F. S. B. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 487/2024, 31/1/2025
print
Τίτλος:
F. S. B. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 487/2024, 31/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 487/2024(i)

31 Ιανουαρίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

F. S. B.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1.

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

2.

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Α. Ε. Ανδρέου και Ι. Νεάρχου (κα), για τον αιτητή.

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Ο αιτητής, υπήκοος Ρουμανίας και γεννηθείς το 1987, εισήλθε στην Κυπριακή Δημοκρατία σε άγνωστο χρόνο και στις 30.09.2020 εξασφάλισε βεβαίωση εγγραφής ως Ευρωπαίος πολίτης.  Στις 28.01.2021 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού σε ποινή φυλάκισης 3,5 ετών για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων, κατά παράβαση των σχετικών προνοιών του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου (Ν. 60(I)/2014).

 

Στις 04.03.2024, η Διευθύντρια Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής η Διευθύντρια) έκρινε, δυνάμει του άρθρου 29(3)(α) του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου, Ν.7(I)/2007 (εφεξής ο Νόμος), πως ο αιτητής αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της Δημοκρατίας και αποφάσισε για λόγους δημόσιας τάξης και δημόσιας ασφάλειας την επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία και την άμεση απέλασή του από αυτήν, εκδίδοντας σχετικό διάταγμα απέλασης, συμφώνως των άρθρων 29(1) και 32(3) του Νόμου και διάταγμα κράτησης αυτού, μέχρι την απέλασή του στη Ρουμανία.  Ο αιτητής πληροφορήθηκε για την απόφαση και την έκδοση των εν λόγω διαταγμάτων με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, 04.03.2024, με την οποία επίσης πληροφορήθηκε πως, μετά την απέλασή του, η επανείσοδος του στη Δημοκρατία απαγορεύεται και ότι, συμφώνως του άρθρου 34 του Νόμου, δύναται να υποβάλει αίτηση για την άρση της εν λόγω απαγόρευσης μετά από μία εύλογη προθεσμία και, σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου, προσκομίζοντας στοιχεία προς απόδειξη ότι υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την απόφαση απαγόρευσης εισόδου.

 

Ως αναφέρεται στα διατάγματα, αυτά εκδόθηκαν αφού λήφθηκαν υπόψη οι πρόνοιες του άρθρου 30 του Νόμου.  Προς αιτιολόγηση δε της απόφαση για την επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του αιτητή στη Δημοκρατία και την έκδοση των διαταγμάτων, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα (Τεκμήριο 1, Ερ. 89):

 

«Οι αρμόδιες αρχές, αφού έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσής σας, έκριναν ότι η προσωπική σας συμπεριφορά αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

 

Λόγω του ότι καταδικαστήκατε για το αδίκημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ενηλίκων προσώπων, οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν ότι η προσωπική σας συμπεριφορά συνιστά πραγματική και ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια».

 

Στις 21.03.2024 ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αιτούμενος τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση ή/και Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 04/03/2024 με την οποίαν αποφασίστηκε όπως για λόγους δημόσιας τάξης και/ή δημόσιας ασφάλειας, η επιβολή περιορισμού στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του Αιτητή στη Δημοκρατία και η απέλαση του από τη Δημοκρατία, στην Ρουμανία, ως νομική συνέπεια της επιβολής ποινής φυλάκισης, λόγο (sic) του ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, δυνάμει των άρθρων 29(3)(α), 30, 32(3), 34 και 35 του του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007 – 2020 (7(1)/2007) - ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α, η οποία του επιδόθηκε προσωπικά στις Κεντρικές Φυλακές, στις 6/3/2024 είναι άκυρη, παράνομη και αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση διατάγματος απέλασης του Αιτητή, ημερομηνίας 04/03/2024, δυνάμει των άρθρων 29(1), (3)(α), 30, 32(3) και 35, του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007 – 2020 (7(1)/2007) και του Άρθρου 188(3)(γ) του Συντάγματος, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β, η οποία επιδόθηκε προσωπικά στον Αιτητή στις Κεντρικές Φυλακές, στις 6/3/2024 είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Γ. Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η έκδοση διατάγματος κράτησης του Αιτητή (μέχρι την απέλασή του), ημερομηνίας 04/03/2024, δυνάμει των άρθρων 29(1), (3)(α), 30 και 35, του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμων του 2007 – 2020 (7(1)/2007) και του Άρθρου 188(3)(γ) του Συντάγματος, ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ, η οποία επιδόθηκε προσωπικά στον Αιτητή στις Κεντρικές Φυλακές, στις 6/3/2024 είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

Δ. Σύντομη εκδίκαση.

 

Ε. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει ορθή και δίκαια υπό τις περιστάσεις το Σεβαστό Δικαστήριο.».

 

Μαζί με την προσφυγή ο αιτητής καταχώρισε και μονομερή αίτηση για αναστολή της εκτέλεσης των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων, η οποία, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, επιδόθηκε στους καθ’ ων η αίτηση. 

 

Η προσφυγή και η αίτηση ορίστηκαν για Οδηγίες στις 28.03.2024, ημερομηνία κατά την οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή πληροφόρησε το Δικαστήριο πως ο αιτητή θα αποφυλακίζετο την επόμενη μέρα και ότι, ως είχε πληροφορηθεί από την Αστυνομία, η απέλασή του ήταν προγραμματισμένη για τις 31.03.2024.  Ως εκ τούτου, ο κ. Ανδρέου δήλωσε στο Δικαστήριο τη σύμφωνη γνώμη του όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την απέλασή του και ζήτησε την άδεια να αποσύρει την ενδιάμεση αίτηση αναστολής, κατόπιν συνεννόησης με την ευπαίδευτη δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση για σύντομη εκδίκαση της προσφυγής.  Προς τούτο δόθηκαν σχετικές οδηγίες για την καταχώριση της Ένστασης και των γραπτών αγορεύσεων των διαδίκων. 

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο αιτητής συγκατατέθηκε και, πράγματι, απελάθηκε στις 31.03.2024, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση ήγειρε με την Ένσταση προδικαστικό ζήτημα παραδεκτού της προσφυγής, εισηγούμενη ότι ο αιτητής δεν έχει πλέον ενεστώς έννομο συμφέρον στην προώθησή της και ότι αυτή κατέστη άνευ αντικειμένου και αλυσιτελής.

 

Απορρίπτοντας την προδικαστική ένσταση, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, στο πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, επεσήμανε καταρχάς πως ο αιτητής δεν έχει εκ του Νόμου δικαίωμα να συγκατατεθεί ή όχι με το διάταγμα απέλασης, το οποία συνιστά διαταγή προς εκτέλεση απευθυνόμενη στον Αρχηγό της Αστυνομίας.  Επεσήμανε, επιπλέον, ότι η ενδιάμεση αίτηση αναστολής αποσύρθηκε κατά την πρώτη δικάσιμο κατόπιν συμφωνίας για ταχεία εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής, την οποία ο αιτητής δεν απέσυρε ώστε να θεωρηθεί ότι απώλεσε το έννομο συμφέρον του.  

 

Ως λόγους ακύρωσης προς αμφισβήτηση της νομιμότητας των προσβαλλομένων διοικητικών πράξεων ο αιτητής προωθεί τους ισχυρισμούς ότι αυτές είναι το αποτέλεσμα ελλιπούς και μη δέουσας έρευνας, ότι λήφθηκαν υπό νομική και πραγματική πλάνη και κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.  Ειδικότερα, είναι η θέση του ότι η Διευθύντρια, πριν καταλήξει στην κρίση ότι αυτός συνιστά ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη Δημοκρατία, παρέλειψε να λάβει υπόψη τη διαγωγή του στο σύνολο της διαμονής του στη Δημοκρατία και στις Κεντρικές Φυλακές και τους δεσμούς του ιδίου και της οικογένειάς του με τη Δημοκρατία.  Επιπρόσθετα, διατείνεται πως οι επίδικες πράξεις πάσχουν, αφενός, λόγω έλλειψης επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας καθότι περιορίζονται στην επανάληψη του λεκτικού του άρθρου 29(3)(α) του Νόμου και αφετέρου λόγω παραβίασης των άρθρων 2, 9, 14, 29, 30, 32 και 35 του Νόμου.  Κατά την εισήγηση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του αιτητή, η απόφαση για απέλαση αυτού συνιστά ανεπίτρεπτη κατά τον Νόμο αυτόματη απέλαση λόγω καταδίκης, χωρίς καμία ενασχόληση με τις προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και στη βάση μη επικαιροποιημένων στοιχείων ως προς αυτές, καθότι αυτό που προκύπτει ότι λήφθηκε υπόψη ήταν τα όσα αναφέρονται σε έκθεση ημερομηνίας 11.04.2022 Λειτουργού των Κοινωνικών Υπηρεσιών που ζητήθηκε και ετοιμάστηκε για τους σκοπούς επιβολής ποινής στον αιτητή από το Επαρχιακό Δικαστήριο στο πλαίσιο της εναντίον του ποινικής υπόθεσης.  

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει τη νομιμότητα των επίδικων διοικητικών πράξεων επαναλαμβάνοντας καταρχάς την εγερθείσα προδικαστική ένσταση.  Ως η κα Χαραλάμπους συγκεκριμένα εισηγείται, με τη ρητή συναίνεσή του να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι να απελαθεί και την οικειοθελή αναχώρησή του από τη Δημοκρατία, η οποία επωμίστηκε το οικονομικό βάρος της επιστροφής του, ο αιτητής αποδέχτηκε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις.  Ως δε η ευπαίδευτη δικηγόρος επισημαίνει, ο αιτητής δεν παρέμεινε υπό κράτηση δυνάμει του επίδικου διατάγματος κράτησης καθότι η ποινή που του επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέπνευσε στις 31.03.2024 και την ίδια ημέρα ο αιτητής απελάθηκε.  Εν πάση δε περιπτώσει, σύμφωνα με επιπρόσθετη επισήμανση της κας Χαραλάμπους, ο αιτητής δεν επικαλείται την ύπαρξη οποιουδήποτε καταλοίπου ζημίας.

 

Ανεξάρτητα από την ανωτέρω προδικαστική ένσταση, ως προς τους λόγους ακύρωσης που ο αιτητής προωθεί, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει πως οι επίδικες πράξεις είναι σύμφωνες με την ισχύουσα νομοθεσία, δεόντως αιτιολογημένες και το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, χωρίς την εμφιλοχώρηση οποιασδήποτε πλάνης, με τη Διοίκηση να έχει ενεργήσει εντός των άκρων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.  Επισημαίνοντας πως τα αδικήματα για τα οποία ο αιτητής καταδικάστηκε εντάσσονται στο άρθρο 83, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ[1], είναι η θέση της κας Χαραλάμπους ότι η κρίση πως ο αιτητής συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και τη δημόσια ασφάλεια που δικαιολογεί την απέλασή του, ήταν εύλογη και αιτιολογημένη.  Όπως δε προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, στα οποία συγκεκριμένα παραπέμπει, η εν λόγω κρίση ήταν επίσης το αποτέλεσμα πλήρους και επαρκούς έρευνας.

 

Στο πλαίσιο της απαντητικής του αγόρευσης ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή επαναλαμβάνει πως η ενδιάμεση αίτηση για έκδοση διατάγματος αναστολής αποσύρθηκε κατόπιν της συμφωνίας των διαδίκων για σύντομη εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής, με αποτέλεσμα τα επίδικα διατάγματα απέλασης και κράτησης να καταστούν άμεσα εκτελεστέα, σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο ο αιτητής σεβάστηκε.  Προς τούτο δε αποσκοπούσε η δήλωση ότι ο αιτητής συναινεί στην απέλασή του, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του για την εκδίκαση της ουσίας της προσφυγής του, ήτοι της αμφισβήτησης της απόφασης για περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στη Δημοκρατία.  Συνεχίζει, όμως, ο κ. Ανδρέου και αναφέρει τα ακόλουθα (με τον τονισμό και την υπογράμμιση να είναι του κειμένου της αγόρευσης):

 

«Με την απέλαση συνεπώς του Αιτητή, αυτό που παρέμεινε προς εκδίκαση είναι το Α΄ Αιτητικό της αίτησης, ήτοι εκκαλούμενη απόφαση για περιορισμό του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του Αιτητή στη Δημοκρατία. Τα αιτητικά Β και Γ έχουν χάσει το αντικείμενό τους.

Παρόλο που ο δικηγόρος του Αιτητή στην γραπτή του αγόρευση δεν απέσυρε τα Αιτητικά Β και Γ, θεωρούμε ότι, είχαν ουσιαστικά αποσυρθεί με τη δήλωση του ότι, συναινεί να απελαθεί στη Ρουμανία, αναμένοντας από εκεί την εκδίκαση της προσφυγής. Σε κάθε περίπτωση ο Αιτητής μέσω του δικηγόρου του, δηλώνει και καθιστά σαφές ότι οι θεραπείες της Αίτησης Ακύρωσης υπό Β και Γ αποσύρονται και θα πρέπει να απορριφθούν από το Δικαστήριο, χωρίς να εξεταστούν.».

 

Η εν λόγω δήλωση εκ μέρους του αιτητή είχε ως αποτέλεσμα κατά την ακρόαση της υπόθεσης η ευπαίδευτη δικηγόρος του καθ’ ων η αίτηση να εγείρει επιπρόσθετη προδικαστική ένσταση, εισηγούμενη πως, ενόψει της ρητής απόσυρσης των αιτητικών (Β) και (Γ) της αιτούμενης με την προσφυγή θεραπείας, δεν παραμένει οτιδήποτε για απόφαση από το Δικαστήριο, καθότι στο διάταγμα απέλασης περιλαμβάνεται και η διαταγή όπως ο αιτητής παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα, αφ’ ης στιγμής το αιτητικό που αφορούσε το διάταγμα απέλασης αποσύρθηκε, το εν λόγω διάταγμα να έχει περιβληθεί με το τεκμήριο της νομιμότητας και η προσφυγή να έχει παραμείνει άνευ αντικειμένου.

 

Εις απάντηση της θέσης της κας Χαραλάμπους, ο κ. Ανδρέου εισηγήθηκε πως το αιτητικό (Α) της προσφυγής, το οποίο απέμεινε μετά τη δήλωσή του, συνιστά από μόνο του διοικητική πράξη, η οποία επιφέρει ζημιογόνες συνέπειες στον αιτητή καθότι η κρίση ότι αυτός συνιστά ενεστώσα απειλή και κίνδυνο, εξακολουθεί να υφίσταται και σε περίπτωση που δεν ακυρωθεί θα επιφέρει στον αιτητή ζημιογόνες συνέπειες, όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.

 

Αξιολογώντας κατά προτεραιότητα τις εγερθείσες προδικαστικές ενστάσεις, οι οποίες άπτονται του παραδεκτού της παρούσας προσφυγής, καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Λαμβάνοντας υπόψη το πλαίσιο στο οποίο έγινε η δήλωση του ευπαιδεύτου δικηγόρου του αιτητή πως αυτός συγκατατίθεται στην απέλασή του και ιδιαίτερα ότι αυτή έγινε στο Δικαστήριο προς το σκοπό επιτάχυνσης της διαδικασίας εκδίκασης της ουσίας της προσφυγής, βάσει της συμφωνίας των διαδίκων να αιτηθούν σύντομα χρονοδιαγράμματα για την καταχώριση των δικογράφων, αλλά και το γεγονός ότι ο αιτητής τελούσε ήδη υπό κράτηση στο πλαίσιο έκτισης της ποινής που του επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο και ως εκ τούτου ευλόγως δεν επιθυμούσε την παράταση του περιορισμού της ελευθερίας του, καταλήγω ότι η συγκατάθεσή του στην απέλαση και η προς τούτο παράταση της κράτησής του δεν δόθηκε λόγω ρητής και ανεπιφύλακτης αποδοχής των προσβαλλομένων με την προσφυγή διοικητικών πράξεων, τη νομιμότητα των οποίων συνέχισε να αμφισβητεί με την προώθηση της προσφυγής του, δηλώνοντας μάλιστα την επιθυμία του αλλά και τον όρο υπό τον οποίο η συγκατάθεσή του δόθηκε, όπως αυτή εκδικαστεί τάχιστα.  Συνακόλουθα, με τη συγκατάθεση δεν απώλεσε, υπό τις περιστάσεις, το έννομο του συμφέρον για προώθηση της προσφυγής.

 

Πλην, όμως, θα πρέπει να εξετασθεί ποιο είναι το αποτέλεσμα της ρητής και ανεπιφύλακτης απόσυρσης των αιτητικών (Β) και (Γ) της προσφυγής και κατά πόσον η εν λόγω απόσυρση καθιστά, πράγματι, την προσφυγή άνευ αντικειμένου, ως η εισήγηση της κας Χαραλάμπους.

 

Νομική βάση της απόφαση για επιβολή περιορισμού στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του αιτητή, ως πολίτη της Ένωσης, είναι το άρθρο 29 του Νόμου, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

29.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης∙

(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

(4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δυο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:

Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.

 

Από το ανωτέρω λεκτικό έχω την άποψη ότι αυτό που συνάγεται είναι πως η κρίση ότι η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, δεν συνιστά διακριτή διοικητική πράξη από την απόφαση για έκδοση εναντίον του διατάγματος απέλασης ώστε να είναι δικονομικώς παραδεκτή η ξεχωριστή προσβολή αυτών με προσφυγή.  Η διαπίστωση πραγματικής, ενεστώσας και επαρκώς σοβαρής απειλής συνιστά το υπόβαθρο της επιβολής περιορισμού στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του αιτητή, η οποία πραγματώθηκε με την έκδοση διατάγματος απέλασης.  Η διαπίστωση, δηλαδή, της απειλής και η έκδοση διατάγματος απέλασης συνιστούν νομικώς αδιαίρετο σύνολο.  Συνακόλουθα, εφόσον η προώθηση της προσφυγής ως προς την αιτούμενη υπό τις παραγράφους (Α) και (Β) θεραπεία δεν θα μπορούσε να οδηγήσει, ακριβώς λόγω του αδιαίρετου της προσβαλλόμενης απόφασης, σε μερική ακύρωση αυτής, δοθέντος ότι η άσκηση της δικαιοδοσίας για εν μέρει ακύρωση διοικητικής πράξης προϋποθέτει πράξη διαχωρίσιμη σε μέρος άκυρο που θα πρέπει να εξαφανιστεί και σε μέρος έγκυρο που θα παραμείνει στον διοικητικό χώρο ως αυτοτελής και αυθύπαρκτη οντότητα (Λαζάρου ν Αρχής Λιμένων Κύπρου (1993) 4 ΑΑΔ 1275), καταλήγω, σε συμφωνία με την ευπαίδευτη δικηγόρο των καθ’ ων η αίτηση, πως η ρητή απόσυρση του αιτητικού (Β) εκ μέρους του αιτητή καθιστά, πλέον, την προσφυγή ως άνευ αντικειμένου.  Ορθώς δε επισημαίνεται από την κα Χαραλάμπους και δεν αμφισβητήθηκε από τον αιτητή ότι το επίδικο διάταγμα κράτησης, στο οποίο αφορούσε το αιτητικό (Γ) της αιτούμενης θεραπείας και ως προς το οποίο εν πάση περιπτώσει η προσφυγή επίσης αποσύρθηκε, κατ’ ουσίαν δεν εκτελέστηκε, ούτε ο αιτητής επικαλείται οποιοδήποτε κατάλοιπο ζημίας από την έκδοση αυτού.

 

Λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη ότι η απαγόρευση επανεισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία ακολουθεί χρονικά και είναι το αποτέλεσμα της εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης, καταλήγω ότι ούτε η απαγόρευση επανεισόδου αποσπάται από την πράξη έκδοσης διατάγματος απέλασης, ώστε να είναι δυνατόν να διαχωρισθεί από αυτό και να αποτελέσει το αντικείμενο διαταγής για μερική ακύρωση, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

Ως εκ των ανωτέρω, καταλήγω πως δεν είναι δικονομικώς παραδεκτή η προώθηση της παρούσας προσφυγής μόνο ως προς την αιτούμενη υπό την παράγραφο (Α) θεραπεία.

 

Ακόμα, όμως, και αν ήθελε θεωρηθεί πως η κρίση ότι η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας και η απόφαση επιβολής της απαγόρευσης επανεισόδου στη Δημοκρατία, συνιστούν διακριτικές διοικητικές πράξεις από την απόφαση για έκδοση εναντίον του αιτητή διαταγμάτων απέλασης και κράτησης, καταλήγω ότι οι διαπιστώσεις της Διοίκησης ήταν εν προκειμένω εύλογες, αιτιολογημένες και το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας.  Τούτο δε κατ’ εφαρμογή του συνόλου των κριθέντων από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην προ μερικών ημερών απόφαση

Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, επί της Έφεσης κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 28/23 κ.α., Αίτηση Αρ. 3/2024, ημερ. 15.1.2025, με την οποία η απόφαση στην ΕΔΔ αρ. 28/23, στην οποία ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή παρέπεμψε κατά την ακρόαση, παραμερίστηκε.

 

Ειδικότερα, από τα ενώπιον μου στοιχεία και τον διοικητικό φάκελο της υπόθεσης, καταλήγω πως η Διοίκηση εν προκειμένω δεν έλαβε τις επίδικες πράξεις ως αυτόματη συνέπεια της καταδίκης του αιτητή, ως ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εισηγείται.  Η Διευθύντρια, ενώπιον της οποίας είχε τεθεί το κατηγορητήριο της ποινικής υπόθεσης που οδήγησε στην καταδίκη του αιτητή, στο οποίο καταγράφονται οι λεπτομέρειες των κατηγοριών που αυτός αντιμετώπισε, έλαβε υπόψη, όπως προκύπτει από την αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης, όχι απλώς την ύπαρξη ποινικής καταδίκης, αλλά τη φύση των αδικημάτων για τα οποία ο αιτητής καταδικάστηκε (σεξουαλική εκμετάλλευση ενηλίκων προσώπων), τα οποία, πράγματι, ως η κα Χαραλάμπους ορθώς επισημαίνει, εντάσσονται στο άρθρο 83, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 

Η δε αξιολόγηση των προσωπικών περιστάσεων του αιτητή, συμφώνως της επιταγής του άρθρου 30 του Νόμου (περίοδος διαμονής στη Δημοκρατία, ηλικία, κατάσταση της υγείας του, οικογενειακή και οικονομική κατάσταση, κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του), δεν περιορίστηκε στην έκθεση ημερομηνίας 11.04.2022 της Λειτουργού των Κοινωνικών Υπηρεσιών, που ζητήθηκε και ετοιμάστηκε για τους σκοπούς επιβολής ποινής στον αιτητή από το Επαρχιακό Δικαστήριο, ως ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εισηγείται.  Ενώπιον της Διευθύντριας, εκτός από την εν λόγω έκθεση, ήταν και σχετική επιστολή της ΥΑΜ Λεμεσού (στην οποία οι ευπαίδευτοι δικηγόροι των διαδίκων συμφωνούν ότι εκ παραδρομής αναγράφεται η ημερομηνία «15.02.2023», αντί του ορθού «15.02.2024»), αλλά και σχετικό Σημείωμα, ημερομηνίας 27.02.2024, Λειτουργού του Τμήματος, στο οποίο καταγράφονται οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή και η διαπίστωση πως αυτές δεν απαιτούν την παρουσία του στη Δημοκρατία, διαπίστωση με την οποία η Διευθύντρια συμφώνησε.  Ο δε αιτητής δεν έχει θεμελιώσει βάσιμο λόγο επέμβασης του Δικαστηρίου στην εν λόγω κρίση της Διοίκησης, αφού οι όποιοι ισχυρισμοί του περί εγκατάστασης στη Δημοκρατία του πατέρα του και της πρόθεσης της μητέρας του να ακολουθήσει, δεν έχουν αποδειχθεί με τον ορθό δικονομικό τρόπο και εν πάση περιπτώσει δεν συνιστούν παράγοντες που, δίχως άλλο, καταδεικνύουν διακοπή των δεσμών του αιτητή με τα λοιπά μέλη της οικογένειάς του και με τη χώρα καταγωγής του, όπου μάλιστα διατηρεί (χωρίς το εν λόγω εύρημα να έχει αμφισβητηθεί) ακίνητη ιδιοκτησία. 

 

Βάσει όλων των ανωτέρω η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με €1.800 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] 1. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω οδηγιών, μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών ή λόγω ειδικής ανάγκης να καταπολεμούνται σε κοινή βάση.

Οι εν λόγω τομείς εγκληματικότητας είναι οι εξής: τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων και γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παράνομη εμπορία ναρκωτικών, παράνομη εμπορία όπλων, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά, παραχάραξη μέσων πληρωμής, εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής και οργανωμένο έγκλημα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο