
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση αρ. 25/2022)
6 Φεβρουαρίου 2025
[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
N. B.
Αιτητής,
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓEIOY ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ης η αίτηση
––––––––––––––––––––––––––––––––
Ρ. Ιάσωνος (κα), για Χρύσης Δημητριάδης & ΣΙΑ ΔΕΠΕ, δικηγόροι για τον αιτητή.
N. Nικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για την καθ’ ης η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την παρούσα προσφυγή, ο αιτητής στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 11.11.2021.
Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, αφίχθηκε για πρώτη φορά στο έδαφος της Δημοκρατίας μέσω των κατεχόμενων περιοχών, σε άγνωστο χρόνο. Ακολούθως ο αιτητής υπέβαλε στις 20.10.2006 αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε στις 5.11.2007 από την Υπηρεσία Ασύλου καθότι ο αιτητής δεν προσήλθε στην προκαθορισμένη συνέντευξη.
Με επιστολή ημερομηνίας 7.2.2008, το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης πληροφορούσε τον αιτητή ότι ένεκα της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, να κλείσει το φάκελο του αιτητή, ο ίδιος όφειλε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός 14 ημέρων.
Στις 17.4.2008-και αφού διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής συνέχιζε να παραμένει παράνομα στη Δημοκρατία- τα στοιχεία του καταχωρήθηκαν από την αστυνομία στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list) με σκοπό τον εντοπισμό του.
Εν συνεχεία και περί το 2009, ο αιτητής τέλεσε γάμο με ευρωπαία υπήκοο βουλγαρικής καταγωγής και κατόπιν σχετικής αιτήσεως, παραχωρήθηκε στον αιτητή στις 27.7.2011 άδεια διαμονής ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ένωσης.
Ακολούθησε η λύση του γάμου του αιτητή με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 20.11.2013.
Στις 21.3.2014 ο αιτητής τέλεσε νέο πολιτικό γάμο με κύπρια υπήκοο. Ένεκα του γάμου του, παραχωρήθηκε στον αιτητή στις 11.12.2014, κατόπιν αιτήσως του, άδεια διαμονής για σκοπούς απασχόλησης ως μέλος οικογένειας κύπριου πολίτη με ισχύ μέχρι τις 29.10.2015. Έκτοτε η ισχύς της αδείας διαμονής του αιτητή ανανεώνετo στη βάση του ίδιου καθεστώτος. Σημειώνεται ότι ο αιτητής από το γάμο αυτό απέκτησε δυο τέκνα.
Στις 2.6.2017 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για την απόκτηση της ιδιότητας κύπριου πολίτη δυνάμει εγγραφής, η οποία απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, δυνάμει της επιφύλαξης του άρθρου 110 (2) του Ν. 141 (Ι)/2002, εξαιτίας της προγενέστερης παράνομης παραμονής του αιτητή και παράνομης εισόδου του στη Δημοκρατία. Για την απόφαση αυτή ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 25.10.2018.
Ακολούθως, ήτοι στις 29.10.2018 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει πολιτογράφησης, στα πλαίσια του άρθρου 111 του Ν. 141 (Ι)/2002.
Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της λειτουργού εξέτασης, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετικό σημείωμα που ετοιμάστηκε, μετά από προσωπική συνέντευξη του αιτητή και αφού προηγουμένως, είχαν ληφθεί πληροφορίες από την Αστυνομία και στοιχεία από την ΙNTERPOL.
Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 11.11.2021, με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 29/10/2018 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί βάσει του μεταναστευτικού σας ιστορικού κατά την διάρκεια της παραμονής σας στην Κύπρο.»
Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης ο αιτητής καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.
Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς αιτιολογίας καθώς και ότι η διοίκηση ενήργησε κακόπιστα και καταχρηστικά και κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης. Αποτελεί κύρια και βασική θέση του αιτητή επί της οποία εδράζει τους πιο πάνω ισχυρισμούς του, ότι οι καθ΄ων η αίτηση «έλαβαν υπόψη τους μεμονωμένα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα πριν το έτος 2014, αγνοώντας την πορεία της ζωής του αιτητή από το έτος 2014, μέχρι σήμερα». Ειδικότερα υποβάλλεται ότι πεπλανημένα και εσφαλμενα λήφθηκαν υπόψη γεγονότα, αναφορικά με το ιστορικό του αιτητή, που έλαβαν χώρα πριν από το 2014 και αγνοήθηκαν πλήρως τα νέα και ουσιώδη γεγονότα που καθορίζουν πλέον τη ζωή του αιτητή, ήτοι ότι ο αιτητής έχει ένα επιτυχημένο γάμο με Κύπρια πολίτιδα και είναι πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, εργάζεται στη Δημοκρατία και δεν έχει εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα. Σημειώνει δε η πλευρά του αιτητή ότι παρά το γεγονός ότι ο αιτητής πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για την απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, εντούτοις το αίτημα του απορρίφθηκε εξαιτίας του μεταναστευτικού του ιστορικού. Περαιτέρω υποβάλλει η πλευρά του αιτητή ότι καμία αιτιολογία δεν παρατίθεται για την απόρριψη του αιτήματος. Η δε αναφορά στο μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή, συνεχίζει η ευπαίδευτη συνήγορος, δεν συνιστά ικανοποιητική αιτιολογία, αφού το ιστορικό του αιτητή δεν καθορίζεται και δεν επεξηγείται, ενώ ως αναφέρει στην απαντητική γραπτή της αγόρευση, οι 11 σχεδόν μήνες που ο αιτητής υπήρξε παράνομος στη Δημοκρατία, δεν μπορούν να αποτελέσουν το μεταναστευτικό ιστορικό που να δικαιολογεί την απόρριψη της αίτησης του. Καταληκτικά υποστηρίζεται ότι το αρμόδιο διοικητικό όργανο δεν ενήργησε με καλή πίστη.
Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, επαρκώς αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών χωρίς να έχει εμφιλοχωρήσει ουδεμία πλάνη κατά τη λήψη της. Επισημαίνει δε, η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 καθώς και ότι ο αιτητής δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του, τους οποίους προβάλλει αόριστα και με ασαφή τρόπο. Τονίζει δε, ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και ότι ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για απόρριψη της αίτησης στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία. Η δε διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών, συνεχίζει η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση, είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη και το Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας. Επί της ουσίας αποτελεί θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου, ότι το σχετικό σημείωμα της λειτουργού που υποβλήθηκε προς τον Υπουργό περιέχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία καθώς και ότι οι καθ’ ων η αίτηση εύλογα, καλόπιστα και εντός της διακριτικής τους ευχέρειας και μετά από πλήρη έρευνα όλων των στοιχείων και όλων των δεδομένων του αιτητή κατέληξαν στην απόφαση για μη πολιτογράφηση του αιτητή λόγω του μεταναστευτικού του ιστορικού κατά την παραμονή του στη Δημοκρατία.
Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων αυτών, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ.18, ISSAE.EALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3Α.Α.Δ.496) Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, (Υποθ.Αρ.184/2008, ημ. 6.7.2010) Boulatnikova v. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007) Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20).Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης, αφού η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ ετέρου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Reyes και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18).
Σχετικά είναι τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, ως εδώ ενδιαφέρουν:
«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»
Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) λέχθηκαν τα εξής σχετικά και καθοδηγητικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:
«Το Άρθρο 111 του Νόμου 141(Ι)/2002 παρέχει σε αλλοδαπό το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση, αλλά όχι το απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης. Η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. Έτσι, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς, είναι πολύ ευρεία, όχι όμως απόλυτη, αφού υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος. Όταν η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Επίσης, το τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224) και η υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη Διοίκηση δεν υπόκειται στον έλεγχο του Δικαστηρίου, που μπορεί να επέμβει μόνο αν, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία στο σύνολό τους, θεωρεί ότι τα συμπεράσματα της Διοίκησης δεν είναι εύλογα, ή είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το Νόμο, ή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα. (Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594)».
Εν πρώτοις δε θα συμφωνήσω με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση περί μη επαρκούς δικογράφησης δεδομένου ότι οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης, περιλαμβάνονται και εξειδικεύονται στα νομικά σημεία της Προσφυγής και ως εκ τούτου θα τύχουν δικαστικής εξέτασης.
Εν προκειμένω και έχοντας κατά νου τις πιο πάνω νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή του αγόρευση και καταγράφηκαν ανωτέρω και οι οποίοι είναι συναφείς και αλληλένδετοι, δεν ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται σωρευτικώς και στην ολότητα τους.
Καταρχάς επισημαίνεται ότι το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης και δη το σημείωμα της λειτουργού εξέτασης ημερομηνίας 23.2.2021 το οποίο ως αδιαμφισβήτητα προκύπτει αποτέλεσε το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού, επιβεβαιώνει με τρόπο αναντίλεκτο –και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτητή- ότι λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση του αιτητή και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε.
Τα όσα δε επεξηγούνται με επάρκεια από την αρμόδια λειτουργό, υποστηρίζονται πλήρως από τα έγγραφα που περιλαμβάνονται στο διοικητικό φάκελο της υπόθεσης και τα οποία καθιστούν εν πρώτοις αβάσιμη και συνεπώς απορριπτέα τη θέση του αιτητή ότι δεν αιτιολογείται και δεν επεξηγείται ποιο είναι το μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή που κατά τη διάρκεια της παραμονής του, λήφθηκε υπόψη. Εν προκειμένω, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί το ακόλουθο απόσπασμα, από το σημείωμα της αρμόδιας λειτουργού:
«2.O αλλοδαπός αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία το 2006 μέσω κατεχομένων και υποβλήθηκε αίτηση για πολιτικό άσυλο και με ενημέρωση από την Υπηρεσία Ασύλου στις 5.11.2007 (ερ. 7), ο φάκελος του αλλοδαπού είχε κλείσει και δεν θεωρείτο πλέον αιτητής ασύλου. Κατέχει άδεια διαμονής και απασχόλησης ως μέλος οικογένειας Κύπριου Πολίτη με ισχύ 10.6.2021 (ερ. 220).
3.O αλλοδαπός τέλεσε γάμο με Ευρωπαία Πολίτιδα στις 4.1.2009. Μετά από έρευνα που διενεργήθηκε για την βιωσιμότητα του γάμου τους στις. 17.4.2011 η Αστυνομία επιβεβαίωσε πως το ζεύγος συζεί αρμονικά (ερ. 248-242), αλλά διατηρεί επιφυλάξεις ως προς την βιωσιμότητα και δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο σκοπός τέλεσης γάμου εκ μέρους του αλλοδαπού να αποσκοπεί την εξασφάλιση της νόμιμης διαμονής του στην Κύπρο. Έγινε εκ νέου έλεγχος για την βιωσιμότητα του γάμου τους στις 30.10.2011, και η θέση της Αστυνομίας παραμένει η ίδια (ερ249). Πήραν διαζύγιο το 2013 (ερ. 108) και δεν έχουν αποκτήσει παιδιά από το γάμο τους.
Τέλεσε γάμο με Κύπρια Πολίτιδα στις 21.3.2014 (ερ. 196)[..]».
Από τις ανωτέρω καταγραφές προκύπτει ευκρινώς- και σε αντίθεση με τις αιτιάσεις του αιτητή- ότι επεξηγήθηκαν επαρκώς και με σαφήνεια τα γεγονότα τα οποία πλαισιώνουν το μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Δημοκρατία, με αποτέλεσμα να μην αφήνεται οποιαδήποτε αμφιβολία περί του τι ήταν αυτό που εν προκειμένω λήφθηκε υπόψη. Τα όσα δε καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού υποστηρίζονται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης, στα ερυθρά του οποίου παραπέμπει και η ίδια η λειτουργός, από τα οποία, μεταξύ άλλων, επιβεβαιώνεται ότι ο αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία από τα κατεχόμενα, υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας, η οποία όμως απορρίφθηκε, αφού ως προκύπτει από την επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου προς το Τμήμα Μετανάστευσης ημερομηνίας 5.11.2007, ο ίδιος δεν προσήλθε στην απαιτούμενη καθορισμένη συνέντευξη. Ο αιτητής, ο οποίος ως υπέδειξε και η λειτουργός στο σημείωμα της, δεν θεωρείτο πλέον αιτητής ασύλου τέλεσε γάμο με ευρωπαία υπήκοο στις 4.1.2009. Από σχετικές όμως καταχωρήσεις της ΥΑΜ που εντοπίζονται στο διοικητικό φάκελο και στις οποίες ρητώς παραπέμπει η λειτουργός εξέτασης, διαπιστώθηκε, στα πλαίσια ελέγχων, ότι ναι μεν το ζεύγος εντοπίστηκε να συζεί, ωστόσο η ΥΑΜ, διατηρούσε επιφυλάξεις ως προς τη βιωσιμότητα του γάμου, πιστεύοντας, ως καταγράφεται και στο ίδιο το σημείωμα της ημερομηνίας 18.1.2012 (σχετικό είναι και το σημείωμα της ημερομηνίας 19.4.2011) ότι ο σκοπός τέλεσης του γάμου αυτού εκ μέρους του αλλοδαπού είναι η εξυπηρέτηση των συμφερόντων του και η εξασφάλιση νόμιμης παραμονής. Ως δε περαιτέρω καταγράφεται και επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο γάμος αυτός, λύθηκε, στις 20.11.2013 και ο αιτητής ακολούθως, τέλεσε, στις 21.3.2014 γάμο με κύπρια υπήκοο.
Ο αιτητής δια της απαντητικής του αγόρευσης υποβάλλει ότι ο αιτητής δεν γνώριζε ότι ήταν αναζητούμενο πρόσωπο ή ότι δεν ήταν ενήμερος για τη συνέντευξη στην οποία δεν παρουσιάστηκε. Τούτες όμως οι αναφορές, ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της εδώ προσβαλλόμενης απόφασης και να κλονίσουν τα όσα αναφέρονται στο σημείωμα της λειτουργού και τα όσα αναδύονται, ως προς αυτά, από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Άλλωστε και υπό μορφή σχολίου, δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω, ότι ως εμφαίνεται από τα ερυθρά 8 και 10 του Τεκμηρίου 1Β, μετά την απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή, στον αιτητή αποστάλθηκε σχετική επιστολή ημερομηνίας 7.2.2008 δια της οποίας ενημερωνόταν ότι όφειλε να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία εντός 14 ημερών, πράγμα που δεν έπραξε εξού και τα στοιχεία του αναρτήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων. Ούτε όμως η αναφορά ότι «οι 11 σχεδόν μήνες που υπήρξε παράνομος ο αιτητής» δεν μπορούν να αποτελέσουν το μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή και να δικαιολογήσουν την απόρριψη της αίτησης του, ευσταθεί, αφού αυτή παραβλέπει το σύνολο των δεδομένων που αναγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού και τα οποία συνθέτουν το μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Δημοκρατία.
Έπεται ότι τα όσα παραθέτει ο αιτητής ουδόλως αντικρούουν τα όσα αδιαμφισβήτητα νομίμως καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού, το οποίο αποτέλεσε το έρεισμα για τη λήψη της απόφασης του Υπουργού και το περιεχόμενο του οποίου, σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένο με τη ληφθείσα απόφαση και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, συμπληρώνει την αιτιολογία αφού καταδεικνύει αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou v. Republic (1982) 3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185) Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).
Επί της ουσίας, δεν εντοπίζω οτιδήποτε μεμπτό στην επίδικη κρίση, η οποία στηρίχθηκε σε επαρκές πραγματικό έρεισμα. Ως είναι δε παγίως νομολογημένο στα πλαίσια εξέτασης αίτησης πολιτογράφησης η απλή ύπαρξη γενικών και μόνο ενδείξεων περί ενδεχόμενου προβλήματος και η λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την αρνητική απόφαση της διοίκησης, η οποία λαμβάνεται στα πλαίσια του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφoς της (Eddine v Δημοκρατίας 2008 (3 ΑΑΔ 95) Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 307) VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017,ημερομηνίας 27/9/23).
Ούτε όμως με βρίσκει σύμφωνη η έτερη θέση του αιτητή ότι εσφαλμένα και υπό πλάνη λήφθηκαν υπόψη γεγονότα που έλαβαν χώρα πριν από το έτος 2014 και ότι αγνοήθηκαν πλήρως τα νέα και ουσιώδη γεγονότα που καθορίζουν πλέον τη ζωή του αιτητή.
Καταρχάς επισημαίνεται ότι οι πληροφορίες και τα γεγονότα που συνεκτιμήθηκαν, τα οποία άρχονται από το χρόνο έλευσης του αιτητή στη Δημοκρατία και τα οποία συναρτώνται ευθέως με το μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή κατά την παραμονή του στη Δημοκρατία, αποτελούν ανεξαρτήτως του χρονικού σημείου στο οποίο ανάγονται, καθόλα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης. Απόλυτα σχετικά επί τούτου είναι τα όσα λέχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου INAD M. AL. HAMDAN v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 141/2018, ημερομηνίας 6/3/24), τα οποία και παραθέτω:
«Όσα προέταξε ο Εφεσείων περί των απελάσεων του από τη Δημοκρατία, υπό την έννοια ότι τούτες προέκυψαν ως πραγματικό γεγονός πολλά έτη πριν και έτσι κακώς συνυπολογίστηκαν από τους Εφεσίβλητους, απαντήθηκαν εύστοχα και με επάρκεια από το Διοικητικό Δικαστήριο.
Το Διοικητικό Δικαστήριο θεώρησε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, με υπόψη πάντοτε και το Άρθρο 111, Ν.141(Ι)/02, η όλη συμπεριφορά του Εφεσείοντα αναφορικώς προς αμφότερες τις απελάσεις, ασχέτως του χρόνου που τούτες συνέβησαν, ήταν τέτοια που ορθώς αποτέλεσε γνώμονα αποτίμησης του χαρακτήρα του, όπως εξάλλου και οι συναρτώμενες προς τη συμπεριφορά αυτή, παραβιάσεις των όρων προσωρινής άδειας παραμονής του στην Κύπρο[..]».
Ούτε όμως ευσταθούν οι αναφορές του αιτητή ότι δήθεν αγνοήθηκαν παντελώς κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης τα νέα γεγονότα που περιβάλλουν τη ζωή του αιτητή, μετά το έτος 2014 και δη ότι ο αιτητής έχει ένα επιτυχημένο γάμο με Κύπρια πολίτιδα, είναι πατέρας δύο ανήλικων τέκνων, εργάζεται στη Δημοκρατία και δεν έχει εμπλακεί σε παράνομη δραστηριότητα.
Τουναντίον από το σημείωμα της λειτουργού, το οποίο τέθηκε ενώπιον του Υπουργού προς λήψη απόφασης επιβεβαιώνεται ακριβώς το αντίθετο. Ειδικότερα, ως παρατηρώ, στο εν λόγω σημείωμα διενεργείται ρητή μνεία στις περιστάσεις που περιβάλλουν τον αιτητή και συγκεκριμένα καταγράφεται με σαφήνεια και μεταξύ άλλων, ότι ο αλλοδαπός τέλεσε γάμο με Κύπρια υπήκοο, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τα οποία γεννήθηκαν στη Δημοκρατία καθώς και ότι ο αιτητής εργάζεται από το Φεβρουάριο του 2019 ως μπογιατζής σε συγκεκριμένη εταιρεία, με μηνιαίες απολαβές €1200 ευρώ ενώ η σύζυγος του ως γραμματέας με μηνιαίες απολαβές €600. Σημειώνεται δε ότι τα προηγούμενα χρόνια ο αιτητής εργαζόταν σε διάφορες άλλες εταιρείες καταβάλλοντας κοινωνικές ασφαλίσεις για τα έτη 2009-2018 καθώς και ότι η οικογένεια διαμένει με την πεθερά του αιτητή σε ιδιόκτητο σπίτι, το δάνειο, για την απόκτηση του οποίου, αποπληρώνεται από την πεθερά του αιτητή. Ρητή μνεία διενεργείται στο ότι ο αιτητής πληρεί τα απαιτούμενα νομοθετικά προβλεπόμενα προσόντα για πολιτογράφηση ενώ στο εν λόγω σημείωμα αναφέρεται ειδικώς ότι ο αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου κατά την υποβολή της αίτησης του καθώς και ότι από τις συλλεχθείσες πληροφορίες από την ΚΥΠ/Αστυνομία δεν προέκυψε οτιδήποτε αναφορικά με τον αιτητή.
Επομένως -και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του αιτητή- αυτό που επιβεβαιώνεται και δη με αναντίλεκτο τρόπο είναι ότι εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση του αιτητή, περιλαμβανομένων και των όσων ο αιτητής επικαλείται περί των προσωπικών και οικογενειακών του περιστάσεων.
Ούτε και όμως εντοπίζεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης ή κατάχρηση ή κακοπιστία στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, η οποία υπενθυμίζεται ότι ως νομολογιακά επιτάσσεται, είναι ιδιαίτερα ευρεία. Τουναντίον και στη βάση των όσων έχουν λεχθεί, διαπιστώνεται ότι η επίδικη απόφαση ότι το μεταναστευτικό ιστορικό του αιτητή δεν δικαιολογούσε την έγκριση της αίτησης του, δεν εκφεύγει της καλής πίστης και ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων, τα οποία παρέχουν επαρκές έρεισμα για την απορριπτική κατάληξη. Άλλωστε, οφείλει να επισημανθεί ότι ακόμα και η πλήρωση των τυπικών προσόντων για πολιτογράφηση, ως εν προκειμένω κρίθηκε στην περίπτωση του αιτητή, ουδόλως συνεπάγεται την απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας, η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους και ασκείται με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307). Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ότι η επίκληση του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση στην ανακοίνωση του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, δια της οποίας ως αναφέρει η πλευρά του αιτητή, συμβουλεύει τους αλλοδαπούς συζύγους Κυπρίων πολιτών που έχουν παράνομη είσοδο ή/και παραμονή στη Δημοκρατία όπως υποβάλλουν αίτηση για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση (Μ127) και όχι με εγγραφή (Μ 125), ουδόλως προδιαγράφει την επιτυχή κατάληξη μιας τέτοιας αίτησης. Αντίθετη δε προσέγγιση θα ήταν ασύμβατη με την ίδια τη φύση της πολιτογράφησης, η οποία άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας. Συναφώς οφείλει να υπομνησθεί ότι το μόνο που παρέχεται σε αλλοδαπό είναι το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα να πολιτογραφηθεί. Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται, ότι στην προκειμένη περίπτωση έρεισμα για την απόρριψη της αίτησης του αιτητή αποτέλεσε το σύνολο των δεδομένων που συνέθεταν το μεταναστευτικό ιστορικό του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Δημοκρατία.
Στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου VARSIK MKRTCHYAN v. Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/17, ημερομηνίας 27/9/23) λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Στις 27.1.2010 η Εφεσείουσα αιτήθηκε εκ νέου για απόκτηση της κυπριακής ιθαγένειας πλην όμως και πάλι υπήρξε απόρριψη στις 14.7.2014. Η επιστολή κοινοποίησης της άρνησης των Εφεσιβλήτων είχε ως εξής:
«Η Κυπριακή Δημοκρατία, ασκώντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αφού έλαβε υπό ότι:
(α) δεν έχετε επαρκείς πόρους συντήρησης,
(β) παραμείνατε και εργαστήκατε παράνομα στη Δημοκρατία από 20.12.2000 μέχρι 14.6.2002,
(γ) υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς τη γνησιότητα του γάμου σας με τον αποβιώσαντα Ε/Κ και
(δ) το καθεστώς ως χήρα Κύπριου πολίτη που κατέχετε είναι αρκούντως ικανοποιητικό για την περίπτωσή σας αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την πολιτογράφησή σας ως Κύπρια πολίτιδα».[..]
Ο πρώτος, τρίτος, τέταρτος και πέμπτος λόγος συνδέονται άρρηκτα αφού αφορούν την ορθότητα – ή μη, κατά την Εφεσείουσα – της πρωτόδικης απόφασης να κρίνει πως η επίδικη Διοικητική Πράξη ήταν σύννομη, δεν αντίκειτο σε οποιανδήποτε αρχή Διοικητικού Δικαίου, ήταν αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας, και ότι στην κρίση του αρμοδίου οργάνου δεν παρεισέφρησαν εξωγενείς παράγοντες. Ως εκ της συνάφειας τους, οι λόγοι αυτοί θα εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο.
Η ύπαρξη των τυπικών προσόντων εκ του ΄Αρθρου 111 (τρίτος πίνακας) του Νόμου απλώς δημιουργεί το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση. Δεν δημιουργεί υποχρέωση χορήγησης υπηκοότητας. Το τελευταίο θα ήταν ασύμβατο με την έννοια κυριαρχίας του κράτους.
Όπως τονίστηκε στη Mohamad v. Δημοκρατίας (2010)3 Α.Α.Δ. 18:
«η πολιτογράφηση είναι μια εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». [..]
Στη Siomina ΄Ηρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ’ αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής. [..]Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη ισχύουν κατ’ αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, και σε μεταγενέστερη νομολογία.[..]
Όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα υπόθεση η λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή στο να στηρίξει άρνηση χορήγησης υπηκοότητας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ενδελεχώς όλα όσα ετέθησαν από τους Εφεσίβλητους ως προς την άρνηση χορήγησης αιτήματος πολιτογράφησης.
Όπως ετέθη και στη Mohamad ανωτέρω, η παράνομη παραμονή στο έδαφος της Δημοκρατίας, ακόμη και στο παρελθόν (πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησης) αποτελεί ένα επιτρεπτό κριτήριο κρίσης. Το ίδιο και οι λοιπές επιφυλάξεις και εξηγήσεις που δόθηκαν από τους Εφεσίβλητους. Υπενθυμίζουμε ότι εξετάζουμε την πράξη– και την επικυρωτική αυτής απόφαση – υπό το πρίσμα της θεώρησης της ύπαρξης καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, όρια που ορθώς εκρίθη από το Δικαστήριο, πως οι Εφεσίβλητοι επ΄ουδενί παραβίασαν (Βλ 1. Meneka Madhumathi Senadhipathi S. Mudiyanselage κ.α ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ76/16, 25.9.2023).»
(η έμφαση προστέθηκε)
Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη ή κακοπιστία έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (VARSIK MKRTCHYAN (ανωτέρω) Angela Siomina Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 ΑΑΔ 307) RANJEET KAUR v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 298/19, ημερομηνίας 27/6/22).
Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.
Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.