Χ. Γ. Π. κ.α. ν. ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ, Υπόθεση αρ. 1283/18, 21/2/2025
print
Τίτλος:
Χ. Γ. Π. κ.α. ν. ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ, Υπόθεση αρ. 1283/18, 21/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 1283/18

21 Φεβρουαρίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα άρθρα 15, 16, 23, 24, 25 και 146 του Συντάγματος, τα άρθρα 14 και 15 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62) και τα άρθρα 10, 11, 20, 21, 26-32, 33-41 και 42-56 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).

 

Μεταξύ:

1.    Χ. Γ. Π.

2.    Λ. Ν. Γ.

Αιτητές,

ΚΑΙ

ΔΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΙΜΝΙΟΥ

Καθ’ ου η αίτηση.

------------

 

Γ. Κουκούνης, για Γεώργιος Κουκούνης Δ.Ε.Π.Ε., για τους αιτητές.

Μ. Μουαΐμης, για Μουαΐμης & Μουαΐμης, για τον καθ’ ου η αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το Δικαστήριο τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ’ ων η αίτηση να απαντήσουν στους αιτητές 1 και 2 και/ή τους δικηγόρους τους στις επιστολές τους ημερομηνίας 16/2/2016 και 13/2/2017, αντίγραφο αυτών επισυνάπτεται ως Παράρτημα Α και Β αντίστοιχα, είναι αδικαιολόγητη, άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιασδήποτε νομικής αξίας.

Β. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η επιστροφή προς τους αιτητές 1 και 2 των κτημάτων τους με αριθμό τεμαχίου 100/2 και 751 ή 75, Φ/Σχ. 33/46W2, Δήμος Παραλιμνίου, επαρχία Αμμοχώστου ή ως άλλως πως αυτά περιγράφονται, από 1/2 μερίδιο ο καθένας των αιτητών 1 και 2 και/ή όπως οι καθ’ ων η αίτηση διαταχθούν να άρουν ή ανακαλέσουν την απαλλοτρίωση και επίταξη των εν λόγω κτημάτων και/ή όπως διαταχθεί η επιστροφή στους αιτητές 1 και 2 των εν λόγω κτημάτων τους ελεύθερα από κάθε δέσμευση ή περιορισμό, περιλαμβανομένων της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, του διατάγματος απαλλοτρίωσης και επίταξης, τα οποία τα επηρεάζουν και/ή όπως αυτά επιστραφούν στους αιτητές 1 και 2 χωρίς την ύπαρξη οποιοσδήποτε δέσμευσης ή περιορισμού ή άλλης πράξης που να τα επηρεάζει ή/και από την απαλλοτρίωση και επίταξη που σήμερα τα επηρεάζει ή/και της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης αρ.641 που δημοσιεύθηκε στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας με ημερομηνία 2/5/1987, αριθμός Φακέλου VOA11/87, σχετικά με τη δημιουργία χώρου στάθμευσης οχημάτων για τον Παιδοκομικό Σταθμό Παραλιμνίου, αφού παρήλθε ο χρόνος των τριών ετών που θέτει το άρθρο 23.5 του Συντάγματος ως προθεσμία για να καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης και ο οποίος δεν κατέστη εφικτός ούτε υπήρξε οποιαδήποτε διαδικασία για την επίτευξη του μέχρι σήμερα.

Γ. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία πρέπουσα υπό τις περιστάσεις.»

 

 

Τα ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή γεγονότα έχουν σε συντομία ως ακολούθως:

 

Οι αιτητές ήταν εξ ημισείας οι ιδιοκτήτες 2 τεμαχίων στο Δήμο Παραλιμνίου, για τα οποία (μαζί με ακόμα ένα τεμάχιο) ο καθ’ ου η αίτηση, ως απαλλοτριούσα αρχή, προχώρησε με δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με ημερομηνίες 02.05.1987 και 21.08.1987 σε Γνωστοποίηση και Διάταγμα Απαλλοτρίωσης, αντίστοιχα, με σκοπό «τη δημιουργία χώρου στάθμευσης οχημάτων για τον Παιδοκομικό Σταθμό του Δήμου Παραλιμνίου».  Για τον ίδιο σκοπό τα εν λόγω τεμάχια συμπεριλήφθηκαν σε Διάταγμα Επίταξης ημερομηνίας 23.07.1987, με την επίταξη αυτών να παρατείνεται με σχετικά διατάγματα για ακόμα 2 έτη.

 

Για την εν λόγω απαλλοτρίωση και με βάση τη σχετική εκτίμηση του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λειτουργού Αμμοχώστου καταβλήθηκε σε έκαστο αιτητή αποζημίωση ύψους £15.000, ποσό το οποίο οι αιτητές αποδέχθηκαν και εισέπραξαν με επιφύλαξη των δικαιωμάτων τους.  Οι αιτητές προσέφυγαν με σχετικές Παραπομπές ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου, το οποίο στις 08.11.1989 εξέδωσε απόφαση για πληρωμή σε κάθε αιτητή επιπρόσθετου ποσού ύψους £2.750, πλέον τόκο 9% ετησίως από 02.05.1987 μέχρι εξοφλήσεως.  Η επιδικασθείσα αποζημίωση καταβλήθηκε στους αιτητές και τα τεμάχια περιήλθαν στην κυριότητα του καθ’ ου η αίτηση.

 

Σε μεταγενέστερο της απαλλοτρίωσης χρόνο, τα 3 απαλλοτριωθέντα τεμάχια ενοποιήθηκαν σε ένα τεμάχιο και μετονομάστηκαν, λαμβάνοντας άλλο διακριτικό αριθμό, ενώ μέρος του τεμαχίου παρέμεινε για εξυπηρέτηση ρυμοτομίας, η οποία επιβλήθηκε μετά την απαλλοτρίωση προς διαπλάτυνση του δημόσιου δρόμου που εφάπτεται στο τεμάχιο. 

 

Με επιστολή των δικηγόρων τους, ημερομηνίας 16.02.2016 προς τον Δήμαρχο Παραλιμνίου, οι αιτητές αιτήθηκαν την επιστροφή των τεμαχίων τους αφού, κατά τη θέση τους, παρήλθε ο χρόνος των 3 ετών που θέτει το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ως προθεσμία για να καταστεί εφικτός ο σκοπός της απαλλοτρίωσης, ο οποίος δεν κατέστη εφικτός ούτε υπήρξε οποιαδήποτε διαδικασία για την επίτευξή του. Επανέλαβαν δε το αίτημά τους με δεύτερη επιστολή του δικηγόρου τους, ημερομηνίας 13.02.2017.

Ο καθ’ ου η αίτηση δεν απάντησε στις ανωτέρω επιστολές και οι αιτητές καταχώρισαν στις 27.08.2018 την παρούσα προσφυγή, αιτούμενοι τις ανωτέρω θεραπείες.

 

Ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε Ένσταση στην προσφυγή, εγείροντας 3 προδικαστικές ενστάσεις.  Πρώτον, ότι η παρούσα προσφυγή μπορεί να προωθηθεί μόνο βάσει της, δυνάμει του Άρθρου 29 του Συντάγματος, παράλειψης του καθ’ ου η αίτηση να απαντήσει στις επιστολές των δικηγόρων των αιτητών και όχι επί της ουσίας του ζητήματος, εφόσον δεν υπάρχει καμία αρνητική απάντηση επί του αιτήματος των αιτητών, το οποίο, ως οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ’ ου η αίτηση το χαρακτηρίζουν, αποτελεί περίπλοκο αίτημα που συνδέεται με περιστατικά και δεδομένα που ανάγονται σε περίοδο πέραν των 3 δεκαετιών.  Δεύτερον, ότι οι αιτούμενες με την προσφυγή θεραπείες δεν προσδιορίζονται επακριβώς και με τη δέουσα σαφήνεια, εφόσον τα τεμάχια, των οποίων οι αιτητές ζητούν την επιστροφή, δεν υπάρχουν πλέον στη μορφή που είχαν κατά την απαλλοτρίωση καθότι έχουν υποστεί αλλαγές και η περιγραφή τους δεν ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα.  Εσφαλμένα δε στην αιτούμενη θεραπεία γίνεται αναφορά σε επίταξη των τεμαχίων εφόσον αυτά δεν βρίσκονται υπό καθεστώς επίταξης.  Τρίτον, ότι οι αιτητές καθυστέρησαν και/ή παρέλειψαν υπέρμετρα να υποβάλουν αίτημα επιστροφής και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιούνται να αξιώνουν τις αιτούμενες θεραπείες λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

 

Σημειώνεται, εκ προοιμίου, ότι τόσο οι αιτητές στην προσφυγή τους, όσο και ο καθ’ ου η αίτηση στην Ένσταση, επεσύναψαν φωτογραφίες που απεικονίζουν την κατάσταση στην οποία η απαλλοτριωθείσα έκταση βρισκόταν κατά τον χρόνο καταχώρισης των δικογράφων.  Αν και οι εν λόγω φωτογραφίες δεν παρουσιάστηκαν ως μαρτυρία στο Δικαστήριο με τον ορθό δικονομικό τρόπο, εντούτοις έγιναν εκατέρωθεν αποδεκτές, με την επιχειρηματολογία των ευπαιδεύτων δικηγόρων των διαδίκων να επικεντρώνεται στην αξιολόγηση της (παραδεκτής μεταξύ τους) κατάστασης, στην οποία η απαλλοτριωθείσα έκταση βρίσκεται.

 

Είναι συγκεκριμένα παραδεκτό μεταξύ των διαδίκων πως ο καθ’ ου η αίτηση, μετά την απαλλοτρίωση, προχώρησε στην κατασκευή τοιχίου περίφραξης του χώρου, από την οποία εξαιρέθηκε το μέρος της ρυμοτομίας που θα πρέπει να παραχωρηθεί για τη διαπλάτυνση του εφαπτόμενου δημόσιου δρόμου.  Επιπλέον, είναι παραδεκτό ότι ο χώρος δεν ασφαλτοστρώθηκε και εντός αυτού υπάρχει αριθμός δέντρων.

 

Διά της γραπτής αγόρευσης των ευπαιδεύτων δικηγόρων τους, οι αιτητές διατείνονται, καταρχάς, πως το γεγονός ότι υπήρξε ενοποίηση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων σε ένα ακίνητο το οποίο έλαβε νέο διακριτικό αριθμό, δεν σημαίνει ότι τα δικά τους ακίνητα έπαυσαν να υφίστανται επί τόπου ή να είναι γνωστή η έκταση που καταλαμβάνουν και το σχήμα τους.  Επιπλέον, κατά τη θέση τους, το γεγονός ότι τους καταβλήθηκε αποζημίωση για την απαλλοτρίωση δεν επηρεάζει το δικαίωμά τους να αξιώνουν την επιστροφή των ακινήτων τους αφού, κατά τη θέση τους, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν κατέστη εφικτός, ούτε υπήρξε οποιαδήποτε διαδικασία για την επίτευξή του μέχρι σήμερα και ως εκ τούτου έχουν έννομο συμφέρον να αξιώνουν τις αιτούμενες θεραπείες.  Είναι δε η θέση τους πως η παραδοχή του καθ’ ου η αίτηση ότι μέρος του τεμαχίου εξαιρέθηκε από την περίφραξη για τους σκοπούς της ρυμοτομίας για τη διαπλάτυνση του δημόσιου δρόμου, καταδεικνύει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν υλοποιήθηκε.  Εισηγούνται ακολούθως πως η ύπαρξη δέντρων και το γεγονός ότι οι προσκομισθείσες φωτογραφίες απεικονίζουν την απαλλοτριωθείσα έκταση ως χωράφι, χωρίς να φαίνεται να έχει δημιουργηθεί οποιοσδήποτε χώρος στάθμευσης ή να έγιναν έργα κατασκευής χώρου στάθμευσης καθώς και το γεγονός ότι στις φωτογραφίες δεν υπάρχουν σταθμευμένα οχήματα, καταδεικνύουν ότι ο χώρος δεν χρησιμοποιήθηκε ούτε και χρησιμοποιείται για τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, ο οποίος θεωρούν ότι εγκαταλείφθηκε και δεν υπάρχει πρόθεση υλοποίησής του.

 

Ως προς τις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρει ο καθ’ ου η αίτηση, οι αιτητές επαναλαμβάνουν ότι έχουν έννομο συμφέρον στην καταχώριση και προώθηση της παρούσας προσφυγής και υποβάλλουν ότι υπάρχει εν προκειμένω διπλή συνεχιζόμενη παράλειψη, ήτοι παράλειψη απάντησης στις επιστολές τους και παράλειψη επιστροφής των τεμαχίων τους.  Στη βάση δε του κτηματολογικού φακέλου της υπόθεσης το νέο τεμάχιο που προέκυψε με την ενοποίηση των 3 απαλλοτριωθέντων τεμαχίων μπορεί, κατά την εισήγηση, να διαχωριστεί εκ νέου, με την επαναφορά και επιστροφή των τεμαχίων τους στην αρχική τους έκταση και μορφή. 

 

Ακολούθως, με εκτενή παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία, οι αιτητές υποβάλλουν ότι η διοίκηση δεν δικαιούται να κατακρατεί τα τεμάχιά τους εσαεί, χωρίς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης αλλά υποχρεούται να τα επιστρέψει εφόσον ο εν λόγω σκοπός δεν κατέστη εφικτός εντός της προθεσμίας του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος.  Σημειώνοντας ότι, πριν την απαλλοτρίωση, είχαν εξασφαλίσει σχετική άδεια διαχωρισμού των επίδικων τεμαχίων τους, οι αιτητές υποβάλλουν περαιτέρω ότι έχουν υπό τις περιστάσεις ζημιωθεί και υφίστανται στέρηση της περιουσίας τους, η οποία θα πρέπει να τους επιστραφεί ως επιβάλλει η σχετική συνταγματική πρόνοια, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του ΕΔΑΔ και οι πρόνοιες του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου του 1962 (Ν.15/62) και του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).

 

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του καθ’ ου η αίτηση, ανεξάρτητα από τις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρουν, αντιτείνουν στους λόγους ακύρωσης πως ο σκοπός της επίδικης απαλλοτρίωσης επιτεύχθηκε πλήρως και τα απαλλοτριωθέντα τεμάχια των αιτητών αξιοποιήθηκαν προς τούτο στο σύνολό τους.

Συγκεκριμένα, ως υποβάλλουν, ο καθ’ ου η αίτηση προχώρησε στην περίφραξη του τεμαχίου εξαιρώντας, ως είχαν υποχρέωση, το μέρος αυτού που επηρεάστηκε από τη ρυμοτομία.  Εντός του τεμαχίου δημιούργησαν ένα μικρό κατευθυντήριο δρόμο (ο οποίος απεικονίζεται στις προσκομισθείσες φωτογραφίες) για την καθοδήγηση των πολιτών προς την έξοδο του Δημοτικού Νηπιαγωγείου.  Επισημαίνουν δε ότι δεν υπήρχε πρόθεση ασφαλτόστρωσης ολόκληρου του τεμαχίου αφού η φυσικότητα του τοπίου αρμόζει σε χώρο που συναναστρέφονται παιδιά, ενώ τα σταθμευμένα οχήματα ευνοούνται από τον ίσκιο των δέντρων εντός του τεμαχίου.  Η μη ασφαλτόστρωση, κατά την εισήγηση, δεν υποδεικνύει ούτε και μπορεί εξ αυτού να συναχθεί ότι το τεμάχιο δεν χρησιμοποιείται για τον σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε.  Επιπλέον, επισημαίνουν πως το περιφραγμένο μέρος του τεμαχίου δεν εξυπηρετεί το κοινό ολοήμερα για γενική και αόριστη στάθμευση οχημάτων, αλλά κατά τις κρίσιμες ώρες άφιξης και αναχώρησης των παιδιών από τον Παιδοκομικό Σταθμό ή σε περίπτωση εκδηλώσεων σε αυτόν.  Κατά τους ευπαιδεύτους δικηγόρους του καθ’ ου η αίτηση, το γεγονός ότι η κριθείσα ως απαιτούμενη για τη δημόσια ωφέλεια εκμετάλλευση των απαλλοτριωθέντων ακινήτων για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστασία των παιδιών και την αποτροπή των κινδύνων από τη μέχρι εκείνη την περίοδο διασταύρωση τους στον παρακείμενο, πολυσύχναστο δημόσιο δρόμο, δεν ανταποκρίνεται στην αρεσκεία των αιτητών και στον τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν ότι πρέπει να προσομοιάζει ένας χώρος στάθμευσης και δη εντός των ορίων ενός Παιδοκομικού Σταθμού, δεν φανερώνει σε καμία περίπτωση ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί.  Όπως δε προκύπτει από το σχετικό φωτογραφικό υλικό που επισυνάφθηκε στην Ένσταση, η μορφολογία του εδάφους, όπως έχει διαμορφωθεί, είναι επίπεδη και καθόλου δύσβατη, ούτως ώστε να μπορούν να σταθμεύουν τα οχήματα και δεν απαιτείται οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια ώστε να καταστεί ο χώρος στάθμευσης λειτουργικός και να εξυπηρετήσει τις ανάγκες για τις οποίες δημιουργήθηκε και δη πριν από πέραν των 30 ετών, όπου οι απαιτήσεις ήταν πολύ μειωμένες και οι προδιαγραφές πολύ πιο απλές.  Ως εκ τούτου, κατά την εισήγηση, λαμβάνοντας υπόψη την εικόνα του τεμαχίου, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο στάθμευσης οχημάτων εντός αυτού.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Καταρχάς, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η αναφορά στην αιτούμενη με την προσφυγή θεραπεία και στη γραπτή αγόρευση των ευπαιδεύτων δικηγόρων των αιτητών σε μη ανάγκη διατήρησης της απαλλοτρίωσης και της επίταξης των επίδικων τεμαχίων, δεν είναι ακριβής εφόσον δεν υπάρχει σε ισχύ οποιοδήποτε διάταγμα επίταξης.  Η επίταξη των τεμαχίων ήταν χρονικά περιορισμένη και έληξε με την καταβολή στους αιτητές της επιδικασθείσας από το Επαρχιακό Δικαστήριο αποζημίωσης.  Το δε γεγονός ότι, πριν την επίδικη απαλλοτρίωση, οι αιτητές εξασφάλισαν άδεια διαχωρισμού των τεμαχίων τους, ενδεχομένως να αφορά και/ή να λήφθηκε υπόψη κατά τον υπολογισμό της καταβλητέας για την απαλλοτρίωση αποζημίωσης, είναι όμως αδιάφορος για τους σκοπούς της παρούσας προσφυγής. 

 

Κατά δεύτερον, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η εκατέρωθεν επιχειρηματολογία αναπτύχθηκε χωρίς οποιαδήποτε παραπομπή σε στοιχεία του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και χωρίς να επιδιωχθεί από τους διαδίκους η προσαγωγή σχετικής με το επίδικο θέμα μαρτυρίας, άλλης από το φωτογραφικό υλικό που κατατέθηκε. 

 

Αξιολογώντας ακολούθως τις προδικαστικές ενστάσεις που εγείρονται από τον καθ’ ου η αίτηση, διαπιστώνω ότι αυτές δεν είναι βάσιμες. 

 

Συμφώνως του Άρθρου 29 του Συντάγματος:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ατομικώς ή ομού μετ’ άλλων να υποβάλλη εγγράφους αιτήσεις ή παράπονα προς οιανδήποτε αρμοδίαν δημοσίαν αρχήν δικαιούμενος ν’ απαιτήση, όπως αύτη επιληφθή αυτών και αποφασίση ταχέως. Η απόφασις της αρχής ταύτης, δεόντως ητιολογημένη, γνωστοποιείται εγγράφως αμέσως εις τον υποβαλόντα την αίτησιν ή τα παράπονα εν πάση περιπτώσει ενός προθεσμίας μη υπερβαινούσης τας τριάκοντα ημέρας.

2. Εφ’ όσον ο ενδιαφερόμενος δεν ικανοποιείται εκ της αποφάσεως ή οσάκις ουδεμία απόφασις γνωστοποιήται προς αυτόν εντός της καθοριζομένης εν τη πρώτη παραγράφω του παρόντος άρθρου προθεσμίας δύναται ο ενδιαφερόμενος ν’ αγάγη ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου διά προσφυγής την υπόθεσιν, εις ην αφορά η αίτησις ή το παράπονον αυτού.»

 

Το περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος αναφοράς αναλύεται στα άρθρα 33-37 του Ν.158(Ι)/99, το δε άρθρο 36 αυτού προβλέπει συγκεκριμένα τα ακόλουθα:

 

«36. Μετά την πάροδο τριών μηνών από την ημέρα της υποβολής της αναφοράς ο ενδιαφερόμενος δικαιούται να θεωρήσει την παράλειψη της αρμόδιας αρχής να του απαντήσει άρνησή της να ικανοποιήσει την αναφορά του και να προσβάλει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου την παράλειψη αυτή ως άρνηση ικανοποίησης της αναφοράς του. Στην περίπτωση αυτή ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί ταυτόχρονα να προσβάλει, με βάση το Άρθρο 29 του Συντάγματος, την παράλειψη απάντησης, εκτός αν από την παράλειψη έχει υποστεί βλάβη.»

 

Οι αιτητές, με τις επιστολές των δικηγόρων τους με ημερομηνίες 16.02.2016 και 13.02.2017, ασκώντας το δικαίωμα αναφοράς, απευθύνθηκαν στον καθ’ ου η αίτηση αιτούμενοι την επιστροφή των απαλλοτριωθέντων τεμαχίων τους βάσει του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, συμφώνως του οποίου:

 

«5. Οιαδήποτε ακίνητος ιδιοκτησία, ή δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτης ιδιοκτησίας απαλλοτριωθείσα αναγκαστικώς θα χρησιμοποιηθή αποκλειστικώς προς τον δι’ ον απηλλοτριώθη σκοπόν. Εάν εντός τριών ετών από της απαλλοτριώσεως δεν καταστή εφικτός ο τοιούτος σκοπός, η απαλλοτριώσασα αρχή, ευθύς μετά την εκπνοήν της ρηθείσης προθεσμίας των τριών ετών υποχρεούται να προσφέρη την ιδιοκτησίαν επί καταβολή της τιμής κτήσεως εις το πρόσωπον παρ’ ου απηλλοτρίωσεν αυτήν. Το πρόσωπον τούτο δικαιούται εντός τριών μηνών από της λήψεως της προσφοράς να γνωστοποιήση την αποδοχήν ή μη ταύτης. Εφ’ όσον δε γνωστοποιήση ότι αποδέχεται την προσφοράν, η ιδιοκτησία επιστρέφεται ευθύς άμα αποδοθή παρά του προσώπου το τίμημα εντός περαιτέρω προθεσμίας τριών μηνών από της τοιαύτης αποδοχής.».

 

Η (παραδεκτή) παράλειψη του καθ’ ου η αίτηση να απαντήσει στην αναφορά των αιτητών τεκμαίρεται εκ του νόμου ως άρνηση ικανοποίησης του αιτήματος για επιστροφή των απαλλοτριωθέντων, ζήτημα το οποίο δεν αμφισβητείται ότι εμπίπτει στον αναθεωρητικό έλεγχο και τη δικαιοδοσία του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Ως εκ τούτου, η πρώτη προδικαστική ένταση και η θέση του καθ’ ου η αίτηση ότι δεν υπάρχει καμία αρνητική απάντηση επί του αιτήματος των αιτητών απορρίπτεται.  Εν πάση περιπτώσει, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της χρηστής διοίκησης αλλά και την ξεκάθαρη θέση του ως προς την υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, κρίνω σκόπιμο να σημειώσω ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει καταδείξει βάσιμο λόγο για τον οποίο οι επιστολές των αιτητών δεν έτυχαν απάντησης.

 

Η εκ της παραλείψεως του καθ’ ου η αίτηση να απαντήσει στους αιτητές τεκμαιρόμενη άρνηση ικανοποίησης του αιτήματός τους, καθιστά απορριπτέα την αιτούμενη με την παράγραφο (Α) του αιτητικού της προσφυγής θεραπεία.  Εφόσον με την παράγραφο (Β) του αιτητικού αμφισβητείται η άρνηση επιστροφής των απαλλοτριωθέντων, δεν νοείται οι αιτητές να επιζητούν με την προσφυγή τους θεραπεία και για την παράλειψη απάντησης στις επιστολές τους, χωρίς να έχουν καταδείξει συγκεκριμένη εξ αυτής βλάβη.

Σε σχέση με τη δεύτερη και την τρίτη προδικαστική ένταση, τις οποίες επίσης κρίνω απορριπτέες, επισημαίνεται ότι η αιτούμενη με την προσφυγή θεραπεία προσδιορίζεται με τη δέουσα επάρκεια και σαφήνεια και αφορά στην άρνηση του καθ’ ου η αίτηση να επιστρέψει τα απαλλοτριωθέντα τεμάχια των αιτητών, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτά ενοποιήθηκαν (μαζί με το τρίτο τεμάχιο που απαλλοτριώθηκε για τον ίδιο σκοπό) σε ένα άλλο, νέο τεμάχιο.  Το δε Άρθρο 23.5 του Συντάγματος δεν θέτει στον πρώην ιδιοκτήτη απαλλοτριωθέντος ανατρεπτική προθεσμία εντός της οποίας αυτός οφείλει να αξιώσει την επιστροφή της ιδιοκτησίας, σε περίπτωση μη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

 

Αναφορικώς με την ουσία της επίδικης διαφοράς, είναι αποδεκτή μεταξύ των διαδίκων η πάγια νομολογία, σύμφωνα με την οποία η Διοίκηση έχει διαρκή υποχρέωση να προσφέρει πίσω απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία όταν ο σκοπός για τον οποίο αυτή απαλλοτριώθηκε εγκαταλείφθηκε ή δεν κατέστη εφικτός, με την κάθε περίπτωση να κρίνεται στη βάση των δικών της δεδομένων.  Αμφότερες οι πλευρές παραπέμπουν στην καθοδηγητική επί του θέματος απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166 και στις αρχές που αυτή καθιέρωσε.  Υπενθυμίζεται συναφώς η κατάληξη του Δικαστηρίου πως:

 

«[…] η παραπομπή στο εφικτά υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης αποκαθιστά την ορθή διατύπωση του συνταγματικού κριτηρίου η οποία συναρτά την εφαρμογή του Άρθρου 23.5 προς τη διαρκή υποχρέωση της διοίκησης να χρησιμοποιήσει το κτήμα για το σκοπό για τον οποίο απαλλοτριώθηκε και έτσι να καθιστά συνεχώς, και βεβαίως όχι μόνο μέσα στην περίοδο των τριών ετών από την απαλλοτρίωση, εφικτά πραγματοποιήσιμο το σκοπό αυτό. Το να τίθεται το ερώτημα με άλλους όρους, δηλαδή κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, δεν συνιστά απλώς αλλαγή έμφασης αλλά εμπεριέχει τον κίνδυνο να διολισθήσει η διερεύνηση από τα πραγματικά αντικειμενικά δεδομένα που διέπουν το εφικτά πραγματοποιήσιμο του σκοπού σε πεδίο όχι πολύ πέραν των υποκειμενικών διαθέσεων της διοίκησης με ανάλογες συνέπειες, ως εκ της προκύπτουσας διαφοροποίησης του επιπέδου των απαιτούμενων ενεργειών της διοίκησης, στο αποτέλεσμα της όποιας συγκεκριμένης υπόθεσης. Το βάρος στον πρώην ιδιοκτήτη δεν είναι να αποδείξει ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης εγκατελείφθη ή δεν κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν προέβη στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως βεβαίως της περίπτωσης, θα εκρίνοντο ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.».

 

Ως εκ τούτου, αυτό που θα πρέπει εν προκειμένω να εξετασθεί είναι κατά πόσον υπό τα συγκεκριμένα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης οι αιτητές, οι οποίοι έχουν το σχετικό βάρος (Τσιάρτα κ.ά. ν Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Αναθ. Εφέσεις αρ. αρ. 87/2013 και 93/2013, ημερ. 07.05.2020), απέδειξαν ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που θα ήταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης, ήτοι τη δημιουργία χώρου στάθμευσης οχημάτων για τον Παιδοκομικό Σταθμό Παραλιμνίου.

 

Στη Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 77, το Ανώτατο Δικαστήριο, παραπέμποντας στο ανωτέρω απόσπασμα της Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ, κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Υπό αυτό το πρίσμα ιδωμένης της υπόθεσης, διαπιστώνεται, κατ' αρχάς, ότι το θέμα το οποίο ήγειρε ο εφεσείων για μη εκτέλεση έργων ανάπλασης του υπό αναφορά κτήματος σε χώρο πρασίνου δεν ευσταθεί. Ο ίδιος δεν έχει προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία προς την κατεύθυνση αυτή, παρά μόνο λεκτικά έχει, ως ανωτέρω, τοποθετηθεί, γεγονός που καθιστά την τέτοια τοποθέτησή του απορριπτέα. Την ίδια δε τύχη φαίνεται ότι είχε πρωτοδίκως και η λακωνική αναφορά κάποιου αρχιτέκτονα εκ μέρους του εφεσείοντος ότι «Μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμμιά εργασία ή προετοιμασία για την υλοποίηση του έργου». Τοσούτω μάλλον, με δεδομένα τα αδιάψευστα γεγονότα τα οποία ο Μηχανικός του Δήμου έθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, από τα οποία προκύπτει ότι, στο εν λόγω κτήμα, και στο πλαίσιο του καθορισμού του ως χώρου πρασίνου, είχαν γίνει συγκεκριμένα έργα ανάπλασής του, έναντι δαπάνης ΛΚ20.000,00, ενώ είχε προχωρήσει σημαντικά και η υλοποίηση του Σχεδίου, ως ενιαίου έργου, έστω και αν δεν είχε τότε, ακόμα, ολοκληρωθεί πλήρως. Η διαπίστωση αυτή ταυτίζεται με τη θέση των εφεσιβλήτων ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση είναι εφικτός και έχει, σε μεγάλο βαθμό, επιτευχθεί, ενώ τα έργα, προς υλοποίηση του Σχεδίου, προχωρούν σταδιακά προς ολοκλήρωση.

Όπως γίνεται, όμως, αντιληπτό, η εισήγηση του εφεσείοντος εστιάζει, ιδιαίτερα, στο ότι ο σκοπός για τον οποίο έγινε η απαλλοτρίωση κατέστη ανέφικτος, ως εκ της παράλειψης συντήρησης του χώρου πρασίνου, μέρος του οποίου αποτελεί και το τμήμα του τεμαχίου 219. Σε αυτή δε την άποψη, έθεσε ιδιαίτερη έμφαση η ευπαίδευτη συνήγορός του κατά την αγόρευσή της, υποδεικνύοντας την παράλειψη του Δήμου να προβαίνει στη συντήρηση του εν λόγω χώρου. Η θέση, όμως, αυτή δεν είναι ορθή.

 

Όταν ο σκοπός για τον οποίο ένα κτήμα απαλλοτριώνεται προχωρεί προς υλοποίηση, έστω και αν δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, η κακή κατάσταση, στην οποία αυτό δυνατό, στο μεταξύ, να περιέρχεται, λόγω μη συντήρησης ή κακής συντήρησής του, ειδικά, εξαιτίας αντικειμενικών δυσκολιών που παρουσιάζονται στην εκτέλεση του έργου, ασφαλώς, δεν καθιστά το συγκεκριμένο σκοπό ανέφικτο, ούτως ώστε να δικαιολογείται η επιστροφή του κτήματος στον πρώην ιδιοκτήτη του. Στην προκειμένη περίπτωση, αυτό είναι που έχει, μάλλον, συμβεί και η μη συντήρηση του υπό αναφορά τεμαχίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει καταστήσει ανέφικτο, δυνάμει του Άρθρου 23.5, το σκοπό για τον οποίο αυτό έχει απαλλοτριωθεί.».

 

 

Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο[1] στη Δήμος Πάφου ν Terence Menelaos Spiby, ΕΔΔ αρ. 121/2018, ημερ. 15.02.2024, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, κατέληξε πως:

 

«Προσθέτως, όπως ακριβώς ελέχθη και στη Νικολαϊδης ν. Δημοκρατίας, (2015)3 Α.Α.Δ. 77, η κακή κατάσταση στην οποία περιήλθε ο χρησιμοποιούμενος στην πράξη χώρος στάθμευσης - όσο και αν μπορεί να προκαλέσει αγανάκτηση - δεν καθιστά ανέφικτο το σκοπό της απαλλοτρίωσης.

 

Παρόμοιες παρατηρήσεις έγιναν και στην Λαμπιδονίτη κ.ά. ν. Συμβουλίου Βελτ. Παλαιχωρίου κ.ά. (1998) 3 ΑΑΔ 141, Σοφοκλέους κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2016)3 Α.Α.Δ. 368, (βλ. επίσης και την απόφαση του ΕΔΑΔ, 53901/00 Λ.Π. κ.ά. ν. Ελλάδας, 14.3.2002).».

 

 

Στην Ανδρούλα Παύλου Κυριακίδη ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιώσασας Θάλειας Κιννή, ΕΔΔ αρ. 53/2016, ημερ. 13.03.2023, στην οποία και η εκεί επίδικη ιδιοκτησία απαλλοτριώθηκε προς τον σκοπό δημιουργίας χώρου στάθμευσης, επισημάνθηκαν σχετικώς τα ακόλουθα:

 

«Το ότι η Εφεσείουσα διατηρεί την υποκειμενική εκ των πραγμάτων άποψη για την εμβέλεια και βαρύτητα των εκ πλευράς Εφεσίβλητων ενεργειών προς τελεσφόρηση των σκοπών της απαλλοτρίωσης, δεν προσδιορίζει και το εφικτώς υλοποιήσιμο των στοχεύσεων αυτών, αφού, ουσιαστικά, ο εφαρμοστέος γνώμονας κρίσης αναφέρεται στην ενυπάρχουσα δυνατότητα πραγματοποίησης των σκοπών της απαλλοτρίωσης (κάτι που κρίνεται στη βάση αντικειμενικών δεδομένων) τα οποία, εδώ, ως προείπαμε, καταδεικνύουν, ακριβώς, την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης καθότι τα ακίνητα χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για τους σκοπούς που κτήθηκαν (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. F.W.W. Super Department Stores και Άλλων, Α.Ε. 37/11, ημ. 3.4.18, ECLI:CY:AD:2018:C149, Νικολάου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 152/11, ημ. 2.2.18, ECLI:CY:AD:2018:C52, Σοφοκλέους και Άλλων ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2016) 3 Α.Α.Δ. 368, 372-373, Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 455, 458).».

 

Εν προκειμένω οι αιτητές στηρίζουν τη θέση τους περί μη υλοποίησης του σκοπού της απαλλοτρίωσης στους ακόλουθους ισχυρισμούς: Πρώτον, ότι το τεμάχιο δεν διαμορφώθηκε ως χώρος στάθμευσης εφόσον δεν έγινε ασφαλτόστρωση ούτε αρίθμηση αυτού.  Δεύτερον, ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει προσκομίσει φωτογραφίες με σταθμευμένα οχήματα εντός του τεμαχίου.  Τρίτον, ότι η περίφραξη δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της απαλλοτρίωσης αλλά αλλότριο σκοπό, ήτοι τη διαφύλαξη του χώρου για άλλες χρήσεις.  Τέταρτον, στην εξαίρεση μέρους του τεμαχίου για σκοπούς ρυμοτομίας.

 

Με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου καταλήγω ότι οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει προβεί στις ευλόγως αναγκαίες ενέργειες προς υλοποίηση του σκοπού της απαλλοτρίωσης.  Το τεμάχιο, όπως αποτυπώνεται στο προσκομισθέν φωτογραφικό υλικό, δεν έχει εικόνα εγκαταλελειμμένου ανοικτού χώρου.  Παρά δε την ύπαρξη δέντρων, αυτό είναι καθαρό και το έδαφος επίπεδο, χωρίς να προκύπτει οποιαδήποτε αδυναμία ή δυσκολία στάθμευσης εντός αυτού.  Η ασφαλτόστρωση ή η αρίθμηση δεν θεωρώ ότι είναι απαραίτητη για τη δημιουργία ενός χώρου στάθμευσης, το δε γεγονός ότι ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει προσκομίσει φωτογραφικό υλικό που να απεικονίζει σταθμευμένα εντός του τεμαχίου οχήματα, δεν αποκαλύπτει, δίχως άλλο, ότι ο χώρος δεν χρησιμοποιείται ως χώρος στάθμευσης, λαμβανομένου υπόψη ότι ο παιδοκομικός σταθμός, προς εξυπηρέτηση του οποίου κρίθηκε αναγκαία η δημιουργία χώρου στάθμευσης, λειτουργεί συγκεκριμένες ώρες.  Το τεμάχιο έχει περιφραχθεί από τον καθ’ ου η αίτηση και ο ισχυρισμός των αιτητών περί εξυπηρέτησης αλλότριου σκοπού είναι εντελώς γενικός και αόριστος και δεν αποδεικνύεται.  Όπως δεν αποδεικνύεται ούτε ο ισχυρισμός των ευπαιδεύτων δικηγόρων των αιτητών (σελ 11 της γραπτής τους αγόρευσης) ότι χρησιμοποιήθηκε άλλος χώρος ως χώρος στάθμευσης του παιδοκομικού σταθμού.  Ο δε καθ’ ου η αίτηση, ως ιδιοκτήτης του τεμαχίου μετά την επ’ ονόματί του εγγραφή του, είχε υποχρέωση, κατά την κατασκευή του τοίχου της περίφραξης, να συμμορφωθεί με τη γραμμή της ρυμοτομίας που επιβλήθηκε μετά την απαλλοτρίωση.

 

Συνακόλουθα, με βάση όλα τα ανωτέρω, καταλήγω ότι δεν έχει αποδειχθεί το μη εφικτώς υλοποιήσιμο του σκοπού της απαλλοτρίωσης και για το λόγο αυτό η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Υπέρ του καθ’ ου η αίτηση και εναντίον των αιτητών επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.700, πλέον ΦΠΑ.

 

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.



[1] Στη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του συμφώνως του άρθρου 23(3)(β)(i) του Ν. 33/64 - Μεταβατικές Διατάξεις.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο