S. S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1578/2024, 20/2/2025
print
Τίτλος:
S. S. S. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1578/2024, 20/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 1578/2024 (i-Justice))

 

20 Φεβρουαρίου 2025

 

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                               S. S. S.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

1.   ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Μ. Μαυρονικόλας, για Αλτάχερ, Μπενέτη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή

Χ. Δημητρίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Ινδίας, στρέφεται κατά της νομιμότητας και ζητά την ακύρωση της, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ. 105), ληφθείσας απόφασης κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη και της συνακόλουθης έκδοσης διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του, ημερομηνίας 28.11.2024, λόγω παράνομης παραμονής του στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ο αιτητής αφίχθηκε στη Δημοκρατία στις 6.8.2017 με άδεια φοιτητή και του παρασχέθηκε σχετική άδεια διαμονής, με ισχύ μέχρι τις 6.8.2018.

 

Στις 23.8.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 25.9.2019, λόγω απόσυρσής της από τον αιτητή. Ακολούθως, στις 8.10.2019, ο φάκελος του αιτητή επανάνοιξε, αλλά στις 16.7.2021 η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε  και κατ’ αυτής της απόφασης, καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ), η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο λόγω μη προώθησής της, στις 12.9.2022. Στις 4.11.2022, απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου νέα μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή. Κατά της εν λόγω απόφασης, ο αιτητής καταχώρησε νέα προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία και πάλι απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, στις 9.1.2023. Εν συνεχεία, στις 18.10.2024, απορρίφθηκε και τρίτη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη, κατά της οποίας ο αιτητής, στις 5.11.2024, καταχώρησε νέα προσφυγή στο ΔΔΔΠ, η οποία, κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας, εκκρεμούσε.

 

Προηγουμένως, το Τμήμα, με απόφασή του ημερομηνίας 21.9.2020, είχε απορρίψει αίτημα του αιτητή για άδεια παραμονής και εργασίας στη Δημοκρατία, καθότι, ως αναφέρεται στη σχετική επιστολή, «[.] δεν επιτρέπεται αλλαγή καθεστώτος από φοιτητή σε εργάτη».

 

Στις 27.11.2024, ο αιτητής συνελήφθη στην Πάφο για παράνομη παραμονή και στις 28.11.2024, εκδόθηκαν εναντίον του τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Στις 29.11.2024, καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.

 

Ο συνήγορος του αιτητή εγείρει ισχυρισμούς περί εμφιλοχωρήσασας νομικής και πραγματικής πλάνης των καθ’ ων η αίτηση, πλημμελούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, κακοπιστίας και/ή παραβίασης της αρχής της καλής πίστης εκ μέρους της Διοίκησης, εφόσον οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν στην έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ενώ γνώριζαν ότι ο αιτητής είχε υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, αλλά και παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.

Στον πυρήνα της σχετικής επιχειρηματολογίας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής παραμένει αιτητής ασύλου και έχει δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, εφόσον εκκρεμεί η προσφυγή του, ημερομηνίας 5.11.2024, στο ΔΔΔΠ, κατά της απόρριψης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του. Κατά τον κ. Μαυρονικόλα, ο αιτητής έχει το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας από 18.10.2024, όταν και υπέβαλε τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση (αίτημα επανανοίγματος του φακέλου του). Περαιτέρω, στο πλαίσιο του ισχυρισμού περί πλημμελούς αιτιολόγησης, προωθείται ο ισχυρισμός ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν αιτιολόγησαν επαρκώς τη συνέχιση της κράτησης του αιτητή, από τη στιγμή που ενημερώθηκαν ότι ο αιτητής είχε υποβάλει μεταγενέστερη αίτηση, η οποία συνεχίζει να εκκρεμεί.  Επιπρόσθετα, οι καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους ότι ο αιτητής προσπαθεί με όλα τα νόμιμα μέσα που έχει στη διάθεσή του να νομιμοποιήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία. Τονίζει επίσης ο συνήγορος του αιτητή ότι ο αιτητής «έχει πλέον ισχυρούς δεσμούς» με τη Δημοκρατία, καθότι διαμένει στη χώρα από τις 6.8.2017, νυμφευμένος με ομοεθνή του, η οποία έχει άδεια διαμονής στη Δημοκρατία ως μητέρα Κύπριου παιδιού και με την οποία ο αιτητής απέκτησε δυο παιδιά. Επ’ αυτού, υποβάλλεται η εισήγηση ότι θα μπορούσαν εν προκειμένω να εφαρμοστούν λιγότερο επαχθή από την κράτηση μέτρα εναντίον του αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα του παιδιού που απορρέουν από το Ενωσιακό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του αιτητή, «παράκληση» όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος, με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

 

Από την πλευρά της, η συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση, αντικρούοντας τους πιο πάνω ισχυρισμούς, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ορθά και νόμιμα, κατόπιν δέουσας έρευνας, κατ’ ορθήν εφαρμογή των διατάξεων του Κεφ. 105 και κατ’ ορθήν ενάσκηση των εξουσιών που παρέχει στους καθ’ ων η αίτηση η οικεία νομοθεσία, είναι δε αυτή επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη της.

 

Με αναφορά σε σχετική νομολογία υποστηρικτική των δικών της θέσεων, η κα Δημητρίου επιχειρηματολογεί υπέρ της νομιμότητας της απόφασης κήρυξης του αιτητής ως απαγορευμένου μετανάστη και της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, ενώ επισημαίνει ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης, δεύτερης μάλιστα, εκ μέρους του αιτητή, η οποία και απορρίφθηκε, δε νομιμοποιεί την παραμονή του στη Δημοκρατία και δεν αναιρεί το καθεστώς του ως παράνομου μετανάστη.

 

Απαντητική γραπτή αγόρευση δεν καταχωρήθηκε.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αποτελεί πραγματικό γεγονός, ότι η αίτηση του αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 25.9.2019, όπως στη συνέχεια, στις 12.9.2022, απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ και η προσφυγή που καταχώρησε ο αιτητής κατά της απόφασης απόρριψης του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ημερομηνίας 16.7.2021, μετά το επανάνοιγμα του φακέλου του. Είναι επίσης παραδεκτό γεγονός ότι στις 9.1.2023, απορρίφθηκε από το ΔΔΔΠ και η προσφυγή που καταχώρησε ο αιτητής κατά της απόφασης απόρριψης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, ημερομηνίας 4.11.2022. Περαιτέρω, δεν αμφισβητείται ότι στις 18.10.2024, απορρίφθηκε και τρίτη μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή ως απαράδεκτη, κατά της οποίας ο αιτητής, στις 5.11.2024, καταχώρησε νέα προσφυγή στο ΔΔΔΠ.

 

Εκκρεμούσης αυτής της προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ, εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης στις 28.11.2024, δυνάμει του άρθρου 14 του Κεφ. 105, καθότι, όπως αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από τις 12.9.2022, ημερομηνία έκδοσης της απορριπτικής απόφασης από το ΔΔΔΠ, επί της προσφυγής του αιτητή, που είχε καταχωρηθεί κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας.

 

Το ουσιώδες ερώτημα που θα πρέπει πρωτίστως να απαντηθεί, είναι κατά πόσον ο αιτητής, κατά το χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων, παρέμενε νόμιμα στη Δημοκρατία λόγω της εκκρεμούσης, τρίτης προσφυγής του στο ΔΔΔΠ, κατά της απόφασης απόρριψης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής του, ή αν, αντίθετα, αυτός, κατά τον εν λόγω ουσιώδη χρόνο, ήταν απαγορευμένος μετανάστης ως διαμένων παράνομα στη χώρα, ανεξάρτητα από την καταχώρηση της εν λόγω προσφυγής ενώπιον του ΔΔΔΠ.

 

Την απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα έδωσε η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Ruth Nash v. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 20/2024 i-Justice, ημερ. 22.10.2024, σε υπόθεση όπου η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, τα οποία και εκδόθηκαν εκκρεμούσης της εξέτασης της αίτησης. Το Δικαστήριο, με αναφορά και στην Madber v Δημοκρατίας ΕΔΔ 8/22, ημερ. 17.11.2022, τόνισε ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης αιτούντος διεθνούς προστασίας, μετά την απόφαση του ΔΔΔΠ με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αίτηση παραχώρησης αυτού του καθεστώτος, δεν μετατρέπει τον αιτούντα σε αιτητή ασύλου πριν από την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Το καθεστώς διεθνούς προστασίας τερματίζεται με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης του ΔΔΔΠ και η παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία, εκκρεμούσης της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν είναι νόμιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου και ο αιτών που υποβάλλει μεταγενέστερη αίτηση, δεν είναι αιτητής ασύλου και δεν επανακτά, ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεως και μόνον, το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησης, ο αιτών δεν είναι αιτητής ασύλου (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην S.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1281/2023(Κ) (i-Justice), ημερ. 19.9.2023 και Y.S. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 721/2023 (i-Justice), ημερ. 31.10.2024). Εν προκειμένω βέβαια, όχι μόνον η πρώτη, αλλά και η δεύτερη υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτηση του αιτητή απορρίφθηκαν από του καθ’ ων η αίτηση. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση αυτούσιου του περιεχομένου της απόφασης του Εφετείου στην Nash, ανωτέρω (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε την κύρια και βασική θέση που είχε προβληθεί από την Εφεσείουσα, ότι η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας που η Εφεσείουσα υπέβαλε της προσέδιδε την ιδιότητα της αιτούσας διεθνούς προστασίας (και κατ’ επέκταση τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν παράνομα) και ανέφερε τα εξής: 

 

«Δεν θα συμφωνήσω με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας. Η όλη εισήγηση, στηρίζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης και μόνο προσδίδει στον εκάστοτε αιτητή, καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας. Το ζήτημα έχει εξεταστεί στη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Madber v Δημοκρατίας (Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 8/22, ημερομηνίας 17/11/22) ο δικαστικός λόγος της οποίας -και παρά τη διαφοροποίηση των γεγονότων- ενβρίσκει εφαρμογής. Κρίθηκε δε στην Madber ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης άρχεται με δεδομένο πως ο εκάστοτε αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά κατέχει το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αιτήσεως ασύλου που είχε υποβάλει και απερρίφθη. Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε παράλληλα ότι τύγχαναν εφαρμογής και τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ C239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015». […..] «Στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, καθοριστική παραμένει η διαπίστωση, ότι η αίτηση της αιτήτριας για πολιτικό άσυλο εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου, όπως βεβαίως απορριπτέα κρίθηκε και η Προσφυγή που καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Η δε υποβολή πρώτης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία διενεργήθηκε πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, προσέδιδε μεν στην αιτήτρια δικαίωμα παραμονής μέχρι την εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αιτήσεως της, ουδόλως όμως μπορούσε να άρει την τελεσιδικία που επήλθε με την απόφαση του ΔΔΔΠ στην Προσφυγή αρ. 5844/21, ώστε αφ' εαυτού και μόνου του γεγονότος να ανακτά το καθεστώς αιτητή διεθνούς προστασίας και να της παρέχεται αυτόματα δικαίωμα νόμιμης παραμονής ώστε να αναιρείται η νομιμότητα των εκδοθέντων διαταγμάτων (Ε.Μ v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 729/23, ημερομηνίας 23/6/23), Α.Η v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.2239/22, ημερομηνίας 25/1/23)». 

 

Στην Sohel Madber ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 8/2022, ημερομηνίας 17/11/2022 («Madber»), την οποία η πρωτόδικη απόφαση επικαλείται, ο Εφεσείων δεν άσκησε οποιοδήποτε ένδικο μέσο κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την αρχική του αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, αλλά υπέβαλε πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας το παραδεκτό εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Η αίτηση, αφού εξετάστηκε, απερρίφθη ως απαράδεκτη.  Κατά της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, ο Εφεσείων άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και όσον η εκδίκασή της εκκρεμούσε, εκδόθηκαν εναντίον του διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ΚΕΦ. 105. 

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, υιοθέτησε στην Madber ως απόλυτα ορθό το σκεπτικό και κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «Η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, ξεκινά με δεδομένο πως ο αιτητής, δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά δηλαδή από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής (κυρίως) αιτήσεως ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη». Θεώρησε επίσης το Ανώτατο Δικαστήριο, ότι εφαρμογής ετύγχαναν τα λεχθέντα στην απόφαση του ΔΕΕ C-239/14 Abdoulaye Amadou Tall, 17/12/2015, ότι όταν ο αιτών άσυλο υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, «τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν επιλογή μεταξύ διαδικασιών που περιλαμβάνουν εξαιρέσεις ως προς τις εγγυήσεις των οποίων απολαύει κανονικά ο αιτητής.»   Σημειώθηκε δε ότι, «σε αντίθετη περίπτωση, δηλαδή την παραχώρησης [sic] ιδιότητας αιτητή ασύλου και δικαιώματος παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρήσουν συνεχείς μεταγενέστερες αιτήσεις χωρίς την προσκόμιση στοιχείων νέων τα οποία να τις δικαιολογούν». 

 

Στην παρούσα περίπτωση, η διαφοροποίηση που εντοπίζεται ως προς τα πραγματικά δεδομένα της Madber, είναι ότι στην επίδικη περίπτωση, η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση υπεβλήθη πριν την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, εκκρεμούσης της εξέτασης του παραδεκτού της αίτησης, ενώ στην Madber, είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η πρώτη μεταγενέστερη αίτηση και ακολούθως εκδόθηκαν τα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Εκκρεμούσε όμως η εκδίκαση στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας της προσφυγής που αφορούσε την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης.   

 

Δεν έχει τεθεί και δεν έχουμε εντοπίσει οτιδήποτε ικανό να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι και σε περιπτώσεις όπως η εξεταζόμενη, δεν τυγχάνουν εφαρμογής τα δεσμευτικώς αποφασισθέντα στη Madber. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16Δ(2) και 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(1)/2000:

 

«(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. 

 

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας: Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής  δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη».

  

Στο ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Νόμου 6(1)/2000 ορίζεται ότι,

 

 «"αιτητής" σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας ή ανιθαγενή, ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η ιδιότητα αυτή ισχύει για την περίοδο από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή· η έννοια του αιτητή περιλαμβάνει και ανήλικο·».  

 

Σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδίου Άρθρου του Νόμου,

 «"τελική απόφαση" σημαίνει απόφαση η οποία ορίζει κατά πόσον ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο ανιθαγενής αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή ως πρόσωπο στο οποίο παραχωρείται καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του παρόντος Νόμου και - (α) έχει παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση προσφυγής δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά της εν λόγω απόφασης, ή (β) ασκήθηκε η προαναφερόμενη προσφυγή και εκδόθηκε πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου επ' αυτής, ανεξάρτητα από το αν μέσω της άσκησης τέτοιας προσφυγής ο αιτητής αποκτά τη δυνατότητα να παραμένει στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές μέχρις ότου εκδοθεί η σχετική δικαστική απόφαση·».

 

Στη βάση των ανωτέρω, προκύπτει ότι η υποβολή μεταγενέστερης αίτησης δεν θεωρείται νέα αίτηση, αλλά περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της ήδη αποφασισθείσας αίτησης. Η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή και διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου. Εν προκειμένω, τελική απόφαση επί της αίτησης της Εφεσείουσας είναι η απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στην Προσφυγή Αρ. 5844/2021, ημερομηνίας 24/11/2023 και η Εφεσείουσα μέχρι την ημερομηνία αυτή διατηρούσε την ιδιότητα της αιτήτριας ασύλου

 

Πρόσθετα των αποφασισθέντων στη Madber, που υποστηρίζουν την πιο πάνω θεώρηση, το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Πολιτική Αίτηση Habeas Corpus Αρ. 114/2023 (ijustice), ημερομηνίας 24/10/2023, είναι ενισχυτικό της πιο πάνω θέσης:

 

«Ο Αιτητής παραγνωρίζει τις ρητές πρόνοιες που περιέχονται στον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000, συμφώνως των οποίων η ιδιότητα του αιτητή διεθνούς προστασίας ισχύει από την περίοδο υποβολής της αίτησης μέχρι τη λήψη τελικής απόφασης σε σχέση με την αίτηση αυτή. Στην προκείμενη περίπτωση, με βάση το αδιαμφισβήτητο πραγματικό ιστορικό της υπόθεσης, ασκήθηκε από τον Αιτητή προσφυγή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου και εκδόθηκε επί αυτής απορριπτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας. Με βάση, δε, τα διαλαμβανόμενα στο Νόμο, υφίσταται τελική απόφαση και ουδεμία σχέση έχει το γεγονός ότι ο Αιτητής άσκησε έφεση εναντίον αυτής. Η ιδιότητα του αιτητή ασύλου διατηρείται μέχρι να καταστεί τελική η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, δηλαδή μέχρι και το τέλος του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το ερμηνευτικό Άρθρο 2 του Ν. 6(Ι)/2000 το οποίο ορίζει ότι « «αιτητής» […] 

«Προβλήθηκε, ακόμη, από μέρους του Αιτητή ότι δυνάμει της υποβολής μεταγενέστερης αίτησης (πρώτη μεταγενέστερη αίτηση) στην Υπηρεσία Ασύλου, αυτός επανάκτησε το νόμιμο καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία και ότι, ως εκ τούτου, δεν θεωρείται παράνομος μετανάστης και κανένα διάταγμα κράτησης και απέλασης δεν μπορεί να εκτελεστεί εναντίον του.

 

Η πιο πάνω θέση είναι παντελώς αβάσιμη. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον Αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον έχει εξετασθεί μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ  εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απερρίφθη από το ΔΔΔΠ με απόφαση του στις 31/7/2023.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Sohel Madber v. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΕΔΔ 8/2022, ημερ. 17/11/2022, μεταγενέστερο αίτημα για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο πως ο αιτητής δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας. Ξεκινά από το καθεστώς που ίσχυε με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου που είχε εν πρώτοις υποβάλει και απερρίφθη. Αντίθετη κρίση, ως αυτή που εισηγείται η συνήγορος του Αιτητή, ήτοι την παραχώρηση και απόκτηση της ιδιότητας ασύλου σε κάθε περίπτωση μεταγενέστερης αίτησης, θα έδιδε δικαίωμα καταστρατήγησης του Νόμου εκ μέρους αιτητών ασύλου, οι οποίοι θα καταχωρούν συνεχείς αιτήσεις προσδοκώντας στην άνευ ετέρου νομιμοποίηση της παραμονής τους στην Κυπριακή Δημοκρατία.

 

Όπως προέκυψε, ο Αιτητής ήταν παράνομα στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και το γεγονός της καταχώρισης μεταγενέστερης αίτησης, η οποία ήταν μεταγενέστερη των Διαταγμάτων Κράτησης/Απέλασης, δεν τον μετατρέπει σε αιτητή ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και κρίσης του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου ως παραδεκτής αίτησης για περαιτέρω εξέταση της αίτησης στην ουσία της».  

 

Συνεπώς, η μεταγενέστερη αίτηση που η Εφεσείουσα υπέβαλε, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα στη Madber, ξεκινά με το δεδομένο ότι η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου και δεν επανακτά ως εκ της καταχώρησης της μεταγενέστερης αιτήσεώς της και μόνο το νόμιμο καθεστώς του αιτούντος διεθνούς προστασίας με δικαίωμα νόμιμης παραμονής στη Δημοκρατία. Επομένως, μέχρι την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής της  από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί του παραδεκτού της αίτησής της, η Εφεσείουσα δεν είναι αιτήτρια ασύλου.     

 

Καταληκτικά, αυτό που αναδεικνύεται ως απόφθεγμα από το σκεπτικό και κατάληξη στη Madber είναι ότι, μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ξεκινά με το δεδομένο ότι ο αιτών δεν είναι αιτητής διεθνούς προστασίας, ήτοι ξεκινά από το καθεστώς που ισχύει με την απόρριψη της αρχικής αίτησης ασύλου

 

Μόνο αν η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί κατά την προκαταρκτική εξέταση παραδεκτή και εξεταστεί περαιτέρω, ο αιτών θα λάβει το καθεστώς αιτητή ασύλου. Εν προκειμένω, η μεταγενέστερη αίτηση της Εφεσείουσας μετά την απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου (η οποία απέρριψε την αίτηση της Εφεσείουσας να της παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς), δεν τη μετέτρεπε σε αιτήτρια ασύλου πριν την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης ως προς το παραδεκτό της από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου.   

 

Στη βάση των ανωτέρω, κρίνουμε ότι η Εφεσείουσα κατά τον χρόνο της έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων δεν επανέκτησε το καθεστώς διεθνούς προστασίας το οποίο είχε τερματιστεί κατά την έκδοση της απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.  Συνεπώς, η παραμονή της στη Δημοκρατία δεν ήταν νόμιμη και κατ’ επέκταση νόμιμη κρίνεται τόσο η κήρυξή της ως απαγορευμένης μετανάστριας όσο και η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων ως προς το ότι βασίστηκαν επί της εν λόγω κήρυξης.».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων της υπό κρίση υπόθεσης και υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων στην Madber, ανωτέρω και Nash, ανωτέρω, η έκδοση των επίδικων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή, αλλά και η προηγηθείσα απόφαση κήρυξής του ως απαγορευμένου μετανάστη, επί της οποίας βασίστηκαν τα επίδικα διατάγματα, κρίνονται ως καθόλα ορθές και νόμιμες, εφόσον ο αιτητής, κατά το χρόνο της σύλληψής του και έκδοσης των εν λόγω διαταγμάτων, διέμενε στη Δημοκρατία παράνομα και ήταν απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Η μεταγενέστερη αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δεν μπορεί να προσδώσει στον αιτητή την ιδιότητα αυτή, καθόσον το αίτημά του για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε μέσω προσφυγής που ο ίδιος καταχώρισε στο ΔΔΔΠ κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, για να του παραχωρηθεί αυτό το καθεστώς και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και εν προκειμένω. Ως ήδη ελέχθη, ο αιτητής ήδη από 12.9.2022, όταν και εκδόθηκε η απορριπτική απόφαση του ΔΔΔΠ επί της πρώτης μεταγενέστερης αίτησής του, παρέμενε παράνομα στη Δημοκρατία, μέχρι τον εντοπισμό και σύλληψή του από μέλη της Αστυνομίας και την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων στις 28.11.2024. Και βεβαίως, η καταχώρηση και μόνον δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης ασύλου, βάσει της απόφασης στην Madber, ανωτέρω, δεν αποτελεί αυτόματη νομιμοποίηση της παραμονής του αιτητή. Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ο αιτητής στην μεταγενέστερη αίτηση έχει δικαίωμα παραμονής, αλλά διευκρινίζεται πως αυτό το δικαίωμα δεν αποτελεί δικαίωμα για άδεια διαμονής, ούτε αποκτάται με την καταχώριση της μεταγενέστερης αίτησης, αλλά εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ενόσω εκκρεμεί προς εξέταση η μεταγενέστερη αίτηση κατά πόσον αυτή είναι παραδεκτή. Μόνο στην περίπτωση που κριθεί ως παραδεκτή η μεταγενέστερη αίτηση, ο αιτητής αποκτά την ιδιότητα του αιτητή ασύλου και έχει, ως εκ της ιδιότητάς του και μέχρι την εξέταση της αίτησης επί της ουσίας της, δικαίωμα παραμονής. Αυτή ήταν η προσέγγιση του Διοικητικού Δικαστηρίου και στην Α.Η. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2239/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 25.1.2023, η οποία επίσης αφορούσε σε αιτητή που είχε υποβάλει πρώτη μεταγενέστερη αίτηση, της οποίας η εξέταση εκκρεμούσε κατά το χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων κράτησης και απέλασής του (βλ. και ΤHI HONG ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2090/22 (Κ) (i-Justice), ημερ. 30.12.2022, ALI ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) (i-Justice), ημερ. 10/1/2023, καθώς και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην D.S. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 578/2023 (Κ) (i-Justice), ημερ. 1.6.2023). Εν προκειμένω, και η τρίτη μεταγενέστερη αίτηση απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και αυτό που εκκρεμούσε κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν η προσφυγή κατ’ αυτής της απόφασης, στο ΔΔΔΠ.

Περαιτέρω, με δεδομένο ότι ο αιτητής, βάσει της προεκτεθείσας νομολογίας και δη της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Madber, ανωτέρω, δεν θεωρείται αιτητής διεθνούς προστασίας με την υποβολή και μόνο της μεταγενέστερης αίτησής του, δεν τίθεται ζήτημα πλάνης περί το νόμο όσον αφορά στην απόφαση κράτησής του για σκοπούς απέλασης, εφόσον αυτός είχε τεθεί υπό κράτηση ως απαγορευμένος και/ή παράνομος μετανάστης βάσει του Κεφ. 105, οι δε προηγούμενες μεταγενέστερες αιτήσεις του, είχαν ήδη απορριφθεί (βλ. D.S., ανωτέρω, Α.Μ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2186/2022 (Κ) i-Justice, ημερ. 16.1.2023, E.Υ.O. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 351/2023 (Κ) i-Justice, ημερ. 10.4.2023, αλλά και την απόφαση στο προδικαστικό ερώτημα στην C-181/2016 Grandi, ημερ. 19.6.2018).

 

Συνεπώς, κρίνω ότι καθόλα νόμιμα εκδόθηκαν τα επίδικα διατάγματα κράτησης και απέλασης, εφόσον, όπως ορθά αναφέρεται σε αυτά, κατά το χρόνο έκδοσής τους, ο αιτητής ήταν παράνομος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, καθότι αυτός παρέμεινε στη Δημοκρατία παράνομα από την έκδοση της απορριπτικής απόφασης από το ΔΔΔΠ, ημερομηνίας 12.9.2022, επί της προσφυγής του αιτητή, που είχε καταχωρηθεί κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει την πρώτη μεταγενέστερη αίτησή του. Ως εκ των πιο πάνω, δεν στοιχειοθετούνται οι ισχυρισμοί του αιτητή περί εμφιλοχωρήσασας πραγματικής και νομικής πλάνης, ανεπαρκούς αιτιολογίας και μη διενέργειας της δέουσας έρευνας εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση.

 

Ειδικά ως προς το επίδικο διάταγμα κράτησης, ρητά αναφέρεται σε αυτό ότι κρίθηκε αναγκαίο όπως ο αιτητής παραμείνει υπό κράτηση μέχρις ότου απελαθεί, καθότι διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κίνδυνος διαφυγής του σύμφωνα με το άρθρο 18ΠΣΤ(1)(α) του Κεφ. 105, ενώ δεδομένης της μη συμμόρφωσής του με προηγούμενη απόφαση της Διοίκησης και της απροθυμίας του να επαναπατριστεί, δεν υπήρχαν περιθώρια για εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Άμεσα σχετικά είναι και τα όσα περιέχονται στην επιστολή της ΥΑΜ ημερομηνίας 28.11.2024 (παράρτημα 5 στο δικόγραφο της ένστασης), όπου γίνεται εισήγηση για την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων εναντίον του αιτητή, καθότι αυτός δεν είναι συνεργάσιμος για σκοπούς επαναπατρισμού του, δεν έδωσε ικανοποιητικές εξηγήσεις για τη διεύθυνση διαμονής του, καθώς και λόγω της παράνομης παραμονής του, του κίνδυνου διαφυγής και της παρεμπόδισης της διαδικασίας απέλασής του, της μη συμμόρφωσής του να αναχωρήσει σύμφωνα με προηγούμενες αποφάσεις της Υπηρεσίας Ασύλου, με αποτέλεσμα να μην υφίστανται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα.

 

Είναι σαφές ότι τα επίδικα διατάγματα εκδόθηκαν, επειδή ο αιτητής είχε κηρυχθεί και ήταν κατά τον χρόνο έκδοσής τους, στις 28.11.2024, απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της προαναφερθείσας παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Κεφ. 105, λόγω παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη-

 

«6.-(1) Τα ακόλoυθα πρόσωπα θα είvαι απαγoρευμέvoι μεταvάστες και, τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv διατάξεωv πoυ δυvατό vα περιέχovται σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv δυvάμει αυτoύ ή σε oπoιoδήπoτε Διάταγμα τoυ Υπoυργικoύ Συμβoυλίoυ, δεv θα επιτρέπεται η είσoδoς στη Δημoκρατία σε:-

 

[.]

 

(κ) oπoιoδήπoτε πρόσωπo τo oπoίo εισέρχεται ή διαμέvει στη Δημoκρατία κατά παράβαση oπoιασδήπoτε απαγόρευσης, όρoυ, περιoρισμoύ ή επιφύλαξης πoυ περιλαμβάvεται στo Νόμo αυτό ή σε oπoιoυσδήπoτε Καvovισμoύς πoυ εκδόθηκαv βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή σε oπoιαδήπoτε άδεια πoυ παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει τoυ Νόμoυ αυτoύ ή τωv Καvovισμώv αυτώv·».

 

Λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η ευχέρεια των καθ’ ων η αίτηση ασκήθηκε εντός των επιτρεπτών ορίων της και δεν εντοπίζεται κατάχρηση εξουσίας, ούτε κενό έρευνας και αιτιολογίας, αλλ’ ούτε να έχει εμφιλοχωρήσει οποιαδήποτε πλάνη κατά την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων. Η Διευθύντρια του Τμήματος έκρινε ότι τα εναλλακτικά της κράτησης μέτρα δεν ήταν επιλέξιμα, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί (βλ. και απόφαση Διοικητικού Δικαστηρίου στην Κ.Α.Α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1242/2022 (Κ) (iJustice,) ημερ. 18.8.2022, καθώς και πιο πρόσφατα, στην G.S.D.M. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 626/2023 (Κ) (i-Justice,) ημερ. 9.6.2023). Τονίζεται, περαιτέρω, ότι το διάταγμα κράτησης εναντίον του αιτητή εκδόθηκε και δυνάμει της διάταξης του άρθρου 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, σύμφωνα με την οποία-

 

«(1) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση επιτρέπεται να εφαρμοστούν άλλα επαρκή λιγότερο αναγκαστικά μέτρα, ο Υπουργός Εσωτερικών δύναται να εκδίδει διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας υποκείμενο σε διαδικασίες επιστροφής, μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής και/ή τη διεκπεραίωση της διαδικασίας απομάκρυνσης, ιδίως όταν-

 

(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής

(β) ο συγκεκριμένος υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή παρεμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης.».

 

Είναι σαφές από την πιο πάνω διάταξη, ότι ο Υπουργός Εσωτερικών (και, κατόπιν εξουσιοδότησης, η Διευθύντρια) έχει τη διακριτική ευχέρεια να θέτει υπό κράτηση τον υπό απέλαση ξένο υπήκοο για το σκοπό της απομάκρυνσής του από τη Δημοκρατία και δεν υπάρχει υποχρέωση για επιβολή διαβαθμισμένων μέτρων, αλλά επαφίεται στη διακριτική του ευχέρεια, αν ο ίδιος κρίνει ότι συντρέχει λόγος, να εφαρμοστούν άλλα, λιγότερο αναγκαστικά μέτρα. Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης, των λόγων που έχουν προεκτεθεί, αλλά και δεδομένης της προεκτεθείσας πρόνοιας του άρθρου 18ΠΣΤ(1) και της εκεί προβλεπόμενης διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης να αποφασίζει την κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας, υποκείµενου σε διαδικασίες επιστροφής, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για τις προεκτεθείσες περιπτώσεις των παραγράφων (α) ή (β) της εν λόγω διάταξης, ως εν προκειμένω, που διαπιστώθηκε ότι υφίστατο κίνδυνος διαφυγής, αλλά και ότι ο αιτητής δεν συμμορφώθηκε με προηγούμενες αποφάσεις της Διοίκησης, δεν ήταν συνεργάσιμος και δεν επιθυμούσε τον επαναπατρισμό του, αλλ’ ούτε και ανέφερε δηλωθείσα διεύθυνση διαμονής, οι ενέργειες των καθ’ ων η αίτηση κρίνονται σύννομες, η δε έκδοση της επίδικης απόφασης κρίνεται ορθή και εύλογα επιτρεπτή και δεν συμφωνώ με τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του συνηγόρου του αιτητή.

 

Επιπρόσθετα, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, επισημαίνω και τα εξής: αναφέρεται ο συνήγορος του αιτητή σε ισχυρούς δεσμούς του αιτητή με τη Δημοκρατία, καθότι διαμένει στη χώρα από τις 6.8.2017, νυμφευμένος με ομοεθνή του, με την οποία έχει αποκτήσει δυο ανήλικα παιδιά, υποβάλλοντας συναφώς την εισήγηση ότι θα μπορούσαν εν προκειμένω να εφαρμοστούν λιγότερο επαχθή από την κράτηση μέτρα εναντίον του αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα του παιδιού που απορρέουν από το Ενωσιακό δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, γίνεται μέσω της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του αιτητή, «παράκληση» όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος, με εναλλακτικά της κράτησης μέτρα. Εν πρώτοις, τονίζεται ότι αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής είναι μόνον ο έλεγχος της νομιμότητας και εγκυρότητας των  επίδικων διαταγμάτων, καθώς και της προηγηθείσας απόφασης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, αποφάσεις οι οποίες κρίνονται ως σύννομες και ληφθείσες εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση. Το Δικαστήριο τούτο ενεργεί εν προκειμένω ως ακυρωτικό Δικαστήριο και δεν υπεισέρχεται στο ρόλο της Διοίκησης, υποκαθιστώντας τους καθ’ ων η αίτηση δια της έκδοσης διοικητικής απόφασης με περιεχόμενο διαφορετικό από αυτό της επίδικης.

 

Εξάλλου, θεωρώ πως είχε ο αιτητής το χρόνο και τη δυνατότητα να μεριμνήσει και να διευθετήσει τα της νόμιμης παραμονής του στη Δημοκρατία, σε προγενέστερο στάδιο, πριν από την έκδοση των επίδικων διαταγμάτων, χωρίς να χρειαστεί στο στάδιο τούτο να επικαλείται ανθρωπιστικούς λόγους για παραμονή στη χώρα, ήτοι ζητήματα τα οποία εκφεύγουν της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Εξάλλου, στη βάση πάντα των ενώπιον μου τεθέντων, δεν προκύπτει να ανέφερε ο αιτητής οτιδήποτε στους καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την ύπαρξη τέκνων, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων. Συναφώς, σημειώνω ότι, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, ο συνήγορος του αιτητή επιχείρησε να προσκομίσει και να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου έγγραφο ημερομηνίας 17.2.2025, το οποίο φαίνεται να είναι αντίγραφο πιστοποιητικού ιατρού, στο οποίο αναφέρονται προβλήματα υγείας ενός εκ των τέκνων του αιτητή, προκειμένου να καταδείξει την αναγκαιότητα μη απέλασης του αιτητή. Αυτό ωστόσο πέραν του ότι εκφεύγει του ουσιώδους χρόνου και του πεδίου εξέτασης της παρούσας προσφυγής, συνιστά και ζήτημα το οποίο έγκαιρα θα έπρεπε να είχε τεθεί ενώπιον της Διοίκησης και όχι ενώπιον του Δικαστηρίου, το οποίο, επαναλαμβάνω, δεν θα υπεισέλθει στο ρόλο και δεν υποκαθιστά τη Διοίκηση. Συνεπώς το εν λόγω έγγραφο δεν έγινε δεκτό ως τεκμήριο.

 

Θεωρώ χρήσιμο, στο σημείο αυτό, να υπενθυμίσω και το υπό της πάγιας και διαχρονικής νομολογίας αναγνωρισμένο και αδιαμφισβήτητο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφός της (Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Ivan Todorov Todorov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 109/2000, ημερ. 14.12.2000) και αυτό βεβαίως καλύπτει και τις περιπτώσεις αλλοδαπών προσώπων που παράνομα διαμένουν στο έδαφός της, ως συμβαίνει εν προκειμένω με τον αιτητή.

 

Τέλος, δεν ευσταθεί ούτε ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση. Δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου, δυνάμει του οποίου ορθώς ενήργησαν οι καθ' ων η αίτηση στην παρούσα υπόθεση, είναι αρκετό να υπομνησθεί εν προκειμένω ότι η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να υποσκελίσει το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο και να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας (Tamassos Suppliers Ltd. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, G. P. Iron & Wood Makers Ltd ν. Δημοκρατίας Υποθ. Αρ. 959/2004, ημερ. 17.1.2006, Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Έχει δε η εν λόγω αρχή συμπληρωματικό χαρακτήρα, όπου υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου, όπως βεβαίως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση (βλ. και Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Γιαννάκης Τσικκουρής κ.α., Α.Ε.19/11, ημερ. 22.12.2016). Στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην O LYKOS SERVICES AND SECURITY SYSTEMS-PRIVATE INVESTIGATORS LTD κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 1/16, ημερ. 20.7.2021, επισημάνθηκε ότι «οι έννοιες της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης, ως γενικές από τη φύση τους αρχές, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους, όπως τονίστηκε στην Κώστας Παναγή ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Υποθ. Αρ. 1250/12, ημερ. 19/12/2013, στην οποία λέχθηκε περαιτέρω ότι θα πρέπει «να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημιά του πολίτη».

 

Εν προκειμένω, δεδομένης της ύπαρξης των προεκτεθεισών διατάξεων του Κεφ. 105, τις οποίες οι καθ’ ων η αίτηση ορθώς ερμήνευσαν και εφάρμοσαν, δεν θα μπορούσε η αρχή της καλής πίστης να τις υποσκελίσει και να αποτελέσει λόγο απόκλισης από αυτές.

 

Τέλος, ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης, αυτός δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως καθόλα αβάσιμος: είναι αρκετό εν προκειμένω να υπομνησθεί ότι ο αιτητής δεν έχει αναγνωριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας, όλες δε οι αιτήσεις που υπέβαλε σχετικώς, απορρίφθηκαν από τους καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως εκ των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δε χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

Η προσφυγή απορρίπτεται με €1400 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο