
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 850/2023)
23 Ιανουαρίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 146, 29 ΚΑΙ 30 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
N. O.
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Ιωάννα Χρίστου, για Σκορδής, Παπαπέτρου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.
Νικολέττα Νικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Με την υπό εκδίκαση προσφυγή, η αιτήτρια προσβάλλει την νομιμότητα της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 29.5.2019 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, όπως αυτή της γνωστοποιήθηκε δια της επιστολής ημερομηνίας 20.3.2023.
Η αιτήτρια είναι υπήκοος Ρωσίας. Στις 22.12.2010 αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία με άδεια εισόδου, προκειμένου να εργαστεί. Προς το σκοπό αυτό, η άδεια προσωρινής παραμονής της ανανεώνετο διαδοχικά. Η τελευταία, σχετική πάντοτε με τον επίδικο χρόνο, άδεια διαμονής που ήταν σε ισχύ, είχε εκδοθεί στις 7.3.2018 και ίσχυε μέχρι την 7.3.2023.
Στις 29.3.2019, υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση, ενώ στις 26.9.2022, έλαβε χώρα η προσωπική της συνέντευξη. Όπως αναφέρεται, διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα στη Λευκωσία, έχει καταθέσεις στην τράπεζα ύψους €2.500, είναι πλήρως προσαρμοσμένη στα ήθη και έθιμα της Κύπρου, μιλά αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα, ενώ όπως η ίδια ανέφερε, θα μείνει για πάντα στην Κύπρο και μελλοντικά θα αγοράσει διαμέρισμα.
Την ίδια μέρα, η λειτουργός εξέτασης, ετοίμασε σχετική έκθεση, στην οποία καταγράφεται πως η αιτήτρια εργάζεται στην εταιρεία Tarna Enterprises Ltd, οι μηνιαίες απολαβές της οποίας ανέρχονται στις €2.502,26 διαμένει σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα με μηνιαίο ενοίκιο €750, όπου η εταιρεία στην οποία εργάζεται της καταβάλλει το ποσό των €600. Όπως αναφέρεται, στην Κύπρο βρίσκεται μαζί με την μητέρα της, ενώ η κόρη της είναι παντρεμένη και ζει στη Γερμανία. Όπως επίσης αναφέρεται στο σχετικό σημείωμα, η αιτήτρια ομιλεί αρκετά καλά την ελληνική γλώσσα και πέτυχε σε εξετάσεις του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ είναι και ενταγμένη στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο. Αναφέρεται επίσης, πως είναι κάτοχος άδειας διαμονής στη Δημοκρατία με το καθεστώς του επί μακρόν διαμένοντος.
Το εν λόγω σημείωμα, υπεβλήθη, μέσω της Διευθύντριας του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού, προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με απορριπτική εισήγηση, από το οποίο μεταφέρω τα εξής:-
«[…] Ωστόσο, οι επεξηγήσεις και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν εκ μέρους του, όπως καταγράφονται στα ερ. 38-31 VOL III δεν ήταν επαρκείς για να εξαλείψουν τις αμφιβολίες που δημιουργούνται από τα στοιχεία του φακέλου
Υπό το φως των πιο πάνω, δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστικός λόγος πολιτογράφησης του εν λόγω προσώπου καθότι κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον ούτε τα συμφέροντα της πολιτείας και, συνεπώς, υποβάλλεται εισήγηση όπως, ασκώντας τη διακριτική εξουσία που σας παρέχει το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, απορρίψετε την εξεταζόμενη αίτηση για πολιτογράφηση».
Βάσει του υποβληθέντος σημειώματος, ο Υπουργός Εσωτερικών ενέκρινε την υποβληθείσα εισήγηση και απέρριψε την αίτηση που είχε υποβάλει η αιτήτρια.
Προς τούτο, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η εδώ προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, ημερομηνίας 20.3.2023, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:-
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 29/05/2019 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι μετά από δέουσα έρευνα, η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι η σχέση σας με τη Δημοκρατία είναι καθαρά εργασιακή. Επιπλέον, δεν κατέχετε καθόλου περιουσιακά στοιχεία στη Δημοκρατία».
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, αφού παρέθεσε το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο των διατάξεων του άρθρου 111 του Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και τα όσα αναφέρονται στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, υπέβαλε πως η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν αναφέρει σε ποια νομοθετική διάταξη στηρίχθηκε για να απορριφθεί, καίτοι είχε όλα τα απαιτούμενα εκ του Νόμου τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση. Κατά τις εισηγήσεις, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν προκύπτει ο συλλογισμός της διοίκησης περί ύπαρξης καθαρά εργασιακής σχέσης της αιτήτριας με την Δημοκρατία, προκειμένου αυτό να αποτελέσει λόγο απόρριψης, ενώ δεν προκύπτει ούτε και το σκεπτικό για τη μη κατοχή περιουσίας στη Δημοκρατία. Υποστηρίζει πως σε κανένα στοιχείο της έκθεσης γίνεται αναφορά στα δύο πιο πάνω στοιχεία. Και τούτο, παρόλο ότι γίνεται μνεία στην έκθεση πως η αιτήτρια γνωρίζει αρκετά καλά ελληνικά, έχει δεσμούς με την Κύπρο, γνωρίζει την κυπριακή ιστορία και πραγματικότητα.
Υποβάλλει η αιτήτρια πως η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα και έχει ληφθεί υπό πλάνη, καθότι είχε κατά τον ουσιώδη χρόνο καταθέσεις σε τραπεζικό ίδρυμα ύψους €2.500, το οποίο ήταν εις γνώση της διοίκησης, εντούτοις αυτό δεν συνεκτιμήθηκε, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ενώ η αιτιολογία που δόθηκε, είναι γενική και αόριστη.
Η θέση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας, υπήρξε αντίθετη. Τονίζοντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του κράτους, που ανάγεται στην κυρίαρχη του φύση, να παραχωρεί υπηκοότητα μόνο σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό την επίδειξη καλής πίστης, υπέβαλε πως ορθά και νόμιμα η αίτηση απερρίφθη.
Γνωστές είναι οι διατάξεις που αφορούν τη δυνατότητα απόκτησης της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από οποιοδήποτε αλλοδαπό πρόσωπο, όπως αυτές καθορίζονται στις πρόνοιες του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, σε συνδυασμό με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου.
Στην Ε.Δ.Δ. 141/18 Hamdan ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 6.3.2024 το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, επανέλαβε πολύ πρόσφατα τις πάγιες αρχές της νομολογίας πως, η πολιτογράφηση συνιστά μία εξουσία, η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα που επιθυμεί, με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης. Υπέδειξε πως δεν αναγνωρίζεται απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης στην Κυπριακή Δημοκρατία, παρά μονάχα προσδοκία πως δια της δέουσας υποβολής αίτησης, το αίτημα θα αξιολογηθεί προσηκόντως και θα τύχει ανάλογης, καλόπιστης και εξατομικευμένης κρίσης, κατά την άσκηση της παρεχόμενης προς τη διοίκηση ευρείας διακριτικής ευχέρειας (Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, Mohamad ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, Amer ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 66, Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496).
Στην επίσης προσφάτως εκδοθείσα απόφαση στην Ε.Δ.Δ. 18/2017, Mkrtchyan ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 27.9.2023, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, υπέδειξε πως η ύπαρξη των τυπικών προσόντων του άρθρου 111 (Τρίτος Πίνακας) του Νόμου, απλώς δημιουργεί το δικαίωμα για την υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και δεν δημιουργεί υποχρέωση χορήγησης υπηκοότητας, καθότι αυτό θα ήταν ασύμβατο με την έννοια της κυριαρχίας του κράτους.
Τα πιο πάνω νομολογιακά κριθέντα, επαναλήφθηκαν πολύ πρόσφατα από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Ε.Δ.Δ. 205/2019 Nagorny ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 25.10.2024, από την οποία και μεταφέρω το ακόλουθο απόσπασμα:-
«Η διακριτική ευχέρεια του κράτους σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, ως πρόσφατα τονίσαμε στην υπόθεση Rami Makhlouf και Κυπριακής Δημοκρατίας, Αν. Εφ. 21/17, ημερ. 10.09.2024, ευρεία, σχεδόν απεριόριστη, νοουμένου ότι ασκείται με καλή πίστη (Michael Kamel Barakat v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 916, Lucien Chlala v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 3371). Αυτός είναι ο μόνος φραγμός που έθεσε η νομολογία στην άσκηση της εν λόγω εξουσίας. Εφόσον η εξουσία ασκείται καλόπιστα και δεν παραβιάζονται τα δικαιώματα του αλλοδαπού, ως αυτά προστατεύονται από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει (βλέπετε σχετικά Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, Moyo v. Republic (ανωτέρω), Balalas v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 2127 και την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Moustaquim v. Belgium, Series A, No.193, p.19)».
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, υποστηρίζει πως οι λόγοι για τους οποίους έτυχε απόρριψης η υποβληθείσα αίτηση, δεν καλύπτονται από τις νομοθετικές προϋποθέσεις, τις οποίες η αιτήτρια πληρούσε και πως δεν γίνεται αναφορά σε ποια νομοθετική διάταξη στηρίχθηκε η διοίκηση, παρόλο που όπως καταγράφεται στο σημείωμα της λειτουργού, η αιτήτρια γνωρίζει ελληνικά, έχει δεσμούς με την Κύπρο, γνωρίζει την κυπριακή ιστορία και πραγματικότητα.
Κατά την νομολογία, η ύπαρξη και μόνον των τυπικών κριτηρίων που προνοούνται στις διατάξεις του άρθρου 111 και στον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, δεν οδηγούν, άνευ ετέρου, σε παραχώρηση υπηκοότητας. Αντιθέτως, έχει καθορίσει το εύρος της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού Εσωτερικών, το οποίο προσδιορίστηκε ως ευρύ, με την παράλληλη διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως τη δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο Κυπριακό περιβάλλον, την ειλικρινή επιθυμία του να καταστεί Κύπριος πολίτης, λαμβανομένου υπόψη ότι επέδειξε καλή διαγωγή, ότι έμαθε και ομιλεί ικανοποιητικά την Ελληνική γλώσσα, τις γνώσεις του για τον Κυπριακό πολιτισμό, τα ήθη και τα έθιμα και γενικά τη συμμετοχή του στον ντόπιο τρόπο ζωής.
Ως κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Α.Ε. 181/2012, Reyes ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 24.10.2018, τα πιο πάνω στοιχεία, εκτιμώνται ελευθέρως με στάθμιση των γενικότερων συμφερόντων του κράτους και σε συνάρτηση με τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα.
Στις σελιδώσεις 133-109 του Τεκμηρίου 1, περιέχονται τα στοιχεία που προέκυψαν από την προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας, μαζί με την κατάσταση μισθοδοσίας της, την σύμβαση εργοδότησής της, το χρονικό διάστημα διαμονής της στην Δημοκρατία.
Αυτό που παρατηρείται, είναι πως δεν συνάδουν τα αποτελέσματα της προσωπικής συνέντευξης με την εν τέλει απορριπτική εισήγηση της λειτουργού, που διαφαίνεται στη σελίδωση 104 του Τεκμηρίου 1.
Ενώ γίνεται αναφορά στις προσωπικές περιστάσεις της αιτήτριας, στην προσαρμογή της στα ήθη και έθιμα της Κύπρου, στην ένταξή της στο κυπριακό κοινωνικό σύνολο και στην αρκετά καλή γνώση της ελληνικής γλώσσας, εντούτοις, η απορριπτική εισήγηση της λειτουργού πως «οι επεξηγήσεις και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν εκ μέρους του, όπως καταγράφονται στα ερ. 38-31 VOL III δεν ήταν επαρκείς για να εξαλείψουν τις αμφιβολίες που δημιουργούνται από τα στοιχεία του φακέλου».
Δεν προκύπτει, όμως, οτιδήποτε από τα στοιχεία του φακέλου που να συνηγορεί ως προς αυτή την κατεύθυνση. Ποιες είναι οι επεξηγήσεις και ισχυρισμοί που κρίθηκαν ως μη επαρκείς προς εξάλειψη αμφιβολιών, οι οποίες αμφιβολίες, εν πάση περιπτώσει, δεν καταγράφονται, αλλά ούτε και προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο. Πέραν τούτου, η επίκληση στη σελίδωση 103 του Τεκμηρίου 1, εκ μέρους της λειτουργού, του δημοσίου συμφέροντος, παρέμεινε έωλη κι αστήρικτη, αφού τίποτε δεν εξειδικεύεται, ούτε και αναφέρεται τί είναι αυτό που επηρεάζει τα συμφέροντα της πολιτείας και δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον.
Αλλά πέραν τούτων, όπως ορθά παρατηρεί και η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, οι δύο λόγοι για τους οποίους εν τέλει έτυχε απόρριψης η υποβληθείσα αίτηση, ήτοι η εργασιακή σχέση της αιτήτριας με την Δημοκρατία κι η μη κατοχή εκ μέρους της περιουσιακών στοιχείων στη Δημοκρατία, δεν προκύπτουν, ούτε από την προσωπική συνέντευξη, ούτε και από το σημείωμα που τέθηκε υπόψη του Υπουργού Εσωτερικών, να αποτελούν εμπόδια στην έγκριση της αιτήσεως, αλλά φαίνεται να έχουν προστεθεί μόνον στην γνωστοποίηση της απορριπτικής απόφασης προς την αιτήτρια.
Παρά το γεγονός της ύπαρξης ευρείας διακριτικής εξουσίας εκ μέρους του Υπουργού για την αξιολόγηση τέτοιας φύσεως αιτήσεων, εντούτοις, η επίδικη αίτηση, δεν φαίνεται να αξιολογήθηκε δεόντως και προσηκόντως, προκειμένου να τύχει ανάλογης, καλόπιστης και εξατομικευμένης κρίσης, κατά την άσκηση της παρεχόμενης, προς τη διοίκηση, ευρείας διακριτικής ευχέρειας.
Στη βάση των πιο πάνω αναφερόμενων, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, επιδικάζονται €1.900 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο