
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 616/2019
16 Ιανουαρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
P.E.C. POWERENERGY CYPRUS LTD
Αιτήτρια
- και -
Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου
Καθ' ης η αίτηση
.........
Μαρίτα Πανταζή για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους Δ.Ε.Π.Ε. δικηγόροι για Αιτήτρια
Χριστίνα Σ. Σιακκαλή για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για Καθ' ης η αίτηση
Δημήτρης Καΐλης, για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε δικηγόροι για ΕΜ
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με Απόφασή της ημερ 24.07.2009 η Καθ’ ης η αίτηση χορήγησε στην Αιτήτρια Άδεια Κατασκευής Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας ισχύος μέχρι 230 MWe συνδυασμένου κύκλου στην περιοχή Μαρί – Βασιλικός (η εν λόγω Άδεια Κατασκευής της Αιτήτριας θα αναφέρεται εφεξής «ΑΚΑ») καθώς και Άδεια Λειτουργίας και Παραγωγής Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας ισχύος μέχρι 230 MWe, συνδυασμένου κύκλου στην ίδια περιοχή Μαρί – Βασιλικός (η εν λόγω Άδεια Λειτουργίας και Παραγωγής της Αιτήτριας θα αναφέρεται εφεξής «ΑΛΠΑ»), οι οποίες (ΑΚΑ και ΑΛΠΑ) τέθηκαν σε ισχύ στις 07.08.2009. Η διάρκεια ισχύος της ΑΚΑ ήταν 5ετής με ημερομηνία λήξης την 06.08.2014 και η διάρκεια ισχύος της ΑΛΠΑ 30ετής με ημερομηνία λήξης την 06.08.2039. Κατόπιν σχετικών αιτημάτων της Αιτήτριας και αντίστοιχων αποφάσεων της Καθ’ ης η αίτηση, η διάρκεια ισχύος της ΑΚΑ παρατάθηκε αρχικά έως 30.03.2018 και ακολούθως ως 30.06.2021, έως 30.06.2023 και πλέον έως 22.06.2026.
Ως αναφέρεται στην ένσταση της Καθ’ ης η αίτηση και δεν αμφισβητείται, η Αιτήτρια έχει εξασφαλίσει όλες τις εκ του Νόμου απαιτούμενες άδειες από τα αρμόδια Τμήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας για την κατασκευή του έργου, όμως δεν είχε ακόμα ολοκληρώσει την κατασκευή του Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρισμού. Για τον λόγο αυτό άλλωστε αιτήθηκε (σχετικό το Κ.2556 του Τεκμηρίου 11 σε διαδικασία) και αποφασίστηκε (Κ.2952 του Τεκμηρίου 11) και η πλέον πρόσφατη παράταση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 03.11.2023 (Κ.2951 του Τεκμηρίου 11).
Σημειώνεται ότι τον Ιούλιο του 2017 η Καθ’ ης η Αίτηση εξέδωσε την Εσωτερική Έκθεση υπ’ αριθμό 03/2017 με τίτλο «Μελέτη Επάρκειας Ισχύος του Ηλεκτρικού Συστήματος» για την περίοδο 2017-2026, η οποία κατέδειξε την ανάγκη για παραγωγικό δυναμικό μεταξύ 0-200MW μέχρι το έτος 2023 λόγω της αναμενόμενης αύξησης της ζήτησης ισχύος και για παραγωγικό δυναμικό μεταξύ 350-500MW από το έτος 2024 και μετά.
Στις 29.05.2018 η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ-εφεξής το ΕΜ) υπέβαλε αίτηση στην Καθ’ ης η αίτηση για χορήγηση Άδειας Κατασκευής Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας Συνδυασμένου Κύκλου (2+1) εγκατεστημένης ισχύος 160MWe, διπλής καύσης φυσικού αερίου και πετρελαίου ντίζελ, στην περιοχή Μαρί (ηλεκτροπαραγωγός σταθμός Βασιλικού).
Σύμφωνα με τον περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού (Έκδοση Αδειών) Κανονισμό του 2004 (ΚΔΠ 538/2004), η Αίτηση της ΑΗΚ δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο για δύο συνεχόμενες μέρες. Με επιστολή της ημερομηνίας 26.10.2018 η Καθ’ ης η αίτηση ενημέρωσε το ΕΜ ότι η αίτησή του θεωρήθηκε πλήρης. Σύμφωνα με την ΚΔΠ 538/2004, δημοσιεύτηκε στον ημερήσιο τύπο για δύο συνεχόμενες μέρες το γεγονός ότι η αίτηση θεωρήθηκε πλήρης για υποβολή πληροφοριών από ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Η Αιτήτρια δεν υπέβαλε οποιαδήποτε πληροφορία στην αίτηση του ΕΜ.
Στις 01.02.2019 η Καθ’ ης η αίτηση αποφάσισε να χορηγήσει στο ΕΜ την Άδεια με αρ. 62-2019 για την Κατασκευή Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας Συνδυασμένου Κύκλου (2+1) εγκατεστημένης ισχύος 160MWe, διπλής καύσης φυσικού αερίου και πετρελαίου ντίζελ, στην περιοχή Μαρί (ηλεκτροπαραγωγός σταθμός Βασιλικού), απόφαση η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 08.02.2019.
Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή της αιτείται ως ακολούθως:
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση με την οποία παραχώρησαν άδεια στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (Ενδιαφερόμενο Μέρος) για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύψους 160kw, με αριθμό Κ0062/2019, η οποία ανακοινώθηκε στην Αιτήτρια στις 15.2.2019, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε έννομο αποτέλεσμα».
Με τη δε αγόρευσή της η Αιτήτρια εγείρει λόγους ακυρότητας ότι η προσβαλλόμενη είναι προϊόν πλάνης περί τον Νόμο και τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Από την πλευρά τους, με την ένστασή, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Καθ’ ης η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η Αιτήτρια στερείται του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την παραχώρηση άδειας για κατασκευή σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Στα πλαίσια της επιχειρηματολογίας επί της εν λόγω ένστασής τους λέγουν ότι με την προσφυγή, προσβάλλεται ανύπαρκτη διοικητική πράξη, αφού ακόμα δεν έχει παραχωρηθεί άδεια λειτουργίας στο ΕΜ παρά μόνο άδεια για κατασκευή σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και ότι ακόμα κι αν θεωρηθεί ότι με την προσφυγή προσβάλλεται η παραχώρηση άδειας για κατασκευή σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, από τη στιγμή που δεν έχει παραχωρηθεί άδεια λειτουργίας στο ΕΜ ουδεμία ζημία υφίσταται η Αιτήτρια έτσι ώστε να ωφεληθεί από τυχόν ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του ΕΜ συμφωνούν με την πιο πάνω προδικαστική ένσταση και υποβολές της Καθ’ ης η αίτηση, πέραν δε της δικής τους επιχειρηματολογίας επ’ αυτής, θέτουν περαιτέρω ότι η Αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος και επειδή δεν είχε συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του Κανονισμού 6 της ΚΔΠ 534/2004 να υποβάλει πληροφορίες αναφορικά με την αίτηση του ΕΜ ώστε να επηρεάσει την απόφαση της Καθ’ ης η αίτηση επί της αίτησης του ΕΜ που τελικώς οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλόμενης.
Προέχει ασφαλώς εκ της φύσης της, η εξέταση της προδικαστικής ένστασης. Κατόπιν μελέτης των υποβολών των ευπαίδευτων συνηγόρων των μερών και των εγγράφων των διοικητικών φακέλων έχω καταλήξει να αποδεκτώ την προδικαστική ένσταση, στη βάση των ακόλουθων διαπιστώσεων:
Καταρχάς θα διαφωνήσω με τις θέσεις της Καθ’ ης η αίτηση και ΕΜ ότι με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται ανύπαρκτη πράξη. Η Αιτήτρια προσβάλλει πράξη υπαρκτή και εμφανώς είναι η άδεια για Κατασκευή Σταθμού Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας Συνδυασμένου Κύκλου (2+1) εγκατεστημένης ισχύος 160MWe, με αριθμό Κ62/2019. Ο προσδιορισμός της στο αιτητικό της προσφυγής αν και όχι ιδεατός εφόσον δεν αναφέρει αυτολεξεί την ονομασία της άδειας, δεν επαρκεί για να με οδηγήσει σε μια τόσο αυστηρή ερμηνεία, ότι δηλαδή η Αιτήτρια προσβάλλει ανύπαρκτη πράξη. Η περιγραφή που εξέθεσα πιο πάνω σε συνδυασμό άλλωστε και με τον αριθμό της άδειας είναι επαρκές ώστε να γίνει απολύτως κατανοητό ποια άδεια προσβάλλεται.
Περαιτέρω θεωρώ ακροσφαλές να οδηγηθώ σε συμπέρασμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος της Αιτήτριας απλά και μόνο στη βάση του επιχειρήματος ότι εφόσον η Αιτήτρια έλαβε ΑΚΑ και ΑΛΠΑ έπρεπε και το ΕΜ επίσης να λάβει άδειας λειτουργίας και παραγωγής εκτός από άδεια κατασκευής ώστε να μπορεί ενδεχομένως να τεθεί ζήτημα βλάβης της Αιτήτριας.
Άλλωστε εκ πρώτης όψεως το άρθρο 34(1)(α) του περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμου του 2003 (122(I)/2003) (εφεξής ο «Νόμος») προβλέπει ότι η Καθ’ ης η αίτηση χορηγεί άδεια σε πρόσωπο για να «κατασκευάζει σταθμό παραγωγής ηλεκτρισμού ή να παράγει ηλεκτρισμό» συμπλέκοντας την κατασκευή του σταθμού με την παραγωγή ηλεκτρισμού στο δε Παράρτημα 2 της ΚΔΠ 538/2004 όπου βρίσκονται οι πρότυποι όροι παραγωγής αναφέρεται «Η Εταιρεία Παραγωγής (ο κάτοχος άδειας) αδειοδοτείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου να κατασκευάζει και να παράγει ηλεκτρισμό από το [όνομα] σταθμό παραγωγής(..)» και πάλι άρα υπάρχει συμπλοκή των δύο εννοιών. Δεν μπορεί άλλωστε να αποκλειστεί ότι ανεξάρτητα της επιλογής συγκεκριμένης ονομασίας για την εκάστοτε άδεια και φυσικά την καταβολή διαφορετικών/διακριτών τελών για έκαστη εξ αυτών (σχετικό το Παράρτημα της Κ.Δ.Π. 467/2004), προφανώς έχουν σημασία και οι όροι που τη συνοδεύουν ή οι λόγοι που οδήγησαν στην έκδοση της.
Στην παρούσα περίπτωση, μελετώντας την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 01.02.2019 (Παράρτημα 17 σε Ένσταση), διαπιστώνω ότι λήφθησαν υπόψη, μεταξύ άλλων, συγκεκριμένες παράμετροι που αφορούν την παραγωγή ηλεκτρισμού και τις ενεργειακές ανάγκες του τόπου και στόχους επάρκειας κτλ, παράμετροι άρα που αναφέρονται στον χρόνο λειτουργίας και παραγωγής και όχι απλά κατασκευής (υπό την έννοια της απλής οικοδόμησης) του σταθμού. Άρα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό το ενδεχόμενο έννομο συμφέρον ενός τρίτου που προσβάλει την άδεια κατασκευής, ο οποίος όμως στοιχειοθετούσε επαρκώς τη βλάβη[1] του λόγω της αναμενόμενης λειτουργίας (και παραγωγής) του σταθμού.
Σε τούτο αντλώ καθοδήγηση έχοντας υπόψη και την πάγια νομολογία ως προς την προσβολή πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής. Σε εκείνες τις περιπτώσεις ενώ είναι σαφές ότι οι εργασίες προς το σκοπό οικοδόμησης δεν μπορούν να εκκινήσουν άνευ της έκδοσης άδειας οικοδομής εκεί όπου απαιτείται και άρα ότι μόνο η έκδοση της πολεοδομικής άδειας δεν θα συνεπέφερε βλάβη στον θεμελιούντα αυτή (συνήθως περίοικο) τρίτο χωρίς και την έκδοση της άδειας οικοδομής, η οποία θα έδιδε το νόμιμο εφαλτήριο οικοδόμησης, εντούτοις δεν αμφισβητείται και έχει σταθερά νομολογηθεί η αυτοτέλεια των δύο αδειών [Κυπρούλα Μ. Νικόλα κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 47, Δήμος Λεμεσού ν. Νικολαΐδη (2005) 3 ΑΑΔ 591] και η δυνατότητα προσβολής και μόνο της πολεοδομικής άδειας πριν καν την έκδοση της άδειας οικοδομής του έχοντος εννόμου συμφέροντος τρίτου προσώπου.
Περαιτέρω θα διαφωνήσω με τον ισχυρισμό των ευπαίδευτων συνηγόρων του ΕΜ ότι η μη υποβολή πληροφοριών εκ μέρους της Αιτήτριας κατά τη δημοσίευση της αίτησης του ΕΜ και πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης είναι το γεγονός που αποστερεί το έννομο συμφέρον της.
Η μη υποβολή πληροφοριών εκ μέρους της Αιτήτριας δεν ισοδυναμεί με μη συμμόρφωση με τον πιο πάνω Κανονισμό 6 της ΚΔΠ 538/2004, άλλωστε είναι δυνητική η υποβολή τους, ούτε βέβαια οι πληροφορίες αυτές έχουν τεθεί πχ ως υποχρεωτική εκ του εν λόγω Κανονισμού ή Νόμου ένσταση απαραίτητη για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αδειοδότησης [βλ. Φλωρή Παναγιώτα Φιαλογιάννου ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 580] ώστε η Αιτήτρια να κωλύεται να αμφισβητήσει την έκδοσή της άδειας λόγω μη υποβολής των πληροφοριών.
Έχοντας καταγράψει σε ποια σημεία διαφωνώ με την επιχειρηματολογία της Καθ’ ης η αίτηση και του ΕΜ, θα αποδεκτώ την προδικαστική τους ένσταση στη βάση του ότι, τελικά, από τα όσα η Αιτήτρια καταγράφει στην αίτηση ακυρώσεώς της δεν μπορώ να διαπιστώσω έννομο συμφέρον της καθότι δε συνάγεται οποιαδήποτε τεκμηρίωση του επηρεασμού της. Αυτό ανεξάρτητα της μη έκδοσης άδειας λειτουργίας, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω. Συγκεκριμένα, στην αίτηση ακυρώσεώς της Αιτήτριας αναφέρονται αποκλειστικά τα ακόλουθα γεγονότα:
«1. Η Αιτήτρια είναι κάτοχος άδειας κατασκευής και λειτουργίας ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού για παραγωγή 230kw ηλεκτρικού ρεύματος και βρίσκεται στο στάδιο κατασκευής ηλεκτροπαραγωγού σταθμού στο Μαρί της Επαρχίας Λάρνακας. Η επένδυση της Αιτήτριας είναι ύψους €200.000.000, περίπου.
2. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος ήταν και είναι κατά πάντα ουσιώδη χρόνο ο βασικός προμηθευτής της ηλεκτρικής ενέργειας στην Κύπρο με κατ’ εξοχήν δεσπόζουσα θέση στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας.
3. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, οι Καθ’ ων η Αίτηση παραχώρησαν επιπλέον άδεια στο Ενδιαφερόμενο Μέρος για την παραγωγή 160kw ηλεκτρικής ενέργειας, κάτι που ενόψει των δεδομένων της αγοράς και τις απαιτούμενης ποσότητας ηλεκτρισμού, εδραιώνουν περισσότερο την δεσπόζουσα θέση του Ενδιαφερομένου Μέρους και ουσιαστικά εμποδίζουν την Αιτήτρια από του να εισέλθει στην αγορά υπό συνθήκες υγειούς ανταγωνισμού.
4. Η Αιτήτρια επιφυλάσσεται να αναφερθεί σε περισσότερα γεγονότα μόλις έχει την ευκαιρία να μελετήσει τα σχετικά έγγραφα».
Η Αιτήτρια είναι τρίτος στην προσβαλλόμενη άδεια. Συνεπώς οφείλει να δείξει πως επηρεάζεται από την προσβαλλόμενη. Όχι φυσικά να αποδείξει αναλυτικά τον επηρεασμό της αλλά τουλάχιστον να παρουσιάσει ένα επαρκές πλαίσιο γεγονότων ώστε να γίνει αντιληπτός και πιθανολογηθεί ο επηρεασμός της. Το μόνο όμως που ισχυρίζεται είναι ότι η αδειοδότηση του ΕΜ ως κατέχοντος δεσπόζουσα θέση εμποδίζει την είσοδό της στην αγορά ηλεκτρισμού.
Αναμένετο κάποια ελάχιστη τεκμηρίωση του ισχυρισμού αυτού ώστε να γίνει αντιληπτό πως η ίδια εμποδίζεται να εισέλθει στην αγορά υπό συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού απλά λόγω της αδειοδότησης του ΕΜ. Περαιτέρω ποια είναι τα δεδομένα της αγοράς και της απαιτούμενης ποσότητας ηλεκτρισμού, που εκ της έκδοσης της προσβαλλόμενης εδραιώνουν περισσότερο την δεσπόζουσα θέση του ΕΜ.
Θεωρώ τις δικογραφημένες θέσεις της Αιτήτριας, τις οποίες παρέθεσα πιο πάνω, ως μη δυνάμενες να θεμελιώσουν έννομο συμφέρον της για προσβολή της επίδικης καθότι αποτελούν γενικές αναφορές, οι οποίες δεν μπορούν να με οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι πράγματι επηρεάζεται η Αιτήτρια από την προσβαλλόμενη πράξη.
Στις αγορεύσεις της η Αιτήτρια στηρίχθηκε στα όσα ανέφερε το μειοψηφούν μέλος της Καθ’ ης η αίτηση προκειμένου να τεκμηριώσει τον επηρεασμό της. Αυτό όμως δεν είναι κατά την άποψή μου αρκετό. Η γνώμη του εν λόγω μέλους απαντήθηκε από άλλο μέλος της Καθ’ ης η αίτηση (με το οποίο συντάχθηκε και ο πρόεδρός της με αποτέλεσμα την έκδοση της προσβαλλόμενης), άρα υπάρχουν δύο διαφορετικές εκδοχές και είναι η Αιτήτρια που είχε την υποχρέωση τελικά να θέσει ενώπιον του παρόντος το απαραίτητο υπόβαθρο ώστε να γίνει αντιληπτός ο επηρεασμός της ως προς την επίδικη αδειοδότηση (Makrides v. Republic (1967) 3 C.L.R. 147, Σεργίδου Λουκία ν. Δήμου Λευκωσίας και Άλλων (1998) 3 ΑΑΔ 189). Όχι φυσικά να ανατρέξει το παρόν σε στοιχεία πόσο μάλλον σε αντικρουόμενες εκδοχές του διοικητικού φακέλου.
Η Αιτήτρια από όσα συνοπτικά ανέφερε, ουσιαστικά εδράζει το έννομο συμφέρον της ως ένας κατ’ ισχυρισμό ανταγωνιστής του ΕΜ, ο οποίος υφίσταται αντιανταγωνιστική συμπεριφορά λόγω της επίδικης αδειοδότησης. Στην απόφαση του Έντ. Δικ. ΑΔ Αντ. Λιάτσου στην Υπόθεση Αρ.5815/2013, ECLI:CY:AD:2014:D245 ΜΗΛΙΑ ΣΩΖΟΥ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ κ.α. ημερ. 07.04.2014 αναφέρθηκε:
«Ο πρώτος Αιτητής επικαλείται ύπαρξη έννομου συμφέροντος ως ιδιοκτήτης πρατηρίου πώλησης πετρελαιοειδών που βρίσκεται σε απόσταση 1600 μέτρων από την επίδικη ανάπτυξη. Η Νομολογία αποδέχεται το έννομο συμφέρον των ανταγωνιστών. (Grangwood Trading Ltd. κ.α. v. Υπεραγοράς Χρ. Θεοδώρου Λτδ κ.α. (2006) 3 A.A.Δ. 329). Υπό την αίρεση, όμως, απόδειξης των βλαπτικών συνεπειών. Κατάδειξης, δηλαδή, του επηρεασμού των στενότερων συμφερόντων τους από την έκδοση της επίδικης πράξης. Ο πρώτος Αιτητής έφερε το βάρος πιθανολόγησης του έννομου συμφέροντος προσβολής της επίδικης πράξης, παρουσιάζοντας συγκεκριμένα στοιχεία. Όφειλε να καταδείξει με ποιόν τρόπο η επίδικη ανάπτυξη θα επηρέαζε δυσμενώς τα δικά του συμφέροντα. Ιδιαίτερα, λόγω της αμφισβήτησης που προέκυψε, τόσο ως προς την απόσταση μεταξύ των δύο πρατηρίων, όσο και σε σχέση με τις διαφορετικές περιοχές που θα εξυπηρετούν οι δύο αυτές επιχειρήσεις. Με δεδομένες τις διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τα γεγονότα, το βάρος ενέπιπτε στους ώμους του Αιτητή, βάρος το οποίο δεν απέσεισε, αφού καμία σχετική μαρτυρία δεν παρουσίασε.
Επιπρόσθετα, το όλο ζήτημα της ύπαρξης έννομου συμφέροντος ανταγωνιστών και της νομιμοποίησής τους στην άσκηση προσφυγής, καθώς επίσης και η προηγούμενη σχετική νομολογία, θα πρέπει να αντικρίζεται, πλέον, και υπό το φως της ψήφισης του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 2008, Ν.13(Ι)/2008, σκοπός του οποίου είναι η ρύθμιση και προστασία του ελεύθερου ανταγωνισμού στη Δημοκρατία και η εφαρμογή της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αρ. 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης». Όπως εντοπίζεται σχετικά στην Υπόθεση Αρ. 1260/2007, Μαρία Παφίτη Λτδ κ.α. v. Δήμου Πόλης Χρυσοχούς κ.α., ημερομηνίας 26/3/2009, ο απλός χαρακτηρισμός κάποιου ως ανταγωνιστή δεν θα πρέπει πλέον να εκλαμβάνεται ως αρκετός «για να του δίδει έννομο συμφέρον να αμφισβητεί τη δημιουργία μιας νέας επιχείρησης. Αν η νέα επιχείρηση λειτουργεί με τρόπο που παραβιάζονται οι πρόνοιες του εν λόγω νόμου, μπορούν τότε οι Αιτητές να απευθυνθούν στο δικαστήριο για θεραπεία». Όπως, δε, εντοπίζεται στην Υπόθεση Αρ. 173/1994, Κάτια Αντωνίου v. Δημοκρατίας κ.α., ημερομηνίας 22/8/1995:
«Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη απόφασή μας K. and M. (Transport) Ltd κ.α. v. Αναθεωρητής Αρχής Αδειών (1995) 3 Α.Α.Δ. 225, ο επηρεασμός οικονομικού συμφέροντος του προσφεύγοντα από την έκδοση διοικητικής απόφασης, δεν καθιστά αφεαυτού παραδεκτή την προσφυγή. Το συμφέρον το οποίο θίγεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα. Δηλαδή, να εκπορεύεται από το Νόμο. Ο Νόμος δεν παρέχει δικαίωμα στους ιδιοκτήτες φαρμακείων για αποκλεισμό του ανταγωνισμού στην περιοχή όπου λειτουργεί το φαρμακείο τους ή σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή. Το συμφέρον το οποίο επικαλείται η αιτήτρια στερείται νομικού ερείσματος.»
Η αποτυχία, ως εκ τούτου, πιθανολόγησης έννομου συμφέροντος δεν επιτρέπει την προώθηση της προσφυγής εκ μέρους του συγκεκριμένου Αιτητή».
Η πιο πάνω απόφαση, είναι ιδιαίτερα καθοδηγητική με τα εδώ κρινόμενα. Ακόμα και αν θεωρήσω ότι η Αιτήτρια είναι ανταγωνιστής του ΕΜ, από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν καταδεικνύεται με συγκεκριμένα στοιχεία πως η επίδικη αδειοδότηση επηρεάζει δυσμενώς τα συμφέροντά της Αιτήτριας. Πόσο μάλλον ενόψει των αντικρουόμενων εκδοχών των μελών της Καθ’ ης η αίτηση, το βάρος ενέπιπτε στους ώμους της Αιτήτριας, βάρος το οποίο δεν απέσεισε, ώστε να καταστεί δυνατόν να πιθανολογηθεί έστω ο δυσμενής επηρεασμός της Αιτήτριας από την έκδοση της προσβαλλόμενης.
Είναι λοιπόν η κατάληξή μου ότι η Αιτήτρια δε διαθέτει το απαραίτητο έννομο συμφέρον προσβολής της προσβαλλόμενης πράξης καθότι δεν κατέδειξε με ποιόν τρόπο η επίδικη άδεια θα επηρέαζε δυσμενώς τα συμφέροντα της.
Η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Ως έξοδα, η Αιτήτρια να καταβάλει 1.400 ευρώ (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) στην Καθ΄ ης η αίτηση και 700 ευρώ πλέον ΦΠΑ στο ΕΜ.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
[1] Στο ζήτημα της στοιχειοθέτησης του επηρεασμού/βλάβης της Αιτήτριας επανέρχομαι πιο κάτω στην παρούσα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο