
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 1213/2024 (i-Justice)
27 Φεβρουαρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Μεταξύ:
1. Ν.Β.
2. Ε.Μ.
3. Α.Μ.
4. Μ.Μ
Αιτητές
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω:
1. Υπουργού Εσωτερικών
2. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εσωτερικών
3. Υπουργικού Συμβουλίου
Καθ' ων η αίτηση.
.........
Αίτηση ημερομηνίας 06.09.2024
Παναγιώτα Ζαχαρία για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτητές
Παύλος Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Ο VM (εφεξής «VM») απέκτησε την κυπριακή υπηκοότητα με κατ' εξαίρεση Πολιτογράφηση στη βάση του άρθρου 111Α(2) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν. 141(1)/2002 ως είχε τότε), δυνάμει της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 62.092 και ημερομηνίας 15.02.2017. Δυνάμει της εν λόγω Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 62.092 ημερομηνίας 15.02.2017, κυπριακή υπηκοότητα με κατ' εξαίρεση πολιτογράφηση βάσει του ιδίου άρθρου 111Α(2) απέκτησε και η τότε σύζυγος του, Αιτήτρια 1. Ακολούθως, εντός του ιδίου έτους 2017, απέκτησαν την κυπριακή υπηκοότητα και τα τρία τέκνα του VM (και της Αιτήτριας 1). Συγκεκριμένα, ο ενήλικος γιος, Αιτητής 1, η θυγατέρα του VM, Αιτήτρια 3, και ο ανήλικος υιός του, Αιτητής 4.
Στις 09.03.2022 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2022/396, ο οποίος τροποποιεί τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 269/2014 σχετικά με περιοριστικά μέτρα για ενέργειες που υπονομεύουν ή απειλούν την εδαφική ακεραιότητα, την κυριαρχία και την ανεξαρτησία της Ουκρανίας, αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων στον VM, μεταξύ των οποίων και τη δέσμευση της περιουσίας του εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συγκεκριμένα, με τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2022/396 και στη βάση της εκεί αναφερόμενης αιτιολογίας, το Συμβούλιο αποφάσισε την προσθήκη 160 προσώπων, μεταξύ των οποίων και ο VM, στον κατάλογο των φυσικών και νομικών προσώπων, οντοτήτων και φορέων που υπόκεινται σε περιοριστικά μέτρα, ως αυτός ο κατάλογος εμπεριέχεται στο παράρτημα I του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 269/2014.
Κατόπιν της ανωτέρω εξέλιξης, ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο Πρόταση ημερομηνίας 05.04.2022 με εισήγηση για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον VM σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 113(3)(στ) του Ν. 141(1)/2002, ως είχε τότε, καθώς και τη στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τα μέλη της οικογένειας του, ήτοι την τότε σύζυγο του Αιτήτρια 1 και τα τέκνα του Αιτητές 2-4.
Η ανωτέρω Πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιου ημερομηνίας 05.04.2022 τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου κατά τη συνεδρία του στις 07.04.2022, το οποίο με την Απόφαση με αρ. ΑΠ92.843 (εφεξής «Απόφαση ΥΣ 2022») αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων στον VM, μεταξύ των οποίων και τη δέσμευση της περιουσίας του εντός των ορίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και περαιτέρω αποφάσισε δυνάμει του άρθρου 113(3)(στ) του Ν. 141(1)/2002 ως είχε τότε, να εγκρίνει την έκδοση Διατάγματος με το οποίο να στερήσει την ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον VM και από τα μέλη της οικογένειας του, ήτοι την τότε σύζυγο του Αιτήτρια 1 και τα τέκνα του Αιτητές 2-4 και να εξουσιοδοτήσει τον Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου να ενημερώσει γραπτώς τον VM για το λόγο βάσει του οποίου πρόκειται να εκδοθεί το Διάταγμα, καθώς και για το δικαίωμά του να απευθυνθεί στην Ανεξάρτητη Επιτροπή Εξέτασης Αποστέρησης Υπηκοότητας (εφεξής «ΑΕΕΑΥ»), σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 113(5) του ιδίου νόμου.
Ο Γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου με επιστολή ημερομηνίας 13.4.2022 προς την εταιρεία PriceWaterHouseCoopers Ltd, αναφερόμενη από τους Καθ’ ων η αίτηση ως εκπρόσωπος του VM και των Αιτητών, την ενημέρωσε για την Απόφαση ΥΣ 2022.
Δικηγόροι συγκεκριμένου δικηγορικού οίκου (όχι οι δικηγόροι των Αιτητών στα πλαίσια της παρούσας), απέστειλαν επιστολές ημερ. 20.04.2022 και 23.06.2022 προς την ΑΕΕΑΥ καταγράφοντας τις θέσεις-παραστάσεις τους/την ένστασή τους. Οι εν λόγω επιστολές των δικηγόρων ανέφεραν ότι εστάλησαν εκ μέρους του VM και των Αιτητών. (κατωτέρω αναφέρομαι ειδικότερα στο θέμα αυτό).
Στις 04.10.2023, με επιστολή της ΑΕΕΑΥ προς τη Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου, διαβιβάστηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο η γνώμη της ΑΕΕΑΥ επί της ένστασης, η οποία διατυπώθηκε στο συνημμένο επ’ αυτής πρακτικό συνεδρίας της ημερομηνίας 17.05.2023. Η γνώμη της ΑΕΕΑΥ ως καταγράφηκε στην καταληκτική παράγραφο 21 του εν λόγω πρακτικού ήταν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας από τον VM και τους Αιτητές.
Λαμβάνοντας υπόψη τη γνώμη της ΑΕΕΑΥ ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο Πρόταση ημερομηνίας 15.02.2024 σχετικά με την έκθεση της ΑΕΕΑΥ με εισήγηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο να επιβεβαιώσει την Απόφαση ΥΣ 2022 για αποστέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον VM στη βάση του εδαφίου (3)(στ) του άρθρου 113 του Ν. 141(1)/2002, ως είχε τότε και τους Αιτητές, δυνάμει του εδαφίου (1) του ιδίου άρθρου 113 του εν λόγω νόμου, επειδή απέκτησαν την υπηκοότητα ως μέλη της οικογένειας του VM καθώς και να προχωρήσει με την έκδοση Διατάγματος Στέρησης της Ιδιότητας του Πολίτη της Δημοκρατίας για τον VM και τους Αιτητές.
Το Υπουργικό Συμβούλιο με την Απόφαση του με αρ. ΑΠ95.993 και ημερομηνίας 21.02.2024 (εφεξής η «Απόφαση ΥΣ 2024») αποφάσισε να επιβεβαιώσει την Απόφαση ΥΣ 2022 για στέρηση της ιδιότητας του πολίτη της Δημοκρατίας από τον VM και τους Αιτητές και εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών να προβεί στην έκδοση του σχετικού Διατάγματος. Ο Υπουργός Εσωτερικών προχώρησε με την έκδοση του Διατάγματος Στέρησης Υπηκοότητας στις 25.06.2024 (εφεξής το «Διάταγμα») αναφορικά με τον VM και τους Αιτητές.
Το Διάταγμα στάλθηκε με επιστολή ημερομηνίας 26.06.2024 μέσω συστημένου ταχυδρομείου στους δικηγόρους που είχαν υποβάλει την ένσταση (μέσω των επιστολών ημερ. 20.04.2022 και 23.06.2022) και αντίγραφο τους διαβιβάστηκε στους εν λόγω δικηγόρους και με ηλεκτρονικό μήνυμα ίδιας ημερομηνίας.
Στις 26.07.2024 οι δικηγόροι των Αιτητών απέστειλαν επιστολή στο Υπουργείο Εσωτερικών, με την οποία ζητούσαν επανεξέταση της Απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. ΑΠ95.998 και ημερομηνίας 21.02.2024 και του σχετικού Διατάγματος για αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας τους.
Το Υπουργείο Εσωτερικών απάντησε στην επιστολή των δικηγόρων των Αιτητών με επιστολή ημερομηνίας 06.08.2024, με την οποία τους ενημέρωσε για τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για τη συγκεκριμένη περίπτωση με αναφορά στο νομικό πλαίσιο, όπως επίσης και τη θέση του ότι η νομοθεσία δεν προβλέπει οποιαδήποτε διαδικασία επανεξέτασης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου για αποστέρηση κυπριακής υπηκοότητας.
Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 06.09.2024, οι Αιτητές προσβάλλουν την Απόφαση ΥΣ 2024 και το Διάταγμα και με την υπό κρίση ενδιάμεση αίτηση ίδιας ημερομηνίας (εφεξής η «ενδιάμεση αίτηση»), αιτούνται αναστολή της εκτέλεσής τους.
Η πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση ενέστην στην ενδιάμεση αίτηση για λόγους, τόσο δικονομικούς όσο και ουσιαστικούς. Κατωτέρω ακολουθεί το σκεπτικό μου επί όλων:
Ξεκινώντας δε με βρίσκουν σύμφωνο οι ισχυρισμοί των Καθ’ ων η αίτηση περί πλημμελούς νομικής βάσης και αοριστίας της αίτησης. Αυτό διότι στην ενδιάμεση αίτηση θεωρώ καθορίζονται σαφώς οι πράξεις, των οποίων ζητείται η αναστολή εκτέλεσης και η νομική βάση της (Κανονισμός 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ. 1) Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2015 (6/2015), τα άρθρα 111, 111Α, 111Β και 113 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, θεσμοί περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού κτλ).
Επίσης δε με βρίσκει σύμφωνο ούτε η θέση ότι η αίτηση δε θα μπορούσε να εγκριθεί καθότι κατ’ ισχυρισμό με αυτή ζητείται η έκδοση θετικής πράξης από το Δικαστήριο. Είναι σαφές ότι αυτό που ζητείται είναι η αναστολή εκτέλεσης πράξεων των Καθ’ ων η αίτηση και όχι η υποκατάσταση της διοίκησης, δηλαδή η έκδοση οποιασδήποτε θετικής διοικητικής πράξης ούτε άλλωστε οι προσβαλλόμενες είναι αρνητικές πράξεις ώστε η παρεμβολή μιας ενδεχόμενης έγκρισης της παρούσας να μπορούσε να εκληφθεί ότι οδηγούσε σε έκδοση θετικής πράξης [βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας κ.ά (1991) 4 ΑΑΔ 3056 και σύγγραμμα Συμβούλιο της Επικρατείας, Εφαρμογές Διοικητικού Ουσιαστικού & Δικονομικού Δικαίου, Καθ. X. Χρυσανθάκης, 2012 κεφάλαιο εισηγητή του ΣτΕ Β. Γκέρτσου Προσωρινή Δικαστική Προστασία-Επιτροπή Αναστολών, Υποκατάσταση Διοίκησης (παράγραφος 67) και Αρνητικές Πράξεις Ανεπίδεκτες Αναστολής (παράγραφος 68), σελ. 867-868].
Τέλος δε με βρίσκει σύμφωνο ούτε η θέση ότι, εκ του περιεχομένου της επιστολής ημερ. 26.06.2024 (Παράρτημα 19 σε ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση), προκύπτει ότι οι προσβαλλόμενες δεν μπορούν να ανασταλούν λόγω ότι έχουν ήδη εκτελεστεί. Αυτό διότι, ως διαπιστώνω από μελέτη της εν λόγω επιστολής και φαίνεται άλλωστε και από την καταγραφή των γεγονότων πιο πάνω, διά της επιστολής αυτής απλά καλείται η Διεύθυνση Αρχείου Πληθυσμού να προχωρήσει στην λήψη ενεργειών για εφαρμογή των προνοιών του Διατάγματος Στέρησης Υπηκοότητας και ειδικότερα στην ακύρωση των εκδοθέντων Πιστοποιητικών Πολιτογράφησης και Εγγραφής ως Κυπρίων πολιτών, τη διαγραφή των επηρεαζόμενων από τα αρχεία πολιτών του Κράτους και την ακύρωση των κυπριακών διαβατηρίων και δελτίων ταυτότητας, όπου δηλώνεται η κυπριακή υπηκοότητα. Δεν προκύπτει όμως από την επιστολή αυτή ότι όλες οι εν λόγω ενέργειες πράγματι εκτελέστηκαν ώστε, λόγω πχ μιας τέτοιας προηγούμενης εκτέλεσής τους, να μη μπορεί να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα κατά το σκεπτικό της παρατιθέμενης νομολογίας (βλ. μεταξύ άλλων Πρ. Αρ. 541/2016 Ποταμίτου ν. Δημοκρατίας ημερ. 29.07.2016).
Περνώ άρα στην ουσία, κατά πόσο δηλαδή στη βάση των ισχυρισμών που επικαλούνται οι Αιτητές, παρέχεται έδαφος για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων λόγω στοιχειοθέτησης έκδηλης παρανομίας ή ανεπανόρθωτης βλάβης.
Καταρχάς σημειώνω ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση, πέραν μιας επιγραμματικής αναφοράς στην παράγραφο 16 της ένορκης δήλωσης, οι Αιτητές δεν επικαλούνται οποιαδήποτε συγκεκριμένη βλάβη τους από την εκτέλεση των προσβαλλόμενων πράξεων. Οι Αιτητές προωθούν την αίτησή τους μόνο στη βάση των ισχυρισμών τους περί έκδηλης παρανομίας των προσβαλλόμενων πράξεων. Αυτό βέβαια προκύπτει και από την γραπτή αγόρευση τους, όπου αναπτύσσεται μόνο η εν λόγω θεματική. Κάτι φυσικά καθ’ όλα επιτρεπτό δεδομένου ότι, για την ενδεχόμενη ευόδωση του παρόντος αιτήματος, οι δυο περιπτώσεις (έκδηλη παρανομία, ανεπανόρθωτη ζημιά) είναι διαζευκτικές και όχι σωρευτικές.
Ως λοιπόν προς τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας για έκδηλη παρανομία των προσβαλλόμενων πράξεων, σημειώνω τα ακόλουθα:
Είναι ασφαλώς σταθερά νομολογημένο [βλ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Bank Public Ltd. (2007) 3 ΑΑΔ 32, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 1857] ότι, προκειμένου να μπορεί η παρανομία να χαρακτηριστεί ως «έκδηλη», θα πρέπει αυτή να αναδύεται αυτόματα, να είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και αντικειμενικά αναντίλεκτη, χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων και να συνεπάγεται καθαρή παραβίαση της υπό του νόμου προβλεπόμενης διαδικασίας ή αδιαμφισβήτητη περιφρόνηση των θεμελιωδών αρχών του Διοικητικού Δικαίου (βλ. Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης-Κύπρου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 71).
Εν προκειμένω, δύο είναι οι ισχυριζόμενοι λόγοι έκδηλης παρανομίας, που θέτει η πλευρά των Αιτητών. Πρώτα ότι δεν παρασχέθηκε δικαίωμα ακρόασης στους Αιτητές. Δεύτερον ότι οι Καθ΄ων η αίτηση δεν άσκησαν την κατ’ άρθρο 113(1)(δεύτερη επιφύλαξη) του Ν. 141(1)/2002, ως είχε τότε, διακριτική τους ευχέρεια αλλά λειτούργησαν δέσμια αποστερώντας την υπηκοότητα των Αιτητών «αυτόματα» λόγω της αποστέρησης της υπηκοότητας του VM. Για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι το εν λόγω άρθρο 113(1)(δεύτερη επιφύλαξη) αναφέρει (υπογραμμίζεται η δεύτερη επιφύλαξη με έμφαση στη λέξη «δυνατόν», στην οποία εδράζεται το επιχείρημα των Αιτητών):
Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που πρόσωπο έχει αποστερηθεί την ιδιότητα του πολίτη της Δημοκρατίας (…) την ιδιότητα αυτή δυνατόν να αποστερηθούν και μέλη της οικογένειάς του τα οποία απέκτησαν την ιδιότητα αυτή ως μέλη της οικογένειάς του συνδεδεμένα με το εν λόγω πρόσωπο».
Ως λοιπόν προς τον ισχυρισμό περί μη παροχής δικαιώματος ακρόασης πριν την έκδοσή τους, εκ πρώτης όψεως πάντα και για τους σκοπούς της παρούσας, φαίνεται ότι της έκδοσης των εδώ προσβαλλόμενων πράξεων, προηγήθηκε η υποβολή της θέσης, της ένστασης, ως αναφέρθηκε από τα μέρη, δυνάμει του άρθρου 113(5) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, μέσω δικηγόρων και η ένσταση αυτή να ασκήθηκε εκ μέρους όχι μόνο του VM αλλά και εκ μέρους των Αιτητών. Ειδικότερα στο θέμα και στην πρώτη παράγραφο της επιστολής ημερ. 23.06.2022 (Τεκμήριο 5 σε ένορκη δήλωση που συνοδεύει ενδιάμεση αίτηση) αναφέρεται (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
Θέμα: Γραπτές παραστάσεις εκ μέρους του κ. VM και της οικογένειας του, στην απόφασή του Υπουργικού Συμβουλίου γιο αποστέρηση της Κυπριακής τους υπηκοότητας όπως αυτή τους κοινοποιήθηκε με την επιστολή της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου με ημερομηνία 13/04/2022 με τίτλο «Αποστέρηση της κυπριακής υπηκοότητας από τον κ. VM, τη σύζυγό του κα NB και τα τέκνα του EM, AM και MM» και n οποία έχει αποσταλεί στους PricewaterhouseCoopers Ltd κατά ή περί τις 15 Απριλίου 2022»
Αναφερόμαστε στο ως άνω θέμα και με το παρόν καταθέτουμε εκ μέρους του ως άνω αναφερομένου πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας κ. VM μέσω του οποίου εκπροσωπούνται και η σύζυγος του NB και τα τέκνα του EM, AM και MM (εν τοις εφεξής αναφερόμενοι συνολικά ως «ο πελάτης μας») τους λόγους της ένστασής του και τις γραπτές παραστάσεις προς υποστήριξη αυτών, επί της αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 07/04/2022, με την οποία του αποστερείται η ιδιότητα του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως επίσης και επί της διαδικασίας που έχει ακολουθηθεί».
Και οι Αιτητές άλλωστε δεν αμφισβητούν ότι υπέβαλαν ένσταση με τις επιστολές των τότε δικηγόρων (παράγραφος 6, δεύτερη περίοδος, σε ένορκη δήλωση που συνοδεύει ενδιάμεση αίτηση και παράγραφος 5 επιστολής/Τεκμήριο 7 στην ίδια ένορκη δήλωση). Η υποβολή της κατά νόμο προβλεπόμενης θέσης, ένστασης, ιεραρχικής προσφυγής ή παραστάσεων (όπως και αν ονομάζονται στον εκάστοτε νόμο) έχει νομολογηθεί [βλ. Tζιωνής Nικόλας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 689, Μίχαλος Δημητρίου Λτδ. κ.α. ν Δημοκρατία (2009) 3 ΑΑΔ 675] ότι υπέχει, υπό προϋποθέσεις, χαρακτήρα άσκησης δικαιώματος ακρόασης ενώ έχει γίνει δεκτή η άσκηση του δικαιώματος αυτού χωρίς κλήση για προφορική ακρόαση (Τζιωνή) εκεί όπου ο νόμος δεν το απαιτεί. Συνεπώς δεν αναδύεται έκδηλα παρανομία ως προς το ζήτημα αυτό. Ασφαλώς βέβαια κατά την εξέταση της ουσίας της προσφυγής θα εξεταστεί ο ισχυρισμός αυτός στο βάθος που απαιτείται σε συνάρτηση με την πλήρη επιχειρηματολογία των μερών ως προς τις προϋποθέσεις και τρόπο άσκησής του.
Ως προς τον ισχυρισμό περί έκδηλης παρανομίας λόγω της άσκησης εκ μέρους της διοίκησης δέσμιας αρμοδιότητας εκεί που η δεύτερη επιφύλαξη του άρθρου 113(1) του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου προβλέπει διακριτική ευχέρεια, εκεί ακόμα περισσότερο δεν είναι δυνατόν να οδηγηθώ σε ένα τέτοιο εύρημα στο πρώιμο αυτό στάδιο. Αυτό όχι μόνο λόγω της θέσης που καταγράφεται από τους Καθ΄ων η αίτηση, με παραπομπή στην ΚΔΠ379/2020 ότι η αποστέρηση υπηκοότητας του κυρίως επενδυτή VM δύναται να συμπαρασύρει αυτομάτως σε αποστέρηση υπηκοότητας και τα λοιπά μέλη της οικογενείας του που την είχαν λάβει λόγω αυτού, άρα αποτελεί πεδίο αμφισβήτησης ο τρόπος και το περιεχόμενο άσκησης της εξουσίας των Καθ΄ων η αίτηση, αλλά κυριότερα επειδή το ζήτημα τελικά άπτεται της ερμηνείας μιας νομοθετικής πρόνοιας, ήτοι του εν λόγω άρθρου 113(1), που κάθε άλλο παρά ξεκάθαρο περιεχόμενο έχει, δε διαπιστώνω δε ούτε και παραπέμπομαι άλλωστε από τα μέρη να έχει τύχει νομολογιακής επεξήγησης ώστε να έχω στέρεο έδαφος διατύπωσης ευρήματος έκδηλης παρανομίας.
Ως εν προκειμένω αναφέρεται στο πρόσφατο σύγγραμμα των Καθηγητών Α. Ράντου και Ε. Πρεβεδούρου «Η Αίτηση Ακυρώσεως, Εκδ. 2023, σελ. 752, στο κεφάλαιο «Η αίτηση αναστολής», παράγραφος 41:
«Περαιτέρω, λόγοι ακυρώσεως που βασίζονται σε ερμηνεία διατάξεων που δεν έχουν τύχει νομολογιακής επεξεργασίας δεν θεωρούνται προδήλως βάσιμοι (ΕΑ 250-252/2021 Ολ., 147/2021 κ.ά.)
Αν και στην Κυπριακή νομολογία δεν φαίνεται να απαντάται ρητώς παρόμοια διατύπωση, ότι δηλαδή για την επιτυχία επιχειρήματος έκδηλης παρανομίας το δικαστήριο να μπορεί να στηριχθεί σε προηγηθείσα νομολογία που να ερμηνεύει την επίδικη νομοθετική πρόνοια, σημειώνω ότι ακόμα και η απόφαση στην Ιωάννου Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 4 ΑΑΔ 802, στην οποία παραπέμπομαι από την ευπαίδευτη συνήγορο των Αιτητών, το Ανώτατο Δικαστήριο (Εντ. Δ. ΑΔ Στ. Ναθαναήλ) θεώρησε στο πρώιμο αυτό στάδιο της αίτησης για προσωρινό μέτρο, ξεκάθαρη την ερμηνεία της εκεί επίδικης νομοθετικής πρόνοιας, και μάλιστα τόσο από γραμματικής όσο και από τελεολογικής πλευράς, παραπέμποντας μάλιστα και σε άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που υποστήριζαν το συμπέρασμά του. Συνεπώς είχε βαθμό δικανικής πεποίθησης εκείνου του βαθμού τόσο λόγω της ξεκάθαρης διατύπωσης της επίδικης πρόνοιας όσο και λόγω προηγούμενης επιβοηθητικής νομολογίας, που του επέτρεπε να προβεί στο εύρημα έκδηλης παρανομίας.
Η παρούσα δεν είναι τέτοια περίπτωση, ούτε μπορώ, ακόμα περισσότερο ενόψει της μη παραπομπής σε νομολογιακή καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία του άρθρου 113(1), να αντικρύσω την επίδικη νομοθετική πρόνοια ως ξεκάθαρη λόγω απλά και μόνον της συμπερίληψης της λέξης «δυνατόν» στο κείμενό της δεύτερης επιφύλαξης του άρθρου αυτού.
Για παράδειγμα, ο Καθ. Γ. Μπαμπινιώτης στο Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας 4η Έκδοση, σελ 608, καταγράφει, υπό το λήμμα «δυνατός» μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «η λέξη δυνατόν έχει την έννοια «είναι δυνατόν μπορεί, είναι εφικτό να γίνει (…). ΕΤΥΜ: αρχ. δύναμαι (βλ. λ) Ήδη αρχ. είναι η σημ. «πιθανό, εφικτό στην απροσ. συνταξη (λ.χ. ου δυνατόν γενέσθαι, Σαπφώ)».
Άρα, με μια πρώτη προσπάθεια γραμματικής ερμηνείας, η λέξη «δυνατόν» δηλώνει θεωρώ προφανώς το εφικτό, το δυνατό ως δυνατότητα, ως ύπαρξη δηλαδή αρμοδιότητας της διοίκησης αλλά το κατά πόσο υποδηλώνει και τον τρόπο άσκησης της αρμοδιότητάς αυτής, κατά πόσο δηλαδή η αποστέρηση υπηκοότητας εκ μέρους του επενδυτή έχει «αυτόματη» ή όχι συνέπεια την αποστέρηση της υπηκοότητας και των προσώπων που την είχαν λάβει λόγω αυτού (αλλά και η ειδικότερη φύση της αρμοδιότητας ως δέσμιας ή διακριτικής), θεωρώ ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης και των επιχειρημάτων είναι ζήτημα λεπτό, τέτοιας πολυπλοκότητας που προϋποθέτει επιχειρηματολογία των μερών εις βάθος που μόνο στα πλαίσια της εκδίκασης της ουσίας της προσφυγής μπορεί να γίνει και όχι σε αυτό το στάδιο. Σε περίπτωση δε που η γραμματική ερμηνεία δεν οδηγεί σε βέβαια συμπεράσματα πιθανόν να πρέπει να εξεταστεί και υπό άλλες ερμηνευτικές μεθόδους (πχ τελεολογία) απαιτούσες εις βάθος εξέταση, που δεν είναι ίδιον της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας.
Από τα ενώπιόν μου λοιπόν δεδομένα, θεωρώ ότι ουδεμία τελικά εκ των ισχυριζόμενων παρανομιών μπορεί να χαρακτηριστεί ως έκδηλη, ή ότι αναδύεται αυτόματα ή είναι πρόδηλα αναγνωρίσιμη και αντικειμενικά αναντίλεκτη, ως εκ τούτου οι σχετικοί ισχυρισμοί των Αιτητών απορρίπτονται.
Ως εκ των ανωτέρω, δεν πληρείται οποιαδήποτε εκ των προϋποθέσεων για την έγκριση της παρούσας αίτησης, η οποία εκ των πραγμάτων απορρίπτεται με 450 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο