
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 995/2021 και 1042/2021)
16 Ιανουαρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Π. Κ.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση
(Υποθ. Αρ. 1042/2021)
Χ . Ε.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθ’ ης η Αίτηση
Α. Σαξιατέ (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 995/2021
Α. Ανδρέου, για Πογιατζής και Ανδρέου, για Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 1042/2021
Ι. Κοτζιάπασιη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
Ν. Γεωργίου, για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδ. Μέρος 2
Κ. Παπαγεωργίου (κα), για Χαβιαράς & Φιλίππου Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδ. Μέρος 3
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Οι δυο προσφυγές συνεκδικάζονται δυνάμει διατάγματος του παρόντος Δικαστηρίου, ημερομηνίας 13.10.2023. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 995/2021, προσβάλλει ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος την απόφαση της καθ’ ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της καθ’ ης η αίτηση, Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), και σύμφωνα με την οποία προήχθησαν στη μόνιμη θέση Τεχνικού Επιθεωρητή του Τμήματος Οδικών Μεταφορών (ΤΟΜ) («η επίδικη θέση») από 15.8.2021 τα ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ) 1. Ι. Χ., 2. Π. Ι. και 3. Ε. Μ., αντί και/ή στη θέση αυτού. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1042/2021 προσβάλλει μόνο την απόφαση προαγωγής του Ε.Μ. Μ., η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.8.2021.
Από τη μελέτη των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει ότι η διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης ξεκίνησε όταν η Ε.Δ.Υ. έλαβε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Μεταφορών, Επικοινωνιών και Έργων, ημερομηνίας 17.5.2021, με την οποία υποβαλλόταν πρόταση για την πλήρωση τεσσάρων θέσεων Τεχνικού Επιθεωρητή, Τμήμα Οδικών Μεταφορών.
Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., στη συνεδρία της με ημερομηνία 3.6.2021, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης των τριών εκ των τεσσάρων θέσεων σε μεταγενέστερη ημερομηνία και στη συνεδρία να κληθεί να παραστεί και ο Διευθυντής του ΤΟΜ («ο Διευθυντής»). Σημειώνεται ότι όσον αφορά στην τέταρτη θέση, αυτή δεν έτυχε της αναγκαίας αποπαγοποίησης από τη Βουλή και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να προχωρήσει η πλήρωσή της σε εκείνο το στάδιο.
Εν συνεχεία, στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 28.7.2021, ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τρία πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και τα Ε.Μ. 1 και 3 και στη συνέχεια αποχώρησε από τη συνεδρία.
Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και, στη βάση των ενώπιον της στοιχείων και αφού έλαβε υπόψη της την σύσταση του Διευθυντή και τα τρία κριτήρια, ήτοι αξία, προσόντα και αρχαιότητα, έκρινε ότι τα Ε.Μ. υπερείχε γενικά των άλλων υποψηφίων, τους επέλεξε ως τους πιο κατάλληλους και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή στην επίδικη θέση από 15.8.2021.
Η επίδικη απόφαση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.8.2021.
Οι αιτητές αντέδρασαν και κατά της πιο πάνω απόφασης καταχώρησαν, τις υπό εξέταση προσφυγές, στις 2.9.2021 και 9.9.2021, αντίστοιχα.
Στο πλαίσιο της προσφυγής αρ. 995/2021, οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια του δικογράφου της ενστάσεώς τους προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθότι στρέφεται κατά μη εκτελεστής διοικητικής πράξης: κατά τη σχετική εισήγηση, μοναδική πράξη που θα μπορούσε εν προκειμένω να προσβληθεί δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι η πράξη που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20.8.2021 και όχι η αυτή που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Ε.Δ.Υ.. Η δε προσφυγή αρ. 995/2021 καταχωρήθηκε πριν από τη δημοσίευση της επίδικης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σημειώνεται, πάντως, ότι ουδεμία αναφορά προς υποστήριξη της εν λόγω προδικαστικής ένστασης, γίνεται στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση.
Εν πάση όμως περιπτώσει, η προδικαστική ένσταση στερείται βασιμότητας και υπόκειται σε απόρριψη.
Εν πρώτοις, λανθασμένα αναφέρεται από τους καθ’ ων η αίτηση ότι η προσφυγή αρ. 995/2021 καταχωρήθηκε πριν από τη δημοσίευση της επίδικης απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας: η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 2.9.2021 και η δημοσίευση έλαβε χώρα στις 20.8.2021. Το πλέον όμως σημαντικό, είναι ότι και τα τρία Ε.Μ. αποδέχθηκαν την προσφορά διορισμού τους στην επίδικη θέση, πριν από την καταχώρηση της προσφυγής. Αυτό προκύπτει από τους σχετικούς προσωπικούς φακέλους των τριών Ε.Μ., σύμφωνα με τους οποίους, το Ε.Μ. 1 αποδέχθηκε την προσφορά διορισμού του με επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 3.8.2021, όπως και το Ε.Μ. 2, ενώ το Ε.Μ. 3 με επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ., ημερομηνίας 2.8.2021. Μάλιστα, σύμφωνα και με την επίδικη απόφαση, η έναρξη υπηρεσίας των Ε.Μ. στην επίδικη θέση ξεκινούσε από 15.8.2021, ήτοι πριν από την καταχώρηση της υπό αναφορά προσφυγής.
Πράγματι, εάν η προσφυγή είχε καταχωρηθεί πριν από την αποδοχή της προσφοράς διορισμού, θα κρινόταν πρόωρη. Ωστόσο, δεν είναι αυτή η περίπτωση, εφόσον, ως έχει ήδη λεχθεί, η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 2.9.2021. Είναι δε πρόδηλο από το σύνολο του δικογράφου του, ότι αυτό που προσβάλλει ο αιτητής είναι την απόφαση της Ε.Δ.Υ. να διορίσει τα Ε.Μ., αντ’ αυτού, στις επίδικες θέσεις και όχι την απόφαση προσφοράς των θέσεων διορισμού στα Ε.Μ.. Η Ε.Δ.Υ. δημοσιοποίησε την απόφασή της στην ιστοσελίδα της στις 23.8.2021, αλλά ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή του αργότερα, στις 2.9.2021 και μάλιστα μετά την 15.8.2021, εκ του ασφαλούς, αφού αυτή ήταν η ημερομηνία από την οποία θα είχε ισχύ ο διορισμός των Ε.Μ.. Εφόσον δε το, κατά την πάγια νομολογία, ζητούμενο που έχει έννομες συνέπειες, ήτοι αυτό της αποδοχής της προσφοράς διορισμού από τα Ε.Μ., είχε ήδη επέλθει πριν από την καταχώριση της προσφυγής, η προσφυγή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί πρόωρη. Αυτή ήταν και η προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Σωτηρίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1366/2016 κ.α., ημερ. 14.7.2021, στην οποία επισημάνθηκε επίσης ότι, βάσει της πάγιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την αποδοχή της προσφοράς ολοκληρώνεται η εκτελεστή διοικητική πράξη και η μετέπειτα τυχόν δημοσίευση δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της πράξης (Zachariades v. Republic (1984) 3 CLR, 1193, 1122).
Ως εκ των πιο πάνω, η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Προχωρώ στην εξέταση των προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται δια της προσφυγής αρ. 995/2021.
Στον πυρήνα της σχετικής επιχειρηματολογίας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι πάσχει η σύσταση του Διευθυντή, ως αναιτιολόγητη, πεπλανημένη, αλλά και ως προϊόν μη δέουσας έρευνας, καθότι αυθαίρετα παραγνωρίστηκε η υπεροχή του αιτητή σε πρόσθετα προσόντα έναντι των Ε.Μ. 1 και 3, τα οποία και συστήθηκαν από τον Διευθυντή. Κατά τη σχετική εισήγηση, ο αιτητής είναι ο μόνος που κατέχει επιπρόσθετο προσόν, απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης, ήτοι Bachelor of Engineering in Mechanical Engineering, το οποίο, ωστόσο δε λήφθηκε υπόψη από τον Διευθυντή, ο οποίος και υπέβαλε τη σύστασή του χωρίς οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης.
Σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, προβάλλεται ότι πάσχει η σύσταση του Διευθυντή ως πεπλανημένη και ως προϊόν μη δέουσας έρευνας και για τον πρόσθετο λόγο ότι δόθηκε αποκλειστική βαρύτητα στην αρχαιότητα των συστηθέντων, παραγνωρίζοντας παντελώς την υπεροχή του αιτητή σε προσόντα. Μάλιστα, συνεχίζει η πλευρά του αιτητή, είναι φανερό ότι ο Διευθυντής προέβη στη σύστασή του στηριζόμενος στην ολιγόμηνη υπεροχή των δυο συστηθέντων Ε.Μ. σε αρχαιότητα βάσει της ημερομηνίας πρώτου διορισμού τους, η οποία όμως δεν τους προσδίδει υπεροχή καθότι αφορά σε προηγούμενες θέσεις και όχι στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης, με αποτέλεσμα αυτή η αρχαιότητα να έχει μηδαμινή σημασία.
Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι πάσχει και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., η οποία, πεπλανημένα, αναιτιολόγητα, χωρίς τη δέουσα έρευνα και χωρίς την άσκηση ελέγχου νομιμότητας της σύστασης, παραγνώρισε την υπεροχή του αιτητή σε πρόσθετα προσόντα, προσδίδοντας παράνομα και πεπλανημένα υπέρμετρη βαρύτητα στο κριτήριο της αρχαιότητας και υιοθετώντας, εν μέρει, «παθητικά και αναξιοκρατικά» την πάσχουσα σύσταση.
Η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν διενέργειας της δέουσας έρευνας, καθόλα ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Κατά τη συνήγορο της καθ’ ης η αίτηση, τόσο η δοθείσα σύσταση, όσο και η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ., υπήρξαν καθόλα σύννομες και βρίσκονται σε συμβατότητα και/ή ουδόλως συγκρούονται με τα στοιχεία των οικείων διοικητικών φακέλων, ήσαν δε αυτές, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτές. Καταλήγει η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση, τονίζοντας ότι οι αιτητές, σε καμία περίπτωση δεν κατόρθωσαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή έναντι των Ε.Μ. και υποβάλλει την εισήγηση για απόρριψη των δυο προσφυγών
Υπέρ της νομιμότητας και ορθότητας της επίδικης απόφασης επιχειρηματολόγησαν δια της γραπτής τους αγόρευσης και οι συνήγοροι του Ε.Μ. 2, οι οποίοι, με αναφορά σε σχετική νομολογία, υποστηρικτική των θέσεων του, προβάλλουν εν πολλοίς θέσεις παρόμοιες με αυτές της καθ’ ης η αίτηση. Οι δε συνήγοροι του Ε.Μ. 3, υιοθέτησαν ρητώς την ένσταση και τη γραπτή αγόρευση της καθ’ ης η αίτηση.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα των οικείων διοικητικών φακέλων και, γενικότερα, όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε κατά είτε υπέρ της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Θα ξεκινήσω με την εξέταση των λόγων ακύρωσης που αφορούν στην κατ’ ισχυρισμό πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή, δεδομένου ότι η υποβληθείσα στο πλαίσιο της υπό εξέταση προαγωγικής διαδικασίας σύσταση, προηγήθηκε της επίδικης απόφασης της Ε.Δ.Υ..
Επισημαίνεται εξ’ αρχής ότι η Ε.Δ.Υ., όπως άλλωστε ρητά αναφέρεται και στο πρακτικό της συνεδρίας της, ημερομηνίας 28.7.2021, επέλεξε τα Ε.Μ. 1 και 3 ως τους πιο κατάλληλους για προαγωγή στην επίδικη θέση, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι αυτοί, σε αντίθεση με τον αιτητή, διέθεταν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή. Συνεπώς, και δεδομένης της υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων, σαφέστατα προκύπτει ότι υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την επιλογή των Ε.Μ. 1 και 3 έναντι του αιτητή, η υπέρ τους σύσταση. Θα πρέπει, συνακόλουθα, να ελεγχθεί πρώτα η νομιμότητα και ορθότητα της εν λόγω σύστασης, την οποία η πλευρά του αιτητή αμφισβητεί.
Ως ήδη ελέχθη, η σύσταση δόθηκε από τον Διευθυντή, ο οποίος παρέστη στη συνεδρία της Ε.Δ.Υ., κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση. Όπως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, ο Διευθυντής υπέβαλε τη σύστασή του και αποχώρησε από τη συνεδρία. Όπως επίσης καταγράφεται στο πρακτικό, στη διάθεση του Διευθυντή τέθηκαν οι προσωπικοί φάκελοι και οι υπηρεσιακοί φάκελοι των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, τους οποίους έλαβε υπόψη του, είχε δε στη διάθεσή του, σύμφωνα πάντα με το εν λόγω πρακτικό, «επαρκή χρόνο για να μελετήσει τους εν λόγω Φακέλους».
Είναι νομολογημένο ότι η σύσταση εξετάζεται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), ούτως ώστε η αιτιολογία της να προκύπτει μέσα από ό,τι αποτυπώνεται σε αυτούς (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695). Η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να εναρμονίζεται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023, Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), η δε εκτίμηση του Διευθυντή του Τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων, αποτελεί βοήθημα για τη μόρφωση κρίσης από το διοικητικό όργανο, εν προκειμένω την Ε.Δ.Υ. (Χατζηκωστή, ανωτέρω, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 265).
Εξετάζοντας το σχετικό πρακτικό της συνεδρίας ημερομηνίας 28.7.2021, διαπιστώνω ότι ο Διευθυντής, κατά την διαμόρφωση της σύστασής του, μελέτησε όλα τα ενώπιον του δεδομένα, με τη σύσταση να εμπεριέχει τα κατά νομολογία απαραίτητα γνωρίσματα νομιμότητας και ουσίας (Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 108/2016, ημερ. 2.10.2023, Δημοκρατία ν. Κυρατζιή-Κτωρίδου, Α.Ε. 311/16, ημερ. 8.5.2023). Πρόκειται για μια επαρκώς αιτιολογημένη σύσταση, η οποία συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Προκύπτει από την εν λόγω σύσταση ότι ο Διευθυντής έκανε ειδική μνεία στον αιτητή, όπως και στους λοιπούς υποψηφίους, στη βάση των υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενων και δη της οργανωτικής και διοικητικής ικανότητας, υπευθυνότητας και πρωτοβουλίας.
Ο Διευθυντής τόνισε εξ’ αρχής στη σύστασή του ότι γνωρίζει προσωπικά «[.] έναν προς έναν όλους τους υποψηφίους ως Ανώτερος Λειτουργός που ήμουν στο Τμήμα από το 2006 και ως Προϊστάμενος, Ανώτερος Λειτουργός του Τεχνικού Τομέα από το 2006 μέχρι το 2020 και ως Διευθυντής του Τμήματος από τον Δεκέμβριο του 2020 μέχρι σήμερα». Για να επισημάνει στη συνέχεια και τα εξής:
«Όλοι οι υποψήφιοι έχουν την ίδια ημερομηνία προαγωγής στην παρούσα τους θέση και με μικρή διαφορά στην προηγούμενη θέση, σε βάθος χρόνου, από το 1999, 2000, 2001, που μπορώ να πω ότι θεωρώ ότι έχουν αποκτήσει όλοι μια πάρα πολύ μεγάλη και μακρά πείρα με τα θέματα του Τμήματος, με το αντικείμενό του.
[.]
Προχωρώντας στη σύστασή μου, στη βάση όλων αυτών που έχω πει, ότι είναι άνθρωποι που ασχολούνται με το αντικείμενο στο μέτωπο, αναζητώ τα χαρακτηριστικά που πρέπει να έχουν οι υπάλληλοι για την υπό πλήρωση θέση.
Ο αύξ. αρ. 1, Χ. Ι. [ενν. το Ε.Μ. 1], που είναι και ο αρχαιότερος με βάση την ημερομηνία πρώτου διορισμού του στη δημόσια υπηρεσία έναντι του υποψηφίου με αύξ. αρ. 2 και με βάση την προηγούμενη τους θέση έναντι των λοιπών υποψηφίων, έχει αυτά τα προσόντα. Έχει ηγετικό χαρακτήρα και είναι αποδεκτός από τους συναδέλφους, παρά το γεγονός ότι είναι λίγο νεότερος σε ηλικία (1973). Έχει γνώσεις σε μεγάλο βαθμό όλων των δραστηριοτήτων του Τμήματος γι’ αυτό και τον συστήνω για προαγωγή.
Στη βάση της ίδιας λογικής και γνωρίζοντας ακριβώς τα στοιχεία που προσδίδουν την αξία συγκριτικά με όλους τους υποψηφίους και τις ικανότητες και απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης συστήνω τους υποψήφιους με αύξ. αρ. 5 και 6, Μ. Ε. [ενν. το Ε.Μ. 3] και Α. Μ., αντίστοιχα.
Αυτοί τυγχάνει να είναι και μεγαλύτεροι σε ηλικία από τους υποψηφίους με αύξ. αρ. 2-4. O ένας είναι γεννημένος το 1961 και ο άλλος το 1962. Είναι κατά πέντε μέχρι δέκα χρόνια μεγαλύτεροι, με περισσότερη εμπειρία, που τους προσδίδει η ηλικία τους και η εμπειρία τους σε προηγούμενες εργασίες. O Μ. [ενν. το Ε.Μ. 3] έχει προηγούμενη εμπειρία ως ωρομίσθιος Βοηθός Επιθεωρητής στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, που είναι σχετική με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Ο Μ. Ε. ασκεί καθήκοντα υπεύθυνου της Μονάδας Επιχείρησης των Ιδιωτικών Κέντρων Τεχνικού Ελέγχου παγκύπρια και ο Α. Μ., κατά τα τελευταία χρόνια, ασκεί τα καθήκοντα υπεύθυνου των Επαρχιακών Γραφείων Λάρνακας και Αμμοχώστου σε μεγάλο βαθμό και τα ασκεί επιτυχώς. Και οι δύο απέκτησαν επιπρόσθετες εμπειρίες σε σύγκριση με τους υποψηφίους με αύξ. αρ. 2, 3 και 4 και έδειξαν ότι έχουν τα χαρακτηριστικά εκείνα που χρειάζεται για να μπορούν να ασκούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης.
Συνεχίζω συγκριτικά να πω ότι ο υποψήφιος με αύξ. αρ. 2, Ι. Π. [ενν. το Ε.Μ. 2], και ο υποψήφιος με αύξ. αρ. 4, Α. Ε., είναι άξιοι λειτουργοί, επικεντρώνονται περισσότερο στις εξετάσεις οδηγών, ο υποψήφιος με αύξ. αρ. 4 είναι ο υπεύθυνος του Γραφείου Εξεταστών Οδηγών στη Λεμεσό, ενώ ο υποψήφιος με αύξ. αρ. 3, Ε. Χ. [ενν. τον αιτητή στην προσφυγή αρ. 1042/2021], ασχολείται με τις επιθεωρήσεις στο Επαρχιακό. Ο υποψήφιος με αύξ. αρ. 7, Κ. Π. [ενν. τον αιτητή στην προσφυγή αρ. 995/2021], είναι ένας πολύ άξιος λειτουργός, εργατικός, με αναλογικές ικανότητες, θα έλεγα, όμως, ότι χρειάζεται να του δοθεί περισσότερη βοήθεια ως προς την ανάληψη πρωτοβουλίας και λήψης αποφάσεων από τον ίδιο.
H θέση αυτή είναι για άτομο που παίρνει αποφάσεις της καθημερινότητας για όλα τα θέματα. Είναι θέση που απαιτεί κάποιον που να λαμβάνει αποφάσεις στην καθημερινότητά του από μικρής μέχρι μεγάλης σημασίας. Δίνω μεγάλη σημασία σ’ αυτό το κομμάτι, πρέπει να έχει τη δυνατότητα και την κρίση ώστε να λαμβάνει τις ορθότερες αποφάσεις στην καθημερινότητά του.».
Η δοθείσα σύσταση κρίνεται επαρκώς αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270), αλλά και ευλόγως επιτρεπτή, εφόσον δεν εκφεύγει των σχετικών νομολογιακών κατευθυντήριων και ούτε μπορεί να λεχθεί ότι δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.
Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία και δη το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, ο αιτητής και τα Ε.Μ. είναι ισοδύναμοι στο κριτήριο της αξίας, όπως αυτή προκύπτει από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση σε αυτές των τελευταίων πέντε χρόνων, στις οποίες αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα.
Ως προς την αρχαιότητα, ο αιτητής και τα Ε.Μ. προήχθησαν στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση (Ανώτερου Τεχνικού) την 1.4.2018, ενώ οι όποιες διαφοροποιήσεις σε αρχαιότητα παρατηρούνται, είναι επουσιώδεις και/ή μηδαμινής σημασίας, εφόσον ανάγονται σε παλαιότερες θέσεις και συνίστανται σε κάποιους μήνες υπεροχής των Ε.Μ. έναντι του αιτητή. Πρόκειται δηλαδή για αρχαιότητα που κατά πάγια νομολογία, δεν είναι ουσιαστικής, αλλά οριακής σημασίας. Πράγματι, έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι απομακρυσμένη αρχαιότητα και/ή αρχαιότητα που δεν ανάγεται στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, αλλά σε προ-προηγούμενη θέση, είναι οριακής σημασίας (Δημοκρατία ν. Γεώργιου Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Λαμπρινή Γωγάκη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 488/2013, ημερ. 11.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D513, «Αυτού του είδους αρχαιότητα έχει νομολογηθεί ως ήσσονος σημασίας που ενδεχομένως να αποκτά κάποια οριακή αξία εάν όλα τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, (Δημοκρατία ν. Χρίστου (1991) 3 Α.Α.Δ. 56, Θεοδώρα Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 376/2011, ημερ. 17.7.2012 και Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 917/2000, ημερ. 18.1.2002).».
Στο κριτήριο των προσόντων, ο αιτητής διαθέτει Δίπλωμα Μηχανικού Μηχανολογίας του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου, όπως και τα Ε.Μ. 1 και 2, καθώς και τον επιπρόσθετο τίτλο Bachelor of Engineering in Mechanical Engineering. Ισχυρίζεται ο συνήγορος του αιτητή ότι αυτό το προσόν του αιτητή, αν και απόλυτα σχετικό με την επίδικη θέση, δεν λήφθηκε υπόψη, με αποτέλεσμα να επιλεγούν αντί του αιτητή, τα Ε.Μ., τα οποία υστερούν σε προσόντα.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση.
Εν πρώτοις, τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης απαιτούμενα προσόντα, είναι (1) η τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Τεχνικού, την οποία όλοι οι υποψήφιοι διέθεταν, και (2) η ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία. Το προσόν του αιτητή δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αναφέρεται ως πλεονέκτημα ή ως πρόσθετο προσόν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δοθεί σε αυτό υπερβολική και/ή καθοριστική βαρύτητα κατά τρόπο που να θέτει τους λοιπούς υποψηφίους σε δυσμενή θέση. Συναφώς, όπως είναι νομολογημένο, πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επαφίεται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει αποφεύγοντας από τη μια να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά αποφεύγοντας από την άλλη η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Σε αυτά τα πλαίσια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων (Γιαννάκης Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 94/2016 κ.α. ημερ. 26.7.2023, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Εν προκειμένω, ως έχει ήδη λεχθεί, η υπό του Διευθυντή αξιολόγηση των υποψηφίων έγινε στη βάση των όσων το σχέδιο υπηρεσίας επιτάσσει.
Περαιτέρω, δεν μπορώ να συμφωνήσω ούτε με τη θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι ο αιτητής υπερέχει έναντι των Ε.Μ. σε προσόντα λόγω της παρακολούθησης και συμμετοχής του σε εκπαιδευτικά προγράμματα και σε αποστολές του εξωτερικού. Τα προσόντα αυτά δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα (πτυχία και μεταπτυχιακά, περιλαμβανομένων των διδακτορικών), τα οποία και μόνον, κατά τη νομολογία, λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης (Έλενα Παπαθεοδότου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 832/2011, ημερ. 30.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D588, Σταύρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004, Γιαννάκης Καναράς v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1386/2007, ημερ. 23.12.2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1317/2010, ημερ. 26.1.2012 και Μάριος Στεφανίδης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1207/2011, ημερ.15.2.2013). Ούτε, βεβαίως, τα εν λόγω προσόντα προβλέπονται και/ή απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, με αποτέλεσμα και αυτά να έχουν, ούτως ή άλλως, οριακή και/ή περιθωριακή σημασία (βλ. Δημοκρατία ν. Ανδρέου και άλλων (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, Λουκά ν. Α.Η.Κ. (1996) 4 Α.Α.Δ. 1040, Πούρος, ανωτέρω, Σολομωνίδη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 135/2013, ημερ. 3.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:C44 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Λαζαρίδου-Νικολάτου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1355/2017, ημερ. 30.10.2020). Έτι δε περαιτέρω, δεν υπήρχε υποχρέωση ειδικής αναφοράς στα εν λόγω προσόντα, εφόσον, ως έχει προαναφερθεί, δεν απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης και δεν ήσαν ακαδημαϊκά (Χρυσόστομος Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 613).
Ως εκ των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν διαπιστώνεται ούτε κενό έρευνας, ούτε αιτιολογίας, αλλ’ ούτε και πλάνη στη σύσταση του Διευθυντή, ως προς την επιλογή των Ε.Μ. 1 και 3. Αντίθετα, η δοθείσα σύσταση κρίνεται ως ευλόγως επιτρεπτή και εντός των παραμέτρων που τάσσει η σχετική νομολογία.
Την εν λόγω σύσταση ως προς τα Ε.Μ. 1 και 3, υιοθέτησε ακολούθως η Ε.Δ.Υ., η οποία, παραθέτοντας το δικό της σκεπτικό, επέλεξε τα συγκεκριμένα Ε.Μ., αλλά και το Ε.Μ. 2 ως τους πλέον κατάλληλους για προαγωγή στην επίδικη θέση.
Συναφώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με τη θέση του αιτητή ότι η Ε.Δ.Υ., «παθητικά» και χωρίς τη διενέργεια της δικής της έρευνας, επέλεξε τα Ε.Μ. 1 και 3: αντίθετα, προκύπτει από το σχετικό πρακτικό λήψης της επίδικης απόφασης ότι η Επιτροπή διενήργησε δική της έρευνα και δεν υιοθέτησε «τυφλά» την υποβληθείσα σύσταση, αυτό δε ενισχύεται από το γεγονός ότι απέκλινε από την εν λόγω σύσταση σε σχέση με συγκεκριμένο υποψήφιο και αντ’ αυτού, επέλεξε το Ε.Μ. 2. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι, στη βάση της συγκριτικής εικόνας των υποψηφίων, ούτε και σε σχέση με το Ε.Μ. 2 προκύπτει υπεροχή του αιτητή, ούτως ώστε να μπορεί να στοιχειοθετηθεί οποιοσδήποτε ισχυρισμός του περί ακύρωσης της τελικής απόφασης. Όπως και σε σχέση με τα Ε.Μ. 1 και 3, έτσι και όσον αφορά στο Ε.Μ. 2, η όποια υπεροχή του αιτητή αφορά στα προσόντα και συνίσταται αποκλειστικά στην υπ’ αυτού κατοχή του τίτλου Bachelor of Engineering in Mechanical Engineering. Αυτή ωστόσο η υπεροχή, υπό το φως της κρατούσας νομολογίας, δεν μπορεί να είναι καθοριστική, όπως δεν είναι καθοριστική και η υπεροχή του Ε.Μ. 2 έναντι του αιτητή σε αρχαιότητα, εφόσον δεν αφορά στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση, αλλά ανάγεται σε θέσεις παλαιότερες (Λαμπρινή Γωγάκη, ανωτέρω).
Η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. συνάδει με το περιεχόμενο των φακέλων και σε κάθε περίπτωση είναι εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός των παραμέτρων που έχει θέσει η σχετική επί του θέματος νομολογία. Όπως έχει λεχθεί, ο αιτητής δεν υπερτερεί των Ε.Μ. σε αξία, ούτε σε αρχαιότητα, η δε υπεροχή του στα προσόντα, λόγω του συγκεκριμένου τίτλου που κατέχει, ο οποίος δεν προβλέπεται από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας, δεν μπορεί να προσδώσει σε αυτόν καθοριστικό προβάδισμα ούτε και έκδηλη υπεροχή έναντι των τριών Ε.Μ..
Μάλιστα, είναι η δοθείσα σύσταση του Διευθυντή υπέρ των Ε.Μ. 1 και 3 που σαφώς και προσθέτει στην αξία τους και θέτει αυτούς σε υπέρτερη θέση έναντι του αιτητή: κατά πάγια νομολογία, η σύσταση επαυξάνει και/ή προσθέτει στην αξία ενός υποψηφίου ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663). Η σύσταση αποτελεί, ως εκ της ιδιαίτερης γνώσης του Διευθυντή, για την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, επαυξητικό παράγοντα της αξίας τους (βλ. και Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 390 και Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 141/2019, ημερ. 9.10.2024).
Ούτε ως προς τα προσόντα, ζήτημα για το οποίο επιχειρηματολόγησαν εν εκτάσει οι συνήγοροι του αιτητή, προκύπτει να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση της Ε.Δ.Υ.. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, επαφίεται στο διορίζον όργανο να αξιολογήσει και σταθμίσει πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, αποφεύγοντας από την μια να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά αποφεύγοντας από την άλλη η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Σε αυτά τα πλαίσια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων (Κολώνας, ανωτέρω, Πούρος, ανωτέρω, Ζωδιάτης, ανωτέρω). Πράγματι ο αιτητής, σε αντίθεση με τα Ε.Μ., διαθέτει και πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και στο οποίο, όπως ρητά αναφέρεται στο πρακτικό της επίδικης συνεδρίας, δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα από την Ε.Δ.Υ.. Ωστόσο, δεδομένης της προεκτεθείσας συνολικής συγκριτικής εικόνας αιτητή και Ε.Μ., θεωρώ ότι η υπό του αιτητή κατοχή αυτού του συγκεκριμένου προσόντος, το οποίο ούτε απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αναφέρεται ως πλεονέκτημα, δεν μπορεί από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ του (Δ.Μ. κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1505/2017 κ.α., ημερ. 16.11.2022). Αυτό, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε το πρόσθετο προσόν του αιτητή. Στην Μαρία Παπά ν. Ανδρέας Φραντζής, Α.Ε. 91/2014, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C62, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:
«Ως προς τα προσόντα των μερών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης της ΕΔΥ, πιο πάνω, σημειώθηκε ότι η εφεσείουσα δεν υστερεί του συστηθέντα εφεσίβλητου και καταγράφονται τα πρόσθετα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα, χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά σε όλα τα προσόντα. Όμως, τα επιπρόσθετα προσόντα του εφεσίβλητου βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ και λήφθηκαν «δεόντως υπόψη» (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αντωνίου, ΑΕ 124/2014 κ.ά., ημερομηνίας 6.12.2017). Όπως προκύπτει από τη νομολογία «τα επιπρόσθετα προσόντα παραμένουν πρόσθετα ασχέτως του αριθμού τους και είναι λάθος να υπερτονίζεται η κατοχή κάποιων προσόντων από υποψήφιο, αποδίδοντας σ΄ αυτά μεγαλύτερη αξία ή βαρύτητα» (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2076/2012, ημερομηνίας 22.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D988, Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1039/2010, ημερομηνίας 17.7.2012, και Μάρκου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., Συνεκ. Υποθ. Αρ. 950/2010 κ.ά., ημερομηνίας 22.3.2013). Ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση ότι υπάρχει κάποια υπεροχή του εφεσίβλητου ως προς τα πρόσθετα «προσόντα» σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ήταν λανθασμένη. Συνακόλουθα, δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη εκ μέρους της ΕΔΥ ως προς αυτό το στοιχείο.».
Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας αιτητή και Ε.Μ., δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999, Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 134/96, ημερ. 19.3.1997). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Εν προκειμένω, δεν εντοπίζεται κακή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης.
Όπως, με βάση τα προεκτεθέντα, δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από τα σχετικά πρακτικά και ειδικά αυτό της συνεδρίας 28.7.2021, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, προκύπτουν με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή των Ε.Μ., έναντι του αιτητή, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Φράγκου, ανωτέρω). Προκύπτει από το εν λόγω πρακτικό ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων και οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια, τα προσόντα και η αρχαιότητα των υποψηφίων. Από το πρακτικό της εν λόγω συνεδρίας, προκύπτει ευκρινώς το σκεπτικό της Ε.Δ.Υ. και η διενέργεια της δικής της, δέουσας έρευνας. Στην απόφασή της, η καθ’ ης η αίτηση καταγράφει τα κριτήρια αξιολόγησης και γενικότερα όλα όσα έλαβε υπόψη της προκειμένου να επιλέξει τα Ε.Μ., ενώ προβαίνει και σε συγκριτική αντιπαραβολή των Ε.Μ. με τους άλλους υποψηφίους, περιλαμβανομένου και του αιτητή.
Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121).
Εν τέλει, οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία, είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).
Εν προκειμένω, κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση έδρασε εντός ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η οικεία νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, αλλ' ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία, περιλαμβανομένων και των προσόντων.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή (Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016).
Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Μαρία Παπά, ανωτέρω). Επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή, θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάνει κακή χρήση της (Γεώργιος Χωραττάς ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 43/2021, ημερ. 19.11.2024, Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74, Γ.Μ. Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», σελ. 729, και Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329) Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Στην υπό κρίση περίπτωση, η Ε.Δ.Υ. άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει ο Νόμος και σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή του αιτητή έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023).
Ούτε και διακρίνεται υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της Διοίκησης (Χατζηχάννα, ανωτέρω, Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/17, ημερ. 18.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:C286). Συναφώς τονίζεται ότι ο ακυρωτικός Δικαστής δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμόδιου οργάνου με την δική του αναφορικά με την ορθότητα της πράξης (Χατζηκωστή, ανωτέρω). Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και τη διακρίβωση του κατά πόσον η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας (Κολώνας κ.α., ανωτέρω).
Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή αρ. 995/2021 υπόκειται σε απόρριψη εφόσον δεν στοιχειοθετείται βάσιμος λόγος ακύρωσης.
Τα πιο πάνω ισχύουν εν πολλοίς και όσον αφορά στην προσφυγή αρ. 1042/2021, η οποία στρέφεται κατά της προαγωγής του Ε.Μ. 3.
Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι ουσιαστικά θυματοποιήθηκε λόγω των καθηκόντων που του ανατέθηκαν στο Τμήμα, καθότι, ως διατείνεται, βασικός λόγος της σύστασης του Διευθυντή υπέρ του Ε.Μ. 3, αντί αυτού, «[.] ήταν η υπηρεσία του Ε/Μ ως υπευθύνου της Μονάδας Επιχείρησης των Ιδιωτικών Κέντρων Τεχνικού Ελέγχου, κατά την οποία απέκτησε επιπρόσθετες εμπειρίες σε σύγκριση με τον Αιτητή […] ο οποίος κατά την επίδικη περίοδο ασχολείτο με τις επιθεωρήσεις στο Επαρχιακό». Αδίκως παραπονείται ο αιτητής: ως έχει ήδη λεχθεί, προκύπτει από το ίδιο το περιεχόμενό της, ότι η υποβληθείσα σύσταση διαμορφώθηκε στη βάση της μακροχρόνιας προσωπικής γνώσης, κρίσης και εντύπωσης που είχε ο Διευθυντής για κάθε υποψήφιο ξεχωριστά, μέσω της υπηρεσίας τους και/ή της συνύπαρξής τους στην υπηρεσία. Πρόκειται, επαναλαμβάνω, για μια τεκμηριωμένη και αιτιολογημένη σύσταση, διαμορφωθείσα και στην προσωπική άποψη και γνώση του Διευθυντή για κάθε υποψήφιο. Συνεπώς, και οι ισχυρισμοί περί παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, που ο αιτητής συναρτά με το ζήτημα της ανάθεσης καθηκόντων, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.
Υπέρ της ορθότητας και νομιμότητας της τελικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. συνηγορεί και η συγκριτική εικόνα των δυο υποψηφίων. Ισχύουν εν πολλοίς τα όσα έχουν λεχθεί πιο πάνω σε σχέση με τον αιτητή της προσφυγής αρ. 995/2021 και τα Ε.Μ.. Εν προκειμένω, το Ε.Μ.3 υπερέχει σε αξία έναντι του αιτητή, δεδομένης της υπέρ του σύστασης, στα προσόντα οι δυο υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι, με αποτέλεσμα και η υπό του αιτητή υπεροχή έναντι του Ε.Μ. 3 σε αρχαιότητα, στην αρχική θέση διορισμού (κατά δέκα περίπου μήνες), υπό το φως και της κρατούσας νομολογίας, να είναι οριακής σημασίας και όχι καθοριστική.
Δεν εντοπίζεται κενό αιτιολογίας, ούτε και έρευνας στην επίδικη απόφαση, ως οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή, ενώ ούτε και ο ισχυρισμός περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης ευσταθεί.
Τέλος, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί πάσχουσας σύνθεσης της Ε.Δ.Υ. κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Πράγματι, κατά τη συνεδρία λήψης της επίδικης απόφασης, απουσίαζε ένα μέλος της Ε.Δ.Υ., όμως η εν λόγω απουσία, σύμφωνα και με το σχετικό πρακτικό, αιτιολογήθηκε δεόντως και/ή ήταν δικαιολογημένη, όπως επιτάσσει η νομολογία (Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242, 253), εφόσον καταγράφηκε ότι το μέλος Β. βρισκόταν με άδεια ανάπαυσης, ενώ, πέραν της νόμιμης σύνθεσης και συνεδρίας, ούτε και ζήτημα μη απαρτίας υπήρξε, εφόσον τέσσερα εκ των πέντε μελών της Επιτροπής, ήσαν παρόντα. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.
Εν κατακλείδι, στη βάση των όσων έχουν προεκτεθεί, η απόφαση κρίνεται ορθή και σύννομη και σε κάθε περίπτωση εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση. Σε καμία περίπτωση ο αιτητής δεν απέδειξε υπεροχή, πόσω δε μάλλον έκδηλη, έναντι του Ε.Μ. 3, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.
Κατά συνέπεια, οι προσφυγές αποτυγχάνουν, αποσυνενώνονται και απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον εκάστου αιτητή, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο