A. S. C. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1084/2024, 24/2/2025
print
Τίτλος:
A. S. C. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1084/2024, 24/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1084/2024 (i-Justice))

 

24 Φεβρουαρίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                     A. S. C.

                                                                             Αιτήτρια

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Ι. Ιωάννου, για Αιτήτρια

Β. Θωμά (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Σιέρα Λεόνε, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής της ως απαγορευμένης μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής της, ημερομηνίας 7.6.2024, λόγω παράνομης παραμονής της στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Η αιτήτρια αφίχθηκε στη Δημοκρατία μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου, σε άγνωστη ημερομηνία και εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές, από άγνωστο σημείο.

 

Στις 22.4.2021, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 11.7.2022, αυτή δε η απόφαση επιδόθηκε στην αιτήτρια στις 8.8.2022. Κατά της εν λόγω απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απορρίφθηκε στις 18.9.2023 λόγω μη προώθησής της.

 

Στις 29.3.2024, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου, μεταγενέστερη αίτηση ασύλου της αιτήτριας και η εν λόγω απόφαση επιδόθηκε σε αυτήν στις 6.6.2024.

 

Την ίδια μέρα, ήτοι στις 6.6.2024, αμέσως μετά την επίδοση σε αυτήν την πιο πάνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης, η αιτήτρια συνελήφθη από μέλη της ΥΑΜ εντός των γραφείων της Υπηρεσίας Ασύλου για το αυτόφωρο αδίκημα της παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας και στις 7.6.2024, εκδόθηκαν εναντίον της τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Στις 8.8.2024, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Ο συνήγορος της αιτήτριας εγείρει ισχυρισμούς περί παραβίασης των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς και των Άρθρων 7, 11, 15 και 30 του Συντάγματος, των άρθρων 2, 5 και 8 της Ε.Σ.Δ.Α., αλλά του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στον πυρήνα της σχετικής επιχειρηματολογίας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι τα επίδικα διατάγματα παραβιάζουν και/ή καταστρατηγούν άμεσα και/ή έμμεσα το δικαίωμα στη ζωή της αιτήτριας και την εκθέτουν σε άμεσο κίνδυνο και/ή εξευτελισμό.

 

Περαιτέρω, προωθούνται ισχυρισμοί περί εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης των καθ’ ων η αίτηση, πλημμελούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, κατάχρησης διαδικασίας και/ή υπέρβασης εξουσίας και παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Επ’ αυτού, ο συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη, ως όφειλαν, τις εξατομικευμένες παραμέτρους αναφορικά με την αιτήτρια, ενώ παράνομα και αυθαίρετα οι καθ’ ων η αίτηση συνέλαβαν την αιτήτρια εντός της Υπηρεσίας Ασύλου αμέσως μετά που είχε επιδοθεί σε αυτήν η απόφαση απόρριψης της αίτησής της.

 

Επιπρόσθετα, εγείρεται και ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, καθότι, σύμφωνα με τον κ. Ιωάννου, λειτουργός των καθ’ ων η αίτηση απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας «και εντός της ίδιας υπηρεσίας λήφθηκε η απόφαση και εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης από συνάδελφο πιθανόν και εντός του ιδίου γραφείου ή και τμήματος του Υπουργείου Εσωτερικών και δη το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης».

 

Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.

 

Με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών τους θέσεων, οι καθ’ ων η αίτηση επιχειρηματολογούν υπέρ της νομιμότητας της απόφασης κήρυξης της αιτήτριας ως απαγορευμένης μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ενώ επισημαίνουν ότι, σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, η αιτήτρια παρέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν πράγματι απαγορευμένη μετανάστης.

 

Απαντητική γραπτή αγόρευση δεν καταχωρήθηκε.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αποτελεί πραγματικό γεγονός, προκύπτει εξάλλου και από τον οικείο διοικητικό φάκελο που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ότι η αιτήτρια, στις 22.4.2021, υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 11.7.2022, αυτή δε η απόφαση επιδόθηκε στην αιτήτρια στις 8.8.2022. Κατά της εν λόγω απόφασης, η αιτήτρια καταχώρησε προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία απορρίφθηκε στις 18.9.2023 λόγω μη προώθησής της, ενώ στις 29.3.2024, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη από την Υπηρεσία Ασύλου, και μεταγενέστερη αίτηση ασύλου της αιτήτριας, με την εν λόγω απόφαση να έχει επιδοθεί σε αυτήν στις 6.6.2024. Την ίδια μέρα η αιτήτρια συνελήφθη και στις 7.6.2024, εκδόθηκαν εναντίον της τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. Όπως αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, η αιτήτρια ήταν απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτή παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα.

 

Εν πρώτοις, ως προς το, δημοσίας τάξεως, ζήτημα της αρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε τα επίδικα διατάγματα, ζήτημα που ως εκ της φύσεώς του εξετάζεται κατά προτεραιότητα, είναι πρόδηλο ότι τα εν λόγω διατάγματα εκδόθηκαν από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, ήτοι από τη Διευθύντρια του Τμήματος, όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα ίδια τα διατάγματα, τα οποία φέρουν στο τέλος αυτών την υπογραφή και το όνομα της Διευθύντριας του Τμήματος. Κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 14 και 4 του Κεφ. 105, ο Ανώτερος Λειτουργός Μετανάστευσης, ήτοι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια) έχει την αρμοδιότητα έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και αυτό συνέβη και στην υπό κρίση περίπτωση. Από κανένα δε σημείο των ενώπιον μου τεθέντων δεν στοιχειοθετείται, έστω στοιχειωδώς, ο ισχυρισμός της πλευράς της αιτήτριας ότι τα επίδικα διατάγματα λήφθηκαν από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και, ενόψει και του τεκμηρίου της νομιμότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, αυτός ο ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Το ουσιώδες ερώτημα που θα πρέπει να απαντηθεί, είναι κατά πόσον, δεδομένου του προεκτεθέντος ιστορικού, η αιτήτρια κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, παρέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία ή αν, αντίθετα, αυτή, κατά τον εν λόγω ουσιώδη χρόνο, ήταν απαγορευμένη μετανάστης ως διαμένουσα παράνομα στη χώρα.

 

Την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα έδωσε η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ruth Nash v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 20/2024 i-Justice, ημερ. 22.10.2024, σε υπόθεση όπου η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, τα οποία και εκδόθηκαν εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησης. Το Δικαστήριο, με αναφορά και στην Madber v Δημοκρατίας ΕΔΔ 8/22, ημερ. 17.11.2022, τόνισε ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης αιτούντος διεθνούς προστασίας, μετά την απόφαση του ΔΔΔΠ με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση παραχώρησης αυτού του καθεστώτος, δεν μετατρέπει τον αιτούντα σε αιτητή ασύλου πριν από την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ και η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν είναι νόμιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου και ο αιτών που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, δεν είναι αιτητής ασύλου και δεν επανακτά, ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεως και μόνον, το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αιτών δεν είναι αιτητής ασύλου (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην S.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1281/2023(Κ) (i-Justice), ημερ. 19.9.2023 και Y.S. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 721/2023 (i-Justice), ημερ. 31.10.2024). Εν προκειμένω βέβαια, η μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας δεν εκκρεμούσε, αλλά είχε ήδη απορριφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου στις 29.3.2024, η δε αιτήτρια έλαβε γνώση αυτής, πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου της απόφασης του Εφετείου στην Nash, ανωτέρω (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την κύρια και βασική θέση που είχε προβληθεί από την Εφεσείουσα, ότι η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που η Εφεσείουσα υπέβαλε της προσέδιδε την ιδιότητα της αιτούσας διεθνούς προστασίας (και κατ’ επέκταση τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν παράνομα) και ανέφερε τα εξής: 

 

«Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Η όλη εισήγηση, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και μόνο προσδίδει στον εκάστοτε αιτητή, καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) ο δικαστικός λόγος της οποίας -και παρά τη διαφοροποίηση των γεγονότων- ενβρίσκει εφαρμογής. Κρίθηκε δε στην Madber ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράλληλα ότι τύγχαναν εφαρμογής και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015». […..] «Στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, ότι η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η δε υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία διενεργήθηκε πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, προσέδιδε μεν στην αιτήτρια δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως της, ουδόλως όμως μπορούσε να άρει την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 5844/21, ώστε αφ' εαυτού και μόνου του γεγονότος να ανακτά το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και να της παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής ώστε να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων (Ε.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 729/23, ημερομηνίας 23/6/23), Α.Η v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.2239/22, ημερομηνίας 25/1/23)». 

 

Στην Sohel Madber ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 8/2022, ημερομηνίας 17/11/2022 («Madber»), την οποία η πρωτόδικη απόφαση επικαλείται, ο Εφεσείων δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αρχική του αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, αλλά υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας το παραδεκτό εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση, αφού εξετάστηκε, απερρίφθη ως απαράδεκτη.  Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και όσον η εκδίκασή της εκκρεμούσε, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ΚΕΦ. 105. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε στην Madber ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη». Θεώρησε επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι εφαρμογής ετύγχαναν τα λεχθέντα στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015, ότι όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, «τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτητής.»   Σημειώθηκε δε ότι, «σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης [sic] ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν». 

 

Στην παρούσα περίπτωση, η διαφοροποίηση που εντοπίζεται ως προς τα πραγματικά δεδομένα της Madber, είναι ότι στην επίδικη περίπτωση, η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εκκρεμούσης της εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης, ενώ στην Madber, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση και ακολούθως εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Εκκρεμούσε όμως η εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της προσφυγής που αφορούσε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης.   

 

Δεν έχει τεθεί και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα δεσμευτικώς αποφασισθέντα στη Madber. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16Δ(2) και 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(1)/2000:

 

«(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. 

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας: Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη».

  

Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 6(1)/2000 ορίζεται ότι,

 

 «"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·».  

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου Άρθρου του Νόμου,

 

 «"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και - (α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή (β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·».

Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή και διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Εν προκειμένω, τελική απόφαση επί της αίτησης της Εφεσείουσας είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 5844/2021, ημερομηνίας 24/11/2023 και η Εφεσείουσα μέχρι την ημερομηνία αυτή διατηρούσε την ιδιότητα της αιτήτριας ασύλου

 

Πρόσθετα των αποφασισθέντων στη Madber, που υποστηρίζουν την πιο πάνω θεώρηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση Habeas Corpus Αρ. 114/2023 (ijustice), ημερομηνίας 24/10/2023, είναι ενισχυτικό της πιο πάνω θέσης:

 

«Ο Αιτητής παραγνωρίζει τις ρητές πρόνοιες που περιέχονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000, συμφώνως των οποίων η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το αδιαμφισβήτητο πραγματικό ιστορικό της υπόθεσης, ασκήθηκε από τον Αιτητή προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εκδόθηκε επί αυτής απορριπτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Με βάση, δε, τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο, υφίσταται τελική απόφαση και ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι ο Αιτητής άσκησε έφεση εναντίον αυτής. Η ιδιότητα του αιτητή ασύλου διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή μέχρι και το τέλος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο ορίζει ότι « «αιτητής» […] 

«Προβλήθηκε, ακόμη, από μέρους του Αιτητή ότι δυνάμει της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης (πρώτη μεταγενέστερη αίτηση) στην Υπηρεσία Ασύλου, αυτός επανάκτησε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται παράνομος μετανάστης και κανένα διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν μπορεί να εκτελεστεί εναντίον του.

 

Η πιο πάνω θέση είναι παντελώς αβάσιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον Αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον έχει εξετασθεί μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ  εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απερρίφθη από το ΔΔΔΠ με απόφαση του στις 31/7/2023.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Sohel Madber v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 8/2022, ημερ. 17/11/2022, μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Αντίθετη κρίση, ως αυτή που εισηγείται η συνήγορος του Αιτητή, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Όπως προέκυψε, ο Αιτητής ήταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το γεγονός της καταχώρισης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία ήταν μεταγενέστερη των Διαταγμάτων Κράτησης/Απέλασης, δεν τον μετατρέπει σε αιτητή ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και κρίσης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ως παραδεκτής αίτησης για περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της».  

 

Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτηση που η Εφεσείουσα υπέβαλε, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Madber, ξεκινά με το δεδομένο ότι η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου και δεν επανακτά ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεώς της και μόνο το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της  από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησής της, η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου.     

 

Καταληκτικά, αυτό που αναδεικνύεται ως απόφθεγμα από το σκεπτικό και κατάληξη στη Madber είναι ότι, μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου

 

Μόνο αν η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί κατά την προκαταρκτική εξέταση παραδεκτή και εξεταστεί περαιτέρω, ο αιτών θα λάβει το καθεστώς αιτητή ασύλου. Εν προκειμένω, η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας μετά την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας να της παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς), δεν τη μετέτρεπε σε αιτήτρια ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.   

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα κατά τον χρόνο της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν επανέκτησε το καθεστώς διεθνούς προστασίας το οποίο είχε τερματιστεί κατά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.  Συνεπώς, η παραμονή της στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη και κατ’ επέκταση νόμιμη κρίνεται τόσο η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας όσο και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ως προς το ότι βασίστηκαν επί της εν λόγω κήρυξης.».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και υπό το φως των διαπιστώσεων στην Madber, ανωτέρω και Nash, ανωτέρω, δε χωρεί αμφιβολία ότι η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας, αλλά και η προηγηθείσα απόφαση κήρυξής της ως απαγορευμένης μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον πράγματι η αιτήτρια, κατά το χρόνο της σύλληψής της και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, με δεδομένη και την ήδη από 29.3.2024 απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, μόνο στην περίπτωση που κριθεί ως παραδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση, ο αιτών αποκτά την ιδιότητα του αιτητή ασύλου και έχει, ως εκ της ιδιότητάς του και μέχρι την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της, δικαίωμα παραμονής. Αυτή ήταν η προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου και στην Α.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2239/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 25.1.2023, η οποία αφορούσε σε αιτητή που είχε υποβάλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας η εξέταση εκκρεμούσε κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του (βλ. και ΤHI HONG ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2090/22 (Κ) (i-Justice), ημερ. 30.12.2022, ALI ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 10/1/2023, καθώς και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην D.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 578/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 1.6.2023). Εν προκειμένω, επαναλαμβάνω, η μεταγενέστερη αίτηση της αιτήτριας είχε ήδη απορριφθεί, με αποτέλεσμα αυτή να μην είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία και ορθώς κρίθηκε ότι ήταν απαγορευμένη μετανάστης κατά το χρόνο της σύλληψής της.

 

Ενόψει δε των πιο πάνω, δεν τίθεται ζήτημα πλάνης περί το νόμο όσον αφορά στην απόφαση κράτησης της αιτήτριας για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτή είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένη και/ή παράνομη μετανάστης βάσει του Κεφ. 105, η δε προηγούμενη μεταγενέστερη αιτήσή της, είχε ήδη απορριφθεί (βλ. D.S., ανωτέρω, Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023, αλλά και την απόφαση στο προδικαστικό ερώτημα στην C-181/2016 Grandi, ημερ. 19.6.2018).

 

Συνεπώς, κρίνω ότι καθόλα νόμιμα εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, εφόσον, όπως ορθά αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, η αιτήτρια ήταν απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί περί εμφιλοχωρήσασας πραγματικής και νομικής πλάνης, ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

 

Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως η αιτήτρια παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής της σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής της με προηγούμενη απόφαση της Διοίκησης για επιστροφή στη χώρα της και της απροθυμίας της να επαναπατριστεί, δεν υπήρχε περιθώριο για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 7.6.2024 (παράρτημα 1 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας, καθότι αυτή δεν συναινεί στον επαναπατρισμό της, καθώς και λόγω της παράνομης παραμονής της και του κίνδυνου διαφυγής, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή η αιτήτρια είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 7.6.2024, απαγορευμένη μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

 

[.]

 

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια του Τμήματος έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα, στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον της αιτήτριας εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι η αιτήτρια δεν ήταν συνεργάσιμη και δεν επιθυμούσε τον επαναπατρισμό της, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν μπορώ να συμφωνήσω με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συνηγόρου της αιτήτριας.

 

Επιπρόσθετα, και λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση των διατάξεων είτε του Συντάγματος, είτε της ΕΣΔΑ είτε του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε., ως η πλευρά της αιτήτριας αβάσιμα διατείνεται. Η έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης της αιτήτριας αμέσως μετά που αυτή έλαβε γνώση της απόφασης απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησής της, υπήρξε καθόλα νόμιμη και εν πάση περιπτώσει εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, κατά το χρόνο έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, η αιτήτρια ήταν απαγορευμένη μετανάστης. Συναφώς, ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης των διατάξεων του Νόμου 6(Ι)/2000, ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης, αυτός δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως καθόλα αβάσιμος: είναι αρκετό εν προκειμένω να υπομνησθεί ότι η αιτήτρια δεν έχει αναγνωριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας, όλες δε οι αιτήσεις που υπέβαλε σχετικώς, απορρίφθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση, με αποτέλεσμα να μην τυγχάνουν εφαρμογής οι εν λόγω πρόνοιες στην περίπτωσή της (βλ. και την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην S.S.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1578/2024, (i-Justice), ημερ. 20.2.2025).

 

Θεωρώ χρήσιμο, στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσω και το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με την αιτήτρια.

 

Τέλος, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί κατάχρησης εξουσίας και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ορθώς ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να υποσκελίσει το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο και να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Tamassos Suppliers Ltd. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, G. P. Iron & Wood Makers Ltd ν. Δημοκρατίας Υποθ. Αρ. 959/2004, ημερ. 17.1.2006, Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021 και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016).

 

Εν προκειμένω, δεδομένης της ύπαρξης των προεκτεθεισών διατάξεων του Κεφ. 105, τις οποίες οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς ερμήνευσαν και εφάρμοσαν, δεν θα μπορούσε η αρχή της καλής πίστης να τις υποσκελίσει και να αποτελέσει λόγο απόκλισης από αυτές.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1400 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο