J. W. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 935/2022, 14/1/2025
print
Τίτλος:
J. W. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 935/2022, 14/1/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 935/2022 (i-Justice))

 

14 Ιανουαρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                 J. W.

                                                                             Αιτήτρια

                                                    ΚΑΙ

        ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

 

Κ. Ποταμίτου (κα), για Ανδρέας Κ. Καρεκλάς και Συνεργάτες, για Αιτήτρια

Φ. Χριστοφίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική προς αυτήν επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 29.3.2022, και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για άδεια προσωρινής διαμονής μέλους οικογένειας Κύπριου πολίτη, καθότι, όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, «[.] δεν διατηρείτε δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη».

 

Το ιστορικό της αιτήτριας στην Κυπριακή Δημοκρατία, ανάγεται στο μακρινό 2004, όταν αυτή αφίχθηκε στη χώρα για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός. Εκδόθηκε προς τούτο σχετική άδεια εισόδου στις 19.3.2004, με την οποία παρείχετο στην αιτήτρια άδεια προσωρινής παραμονής της στη Δημοκρατία, για διάστημα τριών μηνών από την άφιξή της.

                      

Στις 28.6.2005, η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο με Κύπριο πολίτη, στο Δημαρχείο Λεμεσού. Ωστόσο, με επιστολή του, ημερομηνίας 18.9.2009, το Τμήμα ενημέρωσε την αιτήτρια ότι, μετά από σχετική διερεύνηση, ο γάμος της με τον εν λόγω Κύπριο πολίτη κρίθηκε εικονικός και, ως εκ τούτου, η αίτησή της ημερομηνίας 5.9.2007 για ανανέωση της προσωρινής άδειας παραμονής της, απορρίφθηκε. Περαιτέρω, με την ίδια επιστολή, καλούνταν η αιτήτρια όπως αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία. Αργότερα, στις 2.11.2009, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λεμεσού κήρυξε λυμένο τον γάμο της αιτήτριας.

 

Στις 4.1.2010, η αιτήτρια τέλεσε δεύτερο πολιτικό γάμο με Κύπριο πολίτη, ο οποίος αργότερα, στις 9.11.2012, απεβίωσε.

Το Τμήμα, με επιστολή του προς την αιτήτρια ημερομηνίας 16.9.2013, ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η αίτησή της για παράταση ισχύος της άδειας παραμονής της στη Δημοκρατία απορρίφθηκε, επειδή ο σύζυγος της απεβίωσε και επειδή λήφθηκε υπόψη ότι στο παρελθόν αυτή είχε τελέσει εικονικό γάμο. Με την ίδια επιστολή, ζητήθηκε από την αιτήτρια να αναχωρήσει άμεσα από τη Δημοκρατία.

 

Η αιτήτρια αντέδρασε και κατά της πιο πάνω απόφασης του Τμήματος καταχώρησε προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία ωστόσο στη συνέχεια, και συγκεκριμένα στις 2.12.2014, αποσύρθηκε και απορρίφθηκε, καθότι με νέα επιστολή του προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 26.11.2014, το Τμήμα ενημέρωσε αυτήν ότι, μετά από επανεξέταση της αίτησής της για χορήγηση άδειας προσωρινής παραμονής της στη Δημοκρατία, αποφάσισε όπως την εγκρίνει. Με την ίδια επιστολή, το Τμήμα ενημέρωσε την αιτήτρια ότι αυτή θα έπρεπε να διευθετήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία ως σύζυγος αποθανόντα Κύπριου πολίτη, υποβάλλοντας τη σχετική αίτηση και προσκομίζοντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα.

 

Στη συνέχεια, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ημερομηνίας 7.7.2016 για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογραφήσεως, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, η δε απορριπτική απόφαση γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δι’ επιστολής του Τμήματος, ημερομηνίας 14.3.2019.

 

Στις 27.8.2019, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια άδεια προσωρινής παραμονής στη Δημοκρατία ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, με ισχύ μέχρι τις 13.11.2021.

 

Ακολούθησε νέα αίτηση από την αιτήτρια, ημερομηνίας 24.11.2021, για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της στη Δημοκρατία, ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη. Η αίτηση απορρίφθηκε και η απορριπτική, επίδικη, απόφαση, γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια δια της προαναφερθείσας επιστολής ημερομηνίας 29.3.2022. Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Αξίζει να σημειωθεί, για σκοπούς πληρότητας γεγονότων, ότι το Τμήμα, με επιστολή του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας, ημερομηνίας 18.5.2022, ζήτησε όπως εντοπιστεί και συλληφθεί η αιτήτρια, εφόσον η προηγηθείσα αίτησή της για ανανέωση της άδειας προσωρινής παραμονής της, ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, είχε απορριφθεί με την επίδικη απόφαση.

 

Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων της αιτήτριας, όπως προκύπτει από τις γραπτές τους αγορεύσεις, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω ελλιπούς και/ή ανεπαρκούς έρευνας αλλά και αιτιολόγησής της. Άρρηκτα συνδεδεμένος είναι και ο ισχυρισμός περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης στη διαμόρφωση της επίδικης κρίσης. Προβάλλεται επίσης ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης, αλλά και των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και σύννομα, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, κατ' ορθή ενάσκηση της διακριτικής τους εξουσίας και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Όλα τα γεγονότα αξιολογήθηκαν δεόντως και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης υπήρξε πλήρης και/ή επαρκής και, εν πάση περιπτώσει, συμπληρώνεται από τον οικείο διοικητικό φάκελο. Επιπρόσθετα, οι καθ' ων η αίτηση τονίζουν την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής κυριαρχίας της Δημοκρατίας, κατά την εξέταση αιτημάτων και/ή περιπτώσεων ως η υπό κρίση.

 

Θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι αδίκως διαμαρτύρεται η πλευρά της αιτήτριας ότι δεν παρασχέθηκε σε αυτήν το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία ότι το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης υπάρχει όπου ο νόμος ρητά το αναγνωρίζει ή ρητά το επιβάλλει ή σε περιπτώσεις τιμωρητικής φύσης (Φροσούλλα Μυλωνά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1488/2010, ημερ. 30.1.2015, ECLI:CY:AD:2015:D50, Κώστας Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 72/1989, ημερ. 27.12.1990, Αριστείδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 232/2008, ημερ. 30.4.2010). Στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2013/12 κ.α., ημερ. 28.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D71, επισημάνθηκε ότι το άρθρο 43(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) οριοθετεί ρητά το δικαίωμα ακρόασης ως ισχύον εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά. Άτομα, στα οποία ο νόμος δεν δίδει προηγούμενο δικαίωμα ακρόασης δεν καλύπτονται (G.P. Iron & Wood Makers Ltd v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 155). Η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του Νόμου 158(Ι)/1999 και δη του άρθρου 43(1) αυτού: σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης παρέχεται «σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης». Όπως λέχθηκε στην Παντελής Χριστοφόρου κ.α., ανωτέρω, αναφορικά με την ερμηνεία της εν λόγω διάταξης:

 

«Το άρθρο 43(1) του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, ταξινομεί τις περιπτώσεις παροχής προηγούμενου δικαιώματος ακρόασης όταν η έκδοση πράξης ή το διοικητικό μέτρο που θα ληφθεί είναι «... πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.». Η ερμηνευτική άσκηση που πρέπει να γίνει οφείλει να συμπλέει με την έννοια του κειμένου και η φράση «άλλως πως δυσμενούς φύσης», πρέπει να διαβαστεί ejusdem generis με τις προηγούμενες λέξεις που σαφώς υποδηλώνουν ότι το διοικητικό μέτρο ή η απόφαση επηρεάζει τη σχέση του διοικούμενου με την διοίκηση πειθαρχικώς ή που ενέχει κύρωση, περιέχοντας δηλαδή μομφή ως προς τον τρόπο ενάσκησης των καθηκόντων του διοικούμενου ή άπτεται της προσωπικότητας και αξιοπρέπειας του.  Με άλλα λόγια, το «άλλως πως δυσμενούς φύσης», διαβάζεται ως ανήκον στην ίδια κατηγορία με τα προηγηθέντα και όχι ανεξάρτητα και αυτόνομα.».

 

Υπό το φως των πιο πάνω, είναι σαφές ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση σαφώς και δεν εμπίπτει στην εμβέλεια της διάταξης του άρθρου 43(1), αφού δεν αποτελεί αυτή ούτε κύρωση αλλ' ούτε μέτρο πειθαρχικής φύσης (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις THE VEGETABLES PRODUCERS AND EXPORTERS LTD ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 34/2018, ημερ. 30.6.2020 και Σολωμού ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1606/2015, ημερ. 6.9.2018).

 

Συνεπώς, ο συγκεκριμένος εγειρόμενος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Ερχόμενος τώρα στην εξέταση του πυρήνα της επιχειρηματολογίας της αιτήτριας, επισημαίνω τα εξής:

Όπως έχει προαναφερθεί, στην επίδικη επιστολή του Τμήματος ημερομηνίας 29.3.2022, αναφέρεται ότι η αίτηση της αιτήτριας ημερομηνίας 20.9.2021 για έκδοση άδειας προσωρινής διαμονής ως μέλος οικογένειας Κύπριου πολίτη, απορρίφθηκε καθότι αυτή δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη. Πέραν όμως τούτου, ουδέν. Πουθενά δεν αναφέρεται, έστω στοιχειωδώς, ο λόγος για τον οποίο οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν σε αυτή την διαπίστωση, ήτοι γιατί έκριναν ότι η αιτήτρια δεν διατηρεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη, αλλ’ ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης. Απουσιάζει, δηλαδή, οποιαδήποτε αναφορά στους πραγματικούς και νομικούς λόγους λήψης της επίδικης κρίσης, με αποτέλεσμα να μην καθίσταται αντιληπτό το σκεπτικό και/ή ο συλλογισμός της Διοίκησης και/ή ο λόγος για τον οποίο αποφασίστηκε η απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας. Ως εκ τούτου, καθίσταται ανέφικτη η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (L.A.S. BOATING LTD, ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 37/2017, ημερ. 26.10.2023, Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).

 

Έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί η ανάγκη για σαφή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ούτως ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης (βλ. και άρθρο 28(1) του Νόμου 158(Ι)/1999). Θα πρέπει, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει εν προκειμένω, να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Αντίθετα, αιτιολογία που διατυπώνεται κατά τρόπο γενικό και αόριστο, ούτως ώστε να μην προκύπτει πως και στη βάση ποιων πραγματικών γεγονότων και νομοθετικών διατάξεων διαμορφώθηκε η κρίση της Διοίκησης, είναι αόριστη και ελλιπής, εφόσον το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του συγκεκριμένα στοιχεία επιδεκτικά δικαστικής εκτίμησης και άσκησης δικαστικού ελέγχου (Χρίστος Πετρώνδας ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 214, Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 1348).

 

Ούτε και υφίσταται δυνατότητα συμπλήρωσης της αιτιολογίας είτε από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, είτε από το δικόγραφο της ένστασης και τα εκεί περιεχόμενα παραρτήματα. Μάλιστα, δια της ενστάσεώς τους (βλ. παράγραφο 17), οι καθ’ ων η αίτηση παραπέμπουν στην έκθεση της Λειτουργού του Τμήματος ημερομηνίας 13.1.2022 (παράρτημα 17), η οποία, ως αναφέρουν, είναι σχετική με την επίδικη απόφαση. Ωστόσο, ούτε η εν λόγω έκθεση προσθέτει και/ή βοηθά στην συμπλήρωση της αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αφού, πέραν της περιγραφής του μεταναστευτικού ιστορικού της αιτήτριας στη Δημοκρατία, ουδέν αναφέρεται σε σχέση με το λόγο απόρριψης της αίτησής της που περιέχεται στην επίδικη επιστολή ημερομηνίας 29.3.2022.

 

Περαιτέρω, την έλλειψη επαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να καλύψει, ούτε καν στοιχειωδώς, η  γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση, η οποία περιορίστηκε σε γενικόλογες και/ή αόριστες αναφορές και/ή παραπομπές σε αποφάσεις της ημεδαπής νομολογία, χωρίς υπαγωγή σε αυτές των γεγονότων της περίπτωσης, ως έδει.

 

Έτι δε περαιτέρω, ούτε τα όσα τέθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ’ ων η αίτηση κατά το στάδιο των διευκρινίσεων μπορεί να αναπληρώσει το κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Εν πρώτοις, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η αιτιολογία της διοικητικής πράξης θα πρέπει να δίδεται κατά το χρόνο λήψης και/ή έκδοσης της εν λόγω πράξης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και το περιεχόμενο της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου της καθ’ ης η αίτηση και γενικότερα ισχυρισμοί που προβάλλονται από τους δικηγόρους δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. Φράγκου, ανωτέρω, Ελπινίκη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4104, Μαρούλλα Αχιλλέως ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 565, Χριστίνα Τσιαντή κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως (2008) 4 Α.Α.Δ. 824, καθώς και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην M.A.S. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 917/2020, ημερ. 8.3.2023).

 

Επιπρόσθετα όμως, ούτε και το έγγραφο με αρ. σελίδωσης 355 εντός του φακέλου που κατατέθηκε και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1Α και στο οποίο με παρέπεμψε κατά τις διευκρινίσεις ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, βοηθά, εφόσον στο έγγραφο αυτό (επιστολή της θυγατέρας του αποβιώσαντα συζύγου της αιτήτριας, προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, ημερομηνίας 2.12.2012), γίνεται αναφορά σε περιστατικά που αφορούσαν στη συμπεριφορά της αιτήτριας κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον αποβιώσαντα σύζυγό της, προκειμένου να καταδειχθεί το προβληματικό του εν λόγω γάμου. Ωστόσο, αυτό από μόνο του, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί επαρκή αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης και δεν απαντά στο ερώτημα γιατί η αιτήτρια δεν αντλεί δικαίωμα διαμονής από Κύπριο πολίτη. Από πουθενά δεν προκύπτει η βάση αυτής της διαπίστωσης, π.χ. η γνησιότητα ή μη του γάμου της αιτήτριας ή το γεγονός ότι οι σύζυγοι δεν διέμεναν μαζί ή η έλλειψη του στοιχείου της συμβίωσης ή, εν πάση περιπτώσει, οποιοσδήποτε άλλος λόγος και κατ’ επέκταση η βάση της απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι κατά πάγια νομολογία, η συμπλήρωση της αιτιολογίας από το διοικητικό φάκελο, επιτρέπεται μόνον όταν τα απαιτούμενα στοιχεία προκύπτουν από το φάκελο κατά τρόπο βέβαιο και αναντίλεκτο (Χρίστος Παναγιωτίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 342). Πέραν του προαναφερθέντος εγγράφου, δεν έγινε από τους καθ’ ων η αίτηση παραπομπή σε οποιοδήποτε άλλο στοιχείο ή/και έγγραφο του διοικητικού φακέλου.  Ούτε, βεβαίως, και συνιστά έργο του Δικαστηρίου η πρωτογενής αξιολόγηση των στοιχείων του φακέλου για να εντοπίσει το σκεπτικό της Διοίκησης και/ή τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκειμένου να κρίνει αν η επίδικη κρίση είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Κ.A. Preston v. Υπουργείου Εσωτερικών, ΕΔΔ αρ.189/19, ημερ. 10.12.2020). Κάτι τέτοιο, υπό το φως και της προεκτεθείσας νομολογίας, θα εξέφευγε των ορίων της ίδιας της φύσης του αναθεωρητικού ελέγχου του Δικαστηρίου τούτου. Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω, απαιτείτο παράθεση του σκεπτικού της Διοίκησης και/ή των πραγματικών λόγων και των νομοθετικών διατάξεων, που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης (Φράγκου, ανωτέρω). Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που το Τμήμα, με προηγούμενη συμπεριφορά του, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα επιστολή του προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 26.11.2014, είχε εγκρίνει την αίτησή της για χορήγηση άδειας προσωρινής παραμονής της στη Δημοκρατία, ζητώντας από αυτήν να διευθετήσει την παραμονή της ως σύζυγος αποθανόντα Κύπριου πολίτη

Επιπρόσθετα, ο κ. Χριστοφίδης, εκ των υστέρων και ανεπίτρεπτα ως ήδη ελέχθη, υποστήριξε κατά τις διευκρινίσεις ότι ο λόγος απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας, ήταν το μεταναστευτικό της προφίλ. Ωστόσο, ακόμα και να γινόταν δεκτή η εκ των υστέρων αιτιολογία, υπενθυμίζεται ότι δεν ήταν αυτός ο λόγος για τον οποίο απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας.

 

Η ανάγκη για σαφή και επαρκή αιτιολόγηση της διοικητικής πράξης, ώστε να μην αφήνονται αμφιβολίες ως προς το ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οδήγησε το διοικητικό όργανο στη λήψη της απόφασης, είναι απαραίτητη. Θα πρέπει να παρατίθενται οι πραγματικοί και νομικοί λόγοι που αποτέλεσαν το έρεισμα της διοικητικής απόφασης και να τίθενται με την απαιτούμενη σαφήνεια τα κριτήρια βάσει των οποίων η Διοίκηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια, ούτως ώστε και καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και να αποκαλύπτεται η επάρκεια της διενεργηθείσας έρευνας. Αυτό δεν έγινε στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Συνεπώς, υφίσταται κενό αιτιολόγησης της επίδικης απόφασης. Αυτή δε η διαπίστωση αναπόφευκτα οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, χωρίς να απαιτείται η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..   

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο