Γ. Γ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 6045/2013, 15/1/2025
print
Τίτλος:
Γ. Γ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 6045/2013, 15/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

(Υπόθεση Αρ. 6045/2013)

 

15 Ιανουαρίου 2025

 

[ΜΙΧΑΗΛ, Δ/στης Δ.Δ.]

 

Γ. Γ.

Αιτητής

ν.

         

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ’ ης η Αίτηση

 

………………………….

Έλενα Τόλλα (κα) για Μ. Ηλιάδης & Συνεταίροι Δ.Ε.Π.Ε., για τον αιτητή. 

Έλενα Συμεωνίδου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα, για την καθ’ ης η αίτηση.

 

Θάλεια Ραφτοπούλου (κα) μαζί με Μαρία Φράγκου (κα) για Αλέκος Ευαγγέλου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η υπό κρίση υπόθεση εκδικάζεται κατόπιν επιτυχίας της έφεσης Ε.Δ.Δ. 50/2017 που άσκησε ο αιτητής κατά της προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου ημερομηνίας 27.4.2017 με την οποία η προσφυγή του αιτητή (η οποία συνεκδικάστηκε με την Υπόθεση Αρ. 6072/2013), απορρίφθηκε.

 

Η προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 19.7.2013 με την οποία προάχθηκε κατόπιν επανεξέτασης στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων το ενδιαφερόμενο μέρος Β. Α., αντί του αιτητή.

Τα γεγονότα, ως καταγράφονται στην απόφαση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου ημερομηνίας 9.1.2024, είναι τα ακόλουθα:

 

«Αναφερόμαστε σε επανεξέταση διότι η θέση είχε προκηρυχθεί αρχικά το Σεπτέμβριο του 2008.  Πρόκειται για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής.  Η Β.Α. (ενδιαφερόμενο μέρος) και ο κ. Σωκράτης Σωκράτους, εφεσείων στην ΕΔΔ Αρ. 49/17 (εν τοις εφεξής Σ.Σ.) διεκδίκησαν τη θέση ως προαγωγής, ενώ ο κ. Γιαννάκης Γεωργιάδης, εφεσείων στην ΕΔΔ Αρ. 50/17 (εν τοις εξής Γ.Γ.) ως πρώτου διορισμού.  Προήχθη ο Σ.Σ.

Εναντίον της προαγωγής καταχωρίστηκε προσφυγή από τη Β.Α.  Η προαγωγή ακυρώθηκε, επειδή η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) βάσισε την επιλογή της, παρά την προφανή αρχαιότητα της Β.Α., στην οριακή διαφορά μεταξύ Σ.Σ. και Β.Α. κατά την προφορική συνέντευξη (Υπόθεση αρ. 92/2009, Βασιλική Αναστασιάδου ν. Δημοκρατίας, ημερ. 28.5.2012 (Νικολαΐδης, Δ)).  

Ακολούθησαν εφέσεις από τον Σ.Σ. και από τη Δημοκρατία.  Οι εφέσεις απορρίφθηκαν (Σωκράτης Σωκράτους ν. Βασιλικής Αναστασιάδου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 557).  Στις διαδικασίες εκείνες ο Γ.Γ. δεν είχε λάβει μέρος.

Μετά την έκδοση της απόφασης ο Σ.Σ. απέστειλε δύο επιστολές, μέσω των δικηγόρων του, προς την ΕΔΥ, υποβάλλοντας παραστάσεις και ζητώντας όπως κατά την επανεξέταση ληφθούν υπόψη τα στοιχεία που έθεσε και τα οποία άπτοντο της φύσης και υπόστασης του μεταπτυχιακού προσόντος της Β.Α.  Η πρώτη επιστολή εστάλη την ίδια ημέρα, μετά την εν λόγω απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 14.6.2013. 

Κατά την επανεξέταση προήχθη και πάλι, αναδρομικά από 1.1.2009, η Β.Α.»

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου που παραμερίστηκε κατ’ έφεση ήταν η ακόλουθη:

 

«Ο αιτητής στην 6045/2013 προβάλλει δυο λόγους ακύρωσης: έλλειψη αιτιολογίας και παραγνώριση των προσόντων του.

Ο αιτητής στην 6045/13 στηρίζει την επιχειρηματολογία του στην αναφορά της καθ’ ης η αίτηση ότι ενώ ο αιτητής υπερέχει σε πρόσθετα προσόντα, κρίνει ταυτόχρονα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε καταλληλότητα. Πρόσθετα, ισχυρίζεται ο αιτητής, καθόλου δεν λήφθηκαν υπόψη τα πρόσθετα προσόντα που κατείχε ο αιτητής.

Η καθ’ ης η αίτηση στο πρακτικό της συνεδρίας της ημερομηνίας 27.6.2013 αναφέρει τα ακόλουθα:

«Ακολούθως η Επιτροπή ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Η Επιτροπή έλαβε δεόντως υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, κατά την αρχική διαδικασία πλήρωσης της θέσης.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων, που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη, καθώς και την αρχαιότητά τους όσων υποψηφίων είναι δημόσιοι υπάλληλοι, για σκοπούς μεταξύ τους σύγκρισης.

Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, έκρινε ότι η Α. Β. υπερείχε γενικά, κατά τον ουσιώδη χρόνο, των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και αποφάσισε να προσφέρει σ’ αυτήν προαγωγή στη μόνιμη θέση Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων, αναδρομικά από 1.1.2009.

Η Επιτροπή, επιλέγοντας την Α., έλαβε υπόψη ότι αξιολογήθηκε από αυτήν ως Σχεδόν Εξαίρετη στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο ίδιο δηλαδή επίπεδο αξιολόγησης με τον ανθυποψήφιό της Γ. Γ..

[…]

Περαιτέρω, η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Γ. Γ. διαθέτει υπέρτερα προσόντα, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.  Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα εν λόγω προσόντα δεν απαιτούνται, ούτε θεωρούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή/και πρόσθετο προσόν τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και, αφού απέδωσε σ’ αυτά την ανάλογη βαρύτητα, έκρινε την επιλεγείσα ως καταλληλότερα για προαγωγή.»

Το ενδιαφερόμενο μέρος εισηγείται ότι η καθ’ ης η αίτηση στα πλαίσια επανεξέτασης είχε υποχρέωση να επανεξετάσει μόνο τα στοιχεία για τα οποία ακυρώθηκε η πράξη της αρχικά και όχι να επεκταθεί εφ’ όλης της ύλης. Εισηγείται, επίσης, ότι εφόσον ο αιτητής στην 6045/13 δεν είχε προσβάλει τον διορισμό του κ. Σ. (αιτητή στην 6072/13) όταν αρχικά αυτός διορίστηκε στην επίδικη θέση, σημαίνει ότι τον αποδέχτηκε και επομένως δεν νομιμοποιείται τώρα να εγείρει ισχυρισμούς για συγκεκριμένα στοιχεία της κρίσης της καθ’ ης η αίτηση η οποία είχε και στην αρχική διαδικασία εκφραστεί με τον ίδιο τρόπο.

Στην υπόθεση Ναζίρης ν. Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 38, επίσης ο εκεί αιτητής δεν άσκησε προσφυγή κατά προηγούμενων δυο αποφάσεων του καθ’ ου η αίτηση αλλά άσκησε μετά την τρίτη επανεξέταση. Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε ότι:

«[…] η επανεξέταση διενεργείται στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος: βλ. Ιωσηφίδης κ.ά. ν. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601. Η εν λόγω αρχή, στηριγμένη στη λογική, αποβλέπει αφενός στη λήξη, με την πρώτη ευκαιρία, της αμφισβήτησης διοικητικών αποφάσεων και αφετέρου, όπως και στην περίπτωση του δεδικασμένου, στο να αποφεύγεται η κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, με επιπτώσεις εύκολα προβλεπτές.

Ενόψει αυτού κρίθηκε αναγκαία η εξέταση της παρούσας προσφυγής από την Πλήρη Ολομέλεια, με ιδιαίτερη αναφορά στο «κατά πόσο υποψήφιος που δεν προσέβαλε τη διοικητική απόφαση η οποία παρήχθη με την πρώτη εξέταση διατηρεί τη δυνατότητα, όταν προσβάλει απόφαση η οποία λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, να θέσει ζητήματα σε σχέση με πλημμέλειες οι οποίες προηγούνταν των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση.» Έχουμε τη γνώμη ότι δεν επιτρέπεται η επανάληψη ούτε η συμπερίληψη ζητημάτων τα οποία θα μπορούσαν να είχαν τεθεί προηγουμένως. Ο έλεγχος διοικητικής απόφασης, εκδοθείσας κατόπιν επανεξέτασης, διενεργείται πάντοτε μόνο με βάση τα όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.»

Στην παρούσα περίπτωση, η πλημμέλεια που εντοπίστηκε από το δικαστήριο κατ’ έφεση στην Σωκράτους ν. Αναστασιάδου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 557 καταγράφεται με σαφήνεια στην απόφαση ως εξής:

«Ποια ήταν η αξιολόγηση που έγινε;  Ο ενδιαφερόμενος, κρίθηκε ότι ήταν «Εξαίρετος» και η αιτήτρια «Σχεδόν Εξαίρετη».  Μια διαφορά που σαφώς δεν μπορεί παρά, αντικειμενικώς κρινόμενη, να χαρακτηριστεί ως οριακή και πάρα πολύ μικρή.  Βλ. Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, και Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, στην οποία έγινε αναφορά και στην πρωτόδικη απόφαση.

Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι πολλές φορές στην κρίση των εκάστοτε διορισμών ή προαγωγών η, έστω πολύ μικρή, διαφορά θα είχε τη δική της διάσταση πλην, όμως, εδράζεται σ’ ένα, όπως χαρακτηρίστηκε πρωτοδίκως, υποκειμενικό κριτήριο. Αυτό της εντύπωσης των μελών του διορίζοντος οργάνου.  Δεν θέλουμε να υποτιμήσουμε με οποιονδήποτε τρόπο το στοιχείο αυτό, υπεροχής υπέρ του ενδιαφερομένου, πλην, όμως, υπάρχει στην προκειμένη περίπτωση, ένα ουσιαστικό στοιχείο που διαφοροποιεί άρδην τα δεδομένα.  Η αιτήτρια υπερτερεί στο τρίτο θεσμοθετημένο κριτήριο επιλογής, την αρχαιότητα, κατά τέσσερα σχεδόν χρόνια.  Κατοχή διευθυντικής θέσης 15 Νοεμβρίου 2002 (αιτήτρια) και 15 Αυγούστου 2006 (ενδιαφερόμενος).

Με γνώμονα αυτά τα δεδομένα συμφωνούμε με την κατάληξη του αδελφού Δικαστή, ότι η παραγνώριση του προβαδίσματος που έδιδε η αρχαιότητα στην αιτήτρια, κακώς δεν λήφθηκε υπόψη, ενέργεια που ισοδυναμούσε με πλάνη.»

Με βάση την αρχή ως διατυπώθηκε στη Ναζίρης, η καθ’ ης η αίτηση κατά την επανεξέταση όφειλε να ενεργήσει στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος. Από το ακυρωτικό αποτέλεσμα, δεν προκύπτουν πλημμέλειες της διοικητικής απόφασης άλλες από αυτές που κατέγραψε το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του. Πρόσθετα, η πλημμέλεια για την οποία παραπονείται ο αιτητής προηγείτο και είχε τεθεί μάλιστα κατά ταυτόσημο τρόπο από την καθ’ ης η αίτηση στα πλαίσια της προηγούμενης διαδικασίας.

Συγκεκριμένα, στο πρακτικό της συνεδρίας της ημερομηνίας 19.12.2008 η καθ’ ης η αίτηση ανέφερε τα ακόλουθα σε σχέση με τον αιτητή στην 6045/2013:

«Περαιτέρω, η Επιτροπή καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο υποψήφιος Γ. Γ. διαθέτει υπέρτερα προσόντα, σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. […], καθώς και το γεγονός ότι τα εν λόγω προσόντα δεν απαιτούνται, ούτε θεωρούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ως πλεονέκτημα ή//και πρόσθετο προσόν τα συνεκτίμησε με τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης και, αφού απέδωσε σ’ αυτά την ανάλογη βαρύτητα […].»

Συνεπώς, το επιχείρημα του ενδιαφερομένου μέρους ότι ο αιτητής στην 6045/2013 δεν νομιμοποιείται να εγείρει λόγους που προηγούνται της πλημμέλειας που διαπιστώθηκε δικαστικά ευσταθεί.

Το ίδιο ισχύει και για τον δεύτερο λόγο ακύρωσης που προωθεί ο αιτητής στην 6045/2013 ο οποίος σχετίζεται άμεσα με τον πρώτο λόγο ακύρωσης και αφορά μη αναγνώριση των πρόσθετων προσόντων του.» 

 

          Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε τα ακόλουθα:

 

«Ως εκ των άνω, με τον δέοντα σεβασμό, δεν συμφωνούμε ότι ο Γ.Γ. δεν ενομιμοποιείτο να εγείρει τους λόγους που προέβαλε. Το παράπονο του, το οποίο εν τέλει εστιάζεται σε παραγνώριση, κατά τρόπο αναιτιολόγητο από την ΕΔΥ, όπως ισχυρίζεται, του μεταπτυχιακού διπλώματος που κατέχει σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ως επιπρόσθετου και υπέρτερου προσόντος, παρέμεινε χωρίς δικαστική κρίση.»

         

Στη βάση των πιο πάνω, προχωρώ στην εξέταση του λόγου ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής με τον οποίο εισηγείται ότι η καθ’ ης η αίτηση αναιτιολόγητα παραγνώρισε το μεταπτυχιακό δίπλωμα που κατέχει ως επιπρόσθετο και υπέρτερο προσόν.

 

          Το σχετικό απόσπασμα από τη συνεδρία της καθ’ ης η αίτηση ημερομηνίας 27.6.2013 παρατίθεται πιο πάνω. Ουσιαστικά, το παράπονο του αιτητή είναι ότι παρά το ότι ο ίδιος και το ενδιαφερόμενο μέρος αξιολογήθηκαν ως ίσοι (σχεδόν εξαίρετοι) και παρά το ότι αναγνώρισε η καθ’ ης η αίτηση ότι ο αιτητής κατέχει υπέρτερα προσόντα εντούτοις, αναιτιολόγητα επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

          Σύμφωνα με τη νομολογία, πρόσθετα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα «λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης». Δεν παραγνωρίζονται αλλά συνεκτιμώνται με τα υπόλοιπα στοιχεία στη γενική αξιολόγηση των υποψηφίων (βλ., μεταξύ άλλων, Χρυσοστόμου ν. Ε.Ε.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186, Πούρος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374).

         

Η εισήγηση του αιτητή είναι ορθή. Η καθ’ ης η αίτηση ορθά αναγνώρισε την κατοχή των πρόσθετων προσόντων από τον αιτητή όμως παρέλειψε να εξηγήσει γιατί τα προσόντα αυτά δεν προσδίδουν υπεροχή στον αιτητή δεδομένης της κατά τα άλλα ίσης αξιολόγησης των δύο υποψηφίων. Η αναφορά της καθ’ ης η αίτηση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος «υπερείχε γενικά» δεν αρκεί αλλά είναι και πεπλανημένη εφόσον σε σύγκριση με τον αιτητή, η ίδια η καθ’ ης η αίτηση αξιολόγησε το ενδιαφερόμενο μέρος και τον αιτητή ως ίσους.

 

          Για τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση.

 

Ε. ΜΙΧΑΗΛ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο