
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 86/2022 (i-Justice))
21 Ιανουαρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Π. Α.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΑΠΟΧΕΤΕΥΣΕΩΝ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ’ ου η Αίτηση
Κ. Παναγιώτου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Σ. Τσαχίδου (κα), για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης Κ. Κατσαρός & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ου η Αίτηση
Μ. Γιαννοπούλου (κα), για Χριστοφή, Μερακλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με επιστολή των δικηγόρων του, ημερομηνίας 31.1.2022, το καθ’ ου η αίτηση Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας (ΣΑΛ) γνωστοποίησε στην πλευρά του αιτητή την, ληφθείσα κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 6.12.2021, απόφασή του να προαγάγει στην θέση Ανώτερου Τεχνικού, Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας («η επίδικη θέση») τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (ΕΜ) 1. Π. Π. και 2. Θ. Θ., καθώς και ακόμα έναν Τεχνικό του ΣΑΛ, του οποίου όμως η προαγωγή δεν προσβάλλεται δια της παρούσας προσφυγής. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, ο αιτητής «[.] μονιμοποιήθηκε στις 1.07.2009 στη μόνιμη θέση Τεχνικού και ως εκ τούτου αποκλείστηκε από τη διαδικασία προαγωγών δυνάμει του Σχεδίου Υπηρεσίας, καθώς δεν κατείχε την απαιτούμενη δεκαπενταετή πείρα εις τη θέση του Τεχνικού».
Κατά της πιο πάνω απόφασης προαγωγής των δυο Ε.Μ., καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή, στις 7.2.2022.
Προηγουμένως, στο πλαίσιο της προαγωγικής διαδικασίας, το καθ’ ου η αίτηση είχε ζητήσει τις θέσεις του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (ΤΔΔΠ) ως προς το κατά πόσον ο χρόνος υπηρεσίας Τεχνικού, κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του στο ΣΑΛ σε έκτακτη βάση, δύναται να προσμετρηθεί ως χρόνος υπηρεσίας για σκοπούς προαγωγής του στην επίδικη θέση, ενώ στη συνέχεια, επί του ιδίου θέματος και επί της δοθείσας απάντησης του ΤΔΔΠ, ημερομηνίας 19.2.2021, ζητήθηκε γνωμάτευση των νομικών συμβούλων του ΣΑΛ, η οποία και δόθηκε δι’ επιστολής ημερομηνίας 2.7.2021.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή του ΣΑΛ, στη συνεδρία της ημερομηνίας 19.7.2021, αφού έλαβε υπό της την επιστολή του ΤΔΔΠ, σχετική επιστολή των συντεχνιών, ημερομηνίας 24.2.2021 και τη γνωμάτευση των νομικών συμβούλων του καθ’ ου η αίτηση, αποφάσισε να εισηγηθεί στην Ολομέλεια του Συμβουλίου όπως προχωρήσει η διαδικασία πλήρωσης τριών θέσεων Ανώτερου Τεχνικού από τους τρεις υποψηφίους Τεχνικούς, ήτοι τα δυο Ε.Μ. και ακόμα έναν υποψήφιο, του οποίου, ως ήδη ελέχθη, η προαγωγή δεν προσβάλλεται.
Την θέση της Συμβουλευτικής Επιτροπής υιοθέτησε στη συνέχεια η Ολομέλεια του Συμβουλίου.
Την 1.12.2021, πραγματοποιήθηκαν οι προφορικές συνεντεύξεις των τριών υποψηφίων ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία ακολούθως διαμόρφωσε και υπέβαλε την εισήγησή της προς την Ολομέλεια του Συμβουλίου. Η εν λόγω εισήγηση υιοθετήθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου, η οποία, στη συνεδρία της ημερομηνίας 6.12.2021, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιον της τεθέντα έγγραφα, τη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και τη σύσταση του Προϊσταμένου, αποφάσισε να προαγάγει στην επίδικη θέση τους τρεις προαναφερθέντες υποψηφίους.
Το καθ’ ου η αίτηση ήγειρε προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενο ότι ο αιτητής στερείται του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος, εφόσον δεν πληροί τα υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα προσόντα και/ή δεν λήφθηκε υπόψη ως υποψήφιος και/ή δεν κρίθηκε προσοντούχος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τύχει εξέτασης οποιοσδήποτε άλλος λόγος ακύρωσης πέραν αυτού.
Η πλευρά του αιτητή αντιτείνει ότι το επίδικο ζήτημα στην υπό κρίση προσφυγή, είναι ακριβώς το κατά πόσον νόμιμα ή όχι αποκλείστηκε ο αιτητής από την διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης λόγω μη κατοχής της απαιτούμενης υπηρεσίας: εάν κριθεί ότι αυθαίρετα ή υπό πλάνη αυτός αποκλείστηκε, τότε μετ’ εννόμου συμφέροντος θα επιτύχει ακύρωση. Από τη στιγμή δε που αμφισβητείται η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με την κατοχή των προσόντων του αιτητή, τότε αυτό το ζήτημα καθίσταται επίδικο και ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον.
Σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, η πλευρά του αιτητή προβάλλει εν πρώτοις ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη το καθ’ ου η αίτηση ερμήνευσε και εφάρμοσε τον όρο «υπηρεσία» που προβλέπεται στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Εντός αυτού του πλαισίου, εγείρονται και ισχυρισμοί περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.
Περαιτέρω, προωθείται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της ίσης μεταχείρισης κατά παράβαση του άρθρου 38 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και του άρθρου 4 του περί Ίσης Μεταχείρισης στην Απασχόληση και την Εργασία Νόμου (Ν.58(Ι)/2004), ενώ έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης, έγκειται στον ισχυρισμό περί πάσχουσας σύνθεσης/συγκρότησης και λειτουργίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά και του Συμβουλίου του καθ’ ου η αίτηση, λόγω αδικαιολόγητης απουσίας μελών από συγκεκριμένες συνεδρίες. Τέλος, ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης, εγείρεται ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας.
Οι συνήγοροι του καθ’ ου η αίτηση, αντικρούοντας τα πιο πάνω, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής. Αβάσιμοι δε, σύμφωνα με τα όσα προβάλλει η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση, είναι και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής αμεροληψίας και της αρχής της ίσης μεταχείρισης, αλλά και περί κακής σύνθεσης των συλλογικών οργάνων του καθ’ ου η αίτηση.
Υπέρ της νομιμότητας και εγκυρότητας της επίδικης απόφασης, επιχειρηματολόγησαν δια της γραπτής τους αγόρευσης και οι συνήγοροι του Ε.Μ. 1, οι οποίοι προέβαλαν θέσεις παρόμοιες με αυτές του καθ’ ου η αίτηση και υποστήριξαν τόσο τη νομιμότητα της απόφασης αποκλεισμού του αιτητή από τη συνέχεια της διαδικασίας, με αναφορά και στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, όσο και την τελική, επίδικη απόφαση.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, περιλαμβανομένης και της απόφασης αποκλεισμού του αιτητή, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.
Προέχει η εξέταση της προδικαστικής ένστασης, εφόσον αυτή αφορά σε ζήτημα που άπτετεται ευθέως της ύπαρξης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος του αιτητή (Πανεπιστήμιο Κύπρου ν. Θεοδότης Χατζηβασιλείου, Ε.Δ.Δ. 24/2018, ημερ. 25.1.2024).
Πράγματι, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι ένας αιτητής νομιμοποιείται και δεν στερείται του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος να προσβάλει μια διοικητική απόφαση, εφόσον η εκτίμηση της Διοίκησης αναφορικά με τα προσόντα του, αμφισβητείται κατά τρόπο που αυτή καθίσταται επίδικο θέμα της προσφυγής, όπως συμβαίνει εν προκειμένω (βλ. Στάλα Κιούπη κ.α. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1534/2012, ημερ. 10.3.2016, ECLI:CY:AD:2016:D148, Παντελή v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1020, Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1127, Χρυσοστόμου κ.α. v. Κωνσταντινίδου κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 13, ΕΤΕΚ ν. Ορφανίδου και άλλων (2000) 3 Α.Α.Δ. 524 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις Μ.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1038/2020, ημερ. 22.9.2023 και Δέσποινα Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 38/2012, ημερ. 20.1.2017). Παρομοίως, και στην υπό εξέταση υπόθεση, αποτελεί βασικό επίδικο ζήτημα το κατά πόσον ο αιτητής ήταν προσοντούχος, σύμφωνα με τα υπό του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας προβλεπόμενα. Συνακόλουθα, διατηρεί ο αιτητής το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη πράξη, εγείροντας ισχυρισμούς που αφορούν και/ή συνδέονται με την κρίση του ως μη προσοντούχου και, κατ’ επέκταση, με τον αποκλεισμό του από την περαιτέρω διαδικασία επιλογής για την επίδικη θέση. Συναφώς, κατά πάγια και διαχρονικά θεμελιωμένη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος, ο αιτητής στην παρούσα νομιμοποιείται να εγείρει μόνο ισχυρισμούς αναφορικά με την κρίση του ως μη προσοντούχου και τον συνακόλουθο αποκλεισμό του από την περαιτέρω διαδικασία επιλογής για τις επίδικες θέσεις (βλ. Μ.Α., ανωτέρω, Ευφροσύνη Συρίμη Ιταλού ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 1027 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Χαράλαμπος Νίκολας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1096/2010, ημερ. 6.7.2016).
Σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, αποτελούν απαιτούμενα προσόντα η-
«1. Δεκαπενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τεχνικού, ή/και στην προηγούμενη θέση Τεχνικού Ηλεκτρολογίας, από την οποία πενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στην Κλίμακα Α7.
2. Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία».
Εν προκειμένω, κρίθηκε από το καθ’ ου η αίτηση ότι ο αιτητής δεν πληρούσε την απαίτηση της παραγράφου 1 ανωτέρω, ήτοι την απαιτούμενη δεκαπενταετή πείρα στη θέση του Τεχνικού, καθότι αυτός μονιμοποιήθηκε την 1.7.2009 στην εν λόγω θέση, ενώ προηγουμένως υπηρέτησε στη θέση αυτή, σε έκτακτη βάση.
Θα πρέπει να επισημανθεί εξ’ αρχής ότι το καθ’ ου η αίτηση, στο πλαίσιο της επίδικης προαγωγικής διαδικασίας, ζήτησε τις θέσεις του ΤΔΔΠ, αλλά και γνωμάτευση των νομικών του συμβούλων, υποβάλλοντας το ερώτημα κατά πόσον ο συνεχόμενος χρόνος υπηρεσίας που αποκτήθηκε από έναν Τεχνικό (του ΣΑΛ) κατά τη διάρκεια της εργοδότησής του σε έκτακτη βάση και πριν από τη μονιμοποίησή του στο ΣΑΛ, ο οποίος καθόλη τη διάρκεια της εργοδότησής του σε έκτακτη βάση εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα όπως ένας Τεχνικός σε μόνιμη θέση, δύναται να προσμετρηθεί ως χρόνος υπηρεσίας για σκοπούς προαγωγής του στη θέση του Ανώτερου Τεχνικού, ήτοι στην επίδικη. Αυτό το ζήτημα, όπως ορθώς επισημάνθηκε και στη γνωμάτευση των νομικών συμβούλων του καθ’ ου η αίτηση, ημερομηνίας 2.7.2021, ρυθμίζεται από τους περί Υπηρεσίας του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λευκωσίας Κανονισμούς του 1995 έως του 2008 («οι Κανονισμοί»), οι οποίοι αποτελούν ειδικότερη, δευτερογενή, νομοθεσία που διέπει τον ΣΑΛ, ως Οργανισμό του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Σύμφωνα με τον προβλεπόμενο στον Κανονισμό 2 των Κανονισμών ορισμό, «'Υπηρεσία' σημαίνει κάθε υπηρεσία που υπάγεται στο Συμβούλιο αλλά δεν περιλαμβάνει εργασία εργάτη». Ωστόσο, διαπιστώνεται διαφοροποίηση του περιεχομένου του εν λόγω ορισμού, σε σχέση με τον αντίστοιχο ορισμό που προβλέπεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (Ν.1/1990), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος») και στον οποίο παρέπεμψε δια της επιστολής του το ΤΔΔΠ, αλλά και έγινε αναφορά στην προαναφερθείσα νομική γνωμάτευση: και τούτο, καθότι σύμφωνα με τον εν λόγω ορισμό «'υπηρεσία' σηµαίνει δηµόσια υπηρεσία», ενώ από τον ορισμό της «δημόσιας υπηρεσίας», σύμφωνα πάντα με το άρθρο 2 του Νόμου, εξαιρείται ρητά η υπηρεσία «[.] από πρόσωπα των οποίων η αµοιβή υπολογίζεται πάνω σε ηµερήσια βάση ή την υπηρεσία από πρόσωπα τα οποία προσλαµβάνονται πάνω σε έκτακτη βάση δυνάµει των περί Προσλήψεως Έκτακτων Υπαλλήλων (Δηµόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία) Νόµων του 1985 έως 1991 και των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Έκτακτων Υπαλλήλων στη Δηµόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόµων του 1995 έως (Αρ. 3) του 2004, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται» (η υπογράμμιση έχει προστεθεί).
Συνεπώς, υφίσταται ουσιώδης διαφοροποίηση μεταξύ των δυο κειμένων όσον αφορά στο εύρος του περιεχομένου της έννοιας «υπηρεσία», εφόσον προδήλως το εν λόγω εύρος σύμφωνα με τους Κανονισμούς, είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του Νόμου, αφού οι Κανονισμοί ρητά εξαιρούν από την έννοια του όρου «υπηρεσία» μόνο την υπηρεσία εργάτη.
Ασφαλώς και δεν παραγνωρίζω την πάγια υπό της Κυπριακής νομολογίας διάκριση μεταξύ υπηρεσίας στον δημόσιο τομέα, σε μόνιμη θέση και υπηρεσίας σε έκτακτη θέση (Σταύρου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317). Έχει εξάλλου νομολογηθεί ότι πείρα που αποκτήθηκε σε έκτακτη βάση δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία και βαρύτητα έτσι ώστε να αποτελέσει νομίμως στοιχείο κρίση για προαγωγή στην επίδικη θέση (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213). Ωστόσο, στην υπό κρίση περίπτωση, αυτό που απαιτείται για την επίδικη θέση Ανώτερου Τεχνικού, είναι δεκαπενταετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Τεχνικού, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά είτε σε πείρα είτε σε αρχαιότητα, αλλά προφανώς, στη βάση και του προβλεπόμενου στους Κανονισμούς περιεχομένου του σχετικού ορισμού του όρου, πρόκειται για υπηρεσία ως πραγματικό γεγονός, η οποία «υπάγεται στο Συμβούλιο». Εντός δε αυτής της έννοιας, θεωρώ πως εντάσσεται και η υπηρεσία του αιτητή, ο οποίος, και αυτό αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός, εργάστηκε και/ή υπηρέτησε στο ΣΑΛ ως Τεχνικός πέραν των δεκαπέντε ετών.
Υπέρ αυτής της προσέγγισης αναμφίβολα συνηγορεί και η γραμματική ερμηνεία των Κανονισμών και δη η ερμηνεία του όρου «υπηρεσία», η οποία περιλαμβάνει κάθε υπηρεσία που υπάγεται στο Συμβούλιο, με μόνη εξαίρεση την εργασία εργάτη. Επισημαίνεται συναφώς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, είναι ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων (Γεωργιάδης & Υιός ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 142, Σολωμού κ.α. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3675, 3686, Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3204). Εκεί που οι λέξεις ενός νόμου είναι σαφείς, ούτως ώστε να μην επιδέχονται πέραν της μιας ερμηνείας, θα πρέπει να εφαρμόζονται, έστω και αν αυτό απολήγει σε παράλογο ή άδικο ή αυθαίρετο αποτέλεσμα (Αντωνιάδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1193/2017, ημερ. 15.12.2021). Εν προκειμένω, η πιο πάνω, γραμματική, ερμηνεία, όπως προβλέπεται στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας, έχω την άποψη ότι πιο πολύ συνάδει με και/ή προσομοιάζει στην παροχή υπηρεσίας ως πραγματικού γεγονότος, ανεξάρτητα εάν αυτή παρασχέθηκε σε έκτακτη ή μόνιμη βάση.
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι εν προκειμένω οι Κανονισμοί, ως ειδικότερη νομοθεσία και/ή ως περιέχοντες ειδικότερη νομοθετική ρύθμιση επί του υπό συζήτηση θέματος, υπερισχύουν της αντίστοιχης διάταξης του Νόμου και δη της εκεί προβλεπόμενης ερμηνείας του όρου «υπηρεσία», σύμφωνα και με το κλασσικό και θεμελιώδες αξίωμα “lex specialis derogat legi generali”, ήτοι ότι, σε περίπτωση σύγκρουσης δυο νομοθετημάτων επί του ιδίου θέματος, το ειδικότερο νομοθέτημα υπερισχύει του γενικότερου (Janelidze v. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ.Δ.Π. Αρ. 17/2021, ημερ. 21.09.2021, Κυριάκου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 650/2018, ημερ. 25.11.2020, Χρύσω Τσουλλή κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 411).
Ενόψει των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της υπό εξέταση περίπτωσης, κρίνω ότι ο αιτητής, ο οποίος εργάζεται ως Τεχνικός από το έτος 2004 και μονιμοποιήθηκε στην εν λόγω θέση την 1.7.2009, εμπίπτει και/ή πληροί το υπό του Σχεδίου Υπηρεσίας απαιτούμενο προσόν της δεκαπενταετούς υπηρεσίας στη θέση Τεχνικού και συνεπώς, υπό πλάνη και/ή κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης, το καθ’ ου η αίτηση έκρινε τον αιτητή ως μη προσοντούχο και τον απέκλεισε από τη συνέχεια της επίδικης διαδικασίας και την πλήρωση των επίδικων θέσεων.
Αυτή δε απόφαση του Συμβουλίου, σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν προσοντούχος, πάσχει και αναπόφευκτα επιδρά στο κύρος της τελικής προσβαλλόμενης πράξης προαγωγής των Ε.Μ., εφόσον, δεδομένης της απόφασης αποκλεισμού του αιτητή, δεν διενεργήθηκε οποιαδήποτε συγκριτική αξιολόγηση του αιτητή και των λοιπών υποψηφίων για τις επίδικες θέσεις. Ούτε και μπορεί το Δικαστήριο να πιθανολογήσει ή/και να υποθέσει ποια θα ήταν η άποψη του καθ’ ου η αίτηση, αν το τελευταίο είχε ενώπιον του και λάμβανε υπόψη το σύνολο των δεδομένων, περιλαμβανομένης και της συμμετοχής του αιτητή στη συνέχεια της επίδικης προαγωγικής διαδικασίας. Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, «Η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να επανεξετασθεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο».
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακύρωσης που προωθείται ευσταθεί. Κρίνω ότι το καθ’ ου η αίτηση εσφαλμένα και πεπλανημένα ερμήνευσε τον υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενο όρο «υπηρεσία». Αυτή η διαπίστωση αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1900 έξοδα υπέρ του αιτητή και εναντίον του καθ’ ου η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο