Μ. Β. κ.α. ν. ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 901/2018 και 941/18, 29/1/2025
print
Τίτλος:
Μ. Β. κ.α. ν. ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 901/2018 και 941/18, 29/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

                               (Συνεκδ. Υποθέσεις αρ. 901/2018 και   941/18)

 

                       29 Ιανουαρίου  2025

                       [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

  ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 (Υπόθεση αρ. 901/2018)

                             Μ. Β.

 

Αιτήτρια,

                                και

          ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

 

Καθ’ ης η αίτηση

__________________________________

 (Υπόθεση αρ. 941/2018)

                            Σ. Κ. Μ.

Αιτήτρια,

                              και

            ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

 

Καθ’ ης  η αίτηση

__________________________________

Γ. Βαλιαντής, για Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 901/18.

Ξ. Ευγενίου (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 941/18

Σ. Μαξούτη (κα), για Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες ΔΕΠΕ δικηγόροι για την καθ’ ης η αίτηση.

 

                                  Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ,Δ.Δ.Δ.: Με τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες Προσφυγές, προσβάλλεται η νομιμότητα της απόφασης της καθ΄ης η αίτηση ημερομηνίας 19.6.2018 να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη Δ. Γ. και Ι. Χ. στη θέση Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό) από 20.6.2018.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα που περιβάλλουν το μακρύ ιστορικό της προαγωγικής διαδικασίας προκύπτουν εν μέρει από την ένσταση και κυρίως από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, δεν αμφισβητούνται και έχουν ως ακολούθως:

Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής Τηλεπικοινωνίων Κύπρου (στο εξής «η Αρχή»)  αποφάσισε σε συνεδρία του ημερομηνίας 5.6.2012 την έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης, μεταξύ άλλων κενών θέσεων και δυο θέσεων Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό- Λογιστής). 

 

Προς το σκοπό παροχής συμβουλής προς την Αρχή για την πλήρωση των εν λόγω θέσεων δυνάμει του Κανονισμού 10(5) των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνίων Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982, ως αυτός τροποποιήθηκε, το Συμβούλιο Προσωπικού επιλήφθηκε του θέματος σε συνεδρίες ημερομηνίας 13.12.2012, 14.3.2013 και ακολούθως σε συνεδρία του ημερομηνίας 15.3.2013 αποφάσισε όπως συμβουλεύσει την Αρχή να προχωρήσει στην πλήρωση των δυο επίδικων θέσεων προσφέροντας προαγωγή στα δυο ενδιαφερόμενα μέρη Χ. και Γ., τους οποίους έκρινε ως ουσιαστικά καταλληλότερους.

 

Με επιστολή της Διευθύντριας Υπηρεσιών Προσωπικού ημερομηνίας 13.6.2016 υποβλήθηκαν προς την Αρχή σχετικές καταστάσεις όλων των προσόντων και εκπαιδεύσεων που αποκτήθηκαν από τους υποψήφιους μετά τις 15.4.2013, ήτοι μετά που έλαβε χώρα η εισήγηση του Συμβουλίου Προσωπικού καθώς και-ως καταγράφεται- οι βαθμολογίες όλων των υποψηφίων για τα έτη 2012-2015.

Όλα τα πιο πάνω, συμπεριλαμβανομένου και της Συμβουλής του Συμβουλίου Προσωπικού, τέθηκαν υπόψη του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή της Αρχής, ο οποίος στις 17.6.2016, εισηγήθηκε προς το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, τους οποίους έκρινε ως ουσιαστικά καταλληλότερους.

 

Το ζήτημα πλήρωσης των επίδικων θέσεων τέθηκε προς εξέταση σε συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 20.12.2016, κατά την οποία δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απόφαση και παρέμεινε προς εξέταση σε μεταγενέστερη συνεδρία.

 

Ακολούθησαν επιστολές της Διευθύντριας Υπηρεσιών Προσωπικού ημερομηνίας 12.4.2018 και 25.5.2018 με τις οποίες υποβλήθηκαν προς την Αρχή οι νέες εκπαιδεύσεις των υποψήφιων που αποκτήθηκαν μετά την τελευταία επιστολή της ημερομηνίας 13.6.2016 καθώς και οι βαθμολογίες και τα σχόλια των προϊσταμένων αναφορικά με τα έτη 2016 και 2017, ενώ παράλληλα σημειώνετο ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλη διαφοροποίηση αναφορικά με την επετηρίδα και τα προσόντα των υποψήφιων.

 

Ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής με συμπληρωματικό σημείωμα του ημερομηνίας 24.5.2018, σημείωσε τη διαπίστωση του ότι η εικόνα των υποψηφίων δεν διαφοροποιείτο από τις αξιολογήσεις για το έτος 2017 και ως εκ τούτου δήλωσε ότι η εισήγηση του προς την Αρχή, ως προς την πλήρωση των επίδικων θέσεων, παρέμενε η ίδια.

 

Το ζήτημα τέθηκε εκ νέου ενώπιον της Αρχής σε συνεδρία της ημερομηνίας 5.6.2018 κατά την οποία παρέστη ο Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής της Αρχής, o οποίος ουσιαστικά επανέλαβε την εισήγηση του. Ακολούθως η Αρχή σε συνεδρία της ημερομηνίας 19.6.2018 και ως καταγράφεται στο τηρηθέν πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας αποφάσισε κατά πλειοψηφία την προαγωγή  των υποψηφίων Ι. Χ. και Δ. Γ. στη θέση Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό). Ως δε καταγράφεται, η πλειοψηφία της Αρχής κατέληξε στην εν λόγω απόφαση αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Δυο μέλη της Αρχής εξέφρασαν την άποψη ότι μια εκ των προαχθέντων θα έπρεπε να είναι η αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 901/18 Μ. Β..

 

Οι αιτήτριες προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών, εγείρουν δια των Προσφυγών τους αριθμό λόγων ακύρωσης, οι οποίοι βάλλουν κατά όλων των επί  μέρους σταδίων της προαγωγικής διαδικασίας και οι οποίοι παρά την όποια διαφοροποίηση των εκατέρωθεν επιχειρημάτων που προβάλλονται, απολήγουν στην κοινή θέση ότι τόσο η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και η εισήγηση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, ως και η επίδικη απόφαση της Αρχής πάσχουν ως προϊόν πλάνης, ελλιπούς έρευνας καθώς και ότι είναι αναιτιολόγητες και αντίθετες με τα στοιχεία των φακέλων. Προσθέτως των ανωτέρω, η αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 941/18 εγείρει ζήτημα παράνομης συγκρότησης του Συμβουλίου της Αρχής κατά τη συνέδρια ημερομηνίας 19.6.2018 στην οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, θέση την οποία υιοθέτησε και η πλευρά της αιτήτριας στην Προσφυγή αρ.901/18, για πρώτη φορά, δια της απαντητικής της αγόρευσης.

 

Σημειώνεται ότι κατά το στάδιο των διευκρινήσεων η πλευρά της αιτήτριας στην Προσφυγή αρ.901/18 απέσυρε με σχετική δήλωση της όλους τους ισχυρισμούς που έβαλαν τόσο κατά της σύνθεσης και λειτουργίας του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και κατά της σύνθεσης και/ή συγκρότησης και/ή λειτουργίας της Αρχής, ως αυτοί προωθούνταν δια της γραπτής της αγόρευσης.

 

Ως έχει νομολογιακά τονιστεί «ότι έχει σημασία είναι η απόφαση της ίδιας της Αρχής» (Λεωνίδου v Αρχής Τηλεπικοινωνίων Κύπρου(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 22/2016, ημερομηνίας 20/7/22). Επομένως καθίσταται σαφές ότι προέχει, η εξέταση του εγειρόμενου ισχυρισμού περί παράνομης συγκρότησης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής λόγω της καταλυτικής επίδρασης που θα έχει σε περίπτωση τυχόν επιτυχίας του. 

 

Εγείρεται λοιπόν από την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 941/18, ότι πάσχει η επίδικη απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών  καθότι κατά τη συνεδρία ημερομηνίας 19.6.2018, στην οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, η συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής ήταν παράνομη. Τούτο διότι, ως αυτολεξεί καταγράφεται: «ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν τότε ο κ. Γ. Σ. ο οποίος είχε ιδιάζουσα σχέση με τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος συμμετείχε στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου που διόρισε τον Προέδρο Αντιπρόεδρο και Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της ΑΤΗΚ (άρα και τον κ. Σ.).Με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα κρίθηκε ότι ήταν για το λόγο αυτόν παράνομη η συγκρότηση του Διοικητικού Συμβουλίου γι’ αυτό και ο κος Σ. παραιτήθηκε και στη συνέχεια ακολούθησαν και οι παραιτήσεις όλων των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου.» Ακολούθως, συνέχισε η πλευρά της αιτήτριας, το Υπουργικό Συμβούλιο σε συνεδρία του ημερομηνίας 9.10.2018 διόρισε νέο Συμβούλιο, αποτελούμενο από τα ίδια μέλη πλην του κ. Σ., το οποίο κατά την εισήγηση της αιτήτριας «υπό τη νέα του σύνθεση ανακάλεσε όλες τις διαδικασίες προαγωγών εναντίον των οποίων εκκρεμούσαν προσφυγές», χωρίς όμως να ανακαλέσει και την παρούσα επίδικη πράξη. Επισύναψε δε, η πλευρά της αιτήτριας, στη γραπτή της αγόρευση, παράρτημα από την Επίσημη Εφημερίδα στο οποίο εμφαίνονται οι νέοι διορισμοί του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής.

 

Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση δια της γραπτής της αγόρευσης διαφώνησε με τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει ακυρότητας. Το ίδιο έπραξε και με τη συμπληρωματική γραπτή αγόρευση που καταχωρήθηκε μετά την αλλαγή δικηγόρου εκ μέρους της καθ’ ης η αίτηση, δια της οποίας η ευπαίδευτη συνήγορος για την καθ΄ης η αίτηση υπέβαλε ότι όσα γεγονότα αναφέρονται από την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ.941/18 στη γραπτή της αγόρευση και δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, στη γραπτή αγόρευση της καθ΄ης η αίτηση και στους διοικητικούς φακέλους, απορρίπτονται ως «αναπόδεικτα και απαραδέκτως προβαλλόμενα». Επί της ουσίας αντέτεινε ότι το μόνο που η αιτήτρια πράττει προς υποστήριξη του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης είναι να αναφέρεται γενικά και μόνο στην ύπαρξη ιδιάζουσας σχέσης μεταξύ μέλους του Συμβουλίου της Αρχής και του Υπουργού Οικονομικών, χωρίς όμως να συγκεκριμενοποιεί την επίκληση ενός τέτοιου ισχυρισμού στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και χωρίς να επικαλείται την παραβίαση του περί Ορισμένων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Διοικητικών Συμβουλίων) Νόμου 1988. Οι εισηγήσεις της πλευράς της καθ΄ης η αίτηση τόσο δια της αρχικής γραπτής όσο και της συμπληρωματικής της αγόρευσης επεκτάθηκαν στη φύση της πράξης διορισμού του μέλους και στη δυνατότητα ελέγχου της από το Διοικητικό Δικαστήριο, με κύρια θέση ότι ο διορισμός μέλους Συμβουλίου ενός νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου υπέχει φύση κυβερνητικής πράξεως και πως ακόμα και εάν ήθελε κριθεί ως ατομική εκτελεστή πράξη, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να προβεί σε παρεμπίπτων έλεγχο της νομιμότητας της για να διαπιστώσει κατά πόσον τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου κατά την έκδοση της. Σημείωσε δε τόσο δια της αρχικής της γραπτής αγόρευσης όσο και προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου ότι δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι παραιτήθηκαν τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής και ότι διορίστηκαν εκ νέου τα ίδια μέλη πλην του μέλους Σ., ενώ διασαφήνισε ότι οι μόνες διαδικασίες προαγωγών που ανακλήθηκαν ήταν αυτές που εκκρεμούσαν ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου και δεν είχαν ολοκληρωθεί. Την τοποθέτηση αυτή ως προς τα μόνα γεγονότα που είναι παραδεκτά από την πλευρά της καθ΄ης η αίτηση, η καθ΄ης η αίτηση επανέλαβε και μετά από σχετικές διευκρινιστικές ερωτήσεις του Δικαστηρίου, κατά το επανάνοιγμα της υπόθεσης, υποβάλλοντας ότι το Δικαστήριο δεν κλήθηκε να εξετάσει εάν υπάρχει πράγματι ιδιάζουσα σχέση και εμμένοντας πάντοτε στη θέση της ότι η πράξη του διορισμού του μέλους δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετες ήταν οι τοποθετήσεις της πλευράς της αιτήτριας στη Προσφυγή αρ.941/18 όπου τόσο με την απαντητική όσο και με την συμπληρωματική της αγόρευση υποστήριξε ότι η πράξη διορισμού μέλους ενός συλλογικού οργάνου δεν είναι κυβερνητική πράξη καθώς και ότι η αιτήτρια δεν είχε έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει απευθείας με Προσφυγή το διορισμό του συγκεκριμένου μέλους, διατηρεί όμως το απαιτούμενο έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης, συμπεριλαμβανομένου και της πάσχουσας συγκρότησης του Συμβουλίου της Αρχής που την εξέδωσε.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με τα ενώπιον μου τεθέντα στοιχεία.

Εν πρώτοις οφείλει να υπομνησθεί ότι κατά πάγια και δεσμευτική νομολογία(EXXON MOBIL CYPRUS LTD Κ.Α. ΚΑΙ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ (2011) 3 Α.Α.Δ  449) είναι επιτρεπτή η εξέταση της νομιμότητας πράξης διορισμού μέλους διοικητικού οργάνου, στα πλαίσια εξέτασης εγερθέντος λόγου περί μη νόμιμης συγκρότησης του οργάνου αυτού, σε Προσφυγή δια της οποίας προσβάλλεται από τον ενδιαφερόμενο εκτελεστή διοικητική απόφαση που εκδόθηκε μεταγενέστερα από το όργανο αυτό (Hawaii Hotels Co Ltd v. Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 112/2005, ημερ. 20.9.2006),Ellinas Insurance Agencies Ltd v. Δημοκρατίας (Υπόθ. Αρ. 1039/2006, ημερ. 14.5.2010) MGI CORPORATION και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1401/16, ημερομηνίας 23/5/18).Επί τούτου όμως και επί των πτυχών που ήγειρε δια των επιχειρημάτων της η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση προς διαφοροποίηση της παρούσας, διαπιστώνεται ότι δεν χρειάζεται οποιαδήποτε περαιτέρω ενασχόληση του Δικαστηρίου, αφού αυτή και υπό τις περιστάσεις, θα απέληγε χωρίς οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα συνιστώντας, εν τέλει, απλή ακαδημαϊκή ή θεωρητική ενασχόληση με νομικά ζητήματα, κάτι που η πάγια νομολογία δεν επιδοκιμάζει (Δημοκρατία κ.α Philips College Ltd (Ε.Δ.Δ αρ.77/18, ημερομηνίας 10/4/24) Tudor (2011) 1 Α.Α.Δ. 1176, Mohammed Marta Ayeredin ν. Δημοκρατίας (2013) 3 ΑΑΔ 753) Χριστοφόρου και άλλων v Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ.32/14, ημερομηνίας 30/1/2020).Τούτο δε, διότι δεν αποκαλύπτεται το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο επί του οποίου όφειλε να είχε στηριχθεί ο ισχυρισμός της αιτήτριας, ώστε αυτός να παρέμεινε εν τέλει ουσιαστικά μετέωρος και χωρίς περιθώρια επιτυχίας.

 

Εν προκειμένω, αυτό που η αιτήτρια ισχυρίζεται είναι ότι έπασχε ο διορισμός του μέλους Σ. και κατ΄ επέκταση η συγκρότηση της Αρχής επειδή το μέλος είχε ιδιάζουσα σχέση με τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος συμμετείχε στη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου κατά το διορισμό του μέλους. Ποια όμως ήταν αυτή η σχέση και οι περιστάσεις που την περιέβαλαν, η οποία κατά τον ισχυρισμό, ήταν μάλιστα ιδιάζουσας φύσεως, ουδόλως υποδείχθηκε ή προσδιορίστηκε ή κατονομάστηκε έστω λεκτικά από την αιτήτρια, προς υποστήριξη του ισχυρισμού της.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στις γραπτές αγορεύσεις των διαδίκων, δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα καθώς και ότι το βάρος απόδειξης λόγου ακύρωσης βρίσκεται στους ώμους του αιτητή, ο οποίος έχει υποχρέωση, προσκομίζοντας επαρκή στοιχεία, να κλονίσει το τεκμήριο της νομιμότητας  που περιβάλλει κάθε διοικητική πράξη(Χατζηγεωργίου v Δήμου Πόλεως Χρυσοχούς (Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2015, ημερομηνίας 1/2/22), ECLI:CY:AD:2022:C40 ΕΖΕ v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/16, ημερομηνίας 19/5/22). Είναι δε επίσης παγίως νομολογημένο ότι οι ισχυρισμοί περί έλλειψης μεροληψίας πρέπει να αποδεικνύονται αυστηρά και το βάρος απόδειξης το φέρει ο αιτητής (Φιλιππίδου και Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ( Αναθεωρητική Έφεση αρ. 7/2016, ημερομηνίας 10/5/23), ECLI:CY:AD:2023:C163 (Χάρης Νεοφύτου v Δημοκρατίας (2007) 3.Α.Α.Δ 8). Υπενθυμίζεται δε ότι ιδιάζουσα σχέση είναι εκείνη η σχέση η οποία εκ των πραγμάτων παρουσιάζεται στα μάτια ενός καλόπιστου τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή να περιέχει στοιχεία τα οποία αποκαλύπτουν μεροληπτική στάση (Ερνεστίνα Σισμάνη και Άλλων ν. Γεώργιου Θεοδώρου και Άλλων (2007) 3 ΑΑΔ 420).Ιδιάζουσα δε, ως νομολογιακά έχει πολλάκις υιοθετηθεί, είναι η σχέση που ξεχωρίζει, που διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη και ο δεσμός είναι σχέση που προϋποθέτει ή συνεπάγεται ηθικό, νομικό ή συναισθηματικό σύνδεσμο (Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ 769) (Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία ΛΤΔ V Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Ε.Δ.Δ. ΑΡ. 99/22, ημερομηνίας 15/3/24).

 

Στην προκειμένη περίπτωση καθίσταται σαφές ότι η αιτήτρια δεν υπέδειξε, πόσο μάλλον απέδειξε, ως είχε και το βάρος απόδειξης και ως η πάγια νομολογία απαιτεί, ποια ήταν αυτή η σχέση και ποιες οι περιστάσεις που την περιέβαλαν  (Χάρης Νεοφύτου v Δημοκρατίας (2007) 3.Α.Α.Δ 8) η οποία ως τέτοιας φύσεως να ήταν μάλιστα σχέση που ξεχωρίζει, διαφέρει ή διακρίνεται από άλλη (Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429, 434) (Δημοκρατίας ν. Αντωνίου(2012) 3 Α.Α.Δ. 326). Ούτε και βεβαίως μια τέτοια σχέση ή το υπόβαθρο αυτής ή οι περιστάσεις που τη συναπαρτίζουν αποκαλύπτεται έστω από τα ενώπιον του Δικαστηρίου τεθέντα στοιχεία και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. 

 

Η δε απλή και αόριστη αναφορά στη γραπτή αγόρευση της αιτήτριας περί ύπαρξης κάποιας γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα άγνωστης ημερομηνίας και αγνώστου περιεχομένου, ουδόλως μπορεί να συνιστά επαρκή απόδειξη της ύπαρξης ιδιάζουσας σχέσης δεδομένου ότι  κατά πάγια νομολογία οι ισχυρισμοί που προβάλλονται σε γραπτές αγορεύσεις δεν αποδεικνύουν πραγματικά γεγονότα και οι γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτικές για το Δικαστήριο (Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851 και Δημοκρατία v.Παπαγιάννη (2015) 3 Α.Α.Δ 342). Πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση όπου οι περιστάσεις που περιβάλλουν την ισχυριζόμενη αυτή σχέση παρέμειναν άγνωστες για το Δικαστήριο, από το οποίο ζητείται να ακυρώσει τη προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών λόγω παράνομης συγκρότησης του αποφασίζοντος οργάνου, συνεπεία ακριβώς, της ύπαρξης, της επικαλούμενης αυτής, ιδιάζουσας σχέσης. Ούτε όμως και το γεγονός της παραίτησης όλων των μελών του Συμβουλίου της Αρχής και ο νέος διορισμός των ίδιων μελών πλην του μέλους Σ., ο οποίος έλαβε χώρα στις 9.10.2018 ήτοι μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δύναται να αποδείξει δίχως άλλο και αφ΄ευτού τα όσα η αιτήτρια διατείνεται και δη την ύπαρξη της ισχυριζόμενης ιδιάζουσας σχέσης, όταν ο διορισμός του μέλους Σ., ουδέποτε ανακλήθηκε.

 

Εν προκειμένω, αυτό που η πλευρά της αιτήτριας κάλεσε το Δικαστήριο να πράξει είναι να προβεί στη διαπίστωση ότι πάσχει η συγκρότηση του Συμβουλίου της Αρχής εκλαμβάνοντας ως δεδομένο και αποδεχόμενο ως συντελεσμένο πραγματικό γεγονός ότι κατά το διορισμό του μέλους Σ. το Υπουργικό Συμβούλιο δεν ήταν νομίμως συντεθειμένο λόγω της ύπαρξης κάποιας αόριστης και άγνωστης για το Δικαστήριο σχέσης, ιδιάζουσας δε μορφής, μεταξύ του μέλους με τον Υπουργό Οικονομικών.  Χαρακτηριστικό, μάλιστα, είναι ότι η αιτήτρια δεν κάλεσε καν το Δικαστήριο να εξετάσει εάν πράγματι κατά το διορισμό του μέλους υπήρξε παραβίαση των εχεγγύων της αμεροληψίας εκ μέρους του Υπουργού Οικονομικών λόγω ύπαρξης ιδιάζουσας σχέσης.

 

Σε τέτοια διαπίστωση όμως περί πάσχουσας συγκρότησης της Αρχής  το Δικαστήριο θα ήτο, εν πάση περιπτώσει, αδύνατο να προβεί, αφού   ο υπό εξέταση λόγος ακύρωσης τέθηκε, ως επεξηγήθηκε, χωρίς το αναγκαίο πραγματικό υπόβαθρο που να επιτρέπει την εξέταση του, παραμένοντας επί της ουσίας ατεκμηρίωτος και ουσιαστικά μετέωρος (Σάββας Βασίλης κ.α v Πανεπιστήμιου Κύπρου (Υπόθεση αρ. 752/12, ημερομηνίας 4/3/15), ECLI:CY:AD:2015:D154.Τα όσα δε αορίστως η αιτήτρια επικαλείται στην αγόρευση της περί ιδιάζουσας σχέσης, τα οποία ειρήσθω εν παρόδω η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ουδέποτε αποδέχθηκε και τα οποία χωρίς την προσκόμιση μαρτυρίας με τον κατάλληλο δικονομικό τρόπο, ουδόλως συνιστούν μαρτυρία ή αποτελούν  δικαστική γνώση, δεν είναι ικανά να ανατρέψουν το τεκμήριο νομιμότητας που περιβάλλει την προσβαλλόμενη απόφαση (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κ.ά. (ΑΕ Αρ.129/2015, ημερομηνίας 2/11/2022), ECLI:CY:AD:2022:D417 Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021, ημερομηνίας 15/10/24) Θεοφάνους v Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 142/19, ημερομηνίας 25/1/24) 

 

Επί τούτου, απόλυτα σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 36/2021, ημερομηνίας 15/10/24) τα οποία και παραθέτω:

 

«Στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας  το οποίο ασκεί, το Δικαστήριο αναγνωρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη καλύπτεται από τεκμήριο νομιμότητας, όπερ σημαίνει ότι η Εφεσίβλητη δεν υποχρεούται να αποδείξει τη νομιμότητα της διοικητικής της κρίσης. Τουναντίον, είναι ο προσφεύγων που βαρύνεται να αποδείξει (βάσει των στοιχείων του διοικητικού φακέλου ή προσάγοντας δικονομικά αποδεκτή μαρτυρία) ότι η Εφεσίβλητη υπέπεσε σε παρανομία, ώστε να πείσει το Δικαστήριο να άρει το πέπλο νομιμότητας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 160/2019 POP LIFE SHOPS LTD ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 21.3.2024)[..]

 

Συναφώς, επισημαίνεται ότι οι εντός αγορεύσεων αντεγκλήσεις και αμφισβητήσεις του εύλογου και της νομιμότητας των διοικητικών ενεργειών δεν συνιστούν επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο και -στην απουσία αποδεικτικού υπόβαθρου- παραμένουν λόγος χωρίς αντίκρισμα (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Αρ. 47/2021 Miah ν. Δημοκρατίας, απόφαση ημερ. 25.9.2024). »

 

Συνεπώς και επί τη βάσει των όσων έχουν λεχθεί, ο ισχυρισμός περί παράνομης συγκρότησης της Αρχής απορρίπτεται.

 

Προχωρώ επομένως να εξετάσω τους υπόλοιπους εγειρόμενους ισχυρισμούς των αιτητριών.

 

Με την Προσφυγή αρ. 901/18, η αιτήτρια Μ. Β. βάλλει το πρώτον κατά της σύστασης του Συμβουλίου Προσωπικού, ισχυριζόμενη ότι αυτή είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, παντελώς αναιτιολόγητη καθώς και προϊόν ελλιπούς έρευνας και πλάνης, αφού δεν αξιολογήθηκε και δεν λήφθηκε υπόψη η υπεροχή της αιτήτριας σε προσόντα και αρχαιότητα. Επί τούτου η αιτήτρια διατείνεται ότι είναι ισοδύναμη σε αξία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, από τα οποία ισχυρίζεται ότι κατέχει υπέρτερα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα, τα οποία παραθέτει, ενώ, ως ισχυρίζεται, με το ενδιαφερόμενο μέρος Χ. προσλήφθηκαν στην Αρχή και προήχθησαν στην προηγούμενη της επίδικης θέσης του Λογιστή Α’ κατά την ίδια ακριβώς ημερομηνία καθώς και ότι υπερέχει σε αρχαιότητα από το ενδιαφερόμενο μέρος Γ., το οποίο προήχθη στην προηγούμενη της επίδικης θέσης την 1.1.2000 ήτοι ένα έτος και τρεις μήνες μετά την προαγωγή της αιτήτριας στην ίδια θέση του Λογιστή Α’. Σημειώνει δε ότι η ίδια προσλήφθηκε στην Αρχή την 1.10.1994 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος  Γ. την 1.1.1997. Τα ίδια εν πολλοίς αναφέρει τόσο για τη σύσταση του Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή όσο και για την επίδικη απόφαση της Αρχής, οι οποίες ως ισχυρίζεται είναι πεπλανημένες και προϊόν ελλιπούς έρευνας, αλλά κυρίως αναιτιολόγητες, ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο δικαστικός έλεγχος. Τονίζει δε ότι η Αρχή δεν αξιολόγησε τα ακαδημαϊκά και άλλα πρόσθετα προσόντα της αιτήτριας και την επαγγελματική της πείρα, τα οποία, μαζί με την αρχαιότητα της, δεν συνεκτίμησε και παραγνώρισε, εκμηδενίζοντας την αρχαιότητα και τα προσόντα, τα οποία εντάσσονται στο κριτήριο της ουσιαστικής καταλληλόλητας. Η καθ΄ης η αίτηση, κατά την αιτήτρια, δεν προέβηκε σε σύγκριση των υποψηφίων, η οποία, ως ισχυρίζεται, θα καταδείκνυε την υπεροχή της έναντι των ενδιαφερόμενων μερών, ως αυτή προκύπτει από τους διοικητικούς φακέλους. Επισημαίνει δε ότι η Αρχή προέβηκε σε επιλεκτικές γενικόλογες αναφορές για τα ενδιαφερόμενα μέρη, χωρίς να «υπάρχουν κοινά κριτήρια σύγκρισης» με αναφορά σε συγκεκριμένες εργασίες και καθήκοντα που εκτελούσαν τα ενδιαφερόμενα μέρη, παραλείποντας, ως διατείνεται να αναφέρει τις νευραλγικές θέσεις και καθήκοντα που έχει διεκπεραιώσει η αιτήτρια.

 

Με την Προσφυγή αρ. 941/18, προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας Σ. Μ., με συναφή παραπομπή σε νομολογία, ότι είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων τόσο η σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού όσο και του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Ειδικότερα ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι ενώ η ίδια είναι ισοδύναμη σε αξία και προσόντα με τα ενδιαφερόμενα μέρη, πεπλανημένα και αυθαίρετα αγνοήθηκε η αντικειμενική υπεροχή της σε αρχαιότητα και κατά συνέπεια και η πείρα της. Εισηγείται δε ότι το Συμβούλιο Προσωπικού, τη σύσταση του οποίου υιοθέτησε η Αρχή, θυματοποιείσαι την αιτήτρια και υπό πλάνη και για αλλότριο σκοπό παραγνώρισε την υπεροχή της σε αρχαιότητα κατά τέσσερα χρόνια στην προηγούμενη της επίδικης θέσης από το ενδιαφερόμενο μέρος Γ., αφού η ίδια είχε προαχθεί στη θέση Λογιστή Α΄ την 1.1.1996 και κατά σχεδόν δυο έτη από το ενδιαφερόμενο μέρος Χ., απομονώνοντας κατά παράβαση της νομολογίας μια «δήθεν χαμηλή βαθμολογία της στο παρελθόν (2001) πριν δεκαεπτά χρόνια, εκμηδενίζοντας τις πρόσφατες βαθμολογίες[.] που αφορούν κατά πρώτο λόγον τα έτη 2006 - 2011 και βέβαια τις μεταγενέστερες έως το 2018, στις οποίες βαθμολογήθηκε σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης με την ανώτατη βαθμολογία». Ο δε Διευθυντής, συνεχίζει η αιτήτρια, ανεπίτρεπτα παραγνώρισε με τη σειρά του την αρχαιότητα της αιτήτριας. Καταλήγει δε η αιτήτρια ότι «όλο το προπαρασκευαστικό αυτό στάδιο με τα τόσα ελαττώματα» υιοθετήθηκε τυφλά από την Αρχή, η οποία είχε την αποφασιστική αρμοδιότητα και η απόφαση της οποίας είναι αναιτιολόγητη, αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και εκμηδενίζει αυθαίρετα την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και πείρα. Η καθ΄ης η αίτηση, συνεχίζει η αιτήτρια αφού προέβη σε γενικές φραστικές ωραιολογίες περί κάποιων προτερημάτων και ιδιοτήτων, αφήνοντας να νοηθεί ότι τέτοια δεν υφίστανται στην περίπτωση της αιτήτριας, η οποία είχε παρόμοια με τα ενδιαφερόμενα μέρη σχόλια από τους Προϊσταμένους της, υιοθέτησε τη σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού χωρίς να προβεί σε καμία αναφορά στην αρχαιότητα και σε ουδεμιά αναφορά ή σύγκριση της αιτήτριας με τα ενδιαφερόμενα μέρη, η οποία υπερείχε σαφώς σε αρχαιότητα και πείρα. Πρόσθετα υποβάλλεται ότι εσφαλμένα δεν ζητήθηκε νέα εκσυγχρονισμένη εισήγηση από το Συμβούλιο Προσωπικού αφού αυτή δόθηκε το 2013 και το Διοικητικό Συμβούλιο συνεδρίασε προς λήψη απόφασης το 2018.

 

Η καθ΄ης η αίτηση δια της γραπτής της αγόρευσης αντέτεινε ότι δεν επιβάλλεται εκ του Κανονισμού 10(5) η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού να είναι αιτιολογημένη, όπου όμως δίδεται αιτιολογία αυτή ελέγχεται δικαστικά. Αποτελεί θέση της καθ΄ης η αίτηση ότι η αιτιολογία συμπληρώνεται από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων καθώς και ότι η αρχαιότητα, η πείρα και τα προσόντα δεν αποτελούν ξεχωριστά στοιχεία κρίσης αλλά υποκριτήρια της ουσιαστικής καταλληλόλητας. Επί της ουσίας η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση υπέβαλε ότι το Συμβούλιο Προσωπικού «αναγνώρισε την αρχαιότητα της αιτήτριας στην Πρ 941/18 και αιτιολόγησε γιατί θεωρεί ότι αυτή δεν είναι κατάλληλη για προαγωγή, παρά το ότι είναι αρχαιότερη» ενώ σε σχέση με την αιτήτρια στην Προσφυγή αρ. 901/18 υπέβαλε ότι παρά το ότι η αιτήτρια συστήθηκε από κάποια μέλη, το Συμβούλιο Προσωπικού θεώρησε εν τέλει μετά από σύγκριση όχι μόνο της επίδοσης και απόδοσης αλλά όλων των υποκριτηρίων της ουσιαστικής καταλληλόλητας ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ουσιαστικά καταλληλότερα. Σημείωσε δε η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι ναι μεν στην υπόθεση Στασοπούλου το Ανώτατο Δικαστήριο υπόμνησε ότι η όποια ισοδυναμία των υποψηφίων θα μπορούσε να λυθεί με προσφυγή στην αρχαιότητα και τα προσόντα, στην προκειμένη όμως περίπτωση, υπέβαλε ότι «δεν έχουμε απόλυτη ισοδυναμία». Περαιτέρω η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση εισηγήθηκε ότι το γεγονός ότι ο Αν. Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής συμφώνησε με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, αυτό δεν συνεπάγεται ότι δεν διενήργησε τη δέουσα έρευνα. Σε σχέση δε με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ΄ης η αίτηση, υπέβαλε ότι η Αρχή προέβηκε σε έρευνα των προσωπικών φακέλων των υποψήφιων και ότι δεν έχει υποχρέωση να σχολιάσει τις αιτήτριες αλλά ούτε και στοιχεία που δεν λαμβάνονται υπόψη. Μάλιστα σημειώνει η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση ότι η Αρχή κατέγραψε και «τη σύνοψη των σχολίων των υποψηφίων από τους Προϊσταμένους τους και τη γενική εικόνα που αναδύεται από το προσωπικό τους φάκελο, δείχνοντας έτσι τη μελέτη στην οποία προέβηκαν στους προσωπικούς φακέλους.»  Κατέληξε δε δια της γραπτής της αγόρευσης ότι η Αρχή υιοθέτησε τα όσα ανέφερε το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Αν. Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής ως αιτιολογία «καθιστώντας έτσι περιττό την επανάληψη τους». Υπόμνησε δε ότι οι αιτήτριες δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή και ότι η απόφαση της Αρχής είναι εύλογα επιτρεπτή.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού και προσωπικών φακέλων της υπόθεσης.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος των εγειρόμενων ισχυρισμών, ότι ελλείπει η απαιτούμενη αιτιολογία ως προς την επιλογή των ενδιαφερόμενων μερών, σε συνάρτηση με τα όσα και οι δυο αιτήτριες προβάλλουν περί παραγνώρισης της υπέροχης τους σε αρχαιότητα, πείρα και  προσόντα, σφάλμα το οποίο κατά τις αιτήτριες διατρέχει όλα τα στάδια της προαγωγικής διαδικασίας. Είναι, συνεπώς, επιβεβλημένη η κατά προτεραιότητα εξέταση του κοινού αυτού υπόβαθρου των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.

 

Η διαδικασία επιλογής, σε κάθε στάδιο της, διεξάγεται στη βάση των κριτηρίων που ορίζει ο Κ.10(7) των Κανονισμών των περί Προσωπικού της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου Γενικών Κανονισμών του 1982 μέχρι 1990, ως ακολούθως: «(7) Οι κρίσεις για προαγωγή διενεργούνται με βάση την υπηρεσιακή επίδοση και απόδοση των υποψηφίων και την εν γένει ουσιαστική καταλληλόλητα τους, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, τα φύλλα ποιότητας και τα φύλλα προαγωγής τους.»

Είναι δε επίσης παγίως νομολογημένο ότι το στοιχείο της αρχαιότητας, όπως και των προσόντων, ενέχουν τη δική τους σημασία ως εντασσόμενα και συμπεριλαμβανόμενα στο κριτήριο της «ουσιαστικής καταλληλότητας» του Κανονισμού 10(7) και ως τέτοια θα πρέπει να συνεκτιμηθούν, στα πλαίσια εξέτασης του κριτηρίου αυτού (ΑΤΗΚ ν.  Στασοπούλου (ανωτέρω), Κυριάκος Ευθυμίου ν.  ΑΤΗΚ (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 5631/2013 και 5632/2013, ημερομηνίας 30/9/2015)  Α.ΤΗ.Κ. ν. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170, 180). 

 

Σύμφωνα δε με τον Κανονισμό 10(5)(α) : «Αι προαγωγαί ενεργούνται υπό της Αρχής. Προ πάσης προαγωγής, η Αρχή ζητεί την συμβουλήν του Συμβουλίου Προσωπικού και τας εισηγήσεις του Γενικού Διευθυντού ή του Αναπληρωτού του». Ως υποδείχθηκε στη Λεωνίδου (ανωτέρω) ό,τι έχει σημασία είναι η απόφαση της ίδιας της Αρχής και η αιτιολόγηση αυτής. Εάν, ως περαιτέρω, λέχθηκε: «υπήρχε σφάλμα ή παράλειψη, είτε στη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού ή και στην εισήγηση του Γενικού Διευθυντή, αλλά η Αρχή, στη βάση της δικής της έρευνας, ενήργησε μέσα στα ορθά πλαίσια και έχει αιτιολογήσει την απόφαση της, αυτή είναι άτρωτη. Εάν πάλι βασίστηκε στην εσφαλμένη συμβουλή ή και εισήγηση, πάσχει η ίδια η απόφαση της Αρχής και είναι ακυρώσιμη» . Είναι δε επί αυτού του πλαισίου, ήτοι κατά πόσο υφίσταται η απαιτούμενη αιτιολόγηση στην προσβαλλόμενη απόφαση, που θα εξεταστούν οι εγειρόμενοι ισχυρισμοί των αιτητριών περί μη αξιολόγησης και παραγνώρισης της αρχαιότητας, της πείρας και των προσόντων τους.

 

Επομένως, κρίνεται ότι επιβάλλεται η παράθεση των όσων καταγράφηκαν, ως εδώ ενδιαφέρουν, στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας της Αρχής ημερομηνίας 19.6.2018, κατά την οποία λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών. Εν προκειμένω αφού το Συμβούλιο της Αρχής κατέγραψε τα έγγραφα και στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του και αφού συμφώνησε με τον πίνακα των 30 υποψηφίων, όπως αυτός παρουσιάζεται στα πρακτικά τον Συμβουλίου Προσωπικού, κατέγραψε  τα ακόλουθα :

 

«Στη συνέχεια, το Συμβούλιο μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιον τον στοιχεία για τους υποψήφιους υπαλλήλους και συγκεκριμένα τα πρακτικά τον Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση τον Αναπληρωτή Ανώτατού Εκτελεστικού Διευθυντή, όλα τα άλλα έγραφα πού τέθηκαν ενώπιον τον και το περιεχόμενο των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα φύλλα ποιότητας/προαγωγής τούς και/ή οι υπηρεσιακές τούς εκθέσεις και/ή τα έντυπα αξιολόγησής τούς και διαπίστωσε τα ακόλουθα για τον καθένα από αυτούς.

 

Η υποψήφια Σ. Μ. (1522) κρίνεται ως ευγενική, ικανή και φιλομαθής υπάλληλος, η οποία διακρίνεται για την ικανότητά της να εμβαθύνει στην ουσία κάθε υπηρεσιακού Θέματος.

 

H υποψήφια Ι. Χ. (7934) κρίνεται ως έμπειρη και μεταδοτική υπάλληλος, με πρωτοβουλία, η οποία διακρίνεται για την αποφασιστικότητα και ορθοκρισία της, χαρακτηριστικά που τη βοηθούν να διοικεί άψογα τη μονάδα της και να επιτύχει εξαιρετικά αποτελέσματα τόσο στις βασικές δραστηριότητες και σε βελτιωτικά έργα της μονάδας της, αλλά και στα δύσκολα εταιρικά έργα πού ανέλαβε και έφερε σε αίσιο πέρας. H αφοσίωση στο καθήκον και η επιμονή στην επίτευξη των στόχων της μονάδας της είναι χαρακτηριστικά πού τη βοήθησαν να αντεπεξέλθει με πλήρη επιτυχία στον τεράστιο όγκο εργασία πού έπρεπε να διαχειριστεί σε πολύ δύσκολες συνθήκες υποστελέχωσης της μονάδας.

 

H υποψήφια Μ. Β. (6808) κρίνεται ως πρόθυμη, ικανή, οργανωτική, υπεύθυνη και αποτελεσματική υπάλληλος, η οποία διακρίνεται για το ψηλό βαθμό ακρίβειας, ποιότητας και αξιοπιστίας.

 

Ο υποψήφιος Δ. Γ. (539) κρίνεται ως οξυδερκής, αφοσιωμένος, έμπειρος, μεθοδικός και μεταδοτικός υπάλληλος, ο οποίος διακρίνεται για το ήθος, την τιμιότητα και τον ενθουσιασμό τον, χαρακτηριστικά πού είναι καθοριστικά για την ποιότητα και ποσότητα των αποτελεσμάτων πού επιτυγχάνει. Κατά το 2017 παρόλο πού επιφορτίστηκε με τις ευθύνες ενός ακόμα προϊστάμενου τον Γενικού Λογιστηρίου πού αφυπηρέτησε, συνέχισε την εισαγωγή νέων διαδικασιών και συστημάτων με αποτέλεσμα αφενός της σημαντική βελτίωση της αξιοπιστίας, της ορθότητας και πληρότητας αλλά και της αποδοτικότητας των λειτουργιών αυτών και αφετέρου τη σημαντική βελτίωση της χρηματοοικονομικής πληροφόρησης προς τη Διεύθυνση και Διοίκηση τον Οργανισμού.»

 

Η καταληκτική κρίση του Συμβουλίου της Αρχής για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών ήταν η ακόλουθη:

 

«Ακολούθως, το Συμβούλιο, αφού μελέτησε διεξοδικά όλα τα ενώπιον τον στοιχεία και συγκεκριμένα τα πρακτικά του Συμβουλίου Προσωπικού, την εισήγηση του Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή, όλα τα άλλα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον του και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των 30 υποψηφίων υπαλλήλων, στους οποίους περιλαμβάνονται τα φύλλα ποιότητας/προαγωγής τους και/ή οι υπηρεσιακές τούς εκθέσεις και/ή τα έντυπα αξιολόγησής τους, αποφάσισε κατά πλειοψηφία την πλήρωση των δύο κενών Θέσεων Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό) με προαγωγή των υποψηφίων Ι. Χ. (7934) και Δ. Γ. (539). H πλειοψηφία τον Συμβουλίου, αποτελούμενη από τα Μέλη H. Α., Χ. Α., Β Ιωάννου, Γ. Στ., Φρ. Φ. και Μ Χο. κατέληξε στην απόφαση αυτή αφού έλαβε υπ' όψιν την ομόφωνη σύσταση τον Συμβουλίου Προσωπικού και την εισήγηση τον Αναπληρωτή Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή υπέρ των δύο πιο πάνω υποψηφίων.

 

Ο Αντιπρόεδρος και το Μέλος Λ. Μ, εξέφρασαν την άποψη ότι ένας από τους δύο προαγόμενους πρέπει να είναι η υποψήφια Μ. Β. (6808).

 

H προαγωγή των υπαλλήλων Ι. Χ. (7934) και Δ.Γ. (539) σε Θέση Υποτμηματάρχη (Οικονομικό Προσωπικό) ισχύει από τις 20.62018.»

 

Αποτελεί αναντίλεκτο γεγονός ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής και αφού προέβη σε επιμέρους σχολιασμό για έκαστο υποψήφιο, επέλεξε ως άλλωστε ευθέως παραδέχεται και η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση δια της γραπτής της αγόρευσης να υιοθετήσει τα όσα ανέφερε το Συμβούλιο Προσωπικού και ο Αναπληρωτής Ανώτατος Εκτελεστικός Διευθυντής.

 

Δεδομένης, λοιπόν της υιοθέτησης της σύστασης του Συμβουλίου Προσωπικού προέχει η εξέταση του ισχυρισμού της αιτήτριας στην Προσφυγή αρ.941/18 ότι υπό πλάνη και προς εξυπηρέτηση αλλότριου σκοπού το Συμβούλιο Προσωπικού έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα σε δήθεν χαμηλή βαθμολογία της αιτήτριας  κατά το έτος 2001, εκμηδενίζοντας όλες τις πρόσφατες εκθέσεις αξιολογήσεις της αιτήτριας που το Συμβούλιο Προσωπικού έλαβε υπόψη από το 2006 μέχρι το 2011 και στις οποίες η αιτήτρια βαθμολογήθηκε σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης με την ανώτατη βαθμολογία (5), με σκοπό να παρακάμψει την αντικειμενική υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα και κατά συνέπεια σε πείρα έναντι των ενδιαφερόμενων μερών.

 

Εν προκειμένω το Συμβούλιο Προσωπικού σε συνεδρία του ημερομηνίας 15.4.2013 ανέφερε τα ακόλουθα κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων:

 

«Το Συμβούλιο Προσωπικού λαμβάνοντας υπόψη στο σύνολο τους τα κριτήρια  που  καθιερώνει ο Κανονισμός 10(7), όπως έχει τροποποιηθεί με την ΚΔΠ.163/90-13.7.90, τις βαθμολογίες, τις παρατηρήσεις και τις συστάσεις των Προϊσταμένων τους στα ΦΠ/Π, στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και στα 'Έντυπα Αξιολογήσεως που είναι ταξινομημένα στον προσωπικό φάκελο του καθενός από του τριάντα (30) υποψηφίους καθώς και τα άλλα στοιχεία του προσωπικού τους φακέλου, προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους. Όσον αφορά την κ Σ. Μ. (1522), α/α Δ.1στο Συνημμένο 2 και Συνημμένο 3, που εμφανίζεται ως αρχαιότερη στο βαθμό και στην Υπηρεσία, το Συμβούλιο Προσωπικού επεσήμανε τη χαμηλή βαθμολογία που είχε κατά το έτος 2001 και τους λόγους που αναφέρονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις (Φύλλα Ποιότητας Έκθεση Προόδου/ Προαγωγής, 'Έντυπα Αξιολόγησης) και αλληλογραφία που οδήγησαν σε αυτή τη χαμηλή βαθμολογία.»

 

Παρεμβάλλεται ότι των πιο πάνω ακολούθησε εκ μέρους της πλειοψηφίας η ετοιμασία καταλόγου τεσσάρων υποψηφίων, οι οποίοι θεωρήθηκαν ως ουσιαστικά επικρατέστεροι και στον οποίο δεν περιλαμβάνονταν οι αιτήτριες.  Αντίστοιχος κατάλογος ετοιμάστηκε και από άλλα δυο μέλη του Συμβουλίου της Αρχής στον οποίο περιλαμβάνετο η αιτήτρια στην προσφυγή αρ.901/18 Μ. Β. Αμφότερες όμως, πλειοψηφία και μειοψηφία των μελών διατύπωσαν την άποψη ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη είναι ουσιαστικά καταλληλότερα.

 

Κρίνω ότι δικαίως παραπονείται η αιτήτρια. Είναι δε νομολογημένο ότι δεν επιβάλλεται το Συμβούλιο Προσωπικού να αναφερθεί ονομαστικά στους υποψήφιους που δεν περιλαμβάνονται στους κατά την κρίση του καταλληλότερους, όπου όμως το πράττει μια τέτοια αιτιολογία, ως άλλωστε δέχεται και η καθ’ ης η αίτηση με τη γραπτή της αγόρευση, ελέγχεται δικαστικά.

 

Διερεύνηση στα έντυπα αξιολόγησης του προσωπικού φακέλου της αιτήτριας, στα οποία παραπέμπει το Συμβούλιο Προσωπικού, δεικνύει ότι η αιτήτρια είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετη με την ανώτατη δυνατή βαθμολογία σε όλα τα έντυπα αξιολόγησης από το 2003 και εντεύθεν. Από το δε περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προκύπτει ότι ετοιμάστηκαν και το Συμβούλιο Προσωπικού είχε ενώπιον του καταλόγους με σκοπό την αξιολόγηση της βαθμολογίας των υποψηφίων. Ειδικότερα από τον καταρτισθέντα κατάλογο με τίτλο «μέσοι όροι βαθμολογίων υπαλλήλων κατά σειρά επετηρίδας» ο οποίος αφορά την περίοδο από 2006 μέχρι 2011 προκύπτει ότι κατά τις αξιολογήσεις των ετών 2006-2011, η αιτήτρια όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη έλαβε σε όλες την ανώτατη βαθμολογία ήτοι 5,000. Σε έτερο κατάλογο με τίτλο «μέσος όρος βαθμολογίας υπαλλήλου κατά κριτήριο και περίοδο αξιολόγησης», ο οποίος αφορά έκαστο υποψήφιο με καθοριζόμενη περίοδο αξιολόγησης τα έτη 2009-2011, διαφαίνεται ότι η αιτήτρια Μ. αποκόμισε σε όλα τα βαθμολογημένα στοιχεία (ήτοι αντίληψη/κρίση, πρωτοβουλία, καινοτομία, αποφασιστικότητα, συνεργασία, διοίκηση, επικοινωνία, επαγγελματική κατάρτιση, απόδοση, τακτικότητα/υπηρεσιακό ενδιαφέρον και αξιοπιστία) την ανώτατη βαθμολογία 5, ως και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Έχω διεξέλθει βεβαίως και το έντυπο αξιολόγησης της αιτήτριας για το έτος 2001, στο οποίο ανέτρεξε το Συμβούλιο Προσωπικού- όπως και στα άλλα έγγραφα και αλληλογραφία που το συνοδεύουν -αφού η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση για τη βαθμολόγηση της, η οποία εν τέλει απορρίφθηκε- στο οποίο εντοπίζεται ότι ενώ η αιτήτρια είχε βαθμολογηθεί σε όλα τα στοιχεία κρίσης με την ανώτατη βαθμολογία 5, είχε λάβει για τα κριτήρια αποφασιστικότητα και υπηρεσιακό ενδιαφέρον 4(ήτοι ως επεξηγείται στην κλίμακα «Πολύ Καλός») και στο στοιχείο της τακτικότητας 3(«Ικανοποιητικός»). Σε σχέση δε με τη βαθμολογία αυτή, καταγράφεται  σε συνημμένο στη συνοπτική αξιολόγηση σημείωμα ότι το ζωηρό ενδιαφέρον της αιτήτριας για το συμφέρον της υπηρεσίας επιδέχεται βελτίωση καθώς και ότι η αιτήτρια σύμφωνα με το παρουσιολόγιο είχε κάποιες καθυστερημένες προσελεύσεις, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά κρίθηκε ότι «συνήθως τηρεί το ωράριο εργασίας» για αυτό βαθμολογήθηκε με 3 στο κριτήριο τακτικότητα.

 

Τούτο όμως, είχε λάβει χώρα στο απομακρυσμένο παρελθόν ώστε κατά πάγια νομολογια, να μην ήταν επιτρεπτή η απομόνωση και η ανάδειξη μιας τέτοιας διαφοράς στη βαθμολογία, με παραπομπή σε ένα έντυπο αξιολόγησης που ανέτρεχε 12 χρόνια πριν τον ουσιώδη χρόνο της σύστασης. Τούτο μάλιστα όταν η αιτήτρια με βάση τους ενώπιον του Συμβουλίου Προσωπικού τεθέντες καταλόγους που αφορούσαν τα έτη 2006-2011 είχε αξιολογηθεί ως εξαίρετη με την ανώτατη δυνατή βαθμολογία.

 

Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση υπέβαλε ότι το Συμβούλιο Προσωπικού «αναγνώρισε την αρχαιότητα της αιτήτριας στην Πρ 941/18 και αιτιολόγησε γιατί θεωρεί ότι αυτή δεν είναι κατάλληλη για προαγωγή, παρά το ότι είναι αρχαιότερη». Αυτή δε όμως η θέση παραβλέπει ότι τα όσα καταγράφηκαν από το Συμβούλιο Προσωπικού, δεν αφορούν βεβαίως περίπτωση όπου παρά την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, αποφασίστηκε να προσδοθεί βαρύτητα σε κάποια έστω ελαφρά οριακή υπεροχή σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους, στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας. Τουναντίον συνιστούν περίπτωση όπου αν και η αιτήτρια παρουσιαζόταν ως καθόλα εξαίρετη στις αξιολογήσεις της κατέχοντας την ανώτατη βαθμολογία, δόθηκε βαρύτητα σε βαθμολογία που αναγόταν στο απώτερο παρελθόν, ώστε να ανατρεπόταν με αυτόν τον τρόπο η εξαίρετη βαθμολογημένη εικόνα της αιτήτριας, ως αυτή αναδυόταν μέσα από τους φακέλους.

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Σπύρου και άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου ( Α. Ε αρ.232/12 κ.α , ημερομηνίας 19/7/19) επαναλήφθηκαν οι αρχές της πάγιας επί του θέματος νομολογίας, τις οποίες παραθέτω:

 

«Αλλά και επί της ουσίας ο σχετικός ισχυρισμός δεν ευσταθεί. H νομολογία έχει υιοθετήσει την άποψη ότι διαφορά μέχρι και 5 εξαίρετα στις υπηρεσιακές εκθέσεις παραπέμπει σε ουσιαστική ισοδυναμία και δεν μπορεί να προσδώσει οποιαδήποτε υπεροχή. Επίσης έχει νομολογηθεί ότι ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα έχουν τα τελευταία χρόνια και ότι δεν είναι επιτρεπτό για τη διοίκηση να απομονώσει οριακές διαφορές μεταξύ των υποψηφίων από το απώτερο παρελθόν για να στοιχειοθετήσει διαφορά στο συγκεκριμένο κριτήριο. Αυτό που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη είναι η γενική αξιολόγηση ενός υποψηφίου και όχι αποσπασματικές διακυμάνσεις (βλ. Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662,  Βασιλειάδης κ.ά, ν. Τσιάππα κ.ά. (2005) 3 A.A.Δ. 403,Πατσαλίδηςν. Δημοκρατίας (2011) 3 A.A.Δ. 738, Ελευθερίου ν. Δημοκρατίας (2012) 3 A.A.Δ. 120, Αττάς κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2012) 3 Α.Α.Δ. 438, Δημοκρατία κ.ά. ν. Πολυδώρου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. »

 

Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Πάτσαλου ν. Δημοκρατία (Υπόθεση αρ. 2323/09, ημερομηνίας 28/6/2013) λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Περαιτέρω, δεν έχει δίκαιο η αιτήτρια ούτε στην άλλη Θέση της ότι η E.Δ.Y. όφειλε να σταθμίσει αρνητικά παρατηρηθέν πρόβλημα με τη συμπεριφορά του Μ. ώστε ουσιαστικά να εξουδετερώσει τις καθόλα εξαίρετες αξιολογήσεις του σ" όλα τα έτη που λήφθηκαν υπόψη. H βαθμολογημένη εικόνα των δημοσίων υπαλλήλων είναι εκείνη που απορρέει από τους διοικητικούς φακέλους, οι οποίοι αποτελούν τον μοναδικό αντικειμενικό οδηγό για την E.Δ.Y. Εκτός του ότι η επιστολή που περιέχει αρνητική κρίση επί των διαπροσωπικών σχέσεων του Μ. ανάγεται στο απώτερο παρελθόν, (το 2001, ενώ η επίδικη πράξη λήφθηκε το 2009). Θα συνιστούσε ανεπίτρεπτο λάθος για την E.Δ.Y., αν ανέτρεχε σ’ αυτό το απώτερο παρελθόν για να διαπιστώσει πρόβλημα με τον Μ., ανατρέποντας έτσι την εικόνα που το ενδιαφερόμενο αυτό μέρος ανέδυε μέσα από τους διοικητικούς φακέλους κατά τα τελευταία πέντε έτη, που είχε, ορθά, λάβει υπόψη η E.Δ.Y. Διαφορετική αντιμετώπιση Θα έδειχνε, ενδεχομένως, προσπάθεια Θυματοποίησης του έξω από την εικόνα των φακέλων κατά ανεπίτρεπτο τρόπο».

 

Συνεπώς η απομακρυσμένη βαθμολογία της αιτήτριας κατά το έτος 2001 δεν θα μπορούσε να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσης, στο οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί τέτοια βαρύτητα που να αντισταθμίζει νομίμως την υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα, δεδομένου μάλιστα ότι η αιτήτρια ήταν η μόνη υποψήφια που είχε προαχθεί στην προηγούμενη της επίδικης θέσης Λογιστή Α’ την 1.1.1996 ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. 4 έτη αργότερα ήτοι την 1.1.2000 και το ενδιαφερόμενο μέρος Χ. την 1.10.1998 ήτοι σχεδόν 3 χρόνια αργότερα.

 

Το σφάλμα αυτό εμφιλοχώρησε και στην επίδικη απόφαση της Αρχής και δια το λόγο τούτο καθίσταται πάσχουσα. Παρεμβάλλεται δε ότι ούτε η εισήγηση του Αν. Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή δεν έθετε οτιδήποτε ουσιαστικό που να προσθέτει προς αυτή τη κατεύθυνση, η οποία επί της ουσίας συνταυτιζόταν με τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, ως προς τους συστηθέντες υποψηφίους.

 

Επί της ουσίας το Συμβούλιο της Αρχής και χωρίς να στρέψει την προσοχή του στο όλο ζήτημα, αφού ουδέν καταγράφεται επί τούτου, υιοθέτησε δίχως άλλο τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, γεγονός που επιδρά στη νομιμότητα της απόφασης για προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών. Μια τέτοια ενασχόληση όμως δεν ήταν μόνο αναμενόμενη αλλά και επιβεβλημένη αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης, ενώπιον της Αρχής, ως αναντίλεκτα προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, είχαν τεθεί και όλες οι άλλες μεταγενέστερες βαθμολογίες που αφορούσαν τα έτη 2012 μέχρι το 2017 - και οι οποίες δεν ήταν ενώπιον του Συμβουλίου Προσωπικού κατά το χρόνο λήψης της συμβουλής του- καθώς και οι νέοι κατάλογοι που είχαν καταρτισθεί σε μεταγενέστερο χρόνο με αναφορά στα έτη 2014-2016 από το Συμβούλιο Προσωπικού, χωρίς όμως να συνοδεύονται με υποβολή νέας εισήγησης από αυτό. Σ΄ αυτές, λοιπόν, η αιτήτρια παρουσιαζόταν εξαίρετη αποκομίζοντας σε όλες την ανώτατη βαθμολογία, ήτοι μέσο όρο 5,000, ώστε η χαμηλή, αυτή, βαθμολογία της αιτήτριας του έτους 2001, να καθίστατο κατά τον ουσιώδη χρόνο λήψης της απόφασης του Συμβουλίου της Αρχής στις 19.6.2018, ακόμη πιο απομακρυσμένη και αναγόμενη στο απώτερο παρελθόν, ήτοι 17 έτη προ του ουσιώδους χρόνου λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Ουδείς γνωρίζει ποια θα ήταν η κατάληξη εάν η Αρχή δεν υιοθετούσε την εσφαλμένη και πεπλανημένη, ως προς αυτή την πτυχή, συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού και ποια θα ήταν η κρίση της αναφορικά με το κριτήριο της ουσιαστικής καταλληλόλητας, στο οποίο εντάσσεται φέροντας τη δική του σημασία και η αρχαιότητα των υποψηφίων.

 

Πρόσθετα και πέραν των ανωτέρω διαπιστώσεων, διαπιστώνεται ότι πέραν της αιτήτριας Μ., δίκαιο έχει και η αιτήτρια Β. να παραπονείται ότι η απόφαση της Αρχής δεν είναι αιτιολογημένη. Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού, την οποία υιοθέτησε η Αρχή, εκτός της πεπλανημένης καταγραφής για την αιτήτρια Μ., για την οποία ήταν και η μόνη υποψήφια που ειδικώς αναφέρθηκε, δεν αποκάλυπτε τους λόγους για τους οποίους τα ενδιαφερόμενα μέρη συστήθηκαν ως ουσιαστικά καταλληλότεροι. Το ίδιο και η εισήγηση του Αν. Ανώτατου Εκτελεστικού Διευθυντή. Βεβαίως δεν παραβλέπω ότι ουδόλως υφίσταται υποχρέωση σχολιασμού υποψηφίων που δεν περιλαμβάνονται στους κατά την κρίση του Συμβουλίου Προσωπικού καταλληλότερους καθώς και ότι δεν επιβάλλεται να εμφαίνεται οποιαδήποτε σύγκριση με εκείνους που δεν προτάθηκαν (Λεωνίδου (ανωτέρω) Τούμπας κ.ά. ν. Α.ΤΗ.Κ. (2009) 4(Β) Α.Α.Δ. 1054, 1063). Κάθε όμως σύσταση οφείλει βεβαίως να βρίσκεται σε αντιστοιχία με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και ως προς τούτο ελέγχεται δικαστικά (Δάμαλου Χατζηγεωργίου και Μόδεστου και ΑΤΗΚ (Αναθεωρητικές Εφέσεις αρ. 93/14 κ.α, ημερομηνίας 1/2/22).

 

Η Αρχή όμως η οποία ενέχει την αποφασιστική και ουσιαστική αρμοδιότητα οφείλει να αιτιολογεί την απόφαση της ώστε να αποδίδεται νόημα στην επιλογή (ΑΤΗΚ v Δρουσιώτη κ.α ( Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 142/10, ημερομηνίας 12/4/17). Στην προκείμενη περίπτωση σαφώς και ελλείπει η αιτιολόγηση της επιλογής που έγινε, ενώ οι ενώπιον της Αρχής συστάσεις δεν προσθέτουν οτιδήποτε ουσιαστικά ως προς τούτο. Κατά πάγια νομολογία η αιτιολογία θα μπορούσε να συμπληρωθεί ή να αναπληρωθεί από τα στοιχεία των φάκελων εφόσον αυτά ήταν συνδεδεμένα με σαφήνεια και με άρρηκτο τρόπο με τη διοικητική απόφαση (Α.ΤΗ.Κ. ν. Χ. Περικλέους (1999) 3 Α.Α.Δ. 170).Αυτή όμως δεν είναι η περίπτωση.  Η αιτήτρια Β. ισχυρίζεται ότι ενώ έχει την ίδια εξαίρετη βαθμολογία με τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχει σε προσόντα και αρχαιότητα από το ενδιαφερόμενο μέρος Γ. κατά την ημερομηνία προαγωγής τους στη θέση Λογιστή Α’, η οποία ανάγεται σε διάφορα 1 έτους και 3 μηνών. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι ενώ με το ενδιαφερόμενο Χ. έχουν επακριβώς την ίδια ημερομηνία  προαγωγής και πρόσληψης στην Αρχή, η αιτήτρια υπερέχει σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά προσόντα, τα οποία δεν κατέχει το ενδιαφερόμενο μέρος, τα οποία και απαριθμεί.

 

Πράγματι διερεύνηση στα στοιχεία των φακέλων δεικνύει ότι αιτήτριες και ενδιαφερόμενα μέρη έχουν εξαίρετες βαθμολογίες με μέσο όρο 5,000 και παρόμοια και εξίσου ευμενή σχόλια από τους Προϊσταμένους τους. Επιμέρους μεταξύ τους διαφορές εντοπίζονται σε προσόντα και αρχαιότητα με την αιτήτρια Μ. να είναι υπέρτερη όλων σε αρχαιότητα και την αιτήτρια Β. υπέρτερη σε αρχαιότητα έναντι του Γ.. Επί τούτου οφείλει να σημειωθεί ότι ο Διευθυντής σε συνεδρία της Αρχής ημερομηνίας 20.12.2016 υπέβαλε, προσκομίζοντας σχετική κατάσταση, ότι ένεκα της άδειας που η Β. είχε λάβει για οικογενειακούς λόγους, η αρχαιότητα της από το ενδιαφερόμενο μέρος Γ.  στη θέση Λογιστή Α’ θα έπρεπε να μειωθεί σε έξι μήνες και άρα να υπολογιστεί ως διαφορά σε αρχαιότητα 9 μηνών. Και πάλι όμως παρέμενε ότι η αιτήτρια ήταν αρχαιότερη. Προσόντα κατέχουν βεβαίως όλοι, περιλαμβανομένου και του ενδιαφερόμενου μέρους Γ., όχι απαραίτητα τα ίδια ήτοι ως προς το είδος ή και τον αριθμό. Παραδείγματος χάριν η Χ., η οποία δεν υστερεί σε αρχαιότητα από την αιτήτρια Β. (παρόλο που οι δυο τους προήχθηκαν κατά την ίδια ημερομηνία στην προηγούμενη της επίδικης θέσης, με ίδια ακριβώς ημερομηνία πρόσληψης στην Αρχή, το ενδιαφερόμενο μέρος στην επετηρίδα κατέχει σειρά υπ΄αριθμό 2 και η αιτήτρια υπ΄αριθμό 3) εντοπίζεται να κατέχει επαγγελματικά προσόντα ενώ η αιτήτρια από την άλλη κατέχει επαγγελματικά προσόντα καθώς και ακαδημαϊκά διπλώματα μονοετούς και διετούς φοίτησης.

 

Το Δικαστήριο βεβαίως δεν μπορεί να υπεισέλθει σε πρωτογενείς  συσχετισμούς και συλλογισμούς και να ασκήσει πρωτογενή κρίση αξιολογώντας τα στοιχεία των φακέλων, αναπληρώνοντας την ελλείπουσα αιτιολογία και εικάζοντας τι εν τελεί προσμέτρησε, για έκαστη επιλογή, στη κρίση της Αρχής (Χατζηκωστή και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 72/17, ημερομηνίας 14/11/23) Κωνσταντίνος Ηλιόπουλος  ν Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Αναθ. Έφεση Αρ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438). Στην προκειμένη περίπτωση και ενώ η Αρχή παραθέτει όλα τα έγγραφα που τέθηκαν ενώπιον της, με την επισήμανση ότι τα μελέτησε, από το πρακτικό της Αρχής δεν υπάρχει οποιουδήποτε είδους κατάληξη περί αξιολόγησης ή συνεκτίμησης της αρχαιότητας και των ακαδημαϊκών και επαγγελματικών προσόντων, στα πλαίσια της ουσιαστικής καταλληλόλητας(Αγγελίδης και Αρχής Τηλεπικοινωνίων Κύπρου (Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές αρ.46/11, ημερομηνίας 1/9/2014), ECLI:CY:AD:2014:D623. Ούτε και όμως τα όσα επί μέρους ανέφεραν τα μέλη διαφωτίζουν ή προσθέτουν ή αναπληρώνουν το κενό ως προς τις παραπάνω διαπιστωθείσες ελλείψεις. Η δε καταφυγή του τέως συνηγόρου της Αρχής σε πολλαπλούς συλλογισμούς ότι αιτήτριες και ενδιαφερόμενα μέρη δεν έχουν απόλυτη ισοδυναμία ή ότι η αιτήτρια Β. κατέχει μόνο τα ελάχιστα προσόντα που προνοούνται στον Κανονισμό ή ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν σε εκπαιδεύσεις καταδεικνύουν έτι περαιτέρω την απουσία ρητής και καταγεγραμμένης κρίσης, ώστε η τελική κρίση περί επιλογής των ενδιαφερόμενων μερών να μην προκύπτει ευθέως από τα στοιχεία των φακέλων και να μην μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί ότι καμία αμφιβολία δεν αφήνεται  για το τι εν τέλει συνεκτιμήθηκε στα πλαίσια των κριτήριων της ουσιαστικής καταλληλότητας ή για τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της απόφασης.

 

Επισημαίνεται ότι δεν παραβλέπω ότι στην περίπτωση προαγωγών στην Α.ΤΗ.Κ, ούτε τα προσόντα, αλλά ούτε και η αρχαιότητα συνιστούν ξεχωριστά κριτήρια, αλλά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη στάθμιση του κριτηρίου της ουσιαστικής καταλληλότητας (Στασοπούλου) ανωτέρω). Αυτό όμως που σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται να εντοπίζεται, κατά το δικαστικό έλεγχο είναι ότι τόσο τα προσόντα όσο και η αρχαιότητα συνυπολογίστηκαν και συνεκτιμήθηκαν στα πλαίσια εξέτασης της ουσιαστικής καταλληλόλητας, κάτι που ούτε καν λεκτικά δεν εντοπίζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Η πλευρά της καθ΄ης η αίτηση κατά το στάδιο των διευκρινήσεων υπέβαλε ότι στην προκειμένη περίπτωση προκύπτουν πανομοιότυπα ζητήματα με αυτά στην Λεωνίδου ν ΑΤΗΚ, ΕΔΔ αρ. 22/2016, ημερ. 20.07.2022. Δεν θα συμφωνήσω με την εισήγηση, αφού τα πραγματικά της δεδομένα διαφοροποιούνται σαφώς από την παρούσα.  Συγκεκριμένα και είναι αυτό που παραβλέπει η εισήγηση της καθ΄ης η αίτηση η εκεί εφεσείουσα, ως ρητώς υποδείχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, υστερούσε - και μάλιστα κατά πολύ- έναντι και των επτά ενδιαφερομένων μερών σε σειρά αρχαιότητας, κάτι που εν προκειμένω, ως υποδείχθηκε ανωτέρω, δεν επισυμβαίνει στην παρούσα. Ως λέχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, η ουσία της υπόθεσης της Εφεσείουσας αφορούσε στην απουσία κρίσης από την Αρχή κατά πόσο τα πρόσθετα προσόντα που είχε και που δεν προβλέπονταν, ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και αν ήταν, κατά πόσο είχαν τέτοια βαρύτητα και σημασία ώστε να αντισταθμίσουν ουσιαστικά την αρχαιότητα των Ενδιαφερομένων Μερών. Το Ανώτατο Δικαστήριο και αφού παράθεσε το εκεί επίμαχο πρακτικό της Αρχής στο οποίο ρητώς καταγράφετο ότι «το Συμβούλιο είχε προχωρήσει σε αξιολόγηση και σε σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους με βάση τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα, την απόδοση και επίδοσή τους, καθώς και την καταλληλότητά τους» καθώς και ότι «το Συμβούλιο σημείωσε ότι η αρχαιότητα και τα προσόντα δεν αποτελούν αυτοτελές κριτήριο, αλλά συνυπολογίζονται στην ουσιαστική καταλληλότητα, στην οποία μεγαλύτερη βαρύτητα έχουν στοιχεία όπως η προσαρμοστικότητα, η αποτελεσματικότητα και η εφαρμογή νέων ιδεών», έκρινε ότι παρά το ότι δεν γινόταν οποιαδήποτε ειδική αναφορά στα προσόντα των υποψηφίων, ως ήταν το παράπονο της Εφεσείουσας, αυτά, είχαν όντως ληφθεί υπόψη και συνεκτιμηθεί προτού η Αρχή καταλήξει ως προς την ουσιαστική καταλληλόλητα των υποψηφίων.

 

Τέτοιου είδους καταγραφές όμως δεν εντοπίζονται αντίστοιχα στο επίμαχο πρακτικό της Αρχής ενώ καθοριστικό παραμένει ότι η αιτήτρια Μ. υπερέχει έναντι και των δυο ενδιαφερομένων μερών σε αρχαιότητα, ως βεβαίως και η αιτήτρια Β. έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Γ. καθώς και ότι στην υπό κρίση περίπτωση υιοθετήθηκε από την Αρχή η πάσχουσα σύσταση του Συμβουλίου Προσωπικού δια της οποίας αποδόθηκε βαρύτητα στην απομακρυσμένη αξιολόγηση του έτους 2001, όσον αφορά την αιτήτρια Μ., πλημμέλεια η οποία αντανακλά ασφαλώς στη νομιμότητα της τελικής απόφασης.

 

Στη βάση των ανωτέρω, και για τους λόγους που εξηγήθηκαν οι Προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση προαγωγής των ενδιαφερόμενων μερών ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €1700, πλέον Φ.Π.Α υπέρ έκαστης αιτήτριας και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση σε κάθε Προσφυγή.

                                       

                                    Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο