Ν. Φ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 469/2021, 10/1/2025
print
Τίτλος:
Ν. Φ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 469/2021, 10/1/2025

 

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                        

(Υπόθεση Αρ. 469/2021)

10 Ιανουαρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                             Ν. Φ.

                                                                             Αιτητής

                                                ΚΑΙ

 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

2.   ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

3.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

 

Ρ. Πασιουρτίδου (κα), μαζί με Κ. Αμβροσίου (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης και Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Μ. Δρυμιώτου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση να καταβάλουν σε αυτόν, ως πτητικό επίδομα για την περίοδο Ιουλίου 2020 έως και Δεκεμβρίου 2020, το ποσό των €1.593, ήτοι ποσοστό 65% επί του καθορισθέντος, για τους Ιπτάμενους Αξιωματικούς, πτητικού επιδόματος. Ο αιτητής έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης πράξης δια της κατάστασης μισθοδοσίας του για τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2021.

 

Ο αιτητής διορίστηκε στον Στρατό της Δημοκρατίας στις 2.9.2000 με τον βαθμό του Σμηνία (Λοχία) μετά την αποφοίτησή του από την Σχολή Τεχνικών Υπαξιωματικών Αεροπορίας. Την 1.1.2008 προήχθη στον βαθμό του Επισμηνία και στις 16.7.2020 στον βαθμό του Αρχισμηνία. Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, υπηρετούσε στην 460η Μονάδα Έρευνας και Διάσωσης. Όπως δε προκύπτει από τα ενώιον μου τεθέντα έγγραφα, το αίτημα του αιτητή να του καταβληθεί πτητικό επίδομα σε ποσοστό 100% αντί σε ποσοστό 65% είχε διατυπωθεί και στο παρελθόν, αρχικά μέσω επιστολής της δικηγόρου του προς τους καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 22.10.2019. Μάλιστα, δια της εν λόγω επιστολής, ο αιτητής αιτήθηκε την αναδρομική καταβολή της διαφοράς των ποσών, που προέκυπτε από το μειωμένο ποσοστό καταβολής από το έτος που είχε αρχίσει η εφαρμογή καταβολής του πτητικού επιδόματος, ήτοι από το έτος 2010. Ειδικότερα, η δικηγόρος του αιτητή, με αναφορά στις διατάξεις των περί Στρατού της Δημοκρατίας (Πτητική Καταλληλότητα και Πτητικό Επίδομα Ιπτάμενου Προσωπικού) Κανονισμών του 2013 (Κ.Δ.Π. 202/2013 και 358/2014), ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»), εξέφρασε δια της προαναφερθείσας επιστολής της, την άποψη ότι η καταβολή στον αιτητή του πτητικού επιδόματος σε ποσοστό 65% του επιδόματος που λαμβάνουν οι Ιπτάμενοι Αξιωματικοί, συνιστούσε διάκριση που παραβιάζει την αρχή της ισότητας, την οποία κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθότι η συγκεκριμένη διαφοροποίηση ήταν αυθαίρετη και αδικαιολόγητη.

 

Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ της δικηγόρου του αιτητή και των καθ’ ων η αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας οι καθ’ ων ενημέρωναν την πλευρά του αιτητή ότι το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής «εξακολουθεί να βρίσκεται στο στάδιο της εξέτασης, στο πλαίσιο της γενικής μελέτης της πολιτικής που διέπει όλα τα επιδόματα κινδύνου που λαμβάνουν τα μέλη του Στρατού της Δημοκρατίας».

 

Τελικά, η θέση των καθ’ ων η αίτηση επί του ζητήματος εστάλη στη δικηγόρο του αιτητή δι’ επιστολής του Υπουργείου Άμυνας, ημερομηνίας 17.11.2020, στην οποία αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

 

«[.] το ποσοστό πτητικού επιδόματος που δικαιούται ο πελάτης σας [ενν. ο αιτητής] καθορίζεται από τους περί Στρατού της Δημοκρατίας (Πτητική Καταλληλότητα και Πτητικό Επίδομα Ιπτάμενου Προσωπικού) Κανονισμούς του 2013 και 2014 (Κ.Δ.Π. 202/2013 και 358/2014) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει απόφαση του κ. Υπουργού, η αύξηση τον επιδόματος στον πελάτη σας καθόσον αποτελούν νόμιμο πλαίσιο διοικητικής δράσης του Υπουργείου Άμυνας, σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμων του 1999 έως 2020.

 

3. Μια ενδεχόμενη αλλαγή στο ποσοστό του επιδόματος είναι αντικείμενο μιας γενικότερης αναθεώρησης από το Υπουργείο Άμυνας, της πολιτικής που διέπει τα επιδόματα κινδύνου, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη.».

 

Στις 11.5.2021, μετά που έλαβε την κατάσταση μισθοδοσίας του για το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2021, ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα προσφυγή.

 

Ένας είναι ο λόγος ακύρωσης που προωθείται από την πλευρά του αιτητή: κατά τον σχετικό ισχυρισμό, η επιφύλαξη της παραγράφου (2) του Κανονισμού 17 των Κανονισμών, βάσει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, είναι αντισυνταγματική, καθότι δεν συνάδει με το Άρθρο 28 του Συντάγματος και παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Η δε, προβλεπόμενη δια των εν λόγω Κανονισμών, διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του πληρώματος αέρος, σύμφωνα με την οποία, στους διασώστες και στους χειριστές βαρούλκου, καταβάλλεται μειωμένο επίδομα, ήτοι 65% αυτού που καταβάλλεται στους Ιπτάμενους Αξιωματικούς, ουδόλως μπορεί να χαρακτηριστεί εύλογη, δεδομένου ότι, αφετηρία για την καταβολή του επίδικου επιδόματος, συνιστά ο παράγων κίνδυνος, τον οποίο διατρέχουν όλα ανεξαίρετα τα μέλη του πληρώματος αέρος. 

 

Θα πρέπει εξ αρχής να τονιστεί, όπως υπέδειξε και η κα Πασιουρτίδου δια της συμπληρωματικής γραπτής αγόρευσής της, ότι πράγματι, οι Κανονισμοί έχουν καταργηθεί με τους περί Στρατού της Δημοκρατίας (Επιδόματα Επικίνδυνης Αποστολής Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας και Άλλα Συναφή Θέματα) Κανονισμούς του 2024 (Κ.Δ.Π. 266/2024), οι οποίοι δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26.7.2024. Ειδικότερα, στον Κανονισμό 35 των νέων Κανονισμών, προβλέπεται ρητά ότι, με την έναρξη της ισχύος τους, καταργούνται, μεταξύ άλλων, και οι περί Στρατού της Δημοκρατίας (Πτητική Καταλληλότητα και Πτητικό Επίδομα Ιπτάμενου Προσωπικού) Κανονισμοί. Βεβαίως, η εν λόγω κατάργηση δεν επηρεάζει το δικαίωμα του αιτητή να ζητεί την κήρυξη της προαναφερθείσας διάταξης των Κανονισμών, βάσει της οποίας λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση και του καταβλήθηκε μειωμένο επίδομα, ως αντισυνταγματικής. Εξάλλου, ούτε και προβλήθηκε, ορθώς, ένας τέτοιος ισχυρισμός από τους καθ’ ων η αίτηση. Σε περίπτωση δε που η συγκεκριμένη διάταξη κριθεί ως αντισυνταγματική, ο αιτητής θα δικαιούται στη λήψη του πτητικού επιδόματος κατά τον ίδιο τρόπο που είχε καταβληθεί, κατά τον ουσιώδη χρόνο, και στους Ιπτάμενους Αξιωματικούς.

 

Η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τον ισχυρισμό περί αντισυνταγματικότητας, κυρίως δια του δικογράφου της ενστάσεως, υποβάλλει ότι δεν μπορεί να τίθεται ούτε ζήτημα αντισυνταγματικότητας, ούτε και ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, αλλ’ αντιθέτως οι διατάξεις των Κανονισμών βρίσκονται σε πλήρη συμβατότητα με το Σύνταγμα και είναι καθόλα εύλογη και/ή αιτιολογημένη η διαφοροποίηση που επήλθε με τους εν λόγω Κανονισμούς, μεταξύ των μελών του πληρώματος αέρος και σύμφωνα με την οποία, στους διασώστες και στους χειριστές βαρούλκου, θα καταβάλλεται μειωμένο επίδομα, ήτοι 65% αυτού που καταβάλλεται στους Ιπτάμενους Αξιωματικούς. Κατά την κα Δρυμιώτου, για τη διαμόρφωση της επίδικης κανονιστικής διάταξης, λήφθηκε υπόψη και ο κίνδυνος που διατρέχουν όσοι εκτελούν τα καθήκοντα του διασώστη, ωστόσο δεν είναι δυνατή η εξομοίωση των διασωστών με τους Ιπτάμενους Αξιωματικούς, ήτοι τους χειριστές των ελικοπτέρων, των οποίων τα καθήκοντα είναι διαφορετικά κατά τη διάρκεια της εκάστοτε πτήσης: οι χειριστές (πιλότοι) του ελικοπτέρου έχουν την αποκλειστική ευθύνη για το σχεδιασμό, τον συντονισμό και την ολοκλήρωση της εκάστοτε αποστολής με επιτυχία, παρέχοντας οδηγίες στο υπόλοιπο επιβαίνον προσωπικό, συμπεριλαμβανομένων και των διασωστών. Επιπρόσθετα, φέρουν την ευθύνη για τον ορθό και επιτυχή τρόπο προσέγγισης, προκειμένου να καταστεί εφικτή πιθανή αποστολή διάσωσης.

Περαιτέρω, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υφίσταται και ζήτημα διαφορετικής εκπαίδευσης, αφού οι μεν Ιπτάμενοι Αξιωματικοί αποφοιτούν από τη Στρατιωτική Σχολή Ικάρων (Ανώτατο Στρατιωτικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα τετραετούς φοίτησης), οι δε διασώστες είναι Υπαξιωματικοί απόφοιτοι Ανώτερων Στρατιωτικών Σχολών Υπαξιωματικών, στις οποίες έλαβαν εντελώς ανεξάρτητη εκπαίδευση από αυτήν που απαιτείται για την ενάσκηση των καθηκόντων του διασώστη. Για την ενάσκηση δε των εν λόγω καθηκόντων, οι διασώστες τυγχάνουν πρόσθετης σύντομης εκπαίδευσης, η οποία είναι δυνατόν να παρασχεθεί σε οποιοδήποτε μέλος του Στρατού το επιθυμεί. Μάλιστα, επισημαίνει η κα Δρυμιώτου, ακριβώς για τους πιο πάνω λόγους εκτέλεσης διαφορετικών καθηκόντων κατά τη διάρκεια της πτήσης, παρέχεται διαφορετικό επίδομα και σε άλλες κατηγορίες του επιβαίνοντος προσωπικού, ενώ αυτή η πρακτική, ήτοι της καταβολής διαφορετικού επιδόματος αναλόγως των προσόντων και καθηκόντων, «είναι διεθνής και ακολουθείται και από άλλους Στρατούς».

 

Τονίζει παράλληλα η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ότι το ποσοστό επιδόματος (65%) που δικαιούται ο αιτητής, ως ανήκων στην κατηγορία των διασωστών, καθορίζεται ρητά στους Κανονισμούς και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να αποτελέσει απόφαση του Υπουργού Άμυνας ή/και οποιουδήποτε άλλου αρμόδιου διοικητικού οργάνου, η αύξηση του ποσοστού και καταβολή του 100% του εν λόγω επιδόματος, εφόσον οι εν λόγω Κανονισμοί θεμελιώνουν δέσμια αρμοδιότητα και αποτελούν το νόμιμο πλαίσιο διοικητικής δράσης του Υπουργείου Άμυνας, σύμφωνα και με το άρθρο 8 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), το οποίο ορίζει ότι «Οι δραστηριότητες της διοίκησης προσδιορίζονται και περιορίζονται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο.».

 

Πριν από την εξέταση του προβαλλόμενου λόγου ακύρωσης περί αντισυνταγματικότητας, προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης που ήγειραν, για πρώτη φορά κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, οι καθ’ ων η αίτηση και για την οποία, μετά από οδηγίες του παρόντος Δικαστηρίου, καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν συμπληρωματικές γραπτές αγορεύσεις.

 

Συγκεκριμένα, εγείρεται ισχυρισμός περί έλλειψης της απαιτούμενης νομιμοποίησης του αιτητή να προωθεί την υπό κρίση προσφυγή, κατ’ επίκληση του δόγματος του ανεπίτρεπτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας: ειδικότερα η συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζεται ότι ο αιτητής στερείται έννομου συμφέροντος να προωθεί την παρούσα προσφυγή, επειδή αυτός απαράδεκτα επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει την καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος. Το συγκεκριμένο πτητικό επίδομα, εισηγείται η κα Δρυμιώτου, αποτελεί επωφελή για τον αιτητή ρύθμιση, εφόσον τέτοια ρύθμιση δεν υπήρχε κατά τον χρόνο εισδοχής του αιτητή στο Σώμα, αλλά προβλέφθηκε, όσον αφορά την ομάδα των διασωστών στην οποία ανήκει ο αιτητής, για πρώτη φορά με τους Κανονισμούς και δη την K.Δ.Π. 202/2013. Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι τίθεται και ζήτημα σιωπηρής παραίτησης του αιτητή από την ενάσκηση του συγκεκριμένου δικαιώματος, λόγω της αδιαμαρτύρητης, πολύχρονης, αποδοχής και/ή λήψης του υπό αναφορά επιδόματος.

 

Δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, ήτοι τον ισχυρισμό περί σιωπηρής παραίτησης του αιτητή από το δικαίωμα αμφισβήτησης της συγκεκριμένης διαφοροποίησης στο ποσοστό του πτητικού επιδόματος που καταβάλλεται, αφενός, στους διασώστες και στους χειριστές βαρούλκου, και, αφετέρου, στους Ιπτάμενους Αξιωματικούς, λόγω της εκ μέρους του αιτητή πολύχρονης και αδιαμαρτύρητης αποδοχής του εν λόγω επιδόματος, επισημαίνεται ότι αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής και αυτό που αμφισβητείται είναι «[.] η απόφαση και/ή πράξη των καθ’ ων η αίτηση να καταβάλουν στον αιτητή ως Πτητικό Επίδομα για την περίοδο Ιουλίου 2020 έως και Δεκεμβρίου 2020 μόνο το ποσό των €1.593 και/ή να καταβάλουν στον αιτητή Πτητικό Επίδομα σε ποσοστό 65% επί του καθορισθέντος για τους Ιπτάμενους Αξιωματικούς Πτητικού Επιδόματος», της οποίας ο αιτητής έλαβε γνώση με την κατάσταση μισθοδοσίας μηνός Φεβρουαρίου του 2021. Πρόκειται σαφώς για μια αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη που αφορά στη μισθοδοσία του αιτητή και την καταβολή του επίδικου επιδόματος για την πιο πάνω χρονική περίοδο και η οποία σαφώς και επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντά του. Εξάλλου, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι κάθε μηνιαία αποκοπή που κοινοποιείται δια της κατάστασης μισθοδοσίας ενός υπαλλήλου, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη (Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 1480/2011κ.α. ημερ. 11.6.2014), δίδει δικαίωμα σε προσφυγή και δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα απώλειας εννόμου συμφέροντος, εφόσον η αποδοχή της μειωμένης σύνταξης και του μισθού, δεν συνιστά απεμπόληση του δικαιώματος προσφυγής. Κατ’ ανάλογη εφαρμογή, ούτε και η αποδοχή του μειωμένου επιδόματος μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια του δικαιώματος προσφυγής εκ μέρους του διοικούμενου. Αναφορά μπορεί να γίνει στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αυγουστή κ.α., ΕΔΔ 177/18 κ.α., ημερ. 10.4.2020, η οποία αφορούσε σε αποκοπές από τη μισθοδοσία και τις συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων. Λέχθηκαν συναφώς τα εξής (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

Οι προδικαστικές ενστάσεις που ήγειραν οι εφεσείοντες, στην E.Δ.Δ. 77/19 και στην E.Δ.Δ. 177/18, θεωρούμε ότι είναι αβάσιμες, εξ’ ου και εξετάσαμε τις θέσεις τους επί της ουσίας. Ως προς το εκπρόθεσμο των προσφυγών, κρίνουμε ότι κάθε μηνιαία αποκοπή δίνει δικαίωμα σε προσφυγή και επομένως δεν τίθεται θέμα εκπροθέσμου (Δέστε απόφαση ΣτΕ 668/12 (ανωτέρω) και Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή 441/2014, ημερ. 12.11.2018). Όσον αφορά στην, κατ’ ισχυρισμό, απώλεια του εννόμου συμφέροντος, θεωρούμε ότι η αποδοχή της μειωμένης σύνταξης και του μισθού, δεν συνιστά απεμπόληση τον δικαιώματος προσφυγής, εφόσον οι δικαιούχοι δεν είχαν υποχρέωση απόρριψης των συντάξεων και των μισθών τους, με όλες τις οικονομικές συνέπειες που αυτό θα είχε, για να διατηρήσουν τα έννομα δικαιώματα τούς (Δέστε Κουσελίνης ν. Κεντρική Τράπεζα Κύπρου, Προσφυγή 1551/11, ημερ. 15.9.2015).».

 

Περαιτέρω, στην Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 A.A.Δ. 44, με αναφορά και στο σύγγραμμα της Γλυκερίας Σιούτη «Το έννομο συμφέρον στην Αίτηση ακυρώσεως», τονίστηκε ότι η αποδοχή των συνταξιοδοτικών και άλλων ωφελημάτων από έναν αιτητή, δικαιολογείται στη βάση νόμιμης υποχρέωσης και ότι «[.] Η αποδοχή δεν συνεπάγεται την έκλειψη του εννόμου συμφέροντος, εάν ο αιτών προέβη σε αυτήν στο πλαίσιο των νόμιμων υποχρεώσεων του». Συναφώς, και στην Κουσελίνη, ανωτέρω, εξετάστηκε παρόμοιος ισχυρισμός και η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επεσήμανε τα εξής (η έμφαση έχει προστεθεί):

«Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση η καθ' ης θεωρεί ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλουν τις επίδικες αποφάσεις, αφού αποδέχθηκαν τις επιμέρους αποκοπές των μισθών τους χωρίς επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους. H αποδοχή, ως λόγος άρσης τον εννόμου συμφέροντος, θα πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη αλλά και ελεύθερη. Στο βαθμό που οι αιτητές λαμβάνουν μηνιαίως το μισθό τους που ενσωμάτωσε τις επίδικες αποκοπές, η μη αποδοχή τους διά της απόρριψης του μισθού τους θα συνεπαγόταν άμεσες συνέπειες για αυτούς και σαφώς δεν τεκμηριώνεται ως ελεύθερη.».

 

Σταθερή επί του υπό συζήτηση θέματος είναι και η νομολογιακή προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο έχει κατ’ επανάληψη επισημάνει ότι, με δεδομένο πως κάθε μηνιαία εφαρμογή, στο πρόσωπο αιτητή, νομοθεσίας, η οποία επηρεάζει αρνητικά τις μηνιαίες απολαβές του, είναι εκτελεστή, ο αιτητής δεν στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει αυτήν και δεν αποστερείται του εννόμου συμφέροντός του, ούτε και έχει απεμπολήσει αυτό, λόγω της μη προσβολής της πρώτης εφαρμογής του νόμου ή μη προσβολής της εφαρμογής του για προηγούμενους μήνες (Στυλιανού ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου κ.α., Υποθ. Αρ. 5935/2013, ημερ. 10.2.2020, Νικολαΐδη ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α., Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 98/2013 κ.α., ημερ. 29.3.2019, ECLI:CY:AD:2019:C268, Χατζηπαναγιώτη κ.α. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου, Υποθ. Αρ. 6182/2013, ημερ. 28.12.2018).

 

Ως προς το έτερο σκέλος της προδικαστικής ένστασης των καθ’ ων η αίτηση, δια της οποίας προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, κατ’ εφαρμογήν του δόγματος του ανεπίτρεπτου της ταυτόχρονης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, στερείται ο αιτητής της απαιτούμενης νομιμοποίησης, επειδή κατά τον χρόνο διορισμού του αιτητή, δεν προβλεπόταν η καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος κινδύνου, ήτοι του πτητικού επιδόματος, στην κατηγορία των διασωστών, υπενθυμίζεται ότι αντικείμενο της επίδικης διαφοράς είναι η συνταγματικότητα συγκεκριμένης κανονιστικής πρόνοιας και/ή της ρύθμισης, με την οποία επέρχεται διαφοροποίηση ως προς το ύψος του πτητικού επιδόματος, μεταξύ των Ιπτάμενων Αξιωματικών, αφενός, και των διασωστών και χειριστών βαρούλκου, αφετέρου. Δεν αμφισβητείται η ρύθμιση και/ή το νομοθετικό πλαίσιο, δυνάμει του οποίου καταβάλλεται στον αιτητή ένα επίδομα που δεν υφίστατο κατά το χρόνο διορισμού του, ήτοι το πτητικό επίδομα, αλλά η συνταγματικότητα της ειδικότερης ρύθμισης της επιφύλαξης της παραγράφου (2) του Κανονισμού 17 των Κανονισμών, με την οποία εισάγεται διαφοροποίηση ως προς το ύψος του πτητικού επιδόματος που καταβάλλεται στους διασώστες. Το γεγονός ότι κατά το χρόνο διορισμού του αιτητή δεν προβλεπόταν η καταβολή του συγκεκριμένου επιδόματος κινδύνου στους διασώστες, δεν αφαιρεί από τον αιτητή τη δυνατότητα να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα της συγκεκριμένης κανονιστικής ρύθμισης, η οποία, ως προβάλλει η πλευρά του αιτητή, δεν συνιστά οποιαδήποτε επωφελή για τον ίδιο ρύθμιση, αλλ’ αντιθέτως, εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του, περιορίζοντας το ύψος του επιδόματος που ο ίδιος δικαιούται.

 

Ως εκ των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

 

Όπως έχει προαναφερθεί, ο μοναδικός λόγος ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής, έγκειται στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη βάση αντισυνταγματικής κανονιστικής διάταξης και συγκεκριμένα σύμφωνα με την επιφύλαξη της παραγράφου (2) του Κανονισμού 17 των Κανονισμών, η οποία παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας.

 

Η καταβολή του πτητικού επιδόματος στα μέλη του πληρώματος αέρος, προβλέπεται ρητά στους Κανονισμούς. Σύμφωνα με τους περιεχόμενους στον Κανονισμό 2 σχετικούς ορισμούς-

«"Πτητικό Επίδομα"» σημαίνει το επίδομα το οποίο δικαιούται Ιπτάμενος Αξιωματικός ή Μέλος Πληρώματος Αέρος ή Τεχνικός Δοκιμαστικής Πτήσης, λόγω άσκησης καθηκόντων σε πτήση.».

«"Μέλος Πληρώματος Αέρος"» σημαίνει Αξιωματικό ή Υπαξιωματικό ο οποίος έχει εκπαιδευθεί και εξουσιοδοτηθεί ως ιπτάμενος μηχανικός, ως χειριστής ανεμουρίου, ως διασώστης ή ως χειριστής βαρούλκου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο το οποίο, λόγω της ιδιότητας του, κρίνεται απαραίτητο να συμμετέχει για διενέργεια της πτήσης και έχει εξουσιοδοτηθεί προς τούτο από το Διοικητή της Διοικητικής Αεροπορίας.».

 

Στον Κανονισμό 17, προβλέπονται οι δικαιούχοι του εν λόγω επιδόματος, ως ακολούθως:

 

«17(1) Πτητικό Επίδομα δικαιούνται οι Ιπτάμενοι Αξιωματικοί και, από τα Μέλη Πληρώματος Αέρος, οι διασώστες και οι χειριστές βαρούλκου, που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δέκα (10) ώρες πτήσεως μέσα σε Πτητικό Εξάμηνο, καθώς και τα λοιπά Μέλη Πληρώματος Αέρος, πλην των διασωστών και χειριστών βαρούλκού και οι Τεχνικοί Δοκιμαστικών Πτήσεων, που έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον δέκα (10) ώρες πτήσεως μέσα σε Πτητικό Δεκαοκτάμηνο.

(2) Το ύψος του Πτητικού Επιδόματος του Ιπτάμενου Προσωπικού καθορίζεται με απόφαση τον Υπουργικού Συμβουλίου, έπειτα από εισήγηση του Υπουργού Άμυνας και του Υπουργού Οικονομικών και υπόκειται στις εκάστοτε αυξομοιώσεις που θα επέλθουν στον τιμάριθμο μετά τον καθορισμό του».

 

                                      

Στην δε επιφύλαξη της παραγράφου (2) του πιο πάνω Κανονισμού, που συνιστά και την επίμαχη διάταξη, προβλέπονται τα εξής:

 

«Νοείται ότι το Πτητικό Επίδομα των διασωστών και των χειριστών βαρούλκου από τα Μέλη του Πληρώματος Αέρος, συνίσταται σε ποσοστό 65% επί του καθορισθέντος για τους Ιπτάμενους Αξιωματικούς Πτητικού Επιδόματος.».

 

Είναι προφανές ότι δια της αμέσως πιο πάνω διατάξεως, θεσμοθετείται διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του πληρώματος αέρος ως προς τη λήψη του πτητικού επιδόματος, εφόσον προβλέπεται η καταβολή μειωμένου του εν λόγω επιδόματος σε συγκεκριμένα μέλη του πληρώματος αέρος και δη στους διασώστες, όπου ανήκει και ο αιτητής, και στους χειριστές βαρούλκου, σε σχέση με αυτό που καταβάλλεται στους Ιπτάμενους Αξιωματικούς. Το κρίσιμο ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσον αυτή ακριβώς η διαφοροποίηση είναι εύλογη και στηρίζεται σε κριτήρια σχετικά με την υπό ρύθμιση περίπτωση. Κατά την πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα είναι καταφατική, εφόσον τα μέλη του πληρώματος αέρος έχουν διαφορετικά καθήκοντα κατά τη διάρκεια της πτήσης και τυγχάνουν διαφορετικής εκπαίδευσης, καθότι οι Ιπτάμενοι Αξιωματικοί αποφοιτούν από τη Στρατιωτική Σχολή Ικάρων, ενώ οι διασώστες τυγχάνουν «πρόσθετης σύντομης εκπαίδευσης».

 

Κατά πάγια νομολογία, η ισότητα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας, αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων (Mikrommatis v. Republic, 2 R.S.C.C. 125, Παγκύπρια Οργάνωση Πολυτέκνων, διά του Γραμματέα της Γιώργου Μίντη και Άλλη ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, (2004) 4 A.A.Δ. 371). Συνεπώς, το Άρθρο 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση.

 

Εν προκειμένω, αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι το πτητικό επίδομα αποτελεί επίδομα κινδύνου, το οποίο καταβάλλεται στα μέλη του πληρώματος αέρος λόγω των κινδύνων, στους οποίους αυτά εκτίθενται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Ως τέτοιο, εξάλλου, αναγνωρίστηκε ρητά και κατ’ επανάληψη και από το Υπουργείο Άμυνας, στην προαναφερθείσα αλληλογραφία του με την δικηγόρο του αιτητή (βλ. επιστολές που περιέχονται στα παραρτήματα 15, 21 και 28 του δικογράφου της ένστασης). Έχοντας λοιπόν ως αφετηρία τη φύση του εν λόγω επιδόματος, ως επίδομα κινδύνου, ουσιώδες κριτήριο για την όποια διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του πληρώματος αέρος είναι ο κίνδυνος που τα μέλη αυτά διατρέχουν εν ώρα πτήσης: και εν προκειμένω, είναι καθόλα λογικό και εύλογο ότι ο κίνδυνος αυτός αφορά κατά τον ίδιο τρόπο και/ή στον ίδιο βαθμό όλα τα μέλη του πληρώματος αέρος, εφόσον όλα τα μέλη του πληρώματος αέρος εκτίθενται στους κινδύνους που εξυπακούει τόσο η συμμετοχή τους σε τέτοια πτήση, όσο και η κοινή και ταυτόχρονη παρουσία τους στο ίδιο πτητικό μέσο κατά τη διάρκεια της πτήσης. Συνεπώς, οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθενται τα μέλη του πληρώματος αέρος κατά τη συμμετοχή τους στη πτήση και δεδομένου ότι όλα τα μέλη βρίσκονται στο ίδιο πτητικό μέσο, είναι οι ίδιοι για όλα τα μέλη, είτε αυτά είναι Ιπτάμενοι Αξιωματικοί, είτε είναι διασώστες. Πρόκειται εν τέλει για κινδύνο που αφορά και διαμορφώνει μια ομοιογενή ομάδα προσώπων, ήτοι όλα τα μέλη του πληρώματος αέρος, στα οποία περιλαμβάνονται τόσο οι αξιωματικοί όσο και οι υπαξιωματικοί περιλαμβανομένων και των διασωστών, και τα οποία αναντίλεκτα εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά, ήτοι πρόκειται για άτομα τα οποία, για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, εκθέτουν σε κίνδυνο τη ζωή και την σωματική ακεραιότητά τους.

 

Δεν αμφισβητείται ότι κάθε μέλος του πληρώματος αέρος εκτελεί διαφορετικά καθήκοντα κατά τη διάρκεια της πτήσης, ούτε το γεγονός ότι τα διάφορα μέλη του πληρώματος αέρος έχουν διαφορετικά προσόντα και διαφορετική πείρα και εκπαίδευση και ότι αναλόγως αυτών των προσόντων και/ή ή καθηκόντων, μπορεί να παρέχονται διαφορετικού τύπου επιδόματα και διαφορετικές μισθολογικές απολαβές για την εκτέλεση των συγκεκριμένων καθηκόντων που έκαστος αναλαμβάνει. Ωστόσο, αυτό που εδώ ενδιαφέρει, είναι αποκλειστικά η φύση του υπό αναφορά επιδόματος και ο σκοπός του ως επιδόματος κινδύνου, το οποίο γι’ αυτό και μόνον το λόγο καταβάλλεται, ήτοι λόγω του κινδύνου που διατρέχουν οι δικαιούχοι αυτού, και το οποίο δεν συναρτάται με την εκτέλεση διαφόρων καθηκόντων ή ευθυνών αλλά ευθέως με τον κίνδυνο, στον οποίο εκτίθενται τα πρόσωπα αυτά κατά την πτήση.

 

Υπ’ αυτά τα δεδομένα, η πιο πάνω διαφοροποίηση μεταξύ των μελών του πληρώματος αέρος δεν μπορεί να θεωρηθεί εύλογη: μοναδικό κριτήριο και ο λόγος για την καταβολή του πτητικού επιδόματος είναι ο κίνδυνος, στον οποίο, ως ήδη ελέχθη, εκτίθενται κατά τον ίδιο τρόπο όλα ανεξαιρέτως τα μέλη πληρώματος αέρος. Συνεπώς, δεν μπορεί να καθορίζεται το ύψος του συγκεκριμένου επιδόματος με βάση παράγοντες και/ή κριτήρια εξωγενή και/ή άσχετα προς την ίδια τη φύση του εν λόγω επιδόματος, όπως είναι οι σπουδές, οι ευθύνες και/ή η εκπαίδευση των μελών του πληρώματος αέρος. Ωστόσο, με την επίδικη πρόνοια της επιφύλαξης της παραγράφου (2) του Κανονισμού 17 των Κανονισμών, εισάγεται μια αδικαιολόγητη, αυθαίρετη και/ή μη εύλογη διάκριση μεταξύ των εν λόγω μελών ως προς την καταβολή του πτητικού επιδόματος, εφόσον, πράγματι, ως εξάλλου προκύπτει και από τις θέσεις της πλευράς των καθ’ ων η αίτηση, για τον καθορισμό αυτού του επιδόματος, λήφθηκαν υπόψη οι σπουδές, η εκπαίδευση και οι ευθύνες των μελών πληρώματος αέρος, ενώ αγνοήθηκε η ουσιώδης ομοιότητα της υπό ρύθμισης περίπτωσης, ήτοι της καταβολής επιδόματος κινδύνου σε όλα τα μέλη του πληρώματος αέρος, που, ως εκ του περιεχομένου του κριτηρίου, ήτοι του κινδύνου, συνιστούν μια κοινή ομάδα. Λόγω δε ακριβώς αυτής της ουσιώδους ομοιότητας που τείνει στη διαμόρφωση της κοινής ομάδας προσώπων, δεν μπορεί να υφίσταται αντικειμενική και εύλογη δικαιολογία για διαφοροποίηση (Πανίκος Μενελάου Χογλαστός ν. Δημοκρατίας (1993) 4Δ Α.Α.Δ 2945).

 

Ενόψει των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται νόμιμος λόγος για τη διαφορετική μεταχείριση των διασωστών, στους οποίους ανήκει και ο αιτητής, και των χειριστών βαρούλκου, από τους Ιπτάμενους Αξιωματικούς ως προς την καταβολή του πτητικού επιδόματος. Συνεπώς, η διάταξη της επιφύλαξης της παραγράφου (2) του Κανονισμού 17 των Κανονισμών αντίκειται στην αρχή της ισότητας και παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος, εφόσον εισάγει δυσμενή και αδικαιολόγητη διάκριση σε βάρος των διασωστών, επιβάλλοντας την καταβολή σε αυτούς μειωμένου πτητικού επιδόματος κινδύνου για λόγους άσχετους προς τους λόγους για τους οποίους καταβάλλεται το συγκεκριμένο επίδομα.

 

Υπέρ της πιο πάνω προσέγγισης θεωρώ ότι συνηγορεί και το γεγονός  ότι οι Κανονισμοί καταργήθηκαν από τους περί Στρατού της Δημοκρατίας (Επιδόματα Επικίνδυνης Αποστολής Μελών του Στρατού της Δημοκρατίας και Άλλα Συναφή Θέματα) Κανονισμούς του 2024 (Κ.Δ.Π. 266/2024), οι οποίοι δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 26.7.2024. Ειδικότερα, στον Κανονισμό 35 των νέων Κανονισμών, προβλέπεται ρητά ότι, με την έναρξη της ισχύος τους, καταργούνται, μεταξύ άλλων, και οι περί Στρατού της Δημοκρατίας (Πτητική Καταλληλότητα και Πτητικό Επίδομα Ιπτάμενου Προσωπικού) Κανονισμοί, στους οποίους βεβαίως περιλαμβάνεται και η επιφύλαξη της παραγράφου (2) του Κανονισμού 17 των Κανονισμών. Ούτε και εντοπίζεται στους νέους Κανονισμούς (βλ. ιδιαίτερα Κανονισμό 21 όπου ρυθμίζεται το πτητικό επίδομα) διάταξη παρόμοια με αυτήν της επιφύλαξης της παραγράφου (2) του προαναφερθέντος Κανονισμού 17.

 

Ως εκ των πιο πάνω, ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης ευσταθεί. Η επίδικη απόφαση βασίστηκε σε κανονιστική διάταξη που κρίθηκε ανωτέρω αντισυνταγματική, εφόσον αυτή αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος.

 

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2000 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο