
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 25/2020
14 Φεβρουαρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Αναφορικά με τα Άρθρα 28, 29 και 146 του Συντάγματος
Π.Χ. του Σ.
Αιτητή
Και
Πανεπιστημίου Κύπρου
Καθ' ων η Αίτηση
.........
Βασίλης Αντωνίου για Χ. Μάρκου & Σία Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Αιτητή
Μαρία Καραχάννα για Προύντζος & Προύντζος Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για Καθ’ ων η αίτηση.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Γαλλικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών των Καθ’ ων η Αίτηση (εφεξής το «Τμήμα»), αιτείται ακύρωσης της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση για μη ανέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή.
Δεδομένου ότι, εγείρεται λόγος ακύρωσης, ο οποίος αφορά την πάροδο ευλόγου χρόνου για τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης, δέον να παρατεθούν, κατά το δυνατόν, αναλυτικά οι ενέργειες των Καθ’ ων η αίτηση πριν/κατά την έκδοση της. Αυτές είχαν ως εξής:
Οι Καθ’ ων η Αίτηση, με ηλεκτρονικό μήνυμά τους, ημερ. 25.07.2017, ενημέρωσαν τον Αιτητή αναφορικά με την απόφαση αποπαγοποίησης των θέσεων ανέλιξης Ακαδημαϊκού Προσωπικού καθώς και τη συμπερίληψη της πρόθεσης ανέλιξης του Αιτητή στις εν λόγω προς ανέλιξη θέσεις, Ενόψει τούτου, ο Αιτητής με Εσωτερικό Σημείωμά του, προς τον Πρόεδρο του Τμήματος εξέφρασε την επιθυμία του, όπως ενεργοποιηθεί η διαδικασία αξιολόγησής του, με σκοπό την ανέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή.
Το Συμβούλιο του Τμήματος σε συνεδρία του στις 02.11.2017, αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί εσωτερικά και εξωτερικά μέλη για τη σύσταση της Ειδικής Επιτροπής.
Στις 03.11.2017, με Εσωτερικό Σημείωμά του, ο Προέδρος του Τμήματος προς την Κοσμήτορα της Σχολής Ανθρωπιστικών Σπουδών (εφεξής η «Σχολή»), υπέβαλλε προς έγκριση την απόφαση της Συνεδρίας τού Συμβουλίου του Τμήματος για σύσταση της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του Αιτητή.
Κατά την 81η Συνεδρία του Συμβουλίου της Σχολής στις 15.11.2017, αποφασίσθηκε ομόφωνα η έγκριση της απόφασης του Συμβουλίου του Τμήματος για σύσταση της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του Αιτητή.
Η Σύγκλητος, κατά τη Συνεδρία της υπ’ αριθμό 28/2017, ημερ. 06.12.2017, αφού έλαβε γνώση της εισήγησης του Συμβουλίου του Τμήματος, αποφάσισε να αναπέμψει την απόφαση σύστασης Ειδικής Επιτροπής, στο Τμήμα, με σκοπό την υποβολή αναθεωρημένης εισήγησης ώστε να υπάρχει ευρύτερη επιλογή ως προς τις χώρες προέλευσης των προταθέντων εξωτερικών μελών της Ειδικής Επιτροπής.
Ενόψει της εν λόγω απόφασης της Συγκλήτου υπ’ αριθμό 28/2017, το Συμβούλιο του Τμήματος σε συνεδρία του στις 20.12.2017, εισηγήθηκε τα μέλη για τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής με σκοπό την ανέλιξη του Αιτητή. Η εν λόγω εισήγηση του Συμβουλίου του Τμήματος, υποβλήθηκε προς έγκριση στο Συμβούλιο της Σχολής με Εσωτερικό Σημείωμα του Προέδρου του Τμήματος προς την Κοσμήτορα της Σχολής ημερ 20.12.2017.
Το Συμβούλιο της Σχολής, κατά τη συνεδρία του υπ’ αριθμό 1/2018, αποφάσισε, όπως η εισήγηση για σύσταση Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του Αιτητή επανυποβληθεί από το Τμήμα για ορθή τήρηση της διαδικασίας.
Το Τμήμα σε νέα έκτακτη Συνεδρία του Συμβουλίου του, στις 12.03.2018, εισηγήθηκε τα εσωτερικά και εξωτερικά μέλη της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του Αιτητή. Η εν λόγω εισήγηση του Συμβουλίου υποβλήθηκε στις 13.03.2018, προς έγκριση στο Συμβούλιο μέσω Εσωτερικού Σημειώματος του Προέδρου του Τμήματος προς την Κοσμήτορα της Σχολής.
Το Συμβούλιο της Σχολής, κατά τη Συνεδρία του υπ’ αριθμό 2/2018, ημερ. 14.03.2018, ενέκρινε ομόφωνα την εισήγηση του Τμήματος για σύσταση της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του Αιτητή.
Η Σύγκλητος, κατά τη Συνεδρία της υπ’ αριθμό 8/2018, ημερ. 28.03.2018, αφού έλαβε γνώση και μελέτησε το διάγραμμα διαδικασίας ανέλιξης του Αιτητή, καθώς και την εισήγηση του Συμβουλίου του Τμήματος, η οποία υποβλήθηκε μέσω του Συμβουλίου της Σχολής, προέβη στο διορισμό της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του Αιτητή.
Στις 11.05.2018, ο Πρόεδρος του Τμήματος με Εσωτερικό του Σημείωμα προς τον Πρόεδρο και τα Μέλη της Συγκλήτου των Καθ’ ων η Αίτηση, ενημέρωσε τους παραλήπτες αναφορικά με την απόφαση άρνησης συμμετοχής στις εργασίες της Ειδικής Επιτροπής δύο εκ των εξωτερικών μελών της Ειδικής Επιτροπής, καθώς και δύο αναπληρωματικών μελών, ζητώντας περαιτέρω οδηγίες για τον χειρισμό του ανακύψαντος ζητήματος.
Σε συνέχεια των ενημερωτικών σημειωμάτων περί άρνησης συμμετοχής των δύο εξωτερικών μελών και των αναπληρωματικών τους μελών στην Ειδική Επιτροπή, ο Πρόεδρος του Τμήματος και Πρόεδρος της Ειδικής Επιτροπής υπέβαλε προς έγκριση από το Συμβούλιο της Σχολής, μέσω Εσωτερικού Σημειώματος, ημερ. 04.06.2018, τα προταθέντα μέλη για τη συμπλήρωση των μελών της Ειδικής Επιτροπής.
Το Συμβούλιο της Σχολής κατά τη Συνεδρία υπ’ αριθμό 4/2018, ημερ. 06.06.2018, ενέκρινε ομόφωνα την εισήγηση του Τμήματος για τη συμπλήρωση της Ειδικής Επιτροπής για την ανέλιξη του Αιτητή.
Η Σύγκλητος κατά τη Συνεδρία υπ’ αριθμό 15/2018, ημερ. 12.06.2018, αφού εξέτασε την εισήγηση του Τμήματος που υποβλήθηκε μέσω του Συμβουλίου της Σχολής, προέβη στην οριστικοποίηση της συμπλήρωσης της Ειδικής Επιτροπής, με σκοπό την ανέλιξη του Αιτητή.
Κατόπιν κλήσης του από τους Καθ’ ων η αίτηση (έγγραφο-Κ. 14 σε διοικητικό φάκελο, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1 στη δικαστική διαδικασία), στις 31.07.2018, ο Αιτητής υπέβαλε τον φάκελο του στον Πρόεδρο της Επιτροπής. Στις 08.10.2018 οι Καθ’ ων η αίτηση πληροφόρησαν τον Αιτητή ότι η Ειδική Επιτροπή συμφώνησε να τον καλέσει στις 20.12.2018 για δημόσια διάλεξη και ακολούθως συνέντευξη ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής (Κ. 24 του Τεκμηρίου 1).
Τελευταίο δεκαήμερο Νοεμβρίου με πρώτο δεκαήμερο Δεκεμβρίου 2018, οι ανεξάρτητοι κριτές που ορίστηκαν από την Ειδική Επιτροπή υπέβαλαν τις γραπτές τους αξιολογήσεις αναφορικά με τον Αιτητή.
Στις 20.12.2018 πραγματοποιήθηκε η δημόσια διάλεξη και η προσωπική συνέντευξη του Αιτητή ενώπιον της Ειδικής Επιτροπής.
Ακολούθως, η Ειδική Επιτροπή συνέταξε Έκθεση ημερομηνίας 20.12.2018, στην οποία κατέγραψε συγκεκριμένα ευρήματά της και την κατάληξή της όπως μη συστήσει την ανέλιξη του Αιτητή στη βαθμίδα του Καθηγητή.
Στις 27.12.2018, οι Καθ’ ων η Αίτηση με Εσωτερικό τους Σημείωμα, προώθησαν στον Αιτητή την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής, θέτοντας ταυτόχρονα το χρονικό πλαίσιο 15 ημερών, εντός των οποίων θα έπρεπε να υποβάλει τα σχόλιά του επί του περιεχομένου της.
Ο Αιτητής, αφού έλαβε παράταση λόγω καθυστερημένης λήψης γνώσης της Έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, στις 22.01.2019 απάντησε με τα σχόλια και διαφωνία του επί αυτής.
Στις 05.02.2019, το Εκλεκτορικό Σώμα (εφεξής το «ΕΣ») κατά τη συνεδρία του υιοθέτησε την Έκθεση της Ειδικής Επιτροπής καταγράφοντας τη διαφωνία του αναφορικά με τις θέσεις του Αιτητή επί των συμπερασμάτων της Έκθεσης.
Η Σύγκλητος των Καθ’ ων η Αίτηση, κατά τη Συνεδρία της υπ’ αριθμό 10/2019, ημερ. 06.03.2019, αποφάσισε την αναπομπή της απόφασης στο ΕΣ, εφόσον μόνο 3 από τα μέλη ψήφισαν υπέρ της επικύρωσης της απόφασής του ΕΣ ενώ υπήρχαν 5 ψήφοι εναντίον και 15 αποχές. Τα μέλη που ψήφισαν εναντίον καθώς και όσα απείχαν κατέγραψαν στο σχετικό πρακτικό τους λόγους που τους οδήγησαν στην ψήφο τους. Ακολούθως της απόφασης αναπομπής, η Σύγκλητος αποφάσισε με 19 ψήφους υπέρ, 1 εναντίον και 3 αποχές όπως η αναπομπή γίνει στο ΕΣ ώστε να δοθούν απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται μέσα από τις τοποθετήσεις των διαφόρων μελών της Συγκλήτου.
Ενόψει της απόφασης της Συνεδρίας της Συγκλήτου υπ’ αριθμό 10/2019, ημερ. 06.03.2019, το ΕΣ συνεδρίασε στις 11.06.2019 και, στη βάση συγκεκριμένων λόγων, υιοθέτησε εκ νέου την εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής για μη ανέλιξη του Αιτητή στη βαθμίδα του Καθηγητή.
Η Σύγκλητος των Καθ’ ων η Αίτηση κατά τη συνεδρία της υπ’ αριθμό 20/2019, ημερ. 03.07.2019, αποφάσισε πλέον όπως με 18 ψήφους υπέρ και 4 αποχές επικυρώσει την απόφαση του ΕΣ για μη ανέλιξη του Αιτητή. Περαιτέρω και δυνάμει της απόφασης της Συγκλήτου υπ’ αριθμό 20/2019, ημερ. 03.07.2019, η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών των Καθ’ ων η Αίτηση, σε συνεδρία ημερ. 24.09.2019 επικύρωσε την πιο πάνω απόφαση της Συγκλήτου για μη ανέλιξη του Αιτητή στη βαθμίδα του Καθηγητή.
Οι Καθ’ ων η Αίτηση ενημέρωσαν τον Αιτητή με Σημείωμα ημερ. 25.10.2019, αναφορικά με την ως άνω απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών για μη ανέλιξή του στη βαθμίδα του Καθηγητή, απόφαση η οποία προσβάλλεται με την παρούσα Προσφυγή.
Με την πρώτη ενότητα λόγων ακύρωσης της γραπτής τους αγόρευσής, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή υποβάλλουν καταρχάς ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας [άρθρα 8 και 10 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου -Ν. 158(Ι)/1999], χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω ότι η διαδικασία σχετικά με την ανέλιξη του Αιτητή κράτησε πέραν του ευλόγου χρόνου, ήτοι σχεδόν δύο έτη ενώ φυσιολογικά αναμένετο να διαρκέσει 12 μήνες και δεν λήφθηκαν υπόψη επικαιροποιημένα στοιχεία που ακολούθησαν την κατάθεση του φακέλου του Αιτητή στις 31.07.2018, στοιχεία που παρέθεσε ο Αιτητής στη συνέντευξή του στις 20.12.2018.
Στα πλαίσια της επόμενης ενότητας λόγων ακύρωσης, και κατ’ επίκλησιν του άρθρου 25 του Ν. 158(Ι)/1999 και του Άρθρου 70 του Συντάγματος, ο Αιτητής υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη εξεδόθη από συλλογικό όργανο μη νόμιμα συγκροτημένο/συντεθειμένο λόγω της συμμετοχής στη συνεδρία του ΕΣ ημερ. 11.06.2019 ως μέλους και προέδρου του Niyazi Kizilyurek, ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί βουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 26.05.2019. Παρανομία στη σύνθεση της εν λόγω συνεδρίας του ΕΣ αποτελεί, κατά την εισήγηση του Αιτητή, και καθότι εκεί δεν κλήθηκαν τα 3 εξωτερικά μέλη της Ειδικής Επιτροπής αλλά αντιπροσωπεύθηκαν από τα άλλα δύο μέλη, κάτι που παραβιάζει τους κανονισμούς 4 και 6 των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Εκλογή, Αξιολόγηση και Ανέλιξη Ακαδημαϊκού Προσωπικού) Κανονισμών του 1996, ως είχαν κατά τους επίδικους χρόνους (εφεξής οι «Κανονισμοί»)[1]. Περαιτέρω δε, κατά την εισήγηση, μετά την αναπομπή από τη Σύγκλητο στο ΕΣ λόγω λακωνικών τοποθετήσεων της Ειδικής Επιτροπής, δε συνεδρίασε (ως κατ’ ισχυρισμό όφειλε) εκ νέου η Ειδική Επιτροπή για να αιτιολογήσει επαρκώς τις θέσεις της και ακολούθως ο Αιτητής να κληθεί να εκφράσει εκ νέου τις απόψεις του κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος ακρόασης του.
Με την τρίτη ενότητα λόγων ακύρωσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή ισχυρίζονται επιμέρους πλημμέλειες στην αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης, που, κατά την εισήγηση φανερώνουν ότι η προσβαλλόμενη ήταν και προϊόν ελλιπούς έρευνας και κακής άσκησης διακριτικής ευχέρειας.
Τέλος, με τον καταληκτικό λόγο ακύρωσης εγείρεται ισχυρισμός περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας και ίσης μεταχείρισης λόγω της συμμετοχής του ιδίου προσώπου ως μέλους της Ειδικής Επιτροπής και του ΕΣ.
Στους ανωτέρω ισχυρισμούς, οι Καθ’ ων η αίτηση διά της αγόρευσης των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους, απαντούν προτάσσοντας το νόμιμο και αιτιολογημένο τόσο της προσβαλλόμενης απόφασης όσο και της όλης διοικητικής ενέργειας.
Έχοντας εξετάσει με την απαραίτητη προσοχή το σύνολο των ισχυρισμών του Αιτητή σε συνάρτηση με τις υποβολές των Καθ’ ων η αίτηση και με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, καταλήγω στα ακόλουθα:
Ξεκινώντας, δε με βρίσκουν σύμφωνο οι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη εξεδόθη από συλλογικό όργανο μη νόμιμα συγκροτημένο/συντεθειμένο λόγω της συμμετοχής στη συνεδρία του ΕΣ ημερ. 11.06.2019 ως μέλους και προέδρου του Niyazi Kizilyurek, ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί βουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 26.05.2019. Ως οι ευπαίδευτοι συνήγοροι για τους Καθ’ ων η αίτηση υποβάλλουν και δεν αμφισβητείται άλλωστε, το εν λόγω μέλος του ΕΣ είχε μεν εκλεγεί στις 26.05.2019 όμως ανέλαβε τα καθήκοντά του ως μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την περίοδο από 02.07.2019 και εντεύθεν ως εκ τούτου δεν βρίσκω ότι προηγουμένως, στις 11.06.2019, η συγκρότηση (ή σύνθεση) του ΕΣ είχε πλημμέλεια εκ της συμμετοχής του. Αυτό διότι ακόμα κι αν θεωρήσω ότι το Άρθρο 70 του Συντάγματος εφαρμόζεται και στην περίπτωση ευρωβουλευτών και τούτο κατόπιν αυτεπάγγελτης εξέτασης της εφαρμογής του περί της Εκλογής των Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νόμου του 2004, ως είχε τροποποιηθεί[2], η απόφαση Εκλ. Αίτηση Αρ. 1/2017 Ανδρέα Μιχαηλίδη κ.α. ν. Γενικού Εφόρου Εκλογής κ.α. ημερ. 30.04.2018 ρητώς έχει ξεκαθαρίσει ότι δεν προκύπτει ασυμβίβαστο μετά την εκλογή αλλά πριν την έναρξη της βουλευτικής περιόδου. Εκεί αναφέρθηκε εν προκειμένω:
«(…) το όλο ζήτημα προέκυψε πριν την έναρξη της βουλευτικής περιόδου (εξού και δεν δημιουργείται ασυμβίβαστον ένεκα της ιδιότητος της ως Ευρωβουλευτού), δηλαδή εκτός βουλευτικής περιόδου».
Το αβάσιμο και άρα και εδώ απορριπτέο του λόγου ακύρωσης περί παράβασης της αρχής της αμεροληψίας και ίσης μεταχείρισης λόγω της συμμετοχής του ιδίου προσώπου ως μέλους της Ειδικής Επιτροπής και του ΕΣ θεωρώ έχει ήδη κριθεί δεσμευτικά από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Εφ. ΔΔ Αρ. 139/2019 Πανεπιστημίου Κύπρου v. Ιωσηφίδου ημερ. 20.01.2022. Και στην παρούσα περίπτωση, οι Κανονισμοί, όχι μόνο δεν περιέχουν οποιαδήποτε πρόνοια που να απαγορεύει τη συμμετοχή του ιδίου προσώπου ως μέλους της Ειδικής Επιτροπής και του ΕΣ αλλά ουσιαστικά το επιτρέπουν εφόσον ο ως άνω ειρηθείς κανονισμός 6 (πρώτη επιφύλαξη) αναφέροντας ότι
«σε περίπτωση που ο Πρόεδρος της Επιτροπής δεν είναι μέλος του Εκλεκτορικού Σώματος, προσκαλείται για να παρουσιάσει την έκθεση της» ακριβώς προβλέπει τη δυνατότητα το ίδιο πρόσωπο να συμμετέχει και στα δύο όργανα.
Ως εκ των ανωτέρω, ουδείς εκ των ισχυρισμών περί πλημμέλειας σύνθεσης ή συγκρότησης των Καθ’ ων η αίτηση με βρίσκουν σύμφωνο και απορρίπτονται.
Δε με βρίσκουν περαιτέρω σύμφωνο ούτε οι ισχυρισμοί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας [άρθρα 8 και 10 του Ν. 158(Ι)/1999], χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης λόγω ότι η διαδικασία σχετικά με την ανέλιξη του Αιτητή κράτησε πέραν του ευλόγου χρόνου, και δεν λήφθηκαν υπόψη επικαιροποιημένα στοιχεία που ακολούθησαν την κατάθεση του φακέλου του Αιτητή στις 31.07.2018, στοιχεία που παρέθεσε ο Αιτητής στη συνέντευξή του στις 20.12.2018.
Καταρχάς σημειώνω ότι δεν γίνεται δικογράφηση ή επίκληση συγκεκριμένης πρόνοιας των Κανονισμών, που κατ’ ισχυρισμό παραβιάζεται ώστε να διαπιστωθεί αφενός ότι παρήλθε ο χρόνος που εκεί τάσσεται, αφετέρου ότι ο χρόνος που τελικά διήρκεσε η όλη διαδικασία ήταν πέραν του ευλόγου εφόσον, φυσιολογικά, το «εύλογο» κρίνεται και σε συνάρτηση με την προβλεπόμενη προθεσμία που δεν τηρήθηκε. Αυτό που υποβάλλεται ήταν ότι έπρεπε συνολικά να διαρκέσει ένα έτος αντί δύο έτη, υποβολή, υπό τις περιστάσεις ελλιπής. Σε κάθε περίπτωση, είναι δεδομένη η αρχή ότι οι προθεσμίες που τίθενται στη διοίκηση [τα δε άρθρα 10 και 8 του Ν. 158(Ι)/1999 δεν εισάγουν εξαίρεση σε αυτό], είναι κατά κανόνα ενδεικτικές και όχι ανατρεπτικές με σχετικό το άρθρο 11 του Ν.158(Ι)/1999 και την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του ΔΔ στην Υπόθεση Αρ. 5756/2013 ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑ CO CYPRUS OPPORTUNITY ENERGY PUBLIC COMPANY LIMITED & PETRICIA ENERGY AS ν. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ κ.α. 20.06.2017[3]. Δε θεωρώ ότι η υπό κρίση περίπτωση αποτελεί εξαίρεση στον εν λόγω κανόνα και, σε κάθε περίπτωση, από την αλληλουχία γεγονότων σε συνάρτηση με τους χρόνους που αυτά συνέβησαν προ της έκδοσης της προσβαλλομένης, γεγονότα που κατέγραψα ανωτέρω, δε διαπιστώνω να παρήλθε ο εύλογος χρόνος για την έκδοση της.
Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι η απόφαση της τότε Προέδρου του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Πρ. Αρ. 1141/2016 Χριστοδούλου ν. Πανεπιστημίου Κύπρου ημερ. 17.05.2021, στην οποία παραπέμπομαι από τον Αιτητή, διαφοροποιείται εμφανώς ως προς τα γεγονότα της δεδομένου ότι εκεί ο φάκελος του υποψηφίου είχε κατατεθεί περί τα τέσσερα έτη πριν την συνέντευξή του σε αντίθεση με την παρούσα όπου ο φάκελος κατατέθηκε στις 31.07.2018 και η δημόσια διάλεξη και συνέντευξη έλαβε χώρα στις 20.12.2018 και αφού οι αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών ελήφθησαν εντός λιγότερο ενός μηνός από αυτήν.
Συναφώς, διαφωνώ με τον ισχυρισμό ότι οι Καθ’ ων η αίτηση, σε αντίθεση με τις επιταγές της νομολογίας (Χριστοδούλου ανωτέρω), περιορίστηκαν στα δεδομένα κατά τον χρόνο κατάθεσης του φακέλου του (31.07.2018) και δεν ελήφθησαν υπόψη όσα ο Αιτητής υπέβαλε στη συνέντευξή του στις 20.12.2018. Είναι σαφές ότι στη συνεδρία του ΕΣ ημερομηνίας 11.06.2019, ρητώς σχολιάστηκαν όσα αναφέρθηκαν από τον Αιτητή κατά τη συνέντευξή του περιλαμβανομένων των αφορώντων το ερευνητικό του πρόγραμμα αλλά και του τρόπου που, εκ των πραγμάτων, λήφθηκαν υπόψη και αξιολογήθηκαν τα βιβλία που εξεδόθησαν μετά την κατάθεση του φακέλου του. Συγκεκριμένα, στη σελ. 10, παράγραφος 4.1 του πρακτικού ημερομηνίας 11.06.2019 αναφέρθηκε:
«4.1 Διεθνής απήχηση έργου: Βιβλία
Καταρχάς διευκρινίζεται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι για την αξιολόγηση του υποψηφίου έχει ληφθεί υπόψη όλο το δημοσιευμένο και προσκομισθέν από τον ίδιο υλικό. Παρόλο που ο κ. Χχχχχχχ αναφέρθηκε στην απάντησή του στην έκθεση της Ειδικής Επιτροπής σε βιβλία που είχαν εκδοθεί, ουδείς του απαγόρευσε είτε να τα βάλει στο φάκελό του αν είχαν ήδη εκδοθεί, είτε να τα δώσει στον πρόεδρο της Ειδικής Επιτροπής μόλις εκδόθηκαν ή ακόμα και να τα φέρει την ημέρα της συνέντευξης. Ελεύθερος ήταν να το πράξει και δεν το έκανε. Τα εξωτερικά μέλη της Ειδικής Επιτροπής επέμεναν ότι λαμβάνουν υπόψιν τα βιβλία του ως αναφορές στο Βιογραφικό του, αλλά δεν μπορούν να εκφέρουν γνώμη, πέρα από τον τίτλο, ως προς το περιεχόμενό τους εάν δεν διαθέτουν αρκετό χρόνο για να τα μελετήσουν. Η Ειδική Επιτροπή δεν αρνήθηκε λοιπόν να τα λάβει υπόψη της σαν βιβλιογραφικές αναφορές, αλλά δεν μπορεί να αναμένεται από αυτήν ποιοτική αξιολόγησή τους όταν δεν υπάρχει ούτε ένα βιβλίο στον φάκελο του υποψηφίου, ούτε βιβλιοκρισίες ή ετεροαναφορές».
Δε βρίσκω σφάλμα στις ανωτέρω αναφορές ούτε η προσέγγιση αυτή παραβιάζει οποιαδήποτε κανονιστική ή νομολογιακή αρχή, σημειώνω μάλιστα ότι και στις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών, οι οποίες φέρουν ημερομηνίες από 21.11.2018 έως 05.12.2018, γίνεται μεν μνεία στα «υπό έκδοση» τότε βιβλία του Αιτητή, χωρίς όμως κριτική του περιεχομένου τους προφανώς επειδή δεν είχαν την ευκαιρία να τα μελετήσουν είτε επειδή δεν είχε/είχαν τότε εκδοθεί είτε επειδή δεν ήταν εν γνώσει τους η έκδοσή του/τους.
Συνεπώς και οι συγκεκριμένοι λόγοι ακύρωσης περί παράβασης των αρχών νομιμότητας, χρηστής διοίκησης και δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, απορρίπτονται.
Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής υποβάλλει ότι μετά την αναπομπή από τη Σύγκλητο στο ΕΣ λόγω λακωνικών τοποθετήσεων της Ειδικής Επιτροπής, δε συνεδρίασε, ως κατ’ ισχυρισμό όφειλε εκ νέου η Ειδική Επιτροπή για να αιτιολογήσει επαρκώς τις θέσεις της και ακολούθως ο Αιτητής να κληθεί να εκφράσει εκ νέου τις απόψεις του κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος ακρόασης του.
Δε συμφωνώ ούτε με την εν λόγω θέση του Αιτητή. Σύμφωνα με τους Κανονισμούς [Κανονισμός 9(7)] προβλέπεται η παροχή δικαιώματος στον Αιτητή να εκφράσει τις απόψεις του επί της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής, δικαίωμα που άσκησε με εκτενή επιστολή του (μέρος του Κ.27 σε διοικητικό φάκελο-Τεκμήριο 1 σε διαδικασία). Ακολούθως, η Σύγκλητος, ανέπεμψε το ζήτημα στο ΕΣ (και όχι στην Ειδική Επιτροπή), το οποίο πράγματι αιτιολόγησε εκτενώς την υιοθέτηση της εισήγησης της Ειδικής Επιτροπής για μη ανέλιξη του.
Έχοντας υπόψη το περιεχόμενο των όσων το ΕΣ ανέφερε σε συνάρτηση με τα ερωτήματα που ετέθηκαν από τα μέλη της Συγκλήτου αλλά και με τα όσα η Ειδική Επιτροπή είχε (παραδεκτά λακωνικότερα) διατυπώσει στην εισήγησή της, δε θεωρώ ότι έπρεπε να είχε παρασχεθεί εκ νέου δικαίωμα στον Αιτητή να τοποθετηθεί επί του πρακτικού ημερ. 11.06.2019.
Αυτό όχι μόνο καθότι, κατόπιν της αναπομπής από τη Σύγκλητο, δικαίωμα δεύτερης ακρόασης δεν προβλέπεται στους Κανονισμούς, αυτό, δεν αποτελεί άλλωστε, κατά τη γνώμη μου, το μόνο κριτήριο για το κατά πόσο ασκήθηκε το δικαίωμα ακρόασης αλλά πρέπει να ελέγχεται και αν το δικαίωμα ασκήθηκε αποτελεσματικά [βλ. παράγραφος 20 «Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, διαδικτυακό μάθημα της 07.04.2020)» της Καθ. Ευγ. Πρεβεδούρου], άρα εν προκειμένω θα πρέπει να εξετάζεται κατά πόσο λήφθησαν υπόψη από το ΕΣ ουσιώδη δεδομένα επί των οποίων δεν είχε δοθεί στον Αιτητή η ευκαιρία να τοποθετηθεί στα πλαίσια της (προηγούμενης) άσκησης του δικαιώματός ακρόασης επί της έκθεσης δηλαδή της Ειδικής Επιτροπής.
Θεωρώ λοιπόν ότι με την επιστολή του (Κ.27 Τεκμηρίου 1), άσκησε τελικά αποτελεσματικά το δικαίωμα ακρόασής του επί όλων των θεματικών που η Ειδική Επιτροπή διατύπωσε και απλώς ακολούθως το ΕΣ ανέπτυξε με μεγαλύτερη και, φρονώ, δέουσα πλέον αιτιολογία.
Συγκεκριμένα η Ειδική Επιτροπή είχε αναφερθεί στις αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών και στο πως τις ερμηνεύει, στο εύρος βιβλίων και δημοσιεύσεων σε μεγάλα διεθνή περιοδικά, στη διεπιστημονικότητα του κ.α, θεματικές, στις οποίες το ΕΣ αιτιολόγησε εκτενέστερα προς απάντηση στις τοποθετήσεις των μελών της Συγκλήτου στη Συνεδρία ημερ. 06.03.2019. Αιτιολόγησε εκτενέστερα αυτά που θεωρήθηκαν ως «επιφύλαξη» για την τότε ανέλιξη του Αιτητή και έχριζαν περαιτέρω αιτιολόγησης (και όχι βέβαια τα όσα, δίχως άλλο θετικά, περιελάμβανε η υποψηφιότητά του και κατέγραψε και η ίδια η Ειδική Επιτροπή σε διάφορα σημεία της έκθεσής της αλλά και οι κατά το μείζον εγκωμιαστικές αξιολογήσεις των ανεξάρτητων κριτών).
Στη βάση λοιπόν των ανωτέρω αλλά και της απόφασης ΕΔΔ Αρ. 93/16 Χριστάκης Κωνσταντινίδης ν. Πανεπιστημίου Κύπρου ημερ.11.09.2023, η οποία θεωρώ προσφέρει καθοδήγηση αναφορικά με την παροχή δικαιώματος ακρόασης και στα πλαίσια της παρούσας, απορρίπτω και τον εν λόγω ισχυρισμό του Αιτητή.
Με την επόμενη (τελευταία εξεταζόμενη) ενότητα λόγων ακύρωσης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή ισχυρίζονται διάφορες πλημμέλειες στην αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης. Κατά τον ισχυρισμό τους ένα εκ των μελών της Ειδικής Επιτροπής δε διέθετε γνώση του αντικειμένου του Αιτητή εφόσον δεν ομιλούσε την γαλλική. Περαιτέρω, θεωρούν ότι δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη η λακωνική επικύρωση εκ μέρους της Συγκλήτου της απόφασης του ΕΣ ενόψει της θετικής άποψης των τριών ανεξάρτητων κριτών έναντι της αρνητικής εισήγησης των μελών της Ειδικής Επιτροπής ενώπιον του ΕΣ. Τέλος υποβάλλουν ότι επιμέρους αναφορές του πρακτικού της συνεδρίας του ΕΣ ημερ. 11.06.2019 ήταν αναιτιολόγητες.
Έχοντας εξετάσει και τους ως άνω ισχυρισμούς, οδηγούμαι στην απόρριψή τους για τους εξής λόγους:
Ως προς τον σχολιασμό επιμέρους αναφορών του πρακτικού της συνεδρίας του ΕΣ ημερ. 11.06.2019, θεωρώ πρώτα ότι δεν μπορούν οι καταγραφές του ΕΣ να χαρακτηριστούν ως αναιτιολόγητες εφόσον με αυτές επεξηγούνται με επαρκή πλέον σαφήνεια οι λακωνικές αναφορές της έκθεσης της Ειδικής Επιτροπής. Διαπιστώνω λοιπόν επαρκή αιτιολόγησή τους, σημειώνοντας βέβαια ότι το καθαυτό περιεχόμενό τους δεν μπορεί να τύχει ελέγχου από το παρόν ως εμπίπτον στα πλαίσια της τεχνικής κρίσης, σε κάθε δε περίπτωση, ενώπιον μου δεν ετέθη οτιδήποτε (παρότι τέτοια ευχέρεια παρέχεται στην ακυρωτική δίκη) που να δημιουργεί υπόνοια περί πλάνης ή υπέρβασης της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης ως προς όσα κατέγραψε το ΕΣ στο εν λόγω πρακτικό. Στη Μεττή Μιχαλάκης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 157 αναφέρθηκε:
(…) έχει νομολογηθεί ότι η τεχνική κρίση της διοίκησης δεν ελέγχεται, παρά μόνο σε περιπτώσεις πλάνης περί τα πράγματα ή υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας της διοίκησης (βλ. υπόθεση αρ. 919/93, Αλίκη Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας, ημερ. 4/2/2000 και τη νομολογία που μνημονεύει)».
Ως τώρα προς την αιτιολογία αναφορικά με τη συνάφεια του γνωστικού αντικειμένου ενός εκ των εξωτερικών μελών της Επιτροπής λόγω μη γνώσης της γαλλικής γλώσσας, είναι σαφές και συμφωνώ με τους ευπαίδευτους συνηγόρους των Καθ’ ων η αίτηση ότι στο βιογραφικό της (μέρος Κ.19 του Τεκμηρίου 1) αναφέρεται ότι γνωρίζει τη γαλλική σε επίπεδο «good working ability», της απεστάλη άλλωστε και επιστολή στη γαλλική προκειμένου να κληθεί για πρώτη φορά ως μέλος της Ειδικής Επιτροπής (μέρος του Κ23 του Τεκμηρίου 1), συνεπώς δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός αυτός.
Δεν ευσταθεί τέλος ούτε ότι απαιτείτο εκ μέρους της Συγκλήτου περαιτέρω αιτιολόγηση της λακωνικής επικύρωσης της απόφασης του ΕΣ ενόψει της θετικής άποψης των τριών ανεξάρτητων κριτών έναντι της αρνητικής εισήγησης των μελών της Ειδικής Επιτροπής ενώπιον του ΕΣ. Είναι σαφές ότι το ΕΣ αιτιολόγησε τους λόγους που υιοθέτησε την εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής παρά τα όσα θετικά καταγράφησαν από τους ανεξάρτητους κριτές και ακολούθως η Σύγκλητος, αποδεχόμενη πλέον την κρίση της, την επικύρωσε χωρίς να απαιτείται νομοθετικά, κανονιστικά ή άλλως οποιαδήποτε περαιτέρω αιτιολόγηση της επικυρωτικής αυτής απόφασης. Στη Χριστάκης Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) αναφέρθηκε εν προκειμένω (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
«Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο αποφάσισε ότι στην υπό εξέταση περίπτωση έχει εφαρμογή ο Κανονισμός 9(8), ο οποίος διαλαμβάνει ότι ο Εκλεκτορικό Σώμα εξετάζει την έκθεση της Ειδικής Επιτροπής και τις τυχόν παρατηρήσεις του υποψηφίου, λαμβάνει απόφαση και υποβάλλει τεκμηριωμένη έκθεση στην Σύγκλητο για επικύρωση.
Τα όσα αναφέρονται σχετικά με τον πιο πάνω λόγο έφεσης από το πρωτόδικο δικαστήριο, μας βρίσκουν σύμφωνους και παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«.Είναι κατά την άποψή μου σαφές ότι η απόφαση για εκλογή ή ανέλιξη του ακαδημαϊκού προσωπικού, μετά την έκθεση της ειδικής επιτροπής, εμπίπτει, σύμφωνα με το Νόμο 144/89 και τους Κανονισμούς, εντός των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Εκλεκτορικού Σώματος, ενώ οι εξουσίες της Συγκλήτου περιορίζονται στην επικύρωση ή όχι της απόφασης του Εκλεκτορικού Σώματος. Ενόψει των πιο πάνω, έχω την άποψη ότι, από τη στιγμή που η Σύγκλητος αποφάσισε να επικυρώσει, και επικύρωσε, την απόφαση του Εκλεκτορικού Σώματος, η παράθεση οποιασδήποτε περαιτέρω αιτιολογίας θα ήταν περιττή».
Δεδομένων των πιο πάνω, δεν εντοπίζω πλημμέλεια αιτιολογίας της προσβαλλόμενης, και συναφώς θεωρώ ότι ήταν προϊόν δέουσας έρευνας και (δέουσας) άσκησης διακριτικής ευχέρειας.
Συνεπώς, καταλήγω ότι ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται.
Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη επικυρώνεται με €2.000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α (εάν υπάρχει) υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
[1] Ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης ότι έπρεπε να κληθούν και να είναι παρόντα στο ΕΣ και τα λοιπά μέλη της Ειδικής Επιτροπής, πέραν δηλαδή του προέδρου της (συνεπώς και τα όσα αφορούν ως προς μη απόδειξη νόμιμης πρόσκλησης των ή τη μη εξουσιοδότηση εκ μέρους των εν λόγω εξωτερικών μελών στη συνεδρία του ΕΣ), αποσύρθηκε με την απαντητική αγόρευση (σελ.5). Ορθά, δεδομένου του περιεχομένου του κανονισμού 6 που προνοεί για παρουσία μόνο του Πρόεδρου της Επιτροπής στο ΕΣ για να παρουσιάσει την έκθεση της.
[2] Σημειώνω ότι δε δικογραφείται (ή εγείρεται) παράβαση του περί της Εκλογής των Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νόμου του 2004, ως είχε τροποποιηθεί, κάτι που εν προκειμένω, θεωρώ απαιτείται εφόσον το ζήτημα σύνθεσης άπτεται παράβασης Συνταγματικής πρόνοιας ήτοι του Άρθρου 70 του Συντάγματος, το οποίο επίσης δε δικογραφείται στην αίτηση ακυρώσεως.
[3] Αρχή που, ασφαλώς και οι ευπαίδευτοι συνήγοροι, έχοντας υπόψη, προς πίστη τους σημειώνουν στην αγόρευσή τους.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο