997) 4 Α.Α.∆. 3020. Όπως παρετηρήθη δε περαιτέρω, ούτε η ∆. 26 θ. 14 (στη ∆. 26 γενικά βασίζεται και η ενώπιον µας Αίτηση), είναι σχετική αφού αναφέρεται στην περίπτωση απόφασης εκδοθείσας κατόπιν παραλείψεως (ερήµην). Στην υπόθεση Μαύρου ν. Δηµοκρατίας, ο Αρτεµίδης, ∆., (ως ήτο τότε), παρέπεµψε στο ∆αγτόγλου, «∆ιοικητικό ∆ικονοµικό ∆ίκαιο» (σ. 302) ότι:
«Κάθε διοικητική δίκη ενώπιον οποιουδήποτε διοικητικού δικαστηρίου καταργείται µε την παραίτηση του προσφεύγοντος από το δικόγραφο του ένδικου βοηθήµατος, χωρίς να απαιτείται συναίνεση του άλλου διαδίκου. … … … … … Η παραίτηση, που είναι ισχυρή µόνο αν δεν περιέχει όρους ή αιρέσεις, δεν µπορεί να ανακληθεί.»
Και ιδιαιτέρως στο Τσάτσο «Αίτηση Ακυρώσεως» (σ. 368), όπως υιοθετήθηκε από την Πλήρη Ολοµέλεια στην υπόθεση The President of the Republic v. Louca (1984) 3(A) C.L.R. 241:
«Το δικαίωµα της παραιτήσεως από της υποβληθείσης αιτήσεως ακυρώσεως δεν έχει θεσπισθή δια του νόµου. ∆οθέντος όµως, ότι απαιτείται η παρουσία συµφέροντος ως προϋπόθεσις της παραδοχής της αιτήσεως ακυρώσεως, δέον να γίνη δεκτόν ότι, αφ’ ης στιγµής ο αιτούµενος την ακύρωσιν δηλώσει, ότι δεν έχει συµφέρον να εκδικασθή η αίτησις αυτού, δεν υφίσταται πλέον η τυπική αύτη προϋπόθεσις, καθ όσον ο µη στερούµενος της ικανότητας της επί δικαστηρίου παραστάσεως είναι ο αρµοδιώτερος de juris e de jure κριτής του ιδίου συµφέροντος. τούτου ένεκεν η παραίτησις από του ασκηθέντος ενδίκου µέσου της αιτήσεως ακυρώσεως είναι δεκτή.»
Κατέληξε ως εκ τούτου (σ. 3023) ότι:
«Είναι εποµένως η άποψή µου, σύµφωνα µε τα πιο πάνω, πως όταν ο αιτητής παραιτείται του δικαιώµατος προώθησης της προσφυγής του, αυτή δεν επαναφέρεται.»
Εν τούτοις, και παρά τη διαπίστωση έλλειψης δικονοµικού πλαισίου επαναφοράς αποσυρθείσας προσφυγής, το ∆ικαστήριο επέτρεψε την επαναφορά στη βάση ότι δεν υπήρξε πραγµατική πρόθεση απόσυρσης αφού η πρόθεση απόσυρσης αφορούσε άλλη προσφυγή και η απόσυρση της εν λόγω προσφυγής οφείλετο στο λάθος του δικηγόρου ο οποίος τις εσύγχισε και ο οποίος έτσι δεν είχε καν οδηγίες να την αποσύρει.
Στην υπόθεση El Aassy έγινε παραποµπή στην υπόθεση Matanes v. Δηµοκρατίας, υπόθ. αρ. 540/2012, ηµερ. 30.11.2012 στην οποία µας παρέπεµψε και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή. Αυτή η υπόθεση αφορούσε όµως Αίτηση για επαναφορά προσφυγής απορριφθείσας λόγω µη προώθησης της. Παρατηρώντας ότι σε τέτοια περίπτωση εφαρµόζονται κατ’ αναλογία οι
Κανονισµού 18, ετονίσθη από τον Ναθαναήλ, ∆., ότι είναι πάντοτε µε αυστηρότητα που θα πρέπει να αντιµετωπίζεται Αίτηση για επαναφορά απορριφθείσας αίτησης ενόψει ιδιαιτέρως της συνταγµατικής προθεσµίας, που δεν µπορεί να επεκταθεί, των 75 ηµερών. Όπως ελέγχθη (σ. 10):
«Η απόρριψη της θέτει τέρµα στην ίδια την ύπαρξη της, οπότε η αναβίωση της, µέσω επαναφοράς, ανατρέπει την ανατρεπτική αυτή προθεσµία εφόσον δίδει νέα ευκαιρία στο δικοιούµενο να προωθήσει την αίτηση ακύρωσης.»
Αίτηση για επαναφορά απορριφθείσας Αίτησης λόγω µη προώθησης της αφορούσε και η απόφαση του Νικολάου, ∆., στην υπόθεση Καρακάννα ν. ΕΔΥ (2000) 4 Α.Α.Δ. 627 στην οποία παραπέµπει και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Αιτητή. Ο Νικολάου, ∆., παρέπεµψε στην υπόθεση Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262, όπου ο Τριανταφυλλίδης, Π., επέτρεψε την επαναφορά προσφυγής απορριφθείσας λόγω µη προώθησης της λέγοντας (σ. 1267):
«I have no doubt that I have inherent judisdiction to reinstate this case in the present circumstances and, in any event, I possess competence under both rule 19 of the Supreme Constitutional Court Rules of Court and rule 14 of Order 26 of the Civil Procedure Rules, to the extent to which it is applicable to a case of the present nature.»
H Tsingi v. Republic επεδοκιµάσθη από την Πλήρη Ολοµέλεια στην υπόθεση Rousos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 119. Επαναφορά προσφυγής απορριφθείσας λόγω µη προώθησης της αφορούσε και η απόφαση της Πλήρους Ολοµέλειας στην υπόθεση Σωµατείο Μεταφ. ΣΕΚ κ.ά. ν. Δηµοκρατίας, ανωτέρω.
Το κριτήριο που προκύπτει ότι εφαρµόζεται σε περιπτώσεις επαναφοράς Αίτησης απορριφθείσας λόγω µη προώθησης της είναι κατά πόσον υπήρξε, επί του όλου ιστορικού, πραγµατική πρόθεση εγκατάλειψης της προσφυγής και µε σχετικό παράγοντα το εύλογο του χρόνου αντίδρασης στην απόρριψη.
Κοινό κριτήριο στις περιπτώσεις απόσυρσης και στις περιπτώσεις απόρριψης λόγω µη προώθησης φαίνεται να είναι η πραγµατικότητα της πρόθεσης εγκατάλειψης της προσφυγής. Το κριτήριο όµως έχει διαφορετικές παραµέτρους σε κάθε περίπτωση.
Οι παράµετροι που αφορούν περιπτώσεις απόρριψης λόγω µη προώθησης συναρτώνται πρωτίστως προς τη διαπίστωση της πρόθεσης µη εγκατάλειψης µε αναφορά στις συνθήκες της µη προώθησης και το όλο ιστορικό της υπόθεσης, ώστε να µπορέσει να συναχθεί, αντικειµενικώς, το ζητούµενο, καθ’ όσον δεν υπήρξε θετική έκφραση της πρόθεσης εγκατάλειψης παρά µόνο παράλειψη προώθησης.»
Η εξουσία που ζητείται από το Δικαστήριο να ασκήσει ρυθμίζεται από το Μέρος 14 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023. Επειδή, όμως, σύμφωνα με τις μεταβατικές διατάξεις των Κανονισμών και συγκεκριμένα τον Κανονισμό 60.1(2) «Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες, στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η Σεπτεμβρίου 2023» και εφόσον η υπό κρίση διαδικασία εκκίνησε το 2020, εφαρμογής τυγχάνουν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας που ίσχυαν πριν τους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023.
Εν πάση περιπτώσει, όπως αποφασίστηκε στην Tsingi v. Republic (1984) 3 C.L.R. 1262 η εξουσία δίδεται στο Δικαστήριο και από τον Κανονισμό 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) 3/1962.
Όπως, λοιπόν, αποφασίστηκε στη Σταυρινάκης το Δικαστήριο σε αίτηση επαναφοράς υπόθεσης που απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης εξετάζει κατά πόσο από τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση προκύπτει ή μη πρόθεση εγκατάλειψης.
Αξιολογώντας τη μαρτυρία του αιτητή ως αυτή διατυπώνεται μέσω της ένορκης του δήλωσης διαπιστώνεται ότι ο αιτητής εφόσον διόρισε δικηγόρο να τον εκπροσωπεί εύλογα ανέμενε ότι η υπόθεσή του θα τύγχανε επαγγελματικού χειρισμού. Τα περιστατικά γύρω από τη δικηγόρο που διόρισε και την εξέλιξη με την άδεια άσκησης επαγγέλματος που αυτή κατείχε, δεν είναι γεγονότα που θα μπορούσε εύκολα ή από μόνος του ο αιτητής να διαπιστώσει. Επιπρόσθετα, όταν εντόπισε κενό στην ενημέρωση που (δεν) λάμβανε από τη δικηγόρο επέμενε να τύχει ενημέρωσης χωρίς, βέβαια, να υποψιάζεται ότι η δικηγόρος δεν ασκούσε πλέον το επάγγελμά της. Εντούτοις, εφόσον ενημερώθηκε πλέον για τα νέα δεδομένα που φαίνεται να τοποθετείται χρονικά στις 11.10.2023, βασίστηκε στα λεγόμενα και τις διαβεβαιώσεις υπαλλήλου της δικηγόρου. Έπρεπε να ήταν πλέον ξεκάθαρο στον αιτητή από την μέχρι τότε συμπεριφορά και χειρισμό της δικηγόρου και των υπαλλήλων αυτής ότι δεν μπορούσε να τους εμπιστευτεί και όφειλε να ασκήσει τη δέουσα επιμέλεια για την υπόθεσή του παρά να αρκεστεί σε προφορικές διαβεβαιώσεις υπαλλήλου προσώπου που δεν είχε πλέον άδεια να ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα. Ούτε πριν τις 8.11.2023 που ήταν η υπόθεση του αιτητή ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου – ημερομηνία που γνώριζε ο αιτητής – επεδίωξε να ενημερωθεί για την εκπροσώπησή του και ποιος δικηγόρος θα αναλάμβανε τελικά τον χειρισμό της. Οι απόπειρες του αιτητή να ενημερωθεί μετά τις 8.11.2023 ξανά από το πρόσωπο που δεν είχε άδεια να τους εκπροσωπεί και το γνώριζαν, ήταν ως αναμενόταν ατυχείς και μάταιες και η απόφασή του αιτητή να αποταθεί πλέον στο ίδιο το Δικαστήριο για ενημέρωση τον Μάιο του 2024, έξι μήνες μετά την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεσή του, έγινε αδικαιολόγητα καθυστερημένα όπως αδικαιολόγητα καθυστερημένα υποβλήθηκε η υπό κρίση αίτηση.
Στη βάση των πιο πάνω καταλήγω ότι ο αιτητής με τις πράξεις του δεν επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια για την προώθηση της δικής του υπόθεσης και συνεπώς η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή ως αυτά θα υπολογιστούν από τον πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο