M. N. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 24/2022, 7/2/2025
print
Τίτλος:
M. N. A. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 24/2022, 7/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                                                       

(Υπόθεση Αρ. 24/2022 (i-Justice))

 

7 Φεβρουαρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

          ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                              M. N. A.

                                                                             Αιτητής

                                                    ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ων  η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), για Αιτητή

Ν. Κουρσάρης, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση      

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο αιτητής, υπήκοος Μπαγκλαντές, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 21.1.2022 και σύμφωνα με την οποία απερρίφθη το αίτημά του για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Ο αιτητής, γεννηθείς κατά το έτος 1978, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 12.3.2004, με άδεια εισόδου, με σκοπό την φοίτησή του σε ιδιωτικό κολλέγιο στη Δημοκρατία και εξασφάλισε προς τούτο προσωρινή άδεια παραμονής ως φοιτητής, με ισχύ μέχρι τις 30.10.2004.

 

Λίγους μήνες μετά, στις 15.7.2004, ο αιτητής υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία και, εκκρεμούντος του αιτήματος, παραχωρήθηκε σε αυτόν άδεια παραμονής στη Δημοκρατία ως αιτητή ασύλου, με ισχύ μέχρι τις 30.4.2006. Τελικά, το αίτημα του αιτητή απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 30.5.2005 και κατά της εν λόγω απόφασης ο αιτητής καταχώρησε, την 21.7.2005, ιεραρχική προσφυγή ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε από την Αρχή με απόφασή της ημερομηνίας 16.11.2006.

 

Μετά την απόρριψη της ιεραρχικής του προσφυγής, ο αιτητής συνέχισε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία και στις 18.9.2007, τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list).

 

Στις 26.11.2008, ο αιτητής τέλεσε πολιτικό γάμο με Ευρωπαία (Σλοβάκα) υπήκοο, ο οποίος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 21.6.2010.

 

Λίγο αργότερα, στις 24.1.2011, ο αιτητής τέλεσε δεύτερο πολιτικό γάμο με Ευρωπαία (Ρουμάνα) υπήκοο και υπέβαλε αίτηση να του παραχωρηθεί άδεια παραμονής ως σύζυγος Ευρωπαίας πολίτη. Πράγματι, παραχωρήθηκε στον αιτητή δελτίο διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης που δεν είναι υπήκοος κράτους μέλους της Ένωσης, με ισχύ μέχρι τις 24.11.2016.

 

Στις 5.7.2016, ο αιτητής πήρε διαζύγιο και από την δεύτερη Ευρωπαία σύζυγό του και υπέβαλε αίτηση για έκδοση νέου δελτίου διαμονής, εφόσον το προηγούμενο είχε ακυρωθεί λόγω του διαζυγίου του. Στις 14.5.2018, παραχωρήθηκε νέο δελτίο διαμονής στον αιτητή, με ισχύ μέχρι τις 14.5.2023.

 

Στις 15.2.2018, ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, διενεργήθηκε έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση, καθώς και προσωπική συνέντευξη στον αιτητή, στις 22.6.2020. Ακολούθως, ετοιμάστηκε Έκθεση/Σημείωμα, ημερομηνίας 29.6.2020, από Λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή, το οποίο υποβλήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός») μέσω της Λειτουργού Ελέγχου, κας Ν. Ο., η οποία, παρά την αντίθετη θέση της Λειτουργού, υπέβαλε στον Υπουργό την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.

 

Η πιο πάνω εισήγηση έγινε δεκτή και η αίτηση του αιτητή απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο  δε αιτητής ενημερώθηκε σχετικώς με επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 21.1.2022. Ως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, η αίτηση απορρίφθηκε, λόγω του μεταναστευτικού ιστορικού του αιτητή στη Δημοκρατία, καθότι αυτός είχε παραμείνει παράνομα στη Δημοκρατία για αρκετά χρόνια μέχρι που τέλεσε γάμο με Ευρωπαία πολίτιδα.

 

Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, την 1.2.2022.

 

Η πλευρά του αιτητή προωθεί ισχυρισμούς περί εμφιλοχωρήσασας πλάνης, μη διενέργειας δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, κακοπιστίας της Διοίκησης και μη χρηστής διοίκησης. Όπως υποβάλλει η συνήγορος του αιτητή, δεν μπορεί η Διοίκηση να δρα αντιφατικά και να επικαλείται την παράνομη είσοδο του αιτητή στη Δημοκρατία, ως γεγονός για να απορρίψει την αίτηση πολιτογράφησης, από τη στιγμή που αυτός πληροί τις υπόλοιπες υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για πολιτογράφηση αλλοδαπού. Επισημαίνει η κα Κουπαρή ότι, μεταγενέστερα, η διαμονή του αιτητή νομιμοποιήθηκε λόγω του γάμου του με Ευρωπαία πολίτη. Τονίζει επίσης η ευπαίδευτη συνήγορος του αιτητή την θετική εισήγηση της Λειτουργού που είχε αρχικά ετοιμάσει το Σημείωμα αναφορικά με την περίπτωση του αιτητή, ο οποίος, ως αναφέρεται στη γραπτή αγόρευση της κας Κουπαρή, «είναι φιλήσυχος και ευγενικός και έχει αποδείξει ότι είναι εργατικός και προσπαθεί να τα καταφέρει στη ζωή».

 

Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά του αιτητή, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.

 

Τονίζουν, μεταξύ άλλων, οι καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή, στηριζόμενοι στη διαπίστωση περί μακροχρόνιας παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία και αφού προηγουμένως διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους. Η δε αιτιολογία, συνεχίζει η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, συμπληρώνεται από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών («ο Υπουργός») να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα».

 

 

Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224). 

 

Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση είναι το κατά πόσον, η Διοίκηση κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα.

 

Ωστόσο, θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι στην υπό εξέταση περίπτωση, λόγος ακύρωσης περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, δεν αναπτύσσεται επαρκώς από την πλευρά του αιτητή. Εν πάση δε περιπτώσει, αυτά που αναφέρει η κα Κουπαρή στην απαντητική αγόρευσή της περί αντιφατικής στάσης της Διοίκησης, δεν μπορούν να προσθέσουν οτιδήποτε στην επιχειρηματολογία της, εφόσον αυτά αφορούν στην εφαρμογή του άρθρου 110(2) του Νόμου όπου προβλέπεται η απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, και όχι δια πολιτογράφησης δυνάμει του άρθρου 111 του Νόμου, όπως είναι η εδώ κρινόμενη περίπτωση.

 

Εντούτοις, και προς ολοκλήρωση του σκεπτικού του Δικαστηρίου, επισημαίνω τα εξής:

 

Ως έχει προαναφερθεί, οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση του αιτητή, καθότι, όπως αναφέρεται και στο χειρόγραφο σημείωμα της Λειτουργού Ελέγχου, κας Ν. Ο. (επί του Σημειώματος της Βοηθού Γραμματειακού Λειτουργού, που είχε εξετάσει την περίπτωση του αιτητή, ημερομηνίας 29.6.2020, σελίδωση 242 στον οικείο διοικητικό φάκελο), ο αιτητής, αφού πρώτα εισήλθε στη Δημοκρατία ως φοιτητής, «αμέσως υπέβαλε αίτηση ασύλου η οποία απορρίφθηκε, παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία για αρκετά χρόνια μέχρι που τέλεσε γάμο με Ευρωπαία πολίτη. Πήρε διαζύγιο από τη σύζυγό του, παντρεύτηκε δεύτερη Ευρωπαία από την οποία πάλι πήρε διαζύγιο και τώρα τέλεσε γάμο με ομοεθνή του. Το μεταναστευτικό ιστορικό του δεν δικαιολογεί πολιτογράφηση». Επίσης, και η Λειτουργός που εξέτασε την αίτηση του αιτητή, ρητά αναφέρει ότι ο αιτητής παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία σε άγνωστη διεύθυνση για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα ίδια βεβαίως αναφέρονται και στην επίδικη επιστολή που εστάλη στον αιτητή, ημερομηνίας 21.1.2022. Η παράνομη παραμονή του αιτητή στη Δημοκρατία για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν αμφισβητείται, και ορθώς, από τη συνήγορό του, προκύπτει άλλωστε τόσο από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όσο και από τα παραρτήματα της ένστασης των καθ’ ων η αίτηση. Επισημαίνω μόνον ότι ο αιτητής δεν εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, ως εσφαλμένα αναφέρεται στη γραπτή αγόρευσή της συνηγόρου του, αλλά είναι στη συνέχεια που η παραμονή του στη χώρα κατέστη παράνομη, για τους λόγους που έχουν προεκτεθεί.  

Επί των πιο πάνω, η βασική θέση της συνηγόρου του αιτητή, έγκειται στον ισχυρισμό ότι ο αιτητής ναι μεν παρέμεινε παράνομα στη Δημοκρατία για μεγάλο χρονικό διάστημα, αλλά στη συνέχεια προσπάθησε και προσπαθεί να τα καταφέρει στη ζωή, έχοντας προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες για να αναπτύξει επαγγελματική δραστηριότητα στην Κύπρο, είναι δε αυτός εργατικός, αυτοδημιούργητος, φιλήσυχος και ευγενικός. Αυτά δε, επισημαίνει η συνήγορός του, αναφέρονται και στο σημείωμα της Λειτουργού που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή, η οποία, κατά την κα Κουπαρή, «[.] θα ενέκρινε τον αιτητή για πολιτογράφηση και είναι άξιο απορίας γιατί ο αιτητής απορρίφθηκε». Τα πιο πάνω, υποβάλλει η κα Κουπαρή, συνιστούν βάσιμο λόγο για την έγκριση της αίτησης πολιτογράφηση, η δε απόρριψη της εν λόγω αίτησης έγινε καταχρηστικά και αναιτιολόγητα.

 

Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις.

 

Εν πρώτοις, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή της πληροφόρησης των καθ’ ων η αίτηση περί παράνομης παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία για μεγάλο χρονικό διάστημα (Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338), διαπίστωση που αποτέλεσε τον κυριότερο λόγο που οδήγησε στην απόρριψη της αίτησης του αιτητή. Αυτό, εξάλλου, ήτοι η παράνομη παραμονή στη χώρα, προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα έγγραφα και δεν αμφισβητείται, ούτε και έχει παρουσιαστεί οτιδήποτε περί του αντιθέτου, από την πλευρά του αιτητή. Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από μια καθόλα αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. και Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην TONU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022).

 

Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ως επαρκείς ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία: «Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της (βλ. Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014 και Anghel Viorel, ανωτέρω).

 

Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει η Διοίκηση κατά την εξέταση αιτήσεως ως η υπό κρίση, καταλήγω ότι και στην παρούσα περίπτωση, οι πληροφορίες που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το μεταναστευτικό ιστορικό και/ή τη διάρκεια της παράνομης παραμονής του στη Δημοκρατία, αποτελούν επαρκή νομιμοποιητική βάση για την απόρριψη του αιτήματός του, εφαρμόζοντας εν προκειμένω τις διατάξεις του άρθρου 111 του Νόμου (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου επί του ιδίου ζητήματος στις S.A. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 803/2020, ημερ. 15.4.2024 και D.J.G. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 316/2020, ημερ. 16.1.2024).

 

Υπενθυμίζεται, στο σημείο αυτό ότι, κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για πολιτογράφηση, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για πολιτογράφηση, αλλά «δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης» (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009).

 

Έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί από την ημεδαπή νομολογία ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». Σημειώνεται ότι το σκεπτικό της Yousife Mohamad, ανωτέρω, υιοθετήθηκε μεταγενέστερα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 (βλ. επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013). Η ευχέρεια ενός κράτους να παρέχει την υπηκοότητά του σε άτομα, είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Tulin Sabahatin Veysel, ανωτέρω, «η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη» (βλ. επίσης Boulatnikova v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).

 

Στην Ήρωα, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.[...]

 

Το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης.  Ο Υπουργός Εσωτερικών πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας. Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του. Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου.  Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αιτητή, και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του αιτητή να καταστεί Κύπριος πολίτης κλπ.

 

Με τα όσα εξήγησα πιο πάνω, είναι σαφές ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Υπό τις περιστάσεις κρίνω ότι με τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιόν μου, διεξήχθη δέουσα έρευνα και τίποτε το αντιφατικό, αόριστο ή ασαφές λήφθηκε υπ΄ όψιν. Η υπόθεση εξετάστηκε στα πλαίσια της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης και κανένα από τα παράπονα του αιτητή δεν φαίνεται να ευσταθεί.».

 

Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα και δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων, οι οποίοι ενήργησαν εντός των ορίων της, ευρείας εν προκειμένω, διακριτικής τους ευχέρειας.

 

Υπό το φως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει η συνήγορος του αιτητή στη γραπτή της αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία της περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε και εντοπίζεται κενό έρευνας.

 

Ενόψει λοιπόν των γεγονότων της υπόθεσης και, γενικότερα, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων,  κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Συνεπώς, καθίστανται αβάσιμοι και απορριπτέοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του αιτητή.

 

Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της.

 

Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 21.1.2022, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση του αιτητή. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια το μεταναστευτικό ιστορικό και η συμπεριφορά του αιτητή στη Δημοκρατία και, κατ’ επέκταση, οι λόγοι απόρριψης της αίτησής του από τη Διοίκηση (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, S.A., ανωτέρω, D.J.G., ανωτέρω, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Συνεπώς, για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω, κρίνω ότι δεν υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.

 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο