X.X ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 542/2024, 29/1/2025
print
Τίτλος:
X.X ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 542/2024, 29/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση Αρ. 542/2024 (i-Justice)

 

29 Ιανουαρίου, 2025 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.] 

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

X.X

Αιτητή, 

-ΚΑΙ-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η αίτηση.

......... 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Κάτια Χατζηδημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’ για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:   Ο Αιτητής είναι υπήκοος Ελλάδας. Στις 07.02.2012, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης εξέδωσε στον αιτητή βεβαίωση εγγραφής (MEU1) ως πολίτη της Ένωσης, όμως ο Αιτητής κατοικούσε στην Κυπριακή Δημοκρατία από προηγουμένως.

 

Στις 06.11.2020, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, στο πλαίσιο της ποινικής υπόθεσης υπ' αριθμό 3931/2017, καταδίκασε τον Αιτητή σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) ετών για το αδίκημα της κατοχής και διάδοσης παιδικής πορνογραφίας.

 

Στις 05.04.2021 εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμοι του 2007 έως 2020.

 

Στις 05.07.2021, ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 686/2021, προσβάλλοντας τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 05.04.2021. Στις 11.07.2021 τα διατάγματα ακυρώθηκαν από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης και η εν λόγω προσφυγή (αρ. 686/21) ακολούθως αποσύρθηκε στις 19.07.2021.

 

Στις 03.11.2023, η Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεξής «ΥΑΜ»), απέστειλε επιστολή προς τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, με την οποία εισηγείτο την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του Αιτητή.

 

Στις 06.11.2023, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, προχώρησε στην έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του Αιτητή δυνάμει των άρθρων 29(1) και 35 του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και Ορισμένων Υπηκόων του Ηνωμένου Βασιλείου και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμοι του 2007 (Ν. 7(Ι) του 2007) ως είχε τροποποιηθεί (εφεξής ο «Νόμος»).

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής αιτείται από το Δικαστήριο ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερομηνίας 06.11.2023, τα οποία του επιδόθηκαν στις 28.02.2024. Στις 02.04.2024 μαζί με την καταχώρησή της προσφυγής ο Αιτητής καταχώρισε την ενδιάμεση αίτηση αναστολής εκτέλεσης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, η οποία με απόφασή μου ημερομηνίας 02.07.2024 απορρίφθηκε.

 

Η προδικαστική ένσταση, η οποία εγείρεται στα πλαίσια της παρούσας, είχε εγερθεί κατά την διαδικασία της ενδιάμεσης αίτησης και απερρίφθη[1] με την έκδοση αυτεπαγγέλτως διατάγματος τροποποίησης του τίτλου της διαδικασίας ώστε να περιλαμβάνει το ακριβές όργανο έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων (Καθ’ ων η αίτηση), ήτοι να διαβάζεται:  «Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης».

 

Σημειώνω και εδώ ότι, παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής καταχώρησε αυτοπροσώπως την προσφυγή, εντούτοις προχώρησε σε αναφορά συγκεκριμένων νομικών και πραγματικών λόγων, που κατά την εισήγησή του πρέπει η προσφυγή του να επιτύχει.

 

Βασική θέση του Αιτητή είναι ότι οι Καθ' ων η αίτηση απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις πρόνοιες των άρθρων 29(3)(α), 29(3)(β) 30(1), 30(2), 30(3)(α), 31(1) και 35(1), 35(2) του Νόμου. Τα εν λόγω άρθρα προβλέπουν:

 

«29.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

 

(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

 

(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης∙

 

(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

 

(4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δυο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:

 

Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.

 

30.-(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

 

(2) Η αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

 

(3) Ουδεμία απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης λαμβάνεται, εκτός εάν η απόφαση αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά-

 

(α) Έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στη Δημοκρατία, ή

 

(β) είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της 20ης Νοεμβρίου 1989, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.

 

31.-(1) Οι μόνες ασθένειες που δικαιολογούν μέτρα περιοριστικά του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, είναι οι ασθένειες που εγκλείουν κίνδυνο επιδημίας, όπως ορίζονται στις οικείες πράξεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, καθώς και άλλες λοιμώδεις νόσοι ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες, εφόσον αποτελούν, στη Δημοκρατία, αντικείμενο διατάξεων προστασίας που εφαρμόζονται στους πολίτες της Δημοκρατίας.

 

(2) Οι ασθένειες που επέρχονται μετά την πάροδο των τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης στη Δημοκρατία, δε δύνανται να αποτελέσουν λόγους για απέλαση από τη Δημοκρατία.

 

(3) Η αρμόδια αρχή δύναται, στις περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που το δικαιολογούν, να ζητήσει εντός τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης στη Δημοκρατία, την υποβολή δικαιούχου του δικαιώματος διαμονής σε δωρεάν ιατρική εξέταση από τις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι δεν πάσχει από καμία από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) ασθένειες:

 

Νοείται ότι, οι εν λόγω ιατρικές εξετάσεις δε δύνανται να έχουν συστηματικό χαρακτήρα.

(…)

35.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31.

 

(2) Κατά την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή ελέγχει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, και αξιολογεί, επίσης, κατά πόσο έχει, ενδεχομένως, επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης».

 

Ως λοιπόν συγκεκριμένα ο Αιτητής υποβάλλει στις παραγράφους 6.1-6.8 της Αγόρευσής του με αναφορά στα ως άνω άρθρα του Νόμου:

 

«οι Καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν να συμμορφωθούν με τις διατάξεις των ακόλουθων άρθρων:

 

6.1. το άρθρο 29(3)(α) καθώς κανένα από τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μπορεί να αποδείξει ότι η προσωπική μου συμπεριφορά  αποτελεί  «πραγματική»,  ενεστώσα,  και  σοβαρή  απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας και/ή ότι οι επίδικες αποφάσεις είναι αναλογικές.

 

6.2. το άρθρο 29(3)(β) καθώς οι επίδικες αποφάσεις στηρίζονται εξ ολοκλήρου στην πρότερη καταδίκη μου και σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν κατατεθεί ενώπιον του δικαστηρίου δεν διαπιστώνεται κανένας άλλος λόγος που να έχουν βασιστεί οι Καθ’ ων η αίτηση για περαιτέρω αιτιολόγηση.

 

6.3. το άρθρο 30(1), καθώς απέτυχαν να προβούν σε έλεγχο όλων των προσωπικών περιστάσεων μου ως αναφέρονται σε αυτό το άρθρο. Θα ήθελα επίσης ευσεβάστως να υποβάλλω ότι κανένα νέο στοιχείο δεν μπορεί να προστεθεί σε σύγκριση με τα στοιχεία που είχαν κατατεθεί στα προηγούμενα διατάγματα πριν τρία χρόνια και αυτό εγείρει τους ίδιους λόγους για ακύρωση των επίδικων αποφάσεων.

 

6.4. το άρθρο 30(2) καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν να λάβουν υπόψη ότι έχει κερδίσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, εφόσον ζω στην Κύπρο τα τελευταία 26 χρόνια μαζί με την σύντροφό μου, και ότι έχω κερδίσει το δικαίωμα ίσης μεταχείρισης με τους πολίτες της Δημοκρατίας.

 

6.5. το άρθρο 30(3) (α) που απαγορεύει αποφάσεις απέλασης πολιτών της Ένωσης εφόσον αυτοί έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στη Δημοκρατία και επιβάλει (sic) στους Καθ’ ων η αίτηση να  προχωρήσουν σε επαρκείς έρευνες και να καθιερώσουν επιτακτικούς λόγους ασφάλειας. Ευσεβάστως υποβάλλω, ότι ούτε τα 26 έτη διαμονής μου επιτρέπουν τέτοιες αποφάσεις, αλλά ούτε και επιτακτικοί λόγοι έχουν καθιερωθεί.

 

6.6. το άρθρο 31(1) καθώς οι μόνες ασθένειες που δικαιολογούν τέτοια μέτρα είναι «οι ασθένειες που εγκλείουν τον κίνδυνο επιδημίας, όπως αυτές ορίζονται στις οικίες (sic) πράξεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας» και οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν προσκομίσει κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει και/ή να στηρίζει τον ισχυρισμό ότι αποτελώ απειλή για τη δημόσια υγεία που κάνει η κα Αικατερίνη Συμεού στο «Σημείωμα» (Παράρτημα 6, ερ. 24-23 της ενστάσεως των Καθ’ ων η αίτηση) της, που απευθύνει στην Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού, ως λόγους για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης. Ευσεβάστως υποβάλλω ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι εντελώς ανυπόστατος και αίωλος (sic) και/παράλογος.

 

6.7. το  άρθρο  35(1) καθώς  όπως απορρέει και από όλες τις ανωτέρω υποβολές μου, δεν  πληρούνται  οι  προϋποθέσεις των άρθρων 29,30, 31.

 

6.8.Παραβιάζει το άρθρο 35(2) καθώς οι Καθ ́ων η αίτηση έχουν αποτύχει να καθιερώσουν ότι εξακολουθώ να αποτελώ ενεστώσα απειλή και επίσης απέτυχαν να λάβουν υπόψη ότι υπάρχει ουσιαστική  μεταβολή  των  περιστάσεων  μου μετά την έκδοση των επίδικων αποφάσεων, η οποία ευσεβάστως υποβάλλω, είναι η παραπομπή μου στην Αρχή Εποπτείας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 12/4/24».

 

Περαιτέρω, στην παράγραφο 8 της Αγόρευσής του εγείρει ως λόγο ακύρωσης την παράβαση του άρθρου 51(1) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου [Ν.159(Ι)/1999] λόγω της καθυστερημένης επίδοσης στις 28.02.2024 των προσβαλλόμενων πράξεων εφόσον είχαν εκδοθεί τρεισήμισι μήνες προηγουμένως τον Νοέμβρη 2023 με αποτέλεσμα να υποστεί ταλαιπωρία και να παρεμποδιστεί στην δυνατότητά να τις προσβάλλει. Τέλος στην παράγραφο 9 της Αγόρευσής του εγείρει, επίσης με αναφορά στην δικαστική απόφαση για επιτήρησή του από την Αρχή Εποπτείας, ζήτημα παράβασης του άρθρου 35(2) του Νόμου βάσει του οποίου, κατά τον ισχυρισμό, απαιτείται αναθεώρηση των προσβαλλόμενων αλλά και θέμα παραβίασης του άρθρου 52(3) του Ν.159(Ι)/1999 ως προς την αναλογικότητα των προσβαλλομένων. Στα πλαίσια της αγόρευσής του ο Αιτητής παρέπεμψε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Εφ. Δ.Δ αρ.189/19 K. A. PRESTON v. Υπουργείου Εσωτερικών ημερομηνίας 10.12.2020 θεωρώντας ότι τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Από την πλευρά της, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση με παραπομπή σε σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού, του Ανωτάτου και Διοικητικού Δικαστηρίου, σε κάποιες από τις οποίες θα αναφερθώ πιο κάτω, απορρίπτει τις θέσεις του Αιτητή και υπεραμύνεται της νομιμότητας των προσβαλλόμενων πράξεων και τις όλης διοικητικής ενέργειας.

 

Έχω εξετάσει τις θέσεις των μερών με προσοχή, έχοντας υπόψη τόσο το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων αλλά και των όσων μου υπεβλήθησαν από τον Αιτητή, που, ακόμα και όσα δεν ήταν μέρος των φακέλων αυτών, τα σχολιάζω στο κατάλληλο σημείο της παρούσας. Έχω επίσης μελετήσει τις αναφερόμενες από τα μέρη δικαστικές αποφάσεις. Και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης, η Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (εφεξής η «Διευθύντρια ΤΑΠΜ») εξέδωσε τα προσβαλλόμενα διατάγματα στις 06.11.2023. Στο διάταγμα απέλασης αναφέρεται ότι επειδή ο Αιτητής κρίθηκε ότι αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας δυνάμει του Άρθρου 29(3)(α) του Νόμου, αποφασίστηκε για λόγους δημόσιας τάξης και/ή δημόσιας ασφάλειας η επιβολή περιορισμών στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής του/της στη Δημοκρατία και η απέλαση του/της από τη Δημοκρατία στην Ελλάδα και όπως αναχωρήσει από τη Δημοκρατία πάραυτα, για τους λόγους που επισυνάπτονται σε σχετικό έγγραφο.

 

Τα προσβαλλόμενα διατάγματα συνόδευε επιστολή ίδιας ημερομηνίας, στην οποία αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι «it has been decided that your personal conduct, represents a genuine, present and sufficiently serious threat affecting the public order of the Republic of Cyprus, as stated in the attached report. Therefore, your right of freedom of movement and residence is restricted, and it has been decided to deport you from the Republic of Cyprus as a legal consequence of your custodial penalty».

 

Περαιτέρω, ως μέρος των εγγράφων που αφορούν τα προσβαλλόμενα διατάγματα και πλείστα έτυχαν σχολιασμού από τα μέρη είναι η επιστολή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (εφεξής «ΥΑΜ») ημερομηνίας 03.11.2023 [Ερ. 22-8 του διοικητικού φακέλου, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 στη διαδικασία (η εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 03.11.2023 θα αναφέρεται εφεξής ως η «Επιστολή της ΥΑΜ»)], το Σημείωμα ημερομηνίας 06.11.2023 (ερ. 24-23 του Τεκμηρίου 2-εφεξής το «Σημείωμα»), αμφότερα τα οποία φέρουν την, δηλωτική της έγκρισή τους, υπογραφή της Διευθύντριας ΤΑΠΜ (σχετ. η Εφ. ΔΔ Αρ. 18/2017 Varsik Mkrtchyan v. Κυπριακή Δημοκρατίας, μέσω Δ/τριας Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερ. 27.09.2023 η Έφ. Δ. Δ. Αρ. 12/2024 Ahmed Shbib v. Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 15.10.2024 στις οποίες αναγνωρίστηκε το τεκμήριο κανονικότητας των διοικητικών πράξεων σε παρεμφερείς συνθήκες) και το ανυπόγραφο και άνευ ημερομηνίας έγγραφο με τίτλο «Αιτιολόγηση Απόφασης Απέλασης» (Ερ. 25 του Τεκμηρίου 2). Στο τελευταίο εξ αυτών (ερ. 25 του Τεκμηρίου 2) αναφέρεται συνοπτικά:

 

«ΑΙΤΙΟΛΟΓΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΑΠΕΛΑΣΗΣ

Οι αρμόδιες αρχές, αφού έλαβαν υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσής σας, έκριναν ότι η προσωπική σας συμπεριφορά αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Λόγω του ότι καταδικαστήκατε για το αδίκημα της κατοχής παιδικής πορνογραφίας, οι αρμόδιες αρχές αποφάσισαν ότι η προσωπική σας συμπεριφορά συνιστά πραγματική και ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

The competent authorities, having considered all the facts of your case, decided that your personal conduct constitutes a real, present and sufficiently serious threat to the public order».

 

Στην Επιστολή της ΥΑΜ (Ερ. 22-8 Τεκμηρίου 2 στη διαδικασία) αναφέρεται:

 

«2.      Εναντίον του πιο πάνω αλλοδαπού σχηματίστηκε η ποινική υπόθεση Σ/367/2015 του ΤΑΕ Λάρνακας η οποία καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας με Α/Α 3931/2017 και αφορούσε υπόθεση Κατοχή παιδικής πορνογραφίας (5 κατηγορίες).

3.        Στις 06/11/2020 παρουσιάστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας όπου για το πιο πάνω αδίκημα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων. Μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση οδηγήθηκε στις Κεντρικές Φυλακές για να εκτίσει την ποινή του και σύμφωνα με τον προσωπικό του φάκελο (xxxx) αποφυλακίζεται στις 27/11/2023.

4.        Για τον αλλοδαπό ετοιμάστηκε Κοινωνικό-οικονομική έκθεση από το Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών στην οποία μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι είναι άτεκνος και διαμένει μαζί με την Ελληνίδα συμβία του σε ενοικιαζόμενη κατοικία στην Λάρνακα. Ο αλλοδαπός δεν είναι κάτοχος ακίνητης περιουσίας στην Κύπρο.

5.        Είναι κάτοχος Διαβατηρίου (ληγμένο), το οποίο βρίσκεται στις Κεντρικές Φυλακές.

6.        Ο υπό αναφορά στο θέμα αλλοδαπός παρόλο που διαμένει στην Δημοκρατία πέραν των 10 ετών ( από το 1998), καταδικάστηκε για την διάπραξη ενός ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος για το οποίο προνοείται ποινή φυλάκισης 10 ετών. Η φύση του αδικήματος που διέπραξε ο αλλοδαπός είναι τέτοια που κατά την άποψη μας μπορεί να θεωρηθεί ως άτομο η συμπεριφορά του οποίου συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για την δημόσια τάξη ή ασφάλεια και ως εκ τούτου γίνεται εισήγηση όπως εναντίον του εκδοθούν διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει του άρθρου 29(3) (α) των περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην Δημοκρατία Νόμου του 2007 έως 2020».

 

Επισυνάπτονται:1) Κατηγορητήριο

2)        Ένταλμα φυλάκισης

3)        Κοινωνικό-οικονομική έκθεση

4)        Έντυπα Η.Υ.

5)        Φ/φο Διαβατηρίου»

 

Στο δε Σημείωμα (ερ. 24-23 του Τεκμηρίου 2) αναφέρεται:

 

«ΘΕΜΑ:       Απόψεις για Διάταγμα κράτησης και απέλασης

ΣΤΟΙΧΕΙΑ.:  Chxxxxx Chxxxx, αρ. φακ.: EUxx xxxxxx, ΔΕΑ: xxxxxx

Αναφορικά με το πιο πάνω θέμα επισημαίνεται ότι με βάση τα δεδομένα του φακέλου ο υπό αναφορά είναι κάτοχος ελληνικής ταυτότητας. Είναι κάτοχος βεβαίωσης εγγραφής από το 2012.

2.        Με βάση το άρθρο 30 του Ν.7 (Ι)/2007 μεταξύ άλλων αναφέρονται και τα ακόλουθα :

«30.-(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

3.        Στον διοικητικό φάκελο υπάρχει κοινωνικοοικονομική έκθεση η οποία ετοιμάστηκε από το Τμήμα Φυλακών με βάση στοιχεία που συνελέγησαν από τον ίδιο. Αναφέρεται ότι είναι άγαμος και άτεκνος. Συμβιώνει με υπήκοο της Ένωσης. Υπάρχει ο ισχυρισμός ότι βρίσκεται στην Κύπρο από το 1998 και εντεύθεν, κάτι που επιβεβαιώνεται ως γεγονός από την επιστολή της Αστυνομίας με ημερομηνία 03/11/2023 ενώ πριν την καταδίκη του και ότι διατηρούσε δική του επιχείρηση στη Δημοκρατία. Ο ίδιος, όμως, έχει αναφέρει ότι η εν λόγω επιχείρηση θα κλείσει.

4.        Παρότι ο υπό αναφορά έχει συμπληρώσει δέκα έτη στη Δημοκρατία, τα αδικήματα για τους οποία έχει καταδικαστεί κρίνονται ότι αποτελούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια και υγεία και κρίνεται ότι υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας για τους οποίους γίνεται εισήγηση για την απέλασή του, με βάση το άρθρο 30 (3) (α) του Ν.7 (Ι)/2007. Με αναφορά όλη την πιο πάνω έκθεση εισηγούμαι την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης για τον υπό αναφορά».

 

Ερχόμενος τώρα στα επιχειρήματα του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς θα εκθέσω κατωτέρω, θα απορρίψω τους σχετικούς ισχυρισμούς του περί παράβασης των προνοιών του Νόμου.

 

Σημειώνω εισαγωγικά ότι, μέρος της αιτιολογίας των προσβαλλομένων δεν αποτελεί μόνον το έγγραφο «Αιτιολόγηση Απόφασης Απέλασης» αλλά τόσο η Επιστολή της ΥΑΜ σε συνάρτηση με τα εκεί συνημμένα έγγραφα όσο και το Σημείωμα, το οποίο ρητώς άλλωστε παραπέμπει στην Επιστολή της ΥΑΜ, στοιχεία δηλαδή του διοικητικού φακέλου που συνθέτουν την όλη διοικητική ενέργεια [άρθρο 29 του 158(I)/1999].

Είναι λοιπόν από τα ενώπιον μου έγγραφα και δη από το Σημείωμα (το οποίο ο Αιτητής μάλιστα σχολιάζει ως προς επιμέρους αναφορές του κατανοώντας άρα ότι και το έγγραφο αυτό περιλαμβάνει την αιτιολογία της προσβαλλόμενης) όσο και από την Επιστολή της ΥΑΜ σαφές, ότι αν και προφανώς βασικό αιτιολογικό έρεισμα των προσβαλλόμενων ήταν η φύση των αδικημάτων που οδήγησαν στην ποινική του καταδίκη, οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν στηρίχθηκαν στην προηγούμενη ποινική καταδίκη του εφ’ εαυτής ώστε να τίθεται ζήτημα παράβασης του άρθρου 29(3)(β) του Νόμου.

 

Η ίδια η παραπομπή των Καθ’ ων η αίτηση στη φύση των αδικημάτων που οδήγησαν στην ποινική καταδίκη, αλλά και στις λεπτομέρειες αυτών (ως και το ποινικό κατηγορητήριο) καταδεικνύει ακριβώς ότι η έρευνα δεν περιορίστηκε στη ποινική καταδίκη «αφ’ εαυτής». Η διερεύνηση της φύσης των αδικημάτων δηλώνει βαθύτερη και ποιοτικότερη θεωρώ εξέταση του θέματος. Κάτι που συνάδει άλλωστε και με την νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία με παραπέμπει και η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση, βάσει της οποίας το μέτρο της απέλασης είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί χωρίς καν προυπάρχουσα ποινική καταδίκη, ακόμα δηλαδή και για περιπτώσεις που δεν έχει καν ο προς απέλαση πολίτης της ΕΕ καταδικασθεί ποινικά. Στην Υπόθεση Αρ. 718/2012 Stoyanov ν. Υπουργείο Εσωτερικών κ.α., ημερ. 26.02.2014 ο Αιτητής δεν είχε καταδικαστεί από Δικαστήριο, ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τους Καθ’ ων η Αίτηση να εκδώσουν εναντίον του νόμιμο διάταγμα απέλασης, στην βάση της επικινδυνότητας του. Στην Υπόθεση Αρ. 1064/2012 Viorel ν. Υπουργείο Εσωτερικών ημερ. 20.05.2014 όμως αναφέρθηκε ειδικότερα ως προς την ύπαρξη και μιας προηγούμενης ποινικής καταδίκη ότι:

 

«Η  κατά  το  άρθρο  29 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη  κατάσταση  πραγμάτων,  η  οποία,  εφόσον  συνοδεύεται  και  με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά ακόμη πιο δικαιολογημένη την απέλαση.»

 

Αυτό άλλωστε που η πρόνοια του άρθρου 29(3)(β) του Νόμου προστατεύει είναι η αποφυγή αυτόματων απελάσεων λόγω ποινικών καταδικών. Δεν αποκλείει όμως ότι μια ποινική καταδίκη δύναται να δικαιολογήσει το μέτρο της απέλασης όταν η διοίκηση, εξετάζοντας σφαιρικά την ενώπιόν της περίπτωση, το κρίνει κατάλληλο.

 

Τόσο στο Σημείωμα όσο και στην Επιστολή της ΥΑΜ, στην οποία ρητώς το Σημείωμα παραπέμπει, έγγραφα τα οποία ήταν επίκαιρα της έκδοσης των προσβαλλόμενων, γίνεται αναφορά σε κοινωνικοοικονομική έκθεση που συνετάχθη από το Τμήμα Κοινωνικών Υπηρεσιών-εφεξής ΥΚΕ (Ερ. 12-9 του Τεκμηρίου 2, μέρος της επιστολής ΥΑΜ) και στα βασικά ευρήματά της.  Αναφέρεται, μεταξύ άλλων στο ότι, ο Αιτητής κατέχει περιουσία στην Ελλάδα, χωράφια με ελαιόδεντρα, τα οποία και ενοικιάζει σε τρίτους, λαμβάνει δηλαδή ενοίκια, ενώ  η επιχείρησή του στην Κύπρο (την οποία εξασκεί συμβουλευτικά χωρίς καν φυσική παρουσία), έχει μειωμένο κύκλο εργασιών και προορίζεται για κλείσιμο, ως επίσης μειωμένο κύκλο εργασιών έχει και η εργασία της συντρόφου του.  Επίσης ουδεμία περιουσία δήλωσε να έχει στην Κύπρο.

 

Ο Αιτητής μάλιστα στην παράγραφο 12 της ένορκης δήλωσης, την οποία έκρινε σκόπιμο να επισυνάψει στην προσφυγή του, ισχυρίστηκε ότι πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων αποφάσεων στις 25.10.2023 είχε δεχθεί επίσκεψη από δύο αστυνομικούς του immigration που τον ενημέρωσαν ότι λόγω της σοβαρότητας της υπόθεσή του το immigration ανοίγει υπόθεση απέλασης εναντίον του και τους απάντησε σε διάφορες ερωτήσεις. Αυτό επίσης δεικνύει, όπως βέβαια και το περιεχόμενο της επιστολής της ΥΑΜ σε συνάρτηση και με τη διερεύνηση από τις ΥΚΕ, ότι λίγο πριν την έκδοση των προσβαλλόμενων οι Καθ’ ων η αίτηση δεν περιορίστηκαν στη στείρα διαπίστωση της ποινικής καταδίκης ή στην αυτοματοποιημένη απέλαση λόγω αυτής αλλά διερεύνησαν σφαιρικά την περίπτωση του Αιτητή αμέσως πριν την έκδοση των προσβαλλομένων.

 

Περαιτέρω, θεωρώ ότι σε καμία περίπτωση μπορεί η παρούσα να θεωρηθεί ότι έχει οποιαδήποτε σχετικότητα με τα δεδομένα της K. A. PRESTON (ανωτέρω), στην οποία το σφάλμα που διπαπιστώθηκε κατ’ έφεση ήταν ότι πρωτοδίκως είχαν εντοπιστεί κάποια διάσπαρτα στοιχεία του φακέλου με αποτέλεσμα να θεωρηθεί (εσφαλμένα από το Πρωτόδικο) ως αιτιολογημένη η απέλαση.

 

Δεδομένων των όσων ανέφερα πιο πάνω, στην παρούσα έχει καταγραφεί από την ίδια τη Διοίκηση η αιτιολόγηση των πράξεων της, και αυτό προκύπτει και από το περιεχόμενο των προπαρασκευαστικών, των εδώ εκδοθεισών, πράξεων (εγκεκριμένο Σημείωμα, Επιστολή της ΥΑΜ) και τα έγγραφα στα οποία η ίδια η Διοίκηση παρέπεμψε ως πχ το κατηγορητήριο κ.α. Στην απόφαση στην Αναθ. Έφ. Αρ. 89/2015 Α.Ν. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερομηνίας 03.06.2022, με παραπομπή στην απόφαση Viorel (ανωτέρω) λέχθηκε:

 

«Το Πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως το κατηγορητήριο και οι λεπτομέρειες των αδικημάτων για τα οποία είχε καταδικαστεί ο Εφεσείων, βρίσκονταν ενώπιον των Εφεσίβλητων κατά τους κρίσιμους χρόνους και ότι τα στοιχεία που συνυπολογίστηκαν συνιστούσαν, όντως, πραγματική, ενεστώσα και επαρκή σοβαρή απειλή, συνοδευόμενη μάλιστα και από το στοιχείο της προηγούμενης καταδίκης σε σοβαρό ποινικό αδίκημα ναρκωτικών, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο και τα περί ανεπιθύμητης συμπεριφοράς του Εφεσείοντα και το δικαιολογημένο της απέλασης (Viorel ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1064/12, ημ. 2.8.12)».

 

Στην Αιτ. Αρ. 3/2024 Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, επί της Εφ.ΔΔ αρ. 28/23 κ.α. ημερ. 15.01.2025 επιβεβαιώνοντας την ως άνω νομολογία, ότι δηλαδή η ύπαρξη ποινικής καταδίκης μπορεί να δικαιολογήσει την λήψη μέτρου απέλασης αν από τις περιστάσεις που οδήγησαν σε αυτή προκύπτει  τέτοια συμπεριφορά η οποία να συνιστά πραγματική, εν δυνάμει ενεστώσα, και αρκούντως σοβαρή απειλή σε βάρος θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, αναφέρθηκε:

 

«Η αρμόδια αρχή θα πρέπει να συνεκτιμά σωρευτικά, όλα τα σχετικά δεδομένα, για να καταλήξει στο ζητούμενο και δη μεταξύ άλλων, τη φύση και τη σοβαρότητα του αδικήματος αλλά και τις συνθήκες τέλεσής του».

 

Στην ίδια Απόφαση περαιτέρω έγινε μνεία στην υπόθεση του ΔΕΕ C-348/09 Oberburgermeisterin ημερ. 22.05.2012 και στο καθήκον των δικαστικών αρχών να λαμβάνουν υπόψη κατά πόσο τα αδικήματα τα οποία οδήγησαν στην εν λόγω ποινική καταδίκη, εντάσσονται στο Άρθρο 83(1) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)[2], της ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας, με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών. Στην πρώτη παράγραφο του προοιμίου της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ[3] γίνεται ευθεία παραπομπή στο Άρθρο 83.1 της ΣΛΕΕ, στη δε σκέψη (3), η παιδική πορνογραφία εντάσσεται στις ιδιαζόντως σοβαρές μορφές σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, προφανώς άρα εντάσσεται στον ορισμό της κατ’ Άρθρο 83 ΣΛΕΕ ιδιαίτερα σοβαρής εγκληματικότητας, κάτι το οποίο, στα πλαίσια της όλης εκτίμησης της υπόθεσης και ως τάσσει η ως άνω Απόφαση, λαμβάνω υπόψη.

 

Δεδομένων άρα των όσων ανέφερα πιο πάνω, καθίσταται σαφές ότι δε μπορούν να γίνουν δεκτοί και εκ των πραγμάτων απορρίπτονται οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί παράβασης του άρθρου 29 του Νόμου. Είναι συμπέρασμά μου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αιτιολόγησαν ότι η προσωπική συμπεριφορά του Αιτητή  αποτελεί  πραγματική,  ενεστώσα,  και  σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας χωρίς να στηριχθούν αφ’ εαυτής ή αυτοματοποιημένα στην πρότερη καταδίκη του αλλά κατόπιν σφαιρικής διερεύνησης της περίπτωσής του.

 

Δεν γίνονται περαιτέρω δεκτοί και άρα απορρίπτονται και οι ισχυρισμοί περί παράβασης του άρθρου 30 του Νόμου, λόγω της ισχυριζόμενης μη τήρησης των εκεί προβλεπόμενων από τους Καθ’ ων η αίτηση. Στην Επιστολή της ΥΑΜ και στο Σημείωμα, έγινε αναφορά στις προσωπικές, οικογενειακές και γενικώς όλες τις περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες τίθενται στο άρθρο 30(1) του Νόμου, άλλωστε είχε προηγηθεί και κοινωνοικοοικονομική έκθεση (Ερ. 12-9 του Τεκμηρίου 2, μέρος της επιστολής ΥΑΜ), περαιτέρω δε η απόφασή τους αναφέρθηκε ρητώς στους κατά την άποψη της Διοίκησης επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας για τους οποίους θεωρεί απαραίτητη την έκδοσή τους. Αυτό, σε συμμόρφωση με όσα ειδικά απαιτεί το άρθρο 30(3) του Νόμου, το οποίο λόγω της υπερδεκαετούς διαμονής του Αιτητή στη Δημοκρατία (διαμονή που αναγνωρίστηκε χωρίς η διοίκηση να τελεί υπό πλάνη ως προς τη διάρκεια της) τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του. Συνεπώς ουδόλως απέτυχαν οι Καθ’ ων η αίτηση να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του άρθρου 30 του Νόμου.

 

Σημειώνω εδώ ότι συμφωνώ με τον Αιτητή ότι η αναφορά στην παράγραφο 4 του Σημειώματος ότι τα αδικήματα για τα οποία έχει καταδικαστεί κρίνονται ότι αποτελούν απειλή όχι μόνο για τη δημόσια ασφάλεια αλλά και για την (δημόσια) υγεία ήταν εσφαλμένη. Πράγματι σε κανένα σημείο των προσβαλλόμενων πράξεων ή των διοικητικών φακέλων ή γενικώς στην αιτιολόγηση των προσβαλλόμενων πράξεων προκύπτει σχετικότητα ή  να έτυχε εφαρμογής το άρθρο 31 του Νόμου ή ζήτημα μολυσματικής νόσου του Αιτητή κτλ. Παρ’ όλα αυτά θεωρώ ότι, ακριβώς ελλείψει οποιασδήποτε ενασχόλησης της Διοίκησης με την πτυχή της δημόσιας υγείας ή με το άρθρο 31 του Νόμου, η εν λόγω αναφορά ήταν εμφανώς τυχαίο, ενδεχόμενα γραφικό, ατόπημα που δε μπορεί να στοιχειοθετήσει ακυρωτικό έρεισμα στη βάση πχ πλημμέλειας αιτιολογίας ή πλάνης [βλ. άρθρο 46(2) του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999)].

 

Δεδομένων των όσων ανέφερα πιο πάνω, και δη ότι δεν εντοπίζω οποιαδήποτε παράβαση των άρθρων 29, 30 και 31 του Νόμου αλλά και ότι τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις των άρθρων 29 και 30 (το άρθρο 31 ως ανέφερα δεν είναι σχετικό), δεν προκύπτει παράβαση ούτε του άρθρου 35(1) του Νόμου.

 

Τώρα, ο Αιτητής, ειδικά ως προς το άρθρο 35(2) του Νόμου ισχυρίζεται παράβαση του στη βάση του ισχυρισμού ότι οι Καθ ́ων η αίτηση απέτυχαν να καθιερώσουν ότι εξακολουθεί να αποτελεί ενεστώσα απειλή λαμβάνοντας υπόψη ότι, μετά την έκδοση των επίδικων αποφάσεων, υπάρχει ουσιαστική μεταβολή των  περιστάσεων  ήτοι η παραπομπή του στην Αρχή Εποπτείας από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 12.04.2024.

 

Επ’ αυτού καταρχάς σημειώνω ότι η αναφορά του αυτή δε λαμβάνεται φυσιολογικά υπόψη από το παρόν ως γεγονός μεταγενέστερο της έκδοσης των εδώ προσβαλλομένων (M.S.A. Limon v. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 126/2021, ημερ. 20.4.2022). Έχοντας καταγράψει αυτό, εν παρόδω / παρενθετικά σημειώνω, δεδομένου ότι ο Αιτητής εμμένει στην επίκλησή του ειδικά με παραπομπή στο άρθρο 35 (2) και σχολιάζεται και από τους Καθ’ ων η αίτηση, ότι ως προκύπτει και από την εν λόγω δικαστική απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 12.04.2024 αποφασίστηκε ότι δικαιολογείται η εποπτεία του καθότι το δημόσιο συμφέρον «εξυπηρετείται με την διασφάλιση της προστασίας των ανηλίκων και κατ’ επέκταση του κοινωνικού συνόλου από ενδεχόμενη επαναδιάπραξη αδικημάτων της φύσης που διέπραξε» ο Αιτητής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο κρίθηκε ουσιαστικά ότι αποτελεί ενδεχόμενο να επαναλάβει τη συμπεριφορά κάτι άρα που αποτέλεσε εκ των λόγων για την παραπομπή του δικαστικώς σε εποπτεία, παρότι ο ίδιος είχε φέρει ένσταση σε αυτό.

 

Ακόμα συνεπώς κι αν μπορούσα δεόντως να ελάμβανα υπόψη το μεταγενέστερο αυτό γεγονός, δε μπορώ να δω πως το περιεχόμενο της εν λόγω δικαστικής απόφασης υποστηρίζει το επιχείρημα του Αιτητή, εφόσον μάλλον επιβεβαιώνει ότι αυτός εξακολουθεί να θεωρείται ως απειλή, όντας δε ενδεικτική ότι δεν έχει επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων από όταν εκδόθηκαν οι εδώ προσβαλλόμενες παρά το αντίθετο.

 

Σε κάθε περίπτωση η απόφαση να τεθεί σε εποπτεία δεν αποτελεί μέτρο εναλλακτικό της απέλασης ούτε η πρώτη καθιστά τη δεύτερη  δυσανάλογη κατά παράβαση του άρθρου 52(3) του Ν.159(Ι)/1999 ως ο περαιτέρω ισχυρισμός του Αιτητή, αλλά σκοπεί σε τελείως διαφορετικό πεδίο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας (Οδηγία 2011/93/ΕΕ) που ως και στην εν λόγω απόφαση ημερ. 12.04.2024 καταγράφεται είναι αναγκαίο για την προαγωγή των σκοπών του Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου του 2014 (Ν. 91(I)/2014) και δεν έχει σχέση, ούτε άλλωστε ο Αιτητής με παραπέμπει σε συγκεκριμένη σύνδεση με τα προβλεπόμενα στον εδώ επίδικο Νόμο, ο οποίος ενσωματώνει την Οδηγία 2004/38/ΕΚ[4]. Εν πάση περιπτώσει αναφέρω εν προκειμένω ότι:

 

Με την Οδηγία 2004/38 και τον Νόμο τίθενται οι προϋποθέσεις άσκησης του δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών ενώ με την Οδηγία 2011/93/ΕΕ και τον Ν. 91(Ι)/2014 το νομικό πλαίσιο δίωξης των δραστών, προστασίας των παιδιών-θυμάτων και πρόληψης του φαινομένου των σοβαρών ποινικών αδικημάτων, όπως η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και η παιδική πορνογραφία. Δε βλέπω πως η παραπομπή σε εποπτεία τελεί υπό σχέση αναλογικότερου της απέλασης μέτρου δεδομένου ότι τα δύο δεν εξυπηρετούν ίδιο σκοπό ούτε άλλωστε μου υπεδείχθη οτιδήποτε που να καθιστά την έκδοση του ενός ως αναιρούσα την έκδοση του άλλου, ότι δηλαδή δεν είναι δυνατόν τα δύο μέτρα να συνυπάρχουν.

 

Το συμπέρασμά μου αυτό, θεωρώ επιρρωνύεται και με παραπομπή στο ίδιο το κείμενο των εν λόγω Οδηγιών. Στην αιτιολ. σκέψη 39 της Οδηγίας 2011/93/ΕΕ, η οποία αναφέρεται στις αρμοδιότητες των αρχών που αξιολογούν και επιβάλουν μέτρα ως δηλαδή η αρχή εποπτείας και στον σκοπό αυτών, αναφέρει ότι (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«(39) Για την πρόληψη και την ελαχιστοποίηση της υποτροπής, οι δράστες θα πρέπει να υποβάλλονται σε αξιολόγηση της επικινδυνότητάς τους και των πιθανών κινδύνων επανάληψης της διάπραξης σεξουαλικών αδικημάτων σε βάρος παιδιών. Οι ρυθμίσεις για αυτήν την αξιολόγηση, όπως το είδος της αρχής που είναι αρμόδια να εντέλλεται και να διενεργεί την αξιολόγηση ή η χρονική στιγμή κατά την οποία θα πρέπει να διενεργείται η εν λόγω αξιολόγηση, στη διάρκεια ή μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας, καθώς και οι ρυθμίσεις των αποτελεσματικών προγραμμάτων ή μέτρων παρέμβασης που προσφέρονται κατόπιν της εν λόγω αξιολόγησης, θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις εσωτερικές διαδικασίες των κρατών μελών.(…)».

 

Από την άλλη μεριά, στην αιτιολογική σκέψη 23 της Οδηγίας 2004/38 αναφέρεται (η έμφαση και υπογράμμιση έχει προστεθεί από το Δικαστήριο):

 

«(23) Η απέλαση των πολιτών της Ένωσης και των µελών των οικογενειών τους για λόγους δηµόσιας τάξης ή δηµόσιας ασφάλειας αποτελεί µέτρο το οποίο ενδέχεται να βλάψει σοβαρά πρόσωπα τα οποία, κάνοντας χρήση των δικαιωµάτων και των ελευθεριών που τους απονέµει η Συνθήκη, έχουν ενταχθεί ουσιαστικά στο κράτος µέλος υποδοχής. Για το λόγο αυτόν, θα πρέπει να περιορισθεί το πεδίο εφαρµογής των σχετικών μέτρων, σύµφωνα µε την αρχή της αναλογικότητας, προκειµένου να λαµβάνονται υπόψη ο βαθµός ένταξης των ενδιαφεροµένων, η διάρκεια της παραµονής τους στο κράτος µέλος υποδοχής, η ηλικία και η κατάσταση της υγείας τους, η οικογενειακή και η οικονοµική τους κατάσταση, καθώς και οι δεσµοί τους µε τη χώρα καταγωγής του».

 

Συνεπώς η παραπομπή σε εποπτεία ως διοικητικό μέτρο σκοπεί στην πρόληψη και ελαχιστοποίηση της υποτροπής ενός δράστη αδικήματος ως αυτό που καταδικάστηκε ο Αιτητής κατόπιν αξιολόγησης της επικινδυνότητάς του άρα εντελώς διαφορετική θεματική από το σκοπό που δύναται να εξυπηρετεί η απέλαση, που κατά την Οδηγία 2004/38, είναι λόγοι δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας. Άρα τα δύο μέτρα δεν εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό του νομοθέτη ώστε να τελούν σε σχέση αναλογίας και να μπορούσαν να εξεταστούν υπό το άρθρο 52 του Ν. 158(Ι)/1999[5]. Ως εν προκειμένω αναφέρεται στο σύγγραμμα που επιμελήθηκε ο Καθ. Χ. Χρυσανθάκης «Συμβούλιο της Επικρατείας-Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου», 2012, σελ. 527 (υπογράμμιση και έμφαση του Δικαστηρίου):

 

«Θεμελίωση του λόγου της παραβίασης νόμου μπορεί να προκύπτει και από την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας. Σύμφωνα με αυτήν, το επαχθές μέτρο που επιβάλλεται στο διοικούμενο με την διοικητική πράξη πρέπει να είναι αναγκαίο, πρόσφορο και ανάλογο προς τον εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον ή ιδιωτικό προστατευόμενο συμφέρον στο πλαίσιο του σκοπού που επιδιώκει ο νόμος»

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με την Οδηγία 2011/93/ΕΕ, η παραπομπή σε εποπτεία επαφίεται πλήρως στις εσωτερικές διαδικασίες των κρατών μελών άρα σε αυτήν επαφίεται η διάρκεια, οι ρυθμίσεις, ο τρόπος και μέθοδος άσκησής της, άρα και να μπορεί να πραγματοποιηθεί, αν κριθεί αναγκαίο ανεξαρτήτως της έκδοσης του μέτρου της απέλασης.

 

Έτι περαιτέρω, τα κριτήρια που η Οδηγία 2004/38 έχει θέσει προς τον σκοπό εξέτασης της αναλογικότητας του μέτρου της απέλασης, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 23 αυτής (για το κείμενό  της βλ. ανωτέρω), περιέχονται στο άρθρο 28 της Οδηγίας (άρθρο 30 του Νόμου) δηλ. η οικογενειακή του κατάσταση, η περίοδος διαμονής του στη Δημοκρατία, η ηλικία του κτλ, και από εκεί απουσιάζει οποιοδήποτε κριτήριο που άπτεται της δυνατότητας έκδοσης άλλου διοικητικού μέτρου εναντίον (ή υπέρ) του υποκείμενου σε απέλαση προσώπου προς οποιοδήποτε άλλο σκοπό ως πχ εδώ είναι η πρόληψη και ελαχιστοποίηση της υποτροπής του στη συγκεκριμένη παραβατική συμπεριφορά. Με λίγα λόγια, βάσει του Νόμου και της Οδηγίας, για την εξέταση της αναλογικότητας της απέλασης ενός προσώπου, δεν απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη η εναντίον ή υπέρ του έκδοση (ή δυνατότητα έκδοσης) ενός άλλου διοικητικού μέτρου, το οποίο αποσκοπεί αλλού, ως εν προκειμένω η απόφαση να τεθεί σε εποπτεία.

 

Ως λοιπόν εκ των ανωτέρω και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

 

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης ο Αιτητής ισχυρίζεται παράβαση του άρθρου 51(1) του  Ν.159(Ι)/1999. Αυτό διότι, ως αναφέρει, οι Καθ’ ων η αίτηση καθυστέρησαν να του επιδώσουν τις εδώ προσβαλλόμενες κατά τρεισήμισι μήνες ήτοι στις 28.02.2024 ενώ είχαν εκδοθεί από τις 06.11.2023 και μόλις 7 εβδομάδες πριν την αναμενόμενη τότε απόλυση του από τις φυλακές, η οποία ως διευκρινίστηκε κατά την ακρόαση, λόγω κάποιων πειθαρχικών ζητημάτων, δεν έγινε, ως συμβαίνει συνήθως, πρόωρα δηλαδή τον Νοέμβριο 2023, μήνα που τα διατάγματα είχαν εκδοθεί αλλά τελικώς στις 25.04.2024. Θεωρεί ότι υπέστη ταλαιπωρία και δυσκολία στο να προσβάλει την εν λόγω απόφαση κάτι που φανερώνει κακοπιστία των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Απορριπτέος είναι και ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης. Ακόμα και λαμβάνοντας υπόψη την επίδοση διαταγμάτων στις 28.02.2024, ο Αιτητής προσέβαλε έγκαιρα τις εδώ προσβαλλόμενες έχοντας επαρκή χρόνο να το πράξει και μάλιστα το έκανε 3 και πλέον βδομάδες πριν την αποφυλάκισή του συνεπώς δε βλέπω πως επηρεάστηκαν καθ’ οιοδήποτε τρόπο τα όποια δικαιώματά του λόγω της καθυστερημένης επίδοσής τους.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, ουδείς εκ των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης ευσταθεί.

 

Οι προσβαλλόμενες πράξεις επικυρώνονται.

 

Τα έξοδα της προσφυγής και της ενδιάμεσης αίτησης αναστολής επιδικάζονται υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το παρόν.

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.



[1]Με την εν λόγω προδικαστική ένσταση εγείρετο ότι το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα, ούτε εξουσία να προχωρήσει στην εξέταση της ενδιάμεσης αίτησης, πόσω δε μάλλον σε τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων αναστολής εκτέλεσης τους διότι η προσφυγή όσο και η ενδιάμεση αίτηση στρέφονται εναντίον οργάνου/ αρχής, η οποία δεν εξέδωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, των οποίων ζητείται η αναστολή εκτέλεσης επειδή στρέφονταν εναντίον του Υπουργείου Εσωτερικών, ενώ οι επίδικες αποφάσεις έχουν εκδοθεί από τη Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δυνάμει του Νόμου καθώς και ότι το δικαστήριο στερείται της δικαιοδοσίας να διατάξει την τροποποίηση αυτεπαγγέλτως του τίτλου της διαδικασίας λόγω της τροποποίησης των θεσμών.

[2] Το Άρθρο 83.1 της ΣΛΕΕ προνοεί ότι:

 

«Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία μέσω οδηγιών, μπορούν να θεσπίζουν ελάχιστους κανόνες για τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στους τομείς της ιδιαιτέρως σοβαρής εγκληματικότητας με διασυνοριακή διάσταση, η οποία απορρέει ιδίως από τη φύση ή τις επιπτώσεις των αδικημάτων αυτών ή λόγω ειδικής ανάγκης να καταπολεμούνται σε κοινή βάση.

 

Οι εν λόγω τομείς εγκληματικότητας είναι οι εξής: τρομοκρατία, εμπορία ανθρώπων και γενετήσια εκμετάλλευση γυναικών και παιδιών, παράνομη εμπορία ναρκωτικών, παράνομη εμπορία όπλων, ξέπλυμα χρήματος, διαφθορά, παραχάραξη μέσων πληρωμής, εγκληματικότητα στον χώρο της πληροφορικής και οργανωμένο έγκλημα.

 

Ανάλογα με την εξέλιξη της εγκληματικότητας, το Συμβούλιο μπορεί να εκδίδει αποφάσεις που προσδιορίζουν και άλλους τομείς εγκληματικότητας, οι οποίοι πληρούν τα κριτήρια της παρούσας παραγράφου. Αποφασίζει ομόφωνα μετά από την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.».

 

 

[3] Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης- πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου.

[4] Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ

[5] Ειδικά το άρθρο 52(2) του Ν. 158(Ι)/1999 καθορίζει (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Τα μέσα που χρησιμοποιεί η διοίκηση στις ενέργειές της πρέπει να είναι ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό. Επέμβαση στα δικαιώματα των πολιτών επιτρέπεται μόνο στην έκταση που αυτό είναι απαραίτητο για την προστασία του δημόσιου συμφέροντος».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο