
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 133/2020)
13 Φεβρουαρίου 2025
[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ AΡΘΡΑ 23, 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
SWISSCOM (SCHWEIZ) AG
Αιτήτρια
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΕΦΟΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ
Καθ’ ων η αίτηση.
……………………………
Έλενα Κονναρή, για Ανδρέας Κονναρής Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.
Φρόσω Σωτηρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Δεδομένης της κατάληξης μου, στα πλαίσια έκδοσης της ενδιάμεσης απόφασης, ημερομηνίας 25.4.2024, πως η απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου ημερομηνίας 21.11.2019, αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, επίδικη, πλέον, καθίσταται η νομιμότητα της εν λόγω αποφάσεως, με την οποία απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή που άσκησε η αιτήτρια, με αρ. 8/2019Ε.
Σημειώνεται πως προσβαλλόμενη, με την ιεραρχική προσφυγή 8/2019Ε, ήταν η απόφαση του Εφόρου Φορολογίας, ημερομηνίας 19.9.2019, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση που υπέβαλε η αιτήτρια κατά των απορριπτικών αποφάσεων του Εφόρου Φορολογίας, ημερομηνίας 12.9.2017 και 29.9.2017 σε σχέση με αίτημα για επιστροφή Φ.Π.Α., αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών περιαγωγής (roaming charges) που επιβαρύνθηκε η αιτήτρια από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου,
Σύντομη αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, καθίσταται απαραίτητη. Η αιτήτρια αποτελεί εταιρεία εγγεγραμμένη στην Ελβετία, με έδρα την Βέρνη. Δραστηριοποιείται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και παρέχει υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών σε πρόσωπα που διαμένουν στην Ελβετία. Προκειμένου η αιτήτρια να παρέχει υπηρεσίες περιαγωγής (roaming) στους Ελβετούς πελάτες της που επισκέπτονταν την Κύπρο, είχε συμβληθεί με την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, για την χρήση του τηλεπικοινωνιακού της δικτύου, παροχή για την οποία η αιτήτρια επιβαρύνθηκε με Φ.Π.Α., από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Στις 23.6.2016 και 30.6.2017, η αιτήτρια, μέσω των φορολογικών της συμβούλων στην Κύπρο, υπέβαλε «Αίτηση Επιστροφής Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Από Εμπορευόμενο Χώρας που Δεν Είναι Κράτος Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (Έντυπο ΦΠΑ 109), ζητώντας επιστροφή του Φ.Π.Α. που καταβλήθηκε για τα έτη 2015 και 2016 προς την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, σχετικά με την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών προς τους πελάτες της, κατά την διάρκεια της παραμονής τους στην Κύπρο.
Με επιστολές ημερομηνίας 12.9.2017 (για το έτος 2016) και 29.9.2017 (για το έτος 2015), ο Έφορος Φορολογίας γνωστοποίησε στην αιτήτρια την απόρριψη των υποβληθέντων αιτημάτων επιστροφής Φ.Π.Α. Όπως της γνωστοποιήθηκε, το αίτημα δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό, λόγω του ότι οι υπηρεσίες περιαγωγής (roaming charges), δεν αποτελούσαν φόρο εισροών της ίδιας της αιτήτριας, αφού η ουσιαστική χρήση κι απόλαυση των κινητών τηλεφώνων, έγινε από τους συνδρομητές της αιτήτριας – πελάτες της, οι οποίοι είχαν υποχρέωση καταβολής του κυπριακού Φ.Π.Α. κι όχι από την ίδια την εταιρεία, η οποία ενεργούσε ως μεσάζων.
Όπως της αναφέρθηκε με την επιστολή ημερομηνίας 12.9.2017[1]:-
“[…] Roaming charges relate to the supply of Telecommunication services to your customers, enjoyed while in Cyprus and not the company itself since your company merely acts in order for its customers to settle payment for their services enjoyed while in Cyprus.
The VAT charged on these services does not constitute input tax of your company. In view of the above your claim is rejected and the invoices are returned to you.
Against the above decision, you may:
(a) under the article 52 of the VAT legislation, submit a written appeal to the Minister of Finance within 60 days from the date of this letter
(b) submit a recourse to the Supreme Court, under article 146 of the Constitution, within 75 days from the date of this letter”.
Σημειώνεται πως, κατά τον επίδικο χρόνο αποστολής της προαναφερθείσας διοικητικής απόφασης, είχαν τεθεί σε ισχύ οι διατάξεις του τροποποιητικού Ν. 86(Ι)/2017, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ με την δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, στις 7.7.2017, βάσει του οποίου τροποποιήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 52 του περί Φ.Π.Α. Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000, ως αυτός ίσχυε μέχρι τότε, για την υποβολή ένστασης στον Υπουργό Οικονομικών και προστέθηκε, δια των προνοιών των νέων άρθρων 52 και 52Α, κι η δυνατότητα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής στο Εφοριακό Συμβούλιο, στη βάση των εκεί αναφερόμενων προϋποθέσεων, αναφορά στις οποίες θα γίνει κατωτέρω.
Κατά των πιο πάνω αναφερόμενων απορριπτικών αποφάσεων, η αιτήτρια υπέβαλε μέσω των φορολογικών της συμβούλων στο Ηνωμένο Βασίλειο, την επιστολή ημερομηνίας 10.11.2017, απευθυνόμενη προς τον Έφορο Φορολογίας. Όπως αναφέρουν:-
“We do not agree with the reasons you have supplied for rejecting the claims. Therefore, please accept this letter as an appeal against the decisions under Article 52 of the Cypriot VAT legislation (option (a) in your letter) […]”.
Ο Έφορος Φορολογίας, απέρριψε το προαναφερθέν αίτημα, με επιστολή ημερομηνίας 19.9.2019. Η νομιμότητα της απορριπτικής αυτής απόφασης, δεν αμφισβητήθηκε δικαστικώς με προσφυγή.
Αντί αυτού, η αιτήτρια, μέσω των φορολογικών της συμβούλων στην Κύπρο, υπέβαλε προς το Εφοριακό Συμβούλιο ιεραρχική προσφυγή με αρ. 8/2019Ε, ημερομηνίας 1.11.2019. Επισυνάπτει, όπως αναφέρεται στη σελίδα 4 του εντύπου της ιεραρχικής προσφυγής, την «Επιστολή τελικής απόφασης Εφόρου Φορολογίας για τη φορολογία», ημερομηνίας 19.9.2019, καθώς και «Επιστολή ένστασης προς τον Έφορο Φορολογίας», ημερομηνίας 10.11.2017.
Το Εφοριακό Συμβούλιο, με την απόφαση ημερομηνίας 21.11.2019, απέρριψε την υποβληθείσα ιεραρχική προσφυγή, αναφέροντας τα εξής:-
«Το Εφοριακό Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα ότι σύμφωνα με τον Περί ΦΠΑ Νόμο 95(1)2000, όπως τροποποιήθηκε, είναι αναρμόδιο να εξετάσει την παρούσα Ιεραρχική Προσφυγή.
Ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο δύνανται να υποβάλουν υποκείμενα στο φόρο πρόσωπα, σύμφωνα με τον άρθρο 52(1) του 95(1)2000, όπως τροποποιήθηκε:
«52(1) Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο πριν την υποβολή προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο, δύναται να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο το οποίο καθιδρύεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 Α του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, η οποία πρέπει να συνοδεύεται από στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν το βάσιμο αυτής...»
Με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου η αιτήτρια εταιρεία δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.
Ως εκ των ανωτέρω η Ιεραρχική Προσφυγή αρ.8/2019Ε απορρίπτεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.
Σε περίπτωση που η. απόφαση του Εφοριακού Συμβουλίου δεν σας ικανοποιεί διατηρείτε το δικαίωμα να ασκήσετε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός 75 ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος».
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, υπέβαλε πως το Εφοριακό Συμβούλιο, υπό πλάνη περί το Νόμο και με εσφαλμένη ερμηνεία του Νόμου, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή με την αιτιολογία πως η ίδια δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο. Υποστηρίζει, πως η ίδια είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, ότι ασκούσε οικονομική δραστηριότητα και πως ουδέποτε είχε αμφισβητηθεί η υπόστασή της.
Με αναφορά στις διατάξεις της Οδηγίας 86/560/ΕΟΚ, ημερομηνίας 17.11.2986, η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με τους Κανονισμούς 116-128 των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 314/2001, διατάξεις οι οποίες κι αποτέλεσαν το υπόβαθρο της αίτησής της για επιστροφή του Φ.Π.Α., με την υποβολή του Εντύπου 109, εισηγήθηκε πως η ίδια είναι εμπορευόμενο πρόσωπο, εγκατεστημένο σε τρίτη χώρα, που ασκεί επιχείρηση και δικαιούται σε επιστροφή καταβληθέντος Φ.Π.Α. Ομοίως, κατά την εισήγηση, η αιτήτρια συνιστά υποκείμενο στο φόρο, που ασκεί σε οποιοδήποτε τόπο, οικονομική δραστηριότητα και κατά τις διατάξεις του άρθρου 9 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ κι ως τέτοιο, εμπίπτει και εντός της έννοιας των άρθρων 3 και 6 του Ν. 95(Ι)/2000.
Η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας, διατείνεται πως, εφόσον ερμηνευθεί πως η ίδια δεν συνιστά υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 6 του Ν. 95(Ι)/2000, τότε κανένα άλλο πρόσωπο που δεν είναι εγγεγραμμένο στο Μητρώο Φ.Π.Α. της Δημοκρατίας ή είχε την υποχρέωση να εγγραφεί, θα μπορούσε να κάνει χρήση των διατάξεων της Οδηγίας 86/560/ΕΟΚ για επιστροφή του Φ.Π.Α., κάτι που θα οδηγούσε σε εσφαλμένη μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Επιπροσθέτως, ισχυρίζεται πως τέτοια ερμηνεία συνιστά στέρηση του δικαιώματός της για πρόσβαση στη δικαιοσύνη, κατά παράβαση του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ παραβιάζεται κι η αρχή της ουδετερότητας και αποτελεσματικότητας, εφόσον η αιτήτρια δεν έχει τρόπο ανάκτησης του καταβληθέντος Φ.Π.Α.
Αντίθετη υπήρξε η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της Δημοκρατίας. Υπέβαλε πως, κατά τις διατάξεις του άρθρου 5 της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, το πεδίο εφαρμογής της αφορά τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι τρίτες χώρες, όπως η Ελβετία. Αντιθέτως, στο άρθρο 171(2) της Οδηγίας, γίνεται αναφορά στις διαδικασίες επιστροφής Φ.Π.Α. σε υποκείμενους στο φόρο, που δεν είναι εγκατεστημένοι στο έδαφος της Κοινότητας, κατά τα οριζόμενα στην Οδηγία 86/560/ΕΟΚ. Με αναφορά στα όσα αναφέρονται στο άρθρο 6(1) του Ν. 95(Ι)/2000, υποστήριξε πως η αιτήτρια, ορθώς θεωρήθηκε από το Εφοριακό Συμβούλιο πως δεν αποτελεί υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, αφού ούτε είναι, αλλά ούτε κι απαιτείται να είναι εγγεγραμμένο πρόσωπο στο Μητρώο Φ.Π.Α. της Δημοκρατίας.
Όπως υποστηρίζει, το αίτημα επιστροφής Φ.Π.Α. υπεβλήθη βάσει των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Γενικών) Κανονισμών, Κ.Δ.Π. 314/2001, στις διατάξεις των οποίων ενσωματώθηκαν οι πρόνοιες της Οδηγίας 86/560/ΕΟΚ, ενώ υποβάλλεται πως κρίσιμες είναι οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας, δυνάμει των οποίων αποδίδεται αρμοδιότητα στο Εφοριακό Συμβούλιο για όσα θέματα αναφέρονται στο άρθρο 52 του Νόμου, το οποίο διοικητικό όργανο, δεν καθορίστηκε ως η αρμόδια αρχή για ζητήματα επιστροφής Φ.Π.Α., αλλά ο ίδιος ο Έφορος Φορολογίας.
Έχοντας μελετήσει τους ενώπιον μου εκατέρωθεν ισχυρισμούς, κρίνεται πως επιβάλλεται η παράθεση των προνοιών του άρθρου 52 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου, Ν. 95(Ι)/2000, ως αυτός ήταν σε ισχύ κατά τον ουσιώδη χρόνο[2], στις διατάξεις του οποίου καθορίζεται η δυνατότητα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής, ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου:-
«52.-(1) Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο πριν την υποβολή προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο, δύναται να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή στο Εφοριακό Συμβούλιο [...], η οποία πρέπει να συνοδεύεται από στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν το βάσιμο αυτής, ως προς τα ακόλουθα θέματα:
(α) Επιβληθέν ποσό Φ.Π.Α. επί της παράδοσης οποιωνδήποτε αγαθών ή της παροχής οποιωνδήποτε υπηρεσιών, επί της απόκτησης αγαθών από άλλο κράτος μέλος ή επί της εισαγωγής αγαθών από τόπο εκτός των κρατών μελών∙
(β) το ποσό οποιουδήποτε φόρου εισροών το οποίο μπορεί να εκπέσει οποιοδήποτε πρόσωπο∙
(γ) βεβαίωση Φ.Π.Α. δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 49 και 49Α∙
(δ) έκδοση βεβαίωσης φόρου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 50∙
(ε) οποιαδήποτε οδηγία ή συμπληρωματική οδηγία εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου 2 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος∙
(στ) οποιαδήποτε απόφαση λαμβανομένη δυνάμει της παραγράφου 1 του Μέρους 1 του Τέταρτου Παραρτήματος.
[...]»
Η υποβληθείσα εκ της αιτήτριας ιεραρχική προσφυγή ημερομηνίας 1.11.2019, απερρίφθη από το Εφοριακό Συμβούλιο με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 21.11.2019, καθότι κρίθηκε πως η ίδια δεν συνιστούσε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο.
Κατά τα, ρητώς, οριζόμενα στο άρθρο 52(1) του Ν.95(Ι)/2000, πρόσωπο νομιμοποιείται να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου, εφόσον είναι υποκείμενο στο φόρο.
Το κατά πόσον η αιτήτρια είναι ή όχι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο, δεν χρειάστηκε να εξεταστεί σε προηγούμενο στάδιο, ήτοι κατά την υποβολή της αίτησης για επιστροφή Φ.Π.Α., καθότι τούτο, δεν απαιτείτο από την σχετική νομοθεσία, βάσει της οποίας είναι δυνατή η υποβολή τέτοιου αιτήματος επιστροφής.
Κι αποτελεί παραδεκτό γεγονός πως τα δύο αιτήματα που υπέβαλε η αιτήτρια για επιστροφή Φ.Π.Α., επί των Εντύπων ΦΠΑ 109, τα οποία περιέχονται στα ερυθρά 37 και 44 του Τεκμηρίου 2, είχαν ως νομιμοποιητικό έρεισμα τις διατάξεις της δευτερογενούς νομοθεσίας, Κ.Δ.Π. 314/2001, που έδιδαν στην αιτήτρια, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 116, την ιδιότητα του «εμπορευόμενου» προσώπου εγκατεστημένου σε «τρίτη χώρα», ήτοι μη υποκείμενου στο φόρο προσώπου στην Δημοκρατία.
Το ζήτημα του κατά πόσον η αιτήτρια είναι ή όχι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο στη Δημοκρατία, ήρθε στο προσκήνιο, αφ’ ης στιγμής η ίδια επέλεξε να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου, βάσει των διατάξεων του άρθρου 52 του Ν. 95(Ι)/2000, κατά της νομιμότητας της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας, ημερομηνίας 19.9.2019 κι όχι να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου.
Η ανάλυση που γίνεται από την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας, στις διατάξεις της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, έχω την άποψη πως δεν βοηθά την θέση της, καθότι η εν λόγω Οδηγία αφορά το κοινό σύστημα Φ.Π.Α. εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δεν εφαρμόζεται άμεσα σε τρίτες χώρες, όπως η Ελβετία.
Αλλά, εν πάση περιπτώσει, το ζητούμενο εδώ, δεν είναι η νομιμοποίηση προσώπου προς υποβολή αιτήματος για επιστροφή Φ.Π.Α., που σε αυτή την περίπτωση θα ετύγχαναν εφαρμογής οι διατάξεις των σχετικών Οδηγιών για το κοινό σύστημα Φ.Π.Α., όπως και της εναρμονιστικής δευτερογενούς νομοθεσίας, Κ.Δ.Π. 314/2001, ως οι εισηγήσεις της αιτήτριας, με νομιμοποίηση υποβολής τέτοιου αιτήματος από εμπορευόμενο πρόσωπο που ασκεί οικονομική δραστηριότητα και δεν είναι υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο στη Δημοκρατία.
Εφόσον το ζητούμενο είναι η ενεργητική νομιμοποίηση προσώπου να ασκήσει ένα ένδικο μέσο, ήτοι να υποβάλει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του εθνικού διοικητικού οργάνου, τότε εφαρμογής τυγχάνουν οι εθνικοί κανόνες δικαίου. Κι οι ορισμοί που δίδονται εκ των άρθρων 2 και 6 του Ν. 95(Ι)/2000, ως προς την έννοια του υποκειμένου στο φόρο προσώπου, ως «κάθε πρόσωπο που είναι εγγεγραμμένο ή που απαιτείται να είναι εγγεγραμμένο με βάση τον παρόντα Νόμο», κατά τις διατάξεις του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου.
Συνεπώς, η νομιμοποίηση της αιτήτριας να υποβάλει αίτημα για επιστροφή Φ.Π.Α., κατά τις διατάξεις της Κ.Δ.Π. 314/2001, είναι ασύνδετο με την ενεργητική νομιμοποίηση της αιτήτριας να υποβάλει ένα ένδικο μέσο, κατά τις διατάξεις ευθέως του Ν. 95(Ι)/2000. Η αιτήτρια δεν ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο Φ.Π.Α. της Δημοκρατίας, ούτε απαιτείτο να εγγραφεί, κατά τα οριζόμενα στο Πρώτο Παράρτημα του Νόμου. Επομένως, κρίνεται ως ορθή η κατάληξη του Εφοριακού Συμβουλίου να απορρίψει την ιεραρχική προσφυγή, ως μη υποβληθείσα από πρόσωπο που νομιμοποιείτο να την υποβάλει.
Επιπροσθέτως τούτου, κρίνεται πως η προσβαλλόμενη με την ιεραρχική προσφυγή απορριπτική απόφαση του Εφόρου Φορολογίας, ημερομηνίας 19.9.2019, ήταν και εκτός της δικαιοδοσίας που αποδίδεται στο Εφοριακό Συμβούλιο, από τις διατάξεις του άρθρου 52(1) του Ν. 95(Ι)/2000, λόγω του ότι η εν λόγω διοικητική απόφαση, δεν εμπίπτει σε καμία από τις αναφερόμενες στα εδάφια (α) – (στ) αποφάσεις που, περιοριστικώς, αναφέρονται κι αποδίδουν αρμοδιότητα εξέτασης στο ίδιο το Εφοριακό Συμβούλιο.
Δεν συμφωνώ με τις εισηγήσεις της ευπαιδεύτου συνηγόρου της αιτήτριας πως οι καθ’ ων η αίτηση όφειλαν να την καλέσουν για να την ακούσουν, αφού κατά την δεύτερη επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 53 του Ν. 95(Ι)/2000, παρέχεται η δυνατότητα στο Εφοριακό Συμβούλιο σε συνοπτική εξέταση και απόρριψη αβάσιμων ιεραρχικών προσφυγών.
Ούτε ευσταθεί η θέση της αιτήτριας πως τέτοια ερμηνεία, ήτοι δυνατότητα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής, μόνον από πρόσωπα εγγεγραμμένα στο Μητρώο Φ.Π.Α., θα οδηγούσε σε στέρηση του δικαιώματος τους σε δικαστική προστασία, αφ’ ης στιγμής υπήρχε πάντοτε η δυνατότητα δικαστικής αμφισβήτησης της διοικητικής απόφασης του Εφόρου Φορολογίας ημερομηνίας 19.9.2019, με προσφυγή, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Για τους πιο πάνω αναφερόμενους λόγους, κρίνεται πως ορθά το Εφοριακό Συμβούλιο απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή με αρ. 8/2019Ε, αφού η αιτήτρια δεν πληρούσε την απαίτηση της ενεργητικής νομιμοποίησης του άρθρου 52 του Ν. 95(Ι)/2000, για να την υποβάλει.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με €1.900 έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.
[1] Τα ίδια αναφέρονται και στην επιστολή ημερομηνίας 29.9.2017.
[2] Οι διατάξεις του άρθρου 52, σε σχέση με τη δυνατότητα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Εφοριακού Συμβουλίου, προστέθηκαν στο Ν. 95(Ι)/2000 με τον τροποποιητικό Ν. 86(Ι)/2017 που τέθηκε σε ισχύ την 7.7.2017, διατάξεις που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο έκδοσης, τόσο των διοικητικών αποφάσεων του Εφόρου Φορολογίας ημερομηνίας 12.9.2017 και 29.9.2017, όσο και της απόφασης του Εφόρου Φορολογίας, ημερομηνίας 19.9.2019.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο