Σ. Χ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 322/2021, 4/2/2025
print
Τίτλος:
Σ. Χ. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ κ.α., Υπόθεση αρ. 322/2021, 4/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

   (Υπόθεση αρ. 322/2021)

4 Φεβρουαρίου 2025

[ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 1Α, 25, 28, 29, 30, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Σ. Χ.

Αιτήτρια

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

2. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ

Καθ’ ων η αίτηση.

……………………………

Αγγελική Σιαξιατέ, για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε., για την αιτήτρια.

Αθανασία Αχιλλέως, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΓΑΒΡΙΗΛ, Δ.Δ.Δ.: Η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εκδίκαση προσφυγή, αξιώνοντας από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:-

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, ως περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 11.01.2021 (Παράρτημα Α) με την οποία απορρίφθηκε αναρμοδίως το αίτημα της Αιτήτριας που υπέβαλε στις 09.05.2019 προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για αναγνώριση της υπηρεσίας της ως εργοδοτούμενη και/ή με την οποία παρέλειψε και/ή αρνήθηκε να διερευνήσει το καθεστώς απασχόλησής της στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) για τα έτη 1991-2018 ως οι οδηγίες της Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».

 

  Σύμφωνα με τα όσα περιγράφονται στα γεγονότα της αίτησης ακυρώσεως, η αιτήτρια άρχισε την συνεργασία της με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (στο εξής «ΡΙΚ»), τον Δεκέμβριο του 1991, αρχικά ως ανταποκρίτρια στο ραδιόφωνο και αργότερα στην τηλεόραση, μέχρι και τον Δεκέμβριο του 2018. Από την 1.1.2019 η αιτήτρια συνήψε σύμβαση απασχόλησης ορισμένου χρόνου με το ΡΙΚ και συνεπώς, αναγνωρίστηκε ως εργοδοτούμενη του ΡΙΚ. Όπως αναφέρεται στην παράγραφο (4) των γεγονότων της προσφυγής, η υπογραφή της σύμβασης απασχόλησης ορισμένου χρόνου από 1.1.2019, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατά τον υπολογισμό του μισθού της, δεν λήφθηκε καθόλου η 27χρονη υπηρεσία της στο ΡΙΚ, «οδήγησε την Αιτήτρια στο να υποβάλει στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων αίτημα, ημερομηνίας 09.05.2019 με το οποίο ζητούσε όπως εξεταστεί το καθεστώς εργοδότησης της στο ΡΙΚ για τα έτη 1991-1998 [sic]».

 

  Με επιστολή της ημερομηνίας 9.5.2019, η αιτήτρια απευθύνθηκε προς τον Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υποβάλλοντας το εξής αίτημα:-

«Με αυτή την επιστολή επιθυμώ να θέσω υπόψιν σας και να ζητήσω να διερευνήσει το τμήμα σας, τη θέση μου ότι η 27χρονη συνεργασία μου με το ΡΙΚ {1991-2018}, δεν ήταν αυτή του παροχέα υπηρεσιών, αλλά σχέση εργοδότη- εργοδοτούμενης.

Παραθέτω πιο κάτω προς ενημέρωση σας τα στοιχεία που διαθέτω και σας ενημερώνω ότι έχω στην κατοχή μου όλα τα έγγραφα που θα αναφέρω, και μπορώ να τα προσκομίσω, εάν μου ζητηθεί.

Ονομάζομαι Σ[…] Χ[…], ΑΔΤ […] και ΑΚΑ […], ζω και εργάζομαι στη Λεμεσό.

Από τον Δεκέμβριο του 1991, άρχισα τη συνεργασία μου με το ΡΙΚ {υπάρχει το σχετικό πρώτο απόκομμα μισθοδοσίας και όσα ακολούθησαν}, για ανταποκρίσεις στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, συνεργασία η οποία συνεχίζεται.

Όλα αυτά τα χρόνια, ζήτησα επανειλημμένα από το ΡΙΚ να μου αποδώσει καθεστώς μισθωτού, χωρίς να υπάρξει ποτέ ανταπόκριση, με διάφορες προφάσεις {επικαλούμαι την σχετική έκθεση που είχε ετοιμάσει ο τότε λειτουργός στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Κ[…] Μ[…] το 2008} και την οποία το ΡΙΚ ερμήνευσε ως απαγορευτική για ικανοποίηση του αιτήματος μου.

Σημειώστε, ότι όλο αυτό το διάστημά εργαζόμουν 7 μέρες την εβδομάδα, χωρίς ανάπαυση, με μοναδική άδεια 15 ήμερων το καλοκαίρι, μετά από σχετικό αίτημα που υπέβαλλα στο Διευθυντή Ειδήσεων και Επίκαιρων του ΡΙΚ. Στην περίπτωση ασθένειας μου ή άλλου γεγονότος, εξ αίτιας του οποίου έπρεπε να απουσιάσω, με αντικαθιστούσε δημοσιογράφος από τα Κεντρικά του ΡΙΚ στη Λευκωσία, από το 1991-2006, και από το 2007, η δεύτερη ανταποκρίτρια στη Λεμεσό.

Για το χρονικό διάστημα από το 1991 μέχρι το 2011 δεν υπήρχε καμμία γραπτή συμφωνία μεταξύ μου και του ΡΙΚ, και εργαζόμουν με το κομμάτι, μου καταβάλλονταν οδοιπορικά, ενώ κατέβαλλα Κοινωνικές Ασφαλίσεις ως αυτοεργοδοτούμενη.

Σε όλα τα αποκόμματα μισθοδοσίας μέχρι το 2011, αναγράφεται ως ημερομηνία εργοδότησης η 31η/12/1991 {είναι όλα στη διάθεση σας για έλεγχο}.

Όλα αυτά τα χρόνια, μέχρι και σήμερα, η εργασία μου διεκπεραιώνεται με μηχανήματα και εξοπλισμό του ΡΙΚ και από το 2000 από τα γραφεία του ΡΙΚ στη Λεμεσό, Νίκου Παττίχη 112, με ηλεκτρονικό υπολογιστή, τηλέφωνα και μηχανήματα ήχου και εικόνας στον ίδιο χώρο, οπού λειτουργεί και το στούντιο του ΡΙΚ.

Επίσης, από το 1991 η εργασία μου διεκπεραιώνεται κάτω από τις οδηγίες και τον έλεγχο του εκάστοτε αρχισυντάκτη του Τμήματος Ειδήσεων και Επίκαιρων, σε ραδιόφωνο και τηλεόραση.

Η μετάβαση μου για κάλυψη θέματος, γίνεται μόνο με την έγκριση του ΡΙΚ και το κείμενο των ρεπορτάζ για εκφώνηση, υπόκειται και πάλι στον έλεγχο και έγκριση του αρχισυντάκτη.

Στην διεκδίκηση εκ μέρους μου ενός σταθερού μισθού, αφού μέχρι τότε αμοιβόμουν με το κομμάτι, το ΡΙΚ αποφάσισε το 2011 να μου δώσει μισθό, με συμβόλαιό παροχής υπηρεσιών και εγγραφή μου στο ΦΠΑ. Σημειώστε ωστόσο ότι, αν και το ίδιο το ΡΙΚ καθόρισε το καθεστώς μου ως παροχέα υπηρεσιών, συμπεριέλαβε στο συμβόλαιο παράγραφο, στη σελ 3, σύμφωνα με την οποία “ο παροχέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να μην προσφέρει κατά τη διάρκεια της παρούσας συμφωνίας, οποιαδήποτε υπηρεσία, είτε με αμοιβή είτε δωρεάν, σε οποιοδήποτε άλλο ανταγωνιστικό τηλεοπτικό ή/και ραδιοφωνικό σταθμό” {κάτι που δεν ισχύει για άλλους ανταποκριτές του ΡΙΚ, οι οποίοι εργάζονται και σε δεύτερο ΜΜΕ, χωρίς πρόβλημα}.

Επιπλέον, το ΡΙΚ είχε αποφασίσει και προχώρησε από την 1/1/2013 στην κλιμακωτή μείωση των απολαβών μου, ως ίσχυσε στον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, αν και το καθεστώς μου ήταν αυτό του παροχεα υπηρεσιών.

Από την 1η Ιανουάριου του 2019, το ΡΙΚ μου παραχώρησε καθεστώς συνεργάτιδας ορισμένου χρόνου {μισθωτή}, χωρίς όμως να μου αναγνωρίσει τα 27 χρόνια υπηρεσίας και στο απόκομμα της μισθοδοσίας αναγράφεται πλέον ως ημερομηνία εργοδότησης η 1η/1ου/2019.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, μετά από πάροδο 30 μηνών, θα μου αναγνωριστεί καθεστώς Συνεργάτη Αορίστου Χρόνου με αναγνώριση των, μέχρι τότε, χρόνων υπηρεσίας μου, τα οποία θα είναι 2,5, υπολογιζόμενα από την 1/1/2019, με ότι αυτό εξυπακούεται για τα 27 χρονιά που ήδη συνεργάζομαι με το ΡΙΚ.

Θέση μου είναι ότι όλα αυτά χρόνια, η σχέση συνεργασίας μου με το ΡΙΚ δεν ήταν αυτή του παροχέα υπηρεσιών, αλλά εργοδότη-εργοδοτούμενης, με τα γεγονότα όπως τα έχω περιγράψει πιο πάνω.   

Συνεπακόλουθα, θεωρώ ότι δικαιούμαι και διεκδικώ αναγνώριση των χρόνων υπηρεσίας μου στο ΡΙΚ, όπως προβλέπει η νομοθεσία, και ταυτόχρονα με αυτήν, την άμεση απόδοση καθεστώτος Συνεργάτιδας Αορίστου Χρόνου και τοποθέτηση μου σε αντίστοιχη κλίμακα, με βάση τα χρόνια υπηρεσίας, όπως ίσχυσε και για άλλους εργαζόμενους στο ΡΙΚ. {επικαλούμαι και πάλι την έκθεση του τμήματος σας}.[1]

 

  Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με σκοπό την αξιολόγηση και εξέταση του καθεστώτος απασχόλησης της αιτήτριας, στις 23.5.2019, γνωστοποίησαν στην αιτήτρια ερωτηματολόγιο, ζητώντας την υποβολή συγκεκριμένων πληροφοριών ως προς τον πραγματικό τρόπο εκτέλεσης της εργασίας της, το οποίο η αιτήτρια συμπλήρωσε και υπέγραψε, ως της ζητήθηκε. Στη συνέχεια, με την επιστολή τους ημερομηνίας 10.1.2020, ενημέρωσαν την αιτήτρια πως για το καθεστώς απασχόλησης συνεργατών του ΡΙΚ, υπήρξε παλαιότερα διερεύνηση και έκδοση απόφασης ημερομηνίας 22.10.2008, με την οποία επιβεβαιώνετο προηγούμενη απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών, ημερομηνίας 27.5.1981, πως, μεταξύ άλλων, οι ανταποκριτές – όπως η αιτήτρια – δεν θεωρούνται μισθωτά πρόσωπα. Όπως, επίσης, αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, σύμφωνα με τα αρχεία που τηρούνται στο μηχανογραφημένο σύστημα των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κατόπιν δικού της αιτήματος, η ίδια κατατάγηκε στην κατηγορία αυτοτελώς εργοδοτούμενου, για την περίοδο από 12/2991 μέχρι 12/2018, για την οποία κατέβαλλε τις απαιτούμενες εισφορές, ενώ από την 1.1.2019 ανήκει στην κατηγορία του μισθωτού προσώπου, με εργοδότη το ΡΙΚ. Αναφέρθηκε πως δεν μπορούσε να γίνει ανάκληση της εν λόγω απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με την οποία η ίδια κατατάγηκε από το 1991 στην κατηγορία του αυτοτελώς εργαζόμενου προσώπου, μετά από εκτεταμένη, προς τούτο, διερεύνηση.

 

  Μεταφέρω αυτούσιο το απόσπασμα της επιστολής ημερομηνίας 10.1.2020, λόγω της σημασίας του:-

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας ημερομηνίας 9.5.2019 σε σχέση με το αίτημα σας όπως οι Υπηρεσίες μας διερευνήσουν τη θέση σας ότι η 27χρονη συνεργασία σας με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου («ΡΙΚ»), 1991- 2018 δεν ήταν αυτή του παροχέα υπηρεσιών αλλά σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενου, και σας πληροφορώ τα ακόλουθα:

Για το καθεστώς απασχόλησης των συνεργατών του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου ( στο εξής : ΡΙΚ) ο Διευθυντής Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων στα πλαίσια σχετικής διερεύνησης, εξέδωσε απόφαση ημερομηνίας 22.10.2008 στην οποία επιβεβαιώνεται η προηγούμενη απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 27/5/1981 ότι, «οι μεταφραστές, συγγραφείς, ανταποκριτές, οι εξωτερικοί κινηματογραφιστές, οι ειδικοί συνεργάτες για αθλητικά θέματα που δεν εργάζονται στο χώρο του ΡΙΚ και οι ασχολούμενοι με τον υποτιτλισμό των έργων δεν θεωρούνται μισθωτά πρόσωπα».

Σύμφωνα με τα αρχεία που τηρούνται στο μηχανογραφημένο σύστημα των Υπηρεσιών μας, κατόπιν δικού σας αιτήματος έχετε καταταγεί στην κατηγορία των αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων και έχετε καταβάλει τις απαιτούμενες από τη σχετική νομοθεσία εισφορές για την περίοδο από 12/1991 μέχρι τον 12/2018 ενώ από 1.01.2019 είστε μισθωτό πρόσωπο με εργοδότη το ΡΙΚ.

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω θεωρούμε ότι για την περίοδο από 12/1991-12/2018 δεν μπορεί να γίνει ανάκληση της απόφασης των Υπηρεσιών μας κατά το 1991 για κατάταξη σας στην κατηγορία του αυτοτελώς εργαζομένου προσώπου, απόφαση η οποία επιβεβαιώθηκε εκ νέου μετά από εκτεταμένη έρευνα για όλους τους συνεργάτες του ΡΙΚ, το πόρισμα της οποίας (ημερ. 22.10.2008) κοινοποιήθηκε τόσο στο ΡΙΚ, όσο και σε όλα τα επηρεαζόμενα πρόσωπα περιλαμβανομένης και εσάς».[2]

 

  Η αιτήτρια δεν συμφώνησε με το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 10.1.2020 και υπέβαλε προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, «ιεραρχική προσφυγή» ημερομηνίας 14.5.2020, υποβάλλοντας αίτημα προς επανεξέταση του αιτήματός της για αναγνώριση της σχέσης εργοδότη-εργοδοτούμενου από του 1991 με το ΡΙΚ.

 

  Παρά το γεγονός ότι δόθηκαν από το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων οδηγίες προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για υποβολή έκθεσης γεγονότων, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου, με επιστολή ημερομηνίας 15.6.2020 ενημέρωσε την αιτήτρια πως η απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων συνιστούσε επιστολή πληροφοριακού χαρακτήρα, ως προς τα ερωτήματα που η ίδια υπέβαλε και συνεπώς, δεν είχε εκδοθεί διοικητική πράξη η οποία να μπορεί να προσβληθεί με Ιεραρχική Προσφυγή.

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω απάντησης ημερομηνίας 15.6.2020, δεν αμφισβητήθηκε δικαστικώς. Αντί τούτου, μέσω ανταλλαγής επιστολών εκ μέρους των δικηγόρων της αιτήτριας και των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με ημερομηνίες 15.7.2020, 22.7.2020 και 3.8.2020, ζητείτο από την αιτήτρια έκδοση απόφασης από την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Παρά το γεγονός ότι δόθηκαν οδηγίες προς εξέταση του αιτήματος από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και έκδοση απόφασης, προκειμένου να μπορέσει αυτή η απόφαση να αμφισβητηθεί με Ιεραρχική Προσφυγή, η κατάληξη ήταν η ίδια.

 

  Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, με επιστολή τους ημερομηνίας 11.1.2021, ενημέρωσαν τους δικηγόρους της αιτήτριας, ως εξής:-

«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με ημερομηνία 21/12/2020 σχετικά με το πιο πάνω θέμα, και σε συνέχεια της επιστολής μας ημερομηνίας 15/06/2020 προς την πελάτιδά σας και την επιστολή μας ημερομηνίας 02/08/2020 να σας πληροφορήσω για τα ακόλουθα:

2.   Μετά από τις οδηγίες της Υπουργού Εργασίας Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων για ολοκλήρωση της διερεύνησης από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και την έκδοση διοικητικής απόφασης ώστε να μπορεί να υποβληθεί εκ μέρους της πελάτιδας σας, σε περίπτωση που δεν συμφωνεί με την απόφαση, Ιεραρχική Προσφυγή σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 83(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010, η Αν. Διευθύντρια με σχετικό σημείωμα της προς την Υπουργό, εμμένει στη θέση της ότι δεν μπορεί να εκδοθεί νέα απόφαση εφόσον υπάρχει ήδη επί του αιτήματος απόφαση του Διευθυντή από τις 27/05/1981, η οποία επαναβεβαιώθηκε με νέα απόφαση του στις 22/10/2008.

3.   Σύμφωνα με την επαναβεβαιωθείσα θέση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, στην οποία εμμένουν, στις 09/05/2019 υποβλήθηκε αίτημα από την κα Χ[…] όπως οι [sic] διερευνηθεί η θέση της ότι η 27χρονη συνεργασία της με το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) από το 1991-2018, δεν ήταν αυτή του παροχέα υπηρεσιών αλλά σχέση εργοδότη- εργοδοτουμένου.

4. Οι ΥΚΑ, στα πλαίσια της διερεύνησης του αιτήματος της κας Χ[…], εξέτασαν τόσο τα στοιχεία και τις πληροφορίες που έχει προσκομίσει η κα Χ[…], αλλά και το περιεχόμενο των σχετικών διοικητικών φακέλων των ΥΚΑ σε σχέση με το καθεστώς απασχόλησης των απασχολούμενων στο ΡΙΚ για το οποίο είχε γίνει και στο παρελθόν σχετική έρευνα/επιθεώρηση και περιλάμβανε την απασχόληση της κας Χ[…].

5. Συγκεκριμένα στα πλαίσια της επιθεώρησης που διεξήγαγε το Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων περί το 2008, ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων κλήθηκε να αποφασίσει, δυνάμει του άρθρου 81 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, για το καθεστώς απασχόλησης των συνεργατών και άλλων προσώπων που απασχολούνταν στο ΡΙΚ.

6. Ανάμεσα στα πρόσωπα για τα οποία διεξήχθη η έρευνα περιλαμβανόταν και η κα Σ[…] Χ[…], η οποία σύμφωνα με την έκθεση του επιθεωρητή των ΥΚΑ ημερ. 11/06/2009 απασχολείτο στο ΡΙΚ από το 1991 ως ανταποκρίτρια στην επαρχία Λεμεσού. Σύμφωνα με την έρευνα, η απασχόληση της κας Χ[…] ενέπιπτε στην κατηγορία του αυτοτελώς εργαζομένου προσώπου.

7.   Στις 13/11/2008, με επιστολή του ο αρμόδιος λειτουργός του Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων, ενημερώνει το Γενικό Διευθυντή του ΡΙΚ για το αποτέλεσμα της επιθεώρησης που είχε διενεργηθεί στα πλαίσια ευρύτερου ελέγχου για την εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας του ΡΙΚ.

8.   Το ΡΙΚ κλήθηκε να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες, βάσει του πορίσματος της έρευνας, όπου αναφέρεται, μεταξύ άλλων ότι «για όσους δεν έχει διαπιστωθεί σχέση εργοδότη- εργοδοτουμένου, το ΡΙΚ μπορεί να συνεχίσει την απασχόληση τους με αγορά υπηρεσιών, εφόσον τούτο γίνεται σύμφωνα με τη νομοθεσία».

9.   Το εν λόγω πόρισμα έγινε αποδεκτό από την ολότητα του ΔΣ του ΡΙΚ, γεγονός που αναφέρεται σε ηλεκτρονικό μήνυμα του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ ημερομηνίας 06/07/2011, αντίγραφο του οποίου έχει καταχωρηθεί στο σχετικό φάκελο των ΥΚΑ (11.06.17.1222). Στο μήνυμα αναφέρεται ότι «το πόρισμα μεταξύ άλλων αναφέρει ρητά ότι οι ανταποκριτές εμπίπτουν στη μίσθωση υπηρεσιών. Με βάση τα ισχύοντα γι όλες τις περιπτώσεις μίσθωσης υπηρεσιών, οι προσφέροντες υπηρεσίες υποβάλλουν τιμολόγιο και πληρώνονται. Τούτο έχει επεξηγηθεί επανειλημμένα στους ανταποκριτές...».

10. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία, πληροφορίες, γραπτές καταθέσεις, μαρτυρίες, σχετική αλληλογραφία με όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, τα ερωτηματολόγια καθεστώτος απασχόλησης καθώς και τις διοικητικές πράξεις που έχουν εκδοθεί στο παρελθόν, οι ΥΚΑ απάντησαν στην κα Χ[…] με την πληροφοριακού χαρακτήρα επιστολή τους ημερομηνίας 10/01/2020.

11. Συγκεκριμένα η εν λόγω επιστολή των ΥΚΑ, πληροφορούσε την κα Χ[…] ότι το καθεστώς απασχόλησης των προσώπων που απασχολούνταν στο ΡΙΚ, περιλαμβανομένης και της ίδιας, έχει εξετασθεί στο παρελθόν. Σημειώνεται ότι, τόσο κατά την έρευνα του 2008 όσο και την πρόσφατη του 2020, δεν έχει εντοπισθεί οποιαδήποτε ουσιώδης διαφοροποίηση ως προς τα δεδομένα και χαρακτηριστικά που διέπουν την απασχόλησης της κας Χ[…] ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο.

12. Σημειώνεται ότι η κα Χ[…] υπέγραψε Σύμβαση Εργασίας Μισθωτού Προσώπου με το ΡΙΚ η οποία τέθηκε σε ισχύ την 01/01/2019».

 

  Η νομιμότητα της πιο πάνω διοικητικής αποφάσεως, αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

 

  Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η ευπαίδευτη συνήγορος της αιτήτριας υποστηρίζει πως υπό πλάνη περί το Νόμο, η Αναπληρώτρια Διευθύντρια θεώρησε πως δεν μπορούσε να διαφοροποιηθεί από τις δύο προηγούμενες αποφάσεις των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 27.5.1981 και  22.10.2008. Τούτο το στηρίζει στη θέση πως με την τροποποίηση του Ν. 59(Ι)/2010, της διδόταν η δυνατότητα να υποβάλει Ιεραρχική Προσφυγή ενώπιον της Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως και έπραξε και πως, παρά τις οδηγίες της Υπουργού, οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δεν συμμορφώθηκαν.

 

  Κατά τις εισηγήσεις της αιτήτριας, το αίτημα ημερομηνίας 9.5.2019, υπήρξε νέο, που υποβλήθηκε για πρώτη φορά και έπρεπε να τύχει εξέτασης, ενώ ουδέν διερευνήθηκε, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης. Υποστηρίζει, πρόσθετα, δεν της δόθηκε το δικαίωμα ακρόασης και η ευκαιρία να επεξηγήσει τη δική της εκδοχή για τους λόγους που θα έπρεπε να διερευνηθεί εκ νέου το καθεστώς της απασχόλησης της.

 

  Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας, ήγειρε προδικαστική ένσταση πως η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη βεβαιωτική προγενεστέρως εκδοθείσας, λόγω του ότι δεν υπήρξαν οποιαδήποτε νέα στοιχεία από το 1991 και το 2008, κατά τα οποία προηγήθηκε σχετική διερεύνηση, αλλά ούτε και οποιαδήποτε διαφοροποίηση δεδομένων, προκειμένου να εκδοθεί νέα εκτελεστή διοικητική απόφαση.

 

  Επιπρόσθετα, κατά τις εισηγήσεις, το αίτημα της αιτήτριας, αφορά στην ουσία, σε μετατροπή της σύμβασης ορισμένου χρόνου, την οποία υπέγραψε το 2019, σε αορίστου, γεγονός που θα πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της προσφυγής, λόγω του ότι το ζήτημα ανάγεται στο ιδιωτικό και όχι στο δημόσιο δίκαιο. Κατά την εισήγηση της Δημοκρατίας, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει ζητήματα απασχόλησης αορίστου χρόνου και/ή μισθολογικής τοποθέτησης και πως το αρμόδιο Δικαστήριο είναι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.

 

  Επί της ουσίας, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υποστήριξε πως ουδέν νέο στοιχείο υποβλήθηκε εκ μέρους της, ούτε κα υπήρξε οποιαδήποτε ουσιώδης διαφοροποίηση ως προς τη φύση της απασχόλησης της, ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο.

 

  Με την απαντητική γραπτή αγόρευση της αιτήτριας, αλλάζουν οι θέσεις της. Τονίζεται με ιδιαίτερη έμφαση πως αντικείμενο της προσφυγής, δεν είναι η απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας για αναγνώριση της προηγούμενης της υπηρεσίας, αλλά η παράλειψη και άρνηση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας των Κοινωνικών Ασφαλίσεων να εξετάσει το αίτημα της αιτήτριας, το οποίο στηρίχθηκε σε νέα στοιχεία. Ως νέο στοιχείο, όπως η αιτήτρια το αναδεικνύει, αποτελεί η αλλαγή του καθεστώτος της, με την νέα σύμβαση απασχόλησης ορισμένου χρόνου που υπεγράφη με το ΡΙΚ, ισχύουσα από την 1.1.2019. Αυτό, κατά τις εισηγήσεις, αποτελούσε το νέο στοιχείο, το οποίο έπρεπε να εξεταστεί από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που δεν εξετάστηκε, στερώντας το δικαίωμα της αιτήτριας σε αποτελεσματική δικαστική θεραπεία.

 

  Έχω μελετήσει με ιδιαίτερη προσοχή τους εκατέρωθεν νομικούς ισχυρισμούς, στη βάση των ενώπιον μου δεδομένων, πραγματικών αλλά και νομικών, υπό το φως και των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν στη διαδικασία και σημειώθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2.

 

  Όπως προκύπτει από το αιτητικό της προσφυγής, το οποίο έχει εκτεθεί αυτούσιο πιο πάνω, με την υπό εκδίκαση προσφυγή, αμφισβητείται η νομιμότητα της διοικητικής απόφασης ημερομηνίας 11.1.2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα που υπέβαλε η αιτήτρια στις 9.5.2019 προς τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφενός, για την αναγνώριση της υπηρεσίας της ως εργοδοτούμενη του ΡΙΚ για το χρονικό διάστημα από 1991-2018 και αφετέρου, για την παράλειψη των Υπηρεσιών να διερευνήσουν το καθεστώς απασχόλησης της, για τα συγκεκριμένα έτη.

  Στις διατάξεις των άρθρων 81, 82 και 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, Ν. 59(Ι/2010, ως αυτός έχει τροποποιηθεί, διατάξεις οι οποίες εμπίπτουν στο κεφάλαιο υπό τίτλο «Εξέταση αιτήσεων και επίλυση διαφορών», διατυπώνονται οι περιπτώσεις για τις οποίες ο Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων, έχει εξουσία να επιλύει ανακύπτουσες διαφορές, που σχετίζονται με την κατηγορία της απασχόλησης που εμπίπτει ένας εργαζόμενος και τα δικαιώματα που παρέχονται για την αμφισβήτηση μίας τέτοιας απόφασης.

 

  Παραθέτω αυτούσιες τις πιο πάνω αναφερόμενες σχετικές πρόνοιες:-

«81.-(1) Σε περίπτωση που προκύπτει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήματα, αυτό επιλύεται, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, από το Διευθυντή-

(α) εάν οποιαδήποτε απασχόληση ή κατηγορία απασχόλησης είναι ή πρόκειται να καταστεί ασφαλιστέα,

(β) εάν πρόσωπο είναι ή ήταν μισθωτό ή αυτοτελώς εργαζόμενο,

(γ) ως προς το ποιος είναι ή ήταν ο εργοδότης μισθωτού,

(δ) εάν είναι καταβλητέες εισφορές από ή αναφορικά με πρόσωπο, δυνάμει των άρθρων 4, 11 ή 14,

(ε) ως προς τις ασφαλιστέες αποδοχές που πρέπει να ληφθούν υπόψη για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου,

(στ) εάν έχουν καταβληθεί εισφορές από ή αναφορικά με πρόσωπο για οποιαδήποτε περίοδο εισφοράς ή εάν πρόσωπο έχει σε πίστη του εξομοιούμενες ασφαλιστέες αποδοχές για οποιαδήποτε περίοδο,

(ζ) ως προς την ορθή ημερομηνία γέννησης προσώπου,

(η) ως προς την κατάταξη αυτοτελώς εργαζομένου σε επαγγελματική κατηγορία ή τον τόπο απασχόλησής του.

(2) Ο Διευθυντής δύναται, πριν να επιλύσει οποιοδήποτε ζήτημα σύμφωνα με το παρόν άρθρο, να ορίσει οποιοδήποτε λειτουργό των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για να διεξαγάγει έρευνα για το ζήτημα αυτό:

Νοείται ότι, ο λειτουργός που ορίστηκε για το σκοπό αυτό, μπορεί με κλήση να απαιτήσει από οποιοδήποτε πρόσωπο να παραστεί στη διεξαγωγή της έρευνας, να δώσει μαρτυρία ή να προσκομίσει έγγραφα τα οποία εύλογα κρίνονται ως αναγκαία για τη διεξαγωγή της έρευνας.

(3) Κάθε πρόσωπο, που κατά την κρίση του Διευθυντή ή του λειτουργού που ορίστηκε δυνάμει του εδαφίου (2), έχει οποιοδήποτε συμφέρον σε ζήτημα που τυγχάνει επίλυσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δικαιούται –

(α) να παρίσταται και να τυγχάνει ακρόασης κατά την έρευνα που διεξάγεται για το ζήτημα αυτό, και

(β) να πάρει αντίγραφο της σχετικής απόφασης του Διευθυντή και του αιτιολογικού της απόφασης.

(4) Ο Διευθυντής μπορεί να αναθεωρήσει απόφαση που εξέδωσε σύμφωνα µε το παρόν άρθρο, σε περίπτωση που περιέρχονται σε γνώση του νέα στοιχεία.

 

82.-(1) Σε κάθε δικαστική διαδικασία –

(α) για αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, ή

(β) που σχετίζεται µε ζήτημα καταβολής οποιασδήποτε εισφοράς δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή

(γ) για τη διεκδίκηση ποσών που οφείλονται στο Ταμείο,

η απόφαση του Διευθυντή πάνω σε οποιοδήποτε ζήτημα που ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 81 είναι τελεσίδικη για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας, εάν εναντίον της απόφασης δεν εκκρεμεί ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του άρθρου 83 ή παρήλθε η προβλεπόμενη για την υποβολή της προσφυγής προθεσμία:

Νοείται ότι, σε περίπτωση ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόφασης του Διευθυντή, η απόφαση του Υπουργού είναι επίσης τελεσίδικη για τους εν λόγω σκοπούς, εάν δεν εκκρεμεί προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου εναντίον της απόφασης αυτής ή παρήλθε η προβλεπόμενη προθεσμία για τέτοια προσφυγή.

 

83.-(1) Όποιος δεν ικανοποιείται από απόφαση του Διευθυντή, η οποία εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται, μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη γνωστοποίηση σ’ αυτόν της απόφασης, να την προσβάλει με γραπτή αίτησή του στον Υπουργό, στην οποία να εκθέτει τους λόγους στους οποίους στηρίζει την προσφυγή.

(2) Ο Υπουργός εξετάζει χωρίς υπαίτια βραδύτητα την ενώπιόν του προσφυγή, αποφασίζει γι’ αυτή και γνωστοποιεί χωρίς καθυστέρηση την απόφασή του στον προσφεύγοντα:

Νοείται ότι, ο Υπουργός, πριν να εκδώσει την απόφασή του, δύναται, κατά την κρίση του, να ακούσει ή να δώσει την ευκαιρία στον προσφεύγοντα να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Υπουργός, δύναται να αναθέσει σε λειτουργό ή επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, να εξετάσει ορισμένα θέματα που αναφύονται στην προσφυγή και να υποβάλει στον Υπουργό το πόρισμα τέτοιας εξέτασης, προτού αυτός εκδώσει την απόφασή του για την προσφυγή.

[…]»

 

  Πρόσθετα, ως καθορίζεται στις διατάξεις των άρθρων 3 και 4 του Νόμου, σκοπός του ίδιου του Νόμου, είναι η εφαρμογή συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων, καθορίζοντας την υποχρέωση καταβολής εισφορών, είτε από τον ίδιο το μισθωτό, είτε από τον εργοδότη ή από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, αναλόγως της περίπτωσης.

 

  Επαναλαμβάνεται πως, το αίτημα της αιτήτριας, όπως αυτό εκφράστηκε μέσα από την επιστολή ημερομηνίας 9.5.2019, όπως επίσης και από το αιτητικό της προσφυγής, αφορούσε σε αναγνώριση της υπηρεσίας της, ως εργοδοτούμενη του ΡΙΚ, για τα έτη 1991-2018.

 

  Η φύση, όμως, της υπηρεσίας της αιτήτριας στο ΡΙΚ, είχε ήδη εξεταστεί. Με την απόφαση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερομηνίας 22.10.2008, η οποία επισυνάπτεται ως Παράρτημα στην γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας, καθορίστηκε το καθεστώς απασχόλησης, τόσο της ίδιας, ως ανταποκρίτριας στο ΡΙΚ, όσο και αριθμού άλλων υπαλλήλων που παρείχαν τις υπηρεσίες τους. Με την εν λόγω απόφαση ημερομηνίας 22.10.2008, καθορίστηκε η φύση της απασχόλησης της αιτήτριας.

 

  Τόσο πριν, όσο και μετά την έκδοση της εν λόγω απόφασης ημερομηνίας 22.10.2008, το καθεστώς της αιτήτριας, εξακολουθούσε να είναι το ίδιο. Η αιτήτρια παρείχε υπηρεσίες προς το ΡΙΚ και κατέβαλλε η ίδια, για όλα τα χρόνια που παρείχε τις υπηρεσίες της, εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την επιστολή ημερομηνίας 10.1.2020 (Παράρτημα 1 στην Ένσταση), όπου αναφέρεται πως, σύμφωνα με τα αρχεία που τηρούνται στο μηχανογραφημένο σύστημα των Υπηρεσιών, η αιτήτρια, κατόπιν δικού της αιτήματος, κατετάγη στην κατηγορία των αυτοτελώς εργαζομένων προσώπων και κατέβαλλε τις απαιτούμενες εισφορές για την περίοδο από Δεκέμβριο του 1991 μέχρι και Δεκέμβριο του 2018, αφού από 1.1.2019 κατέστη μισθωτό πρόσωπο.

 

  Τη φύση, μάλιστα, αυτής της κατηγορίας εργαζομένου προσώπου, αποδέχθηκε η ίδια, επί σειρά ετών. Όχι μόνον με την καταβολή των εισφορών ως αυτοτελώς εργαζόμενο πρόσωπο, αλλά και με την υπογραφή σχετικών συμφωνιών για παροχή υπηρεσιών στο ΡΙΚ, τις οποίες εντοπίζω στο Τεκμήριο 1 (ερυθρά 48-34) από 1.1.2011 – 31.12.2018.

 

  Επομένως, η διερεύνηση του καθεστώτος εργασίας της αιτήτριας, είχε ήδη καθοριστεί, από το 2008, καθεστώς που η ίδια αποδέχθηκε. Δυνατότητα αναθεώρησης αυτής της απόφασης, παρείχετο στον Διευθυντή εκ του Νόμου, βάσει των διατάξεων του άρθρου 81(4), εφόσον υπήρχαν νέα στοιχεία.

  Η αιτήτρια, στην απαντητική της γραπτή αγόρευση, ισχυρίζεται πως εδώ έγκειται η παράλειψη του Διευθυντή, να επαναξιολογήσει το καθεστώς της αιτήτριας, λαμβάνοντας υπόψη το νέο στοιχείο, ήτοι το γεγονός της υπογραφής εκ μέρους της σύμβασης απασχόλησης ορισμένου χρόνου με το ΡΙΚ, η οποία άλλαξε το καθεστώς της από 1.1.2019.

 

  Η υπογραφή όμως της σύμβασης απασχόλησης ορισμένου χρόνου, ημερομηνίας 21.12.2018 (Τεκμήριο 1, ερυθρά 130-129), αφορά την αλλαγή του καθεστώτος εργασίας της από την 1.1.2019 και όχι για τα προηγούμενα χρόνια. Συνεπώς, η εν λόγω σύμβαση, δεν συνιστούσε νέο στοιχείο, βάσει του οποίου ο Διευθυντής θα μπορούσε να επαναξιολογήσει το καθεστώς εργασίας της από το 1991 μέχρι τις 31.12.2018.

 

  Εν πάση περιπτώσει, βάσει και των διατάξεων του άρθρου 82 του Νόμου, η απόφαση του Διευθυντή ημερομηνίας 22.10.2008, κατέστη τελεσίδικη και δεν ήταν πλέον δυνατή οποιαδήποτε άλλη διαφοροποίηση, ιδίως, λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, την συμπεριφορά της ίδιας της αιτήτριας η οποία κατέβαλλε εισφορές ως αυτοτελώς εργαζόμενη και υπογράφοντας συμφωνίες για παροχή υπηρεσιών προς το ΡΙΚ, δεύτερον, το γεγονός πως η απόφαση αυτή ουδέποτε αμφισβητήθηκε από την αιτήτρια και τρίτον, ουδέποτε προσάχθηκε οποιοδήποτε νέο στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε ο Διευθυντής, βάσει του άρθρου 81(4), να διαφοροποιήσει την απόφασή του.

 

  Μέσα από τους συγκεχυμένους ισχυρισμούς που παραθέτει η αιτήτρια, τόσο στην αρχική της γραπτή αγόρευση, όσο και στην απαντητική της, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και το αίτημα της, ημερομηνίας 9.5.2019, προκύπτει ακριβώς πως ουσιαστικά, με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια ζητά αναγνώριση των χρόνων υπηρεσίας της στο ΡΙΚ ως σχέση μισθωτού, στοχεύοντας να ληφθεί υπόψη αυτή η απασχόλησή της, για να καταστεί αορίστου χρόνου εργοδοτούμενη. Το ζητούμενο, δηλαδή, της επίδικης διαφοράς, δεν είναι το κατά πόσον η αιτήτρια εμπίπτει στην κατηγορία του μισθωτού ή αυτοτελώς εργαζόμενου προσώπου, αλλά επιθυμεί αναγνώριση της υπηρεσίας της, ως μισθωτή για τα έτη 1991-2018 προκειμένου να λάβει καθεστώς αορίστου χρόνου εργασίας.

 

  Αυτό μας οδηγεί στην αποδοχή της προδικαστικής ένστασης  της Δημοκρατίας, ως προς αυτή την πτυχή, πως η επίδικη διαφορά, δεν εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου, αλλά του ιδιωτικού. Το παρόν Δικαστήριο δεν κέκτηται δικαιοδοσίας προς επίλυση διαφορών ιδιωτικής φύσεως, όπως ακριβώς η πίστωση καθεστώτος αορίστου χρόνου, αλλά βάσει των προαναφερόμενων νομοθετικών διατάξεων, έχει δικαιοδοσία προς εξέταση της νομιμότητας απόφασης του Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων με την οποία ένα πρόσωπο εντάσσεται στην κατηγορία μισθωτού ή αυτοεργοδοτούμενου, για τους σκοπούς καταβολής των εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων.

 

  Πέραν των ανωτέρω, κρίνεται ως ορθή η θέση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπως αυτή γνωστοποιήθηκε στους δικηγόρους της αιτήτριας, με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 11.1.2021, πως επί του αιτήματος διερεύνησης του καθεστώτος εργασίας της, υπάρχει ήδη απόφαση από τις 22.10.2008.

 

  Λαμβανομένου υπόψη πως ουδέν νεότερο στοιχείο προσκομίστηκε για εκείνο το χρονικό διάστημα - που όπως ήδη κρίθηκε η νέα μεταγενέστερη σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, δεν αποτελούσε νέο στοιχείο, αλλά αφορούσε σε μεταγενέστερο χρόνο – ορθά οι Υπηρεσίες θεώρησαν πως δεν μπορούσε να εκδοθεί νέα απόφαση.

 

  Καταληκτικά, κρίνεται πως με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερομηνίας 11.1.2021, δεν εκδόθηκε οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική πράξη που να παράγει, το πρώτον, άμεσα έννομα αποτελέσματα προς την αιτήτρια, αλλά αυτή συνιστούσε βεβαιωτική απόφαση, προγενεστέρως εκδοθείσας, ήτοι της 22.10.2008, την νομιμότητα της οποίας η αιτήτρια αποδέχτηκε και με την συμπεριφορά της, αλλά και την οποία ουδέποτε αμφισβήτησε δικαστικώς. Ομοίως, ούτε την εκδοθείσα απόφαση ημερομηνίας 15.6.2020.  

  Συνεπώς, ορθά δεν προχώρησε η εξέταση της «ιεραρχικής προσφυγής» ημερομηνίας 14.5.2020 που υπέβαλε η αιτήτρια προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αφού εξέταση ιεραρχικής προσφυγής, χωρεί μόνον στις περιπτώσεις έκδοσης εκτελεστής διοικητικής απόφασης εκ μέρους των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που στη βάση των όσων έχων αναφέρει πιο πάνω, η απόφαση ημερομηνίας 11.1.2021, ήταν βεβαιωτικού περιεχομένου.

 

  Βάσει των όσων έχουν αναφερθεί, η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση επιδικάζονται έξοδα ύψους €1.900.

 

                       

 

         Γαβριήλ, Δ.Δ.Δ.

 



[1] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.

[2] Η έμφαση προστέθηκε από το Δικαστήριο.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο