
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 188/2021)
6 Φεβρουαρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Ε. Χ. (ΠΡΩΗΝ Τ.) Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΕΠΙΛΟΓΗΣ ΚΑΙ ΠΡΟΑΓΩΓΩΝ ΤΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΟΥ ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ν. Γεωργίου, για Αιτήτρια
Χ. Σιακαλλή (κα), για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια ζητεί-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 9/12/2020 και με την οποία δεν διόρισαν την Αιτήτρια στο Γραφείο Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (ΓΕΡΗΕΤ) στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Νομικής Κατεύθυνσης) είναι άκυρη και/ή χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.».
Το ιστορικό της υπό κρίση υπόθεσης ανάγεται στο έτος 2016, όταν οι καθ’ ων η αίτηση αποφάσισαν τον διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους (Ε.Μ.) Κ. στη μόνιμη θέση Λειτουργού Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Νομικής Κατεύθυνσης), Γραφείο του Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων («η επίδικη θέση»), από τις 12.9.2016.
Ειδικότερα, το Συμβούλιο Επιλογής και Προαγωγής («ΣΕΠ») αποφάσισε, στις 14.4.2016, όπως προχωρήσει στη προκήρυξη μιας θέσης Λειτουργού Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Νομικής Κατεύθυνσης), η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και σε τρεις ημερήσιες εφημερίδες, με τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων την 12.5.2016.
Ενδιαφέρον επέδειξαν 45 αιτητές, εκ των οποίων οι 28 πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, περιλαμβανομένων της αιτήτριας και του Ε.Μ.. Μετά τη διεξαγωγή γραπτής και προφορικής εξέτασης, το ΣΕΠ αποφάσισε, στη συνεδρία του ημερομηνίας 10.8.2016, όπως προσφέρει διορισμό στην επίδικη θέση στο Ε.Μ., το οποίο και την έκανε αποδεκτή την 1.9.2016. Στις 16.9.2016, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο διορισμός του Ε.Μ..
Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε από την αιτήτρια η προσφυγή αρ. 1197/2016, επί της οποίας εκδόθηκε ακυρωτική απόφαση από το Διοικητικό Δικαστήριο, στις 24.9.2020, αφού διαπιστώθηκε παντελής έλλειψη αιτιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση.
Ακολούθησε επανεξέταση, στο πλαίσιο της οποίας το ΣΕΠ, στη συνεδρία του ημερομηνίας 25.9.2020, αποφάσισε να διορίσει στην επίδικη θέση το Ε.Μ., αναδρομικά από 12.9.2016. Η αιτήτρια έλαβε γνώση της απόφασης του αναδρομικού διορισμού του Ε.Μ. δι’ επιστολής των καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 9.12.2020.
Στις 18.2.2021, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.
Οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν δια του δικογράφου της ενστάσεώς τους προδικαστική ένσταση, ισχυριζόμενοι ότι η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη ως απαράδεκτη, καθότι δεν στρέφεται κατά εκτελεστής διοικητικής πράξης. Ωστόσο, όπως δήλωσαν αργότερα μέσω της γραπτής τους αγόρευσης, και το επιβεβαίωσαν κατά τις διευκρινίσεις, οι καθ’ ων η αίτηση εγκατέλειψαν και/ή δεν προώθησαν περαιτέρω την εν λόγω προδικαστική ένσταση.
Εντούτοις, το παρόν Δικαστήριο, κατά τη μελέτη της υπόθεσης, διαπίστωσε έτερο ζήτημα αναφορικά με το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής και το έθεσε στους συνηγόρους των διαδίκων κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, προκειμένου να έχει τη θέση τους επ’ αυτού, παρόλο που σε κανένα προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας οι καθ’ ων η αίτηση δεν είχαν εγείρει ένα τέτοιο θέμα. Ειδικότερα, το Δικαστήριο τούτο έθεσε προς τους δικηγόρους των διαδίκων το ερώτημα κατά πόσον υφίσταται εν προκειμένω η απαιτούμενη νομιμοποίηση της αιτήτριας να προωθεί την παρούσα προσφυγή, δεδομένου ότι δια της αιτούμενης θεραπείας, ως αυτή περιέχεται στην αίτηση ακυρώσεως και έχει εκτεθεί αυτολεξεί πιο πάνω, δεν προσβάλλεται η επιλογή του Ε.Μ. αντί και/ή στη θέση αυτής για την επίδικη θέση, αλλά μόνον η απόφαση μη διορισμού της στην επίδικη θέση.
Επ’ αυτού, κατά τις διευκρινίσεις της υπόθεσης, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση ανέφερε στο Δικαστήριο ότι, πράγματι, είχε και η ίδια διαπιστώσει το εν λόγω ζήτημα, το οποίο, ως ανέφερε, την προβλημάτισε, όμως έκρινε ότι, ως είχε το λεκτικό και το περιεχόμενο της αίτησης ακυρώσεως, δεν παρείχετο η δυνατότητα για προώθηση ενός τέτοιου ισχυρισμού και/ή προέκυπτε ότι η αιτήτρια στρεφόταν κατά του διορισμού του Ε.Μ.. Παρομοίως και ο ευπαίδευτος συνήγορος για της αιτήτρια, ερωτηθείς σχετικώς υπό του Δικαστηρίου, υποστήριξε ότι, ως έχει η αίτηση ακυρώσεως, δεν προκύπτει ζήτημα έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας προς προώθηση της προσφυγής της.
Βεβαίως, πριν από την εξέταση των εγειρόμενων λόγων ακύρωσης που προωθούνται, προέχει η εξέταση του πιο πάνω θεμελιώδους ζητήματος, το οποίο αφορά ευθέως στην ύπαρξη της απαιτούμενης νομιμοποίησης της αιτήτριας να προσβάλλει την επίδικη απόφαση, εφόσον το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (The Onisi Ltd ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 202A/2010, ημερ. 13.2.2017, Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411) και, ως εκ της θεμελιώδους σημασίας του, η ύπαρξη του και η κρίση για τον κατά πόσον υφίσταται η απαιτούμενη νομιμοποίηση, εξετάζεται και αποφασίζεται κατά προτεραιότητα.
Εν προκειμένω, εξετάζοντας την αίτηση ακυρώσεως, είναι πρόδηλο ότι η αιτήτρια βάλλει κατά της απόφασης μη διορισμού της στην επίδικη θέση. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από το λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας, το οποίο έχει παρατεθεί αυτολεξεί πιο πάνω. Σε κανένα σημείο του αιτητικού της προσφυγής δεν αναφέρεται ότι η αιτήτρια στρέφεται κατά της απόφασης διορισμού του Ε.Μ. στην επίδικη θέση αντί και/ή στη θέση αυτής και πουθενά δεν αναφέρεται ότι αυτό που αμφισβητείται είναι η απόφαση επιλογής του Ε.Μ. ημερομηνίας 25.9.2020. Επισημαίνεται συναφώς ότι κατά την επανεξέταση, όπως προκύπτει από τη συνεδρία του ΣΕΠ ημερομηνίας 25.9.2020, υποψήφιοι για την επίδικη θέση δεν ήσαν μόνο η αιτήτρια και το Ε.Μ., αλλά υπήρχε και τρίτη υποψήφια, η οποία τελικά δεν επιλέγηκε. Η αιτήτρια βάλλει μόνο κατά της απόφασης μη επιλογής/διορισμού της, όχι όμως και κατά της απόφασης επιλογής του Ε.Μ. για πλήρωση της επίδικης θέσης. Ούτε και θα μπορούσε να γίνει δεκτός ισχυρισμός ότι εκ παραδρομής δεν αναφέρθηκε ότι η προσφυγή στρέφεται και κατά της απόφασης διορισμού του Ε.Μ. αντί και/ή στη θέση της αιτήτριας. Αυτό ενδεχομένως να γινόταν δεκτό, εφόσον προέκυπτε από το λεκτικό της αιτούμενης θεραπείας της αίτησης ακυρώσεως, ότι όντως επρόκειτο για αβλεψία και/ή ότι συνιστούσε ακούσια παράλειψη η μη συμπερίληψη της αμφισβήτησης του διορισμού του Ε.Μ. στην επίδικη θέση. Αντίθετα, όπως είναι διαμορφωμένο το υφιστάμενο λεκτικό, προκύπτει ξεκάθαρα ότι η προσφυγή στρέφεται μόνον και/ή περιορίζεται στην απόφαση μη διορισμού της αιτήτριας στην επίδικη θέση.
Δεδομένων των πιο πάνω, διαπιστώνεται, πράγματι, έλλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας λόγω αλυσιτέλειας της υπό κρίση προσφυγής, εφόσον, ακόμα και αν η προσβαλλόμενη πράξη μη διορισμού και/ή μη επιλογής της αιτήτριας ακυρωθεί, η αιτήτρια δεν θα αποκομίσει οποιαδήποτε ωφέλεια από αυτή την ακύρωση, δεδομένου ότι η απόφαση επιλογής του Ε.Μ. για διορισμό στην επίδικη θέση, παρέμεινε άθικτη και δεν προσβάλλεται.
Επιπρόσθετα δε, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, θα πρέπει επίσης να τονιστεί ότι, ακόμα και τυχόν επιτυχία της προσφυγής και ακύρωση της απόφασης μη διορισμού της αιτήτριας, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια και/ή δεν θα απέληγε άνευ ετέρου στην επιλογή της για πλήρωση της θέσης, αλλά σε τέτοια περίπτωση, και δεδομένης της ύπαρξης άλλης μιας υποψήφιας που συμμετείχε κατά την, στο πλαίσιο της επανεξέτασης διενεργηθείσα, διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης, η αιτήτρια θα είχε μόνο προσδοκία για διορισμό στην εν λόγω θέση, το δε έννομο συμφέρον της θα ήταν ενδεχόμενο και μελλοντικό (βλ. την πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Α.Γ. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1206/2012, ημερ. 28.1.2025). Με αποτέλεσμα να ελλείπει και πάλι το απαιτούμενο ενεστώς έννομο συμφέρον της αιτήτριας προς προώθηση της παρούσας προσφυγής, που καθιστά την προσφυγή απαράδεκτη. Όπως συναφώς αναφέρεται στο Σύγγραμμα της Γλ. Π. Σιούτη «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως» (1998), στη σελ. 158,-
«Η νομολογία, παγίως δέχεται ότι "όταν δεν υπάρχει η ειδικώς καθορισμένη νομική κατάσταση του αιτούντος ή ο λόγω της ιδιαίτερης ιδιότητας του σύνδεσμος με την πράξη και η συναφής βλάβη δεν έχει επέλθει αλλά εμφανίζεται ως μέλλουσα και ενδεχόμενη, υπάρχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος, που καθιστά την αίτηση ακυρώσεως απαράδεκτη". Το έννομο συμφέρον χαρακτηρίζεται ως ενδεχόμενο και στην περίπτωση, που αποτελεί απλή προσδοκία, εφόσον τυχόν ακύρωση της πράξης που προσβάλλεται, δεν θα είχε ως άμεση συνέπεια την επίτευξη του στόχου του αιτούντος. Δεν θεωρείται, επίσης, ενεστώς το έννομο συμφέρον, όταν από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει συγκεκριμένη βλάβη, αλλά προβάλλονται ενδεχόμενες συνέπειες, οι οποίες, θα επέλθουν κατά την άποψη του αιτούντος.».
Η κρίση περί του αλυσιτελούς λαμβάνει χώρα κατά την έρευνα για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντος και καταλήγει στην απόρριψη της αιτήσεως ακυρώσεως, όχι ως αβάσιμης, αλλά ως απαράδεκτης.
Όπως λέχθηκε στην Κουλέντη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 92/2014, ημερ. 2.12.2020, ECLI:CY:AD:2020:C411, εάν η ακύρωση ούτε θα ωφελήσει ούτε θα βλάψει τον αιτητή, τότε η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη (βλ. και Ioakim ν. Limassol Municipality (1970) 3 C.L.R. 170, Demetriou & others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853, 1861, καθώς και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Κ.Γ. ν. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Υποθ. Αρ. 105/2020, ημερ. 7.9.2023). Απαράδεκτη ως αλυσιτελής θεωρείται η αίτηση ακυρώσεως «διότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον, όταν ο αιτών δεν θα είχε καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης» (E.Π. Σπηλιωτόπουλου, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 12η έκδοση Τόμος ΙΙ, σελ. 87, παρ. 459). Συνεπώς, ως αλυσιτελής χαρακτηρίζεται η αίτηση ακυρώσεως, η οποία, ακόμη και αν γίνει δεκτή, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε ικανοποίηση του αιτήματος της αιτήτριας, η οποία, συνακόλουθα, δεν θα έχει καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης, ως είναι και η εδώ κρινόμενη περίπτωση.
Στο σύγγραμμα του Δ. Θ. Πυργάκη «Το έννομο συμφέρον στη δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας» Νομική Βιβλιοθήκη (2017) στη σελ. 42, αναφέρεται ότι η συνδρομή της προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος, αφορά στην ωφέλεια που έχει ο αιτητής από την ακύρωση της πράξης, αφού δεν νοείται να ακυρωθεί μία διοικητική απόφαση, προς χάρη προσώπου που δεν έχει κατά νόμο τίποτε να ωφεληθεί από την ακύρωση αυτή. Και όπως αναφέρεται στην ίδια σελίδα, «[.] άνευ εννόμου συμφέροντος προσβάλλεται πράξη, όταν ο αιτών δεν ωφελείται εκ της ευθείας ακυρώσεώς της [ΣτΕ 1953/1981, πρβλ. ΣτΕ Ολ3292/2005, 2686/2013].» Στο ίδιο σύγγραμμα, αναφέρονται και τα εξής σχετικά:-
«Η αλυσιτέλεια είναι μορφή ελλείψεως εννόμου συμφέροντος λόγω ελλείψεως ωφελείας από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Από τη νομολογία δεν προκύπτει κάποιο κριτήριο διακρίσεως μεταξύ αλυσιτελούς αιτήσεως ακυρώσεως και άνευ εννόμου συμφέροντος ασκούμενης αιτήσεως ακυρώσεως λόγω ελλείψεως ωφελείας εκ της ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως. Για λόγους πρακτικούς μπορεί να υποστηριχθεί ότι νοητές είναι οι εξής περιπτώσεις:
α) Από την προσβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει βλάβη. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ακυρώσεως ασκείται άνευ εννόμου συμφέροντος,
β) Από την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης δεν προκύπτει καμία ωφέλεια για τον αιτούντα. [.]
Ανεξαρτήτως των ανωτέρω σκέψεων, γενικώς, η νομολογία έχει προχωρήσει στις εξής παραδοχές: Σύμφωνα με βασικό κανόνα που διέπει την ακυρωτική δίκη, η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται μόνον εάν η ακύρωσή της είναι λυσιτελής για τον αιτούντα, εάν δηλαδή θεραπεύει, τουλάχιστον για τον εφεξής χρόνο, την βλάβη που προκαλεί στα έννομα συμφέροντά του η πράξη αυτή [ΣτΕ 2068/2008, 4022/2006].
Ως αλυσιτελής, χαρακτηρίζεται επομένως η αίτηση ακυρώσεως, η οποία ακόμη και αν γίνει δεκτή δεν πρόκειται να οδηγήσει σε δικαίωση και ικανοποίηση του αιτούντος και επομένως ο αιτών δεν θα έχει καμία ωφέλεια από την ακύρωση της πράξης.».
Τα πιο πάνω τονίστηκαν και στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 993/2017, ημερ. 28.2.2020, η οποία δεν έχει εφεσιβληθεί και όπου επίσης εξετάστηκε και διαπιστώθηκε παρόμοιο ζήτημα αλυσιτέλειας και έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος (βλ. και Α.Γ., ανωτέρω).
Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, διαπιστώνω ότι πράγματι, υφίσταται ζήτημα αλυσιτέλειας και έλλειψης του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας προς προώθηση της παρούσας προσφυγής, εφόσον, δεδομένης της μη προσβολής της απόφασης διορισμού του Ε.Μ. στην επίδικη θέση, η οποία και παρέμεινε άθικτη, η αιτήτρια ουδόλως θα ωφεληθεί από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης μη διορισμού της στην εν λόγω θέση.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις αναπόφευκτα σφραγίζουν την τύχη της υπό εξέταση προσφυγής και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ελλείψει ενεστώτος εννόμου συμφέροντος της αιτήτριας και λόγω αλυσιτέλειας.
Επιδικάζονται €1800 έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο