F. S. W. N. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 465/2020, 28/2/2025
print
Τίτλος:
F. S. W. N. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 465/2020, 28/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 465/2020)

 

                            28 Φεβρουαρίου 2025

                                  [ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                        F. S. W. N.

 

                                                                                                      Αιτήτρια,

                                              ΚΑΙ

 

                 ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

                 ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

 

Καθ’ ου η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

Α. Χατζηγεωργίου, για ΚΛΕΟΠΑ & ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ Δ.Ε.Π.Ε, δικηγόροι για την αιτήτρια.

Σ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τον καθ’ ου η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.:.  Με την προσφυγή της, η αιτήτρια αιτείται δικαστικής απόφασης ως ακολούθως:

 

«Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή του Καθ’ ου η Αίτηση προς τους δικηγόρους της Αιτήτριας, ημερομηνίας 19/03/2020 και με την οποία απέρριψαν το αίτημα της Αιτήτριας ημερομηνίας 31/08/2019 για  Άδεια Μετανάστευσης, είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου η αιτήτρια υπήκοος Αιγύπτου γεννηθείσα στις 19.10.1996, υπέβαλε στις 31.8.2018 μέσω του εξουσιοδοτημένου της αντιπροσώπου, αίτηση για απόκτηση Άδειας Μετανάστευσης Κατηγορίας ΣΤ, δυνάμει του Κανονισμού 5 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών, ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης της αιτήτριας ετοιμάστηκε από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης σχετική έκθεση ημερομηνίας 13.1.2020, η οποία τέθηκε ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης και στην οποία μεταξύ άλλων καταγράφετο ότι η αιτήτρια είναι υπήκοος Αιγύπτου, ηλικίας 23 ετών, φοιτά σε πανεπιστήμιο στην Αίγυπτο, έχει επισκεφθεί τη Δημοκρατία δυο φορές για ολιγοήμερη παραμονή, δεν είναι κάτοχος ακίνητης περιουσίας στη Δημοκρατία και δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να παρουσιάζουν το ετήσιο εισόδημα της καθώς και ότι η ΚΥΠ και η Interpol δεν κατέχουν οποιαδήποτε στοιχεία σχετικά με την αιτήτρια, η οποία προσκόμισε λευκό ποινικό μητρώο.

 

Η αίτηση της αιτήτριας εξετάστηκε από την Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης σε συνεδρία της ημερομηνίας 26.2.2020, η οποία αποφάσισε όπως εισηγηθεί στον Υπουργό Εσωτερικών την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης καθότι δεν διαπιστώθηκε πειστικά η πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, η αιτήτρια δεν παρουσίασε πόρους συντήρησης στη Δημοκρατία και δεν παρουσίασε δικούς της πόρους συντήρησης από το εξωτερικό.

 

 

Η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης και ο αιτητής ενημερώθηκε ως προς τούτο με επιστολή ημερομηνίας 19.3.2020, με το ακόλουθο  περιεχόμενο:

«I am directed to refer toy your application dated 31/08/2019 requesting the issue of an Immigration Permit to you under Regulation 5 (Category “F”) of the Aliens and Immigration Law and its relevant Regulations.

2. Your application was carefully examined by the Immigration Control Board which submitted its recommendations to the Minister of the Interior, in his capacity as a Chief Immigration Officer, but it was not found possible for him to approve it due to lack of own financial recourses, lack of evidence that your intention is permanent residency in Cyprus and due to inadequate financial resources in the Republic.»

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ότι η διοίκηση δεν άσκησε ορθά τη διακριτική της ευχέρεια και δεν ενήργησε με καλή πιστή καθώς και ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης. Αποτελεί κύρια θέση της αιτήτριας επί της οποίας εδράζονται οι πιο πάνω ισχυρισμοί ότι εξωνομικά και χωρίς τέτοιο κριτήριο να τίθεται στο Νόμο ή στον Κανονισμό, εξετάστηκε η πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη διαμονή στη Δημοκρατία. Ως προς τούτο διατείνεται η πλευρά της αιτήτριας, ότι πέραν του ότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι οι γονείς της αιτήτριας είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, δεν ζητήθηκαν οποιεσδήποτε πρόσθετες πληροφορίες από την αιτήτρια και η ίδια στερήθηκε το δικαίωμα ακρόασης μέσω συνέντευξης κατά την οποία θα μπορούσε να αποδείξει τη πρόθεση της για μόνιμη διαμονή, ενώ η τυποποιημένη αίτηση δεν της επέτρεπε να καταδείξει τέτοια πρόθεση. Περαιτέρω η αιτήτρια διατείνεται ότι δεν λήφθηκε υπόψη στην έκθεση του λειτουργού του Τμήματος ότι η αιτήτρια προσκόμισε σχετική βεβαίωση καταθέσεων σε αιγυπτιακή τράπεζα, οι οποίες κατά τη θέση της αιτήτριας «ήταν αρκετές για να καλύψουν τα εισοδήματα 20 και πλέον ετών» και επομένως να αποδειχθεί ότι η αιτήτρια έχει ετήσιο εισόδημα ύψους €5.600 το χρόνο, ως προνοείται στον Κανονισμό 5 (στ) και στον Πρώτο Πίνακα των σχετικών Κανονισμών.

 

Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος του καθ’ ου η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη καθώς και ότι λήφθηκε καλόπιστα, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών. Επισημαίνει δε, ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται δεν εγείρονται σύμφωνα με τον Κανονισμό 7 του  Διαδικαστικού Κανονισμού  του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 .Τονίζει δε, η πλευρά του καθ’ ου η αίτηση ότι η παροχή άδειας μετανάστευσης αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και με συναφή παραπομπή στις διατάξεις του Κανονισμού 6 των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών ότι η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών για έγκριση τέτοιων αιτήσεων είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη. Αποτελεί δε θέση της ευπαίδευτης συνηγόρου ότι ο καθ’ ου η αίτηση ενήργησε καλόπιστα και καθόλα ορθά απέρριψε την αίτηση της αιτήτριας στη βάση των ενώπιον του δεδομένων, αφού η αίτηση της δεν πληρούσε ούτε τα τυπικά απαιτούμενα προσόντα, τα οποία προβλέπονται στον Κανονισμό 5 αναφορικά με την παραχώρηση άδειας μετανάστευσης κατηγορίας ΣΤ ήτοι τη σύσταση της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης ότι η αιτήτρια «κατέχει αυτοδικαίως και έχει εις πλήρη και ελενθέραν αυτού διάθεσιν ησφαλισμένον, ετήσιον εισόδημα τον κατάλληλου ποσού ως εκτίθεται εν τω Πρώτο Πίνακι των παρόντων Κανονισμών». Τούτο διότι, συνεχίζει η κα Χαραλάμπους, η αιτήτρια, ως καταγράφηκε και στην έκθεση του Τμήματος, δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να  παρουσιάζουν το ετήσιο εισόδημα της και συνεπώς δεν πληρούσε το οικονομικό κριτήριο, το οποίο σύμφωνα με τον Κανονισμό αφορά το ετήσιο εισόδημα της αιτήτριας και όχι το διαθέσιμο κεφάλαιο, όπως προνοείται για τις άδειες μετανάστευσης κατηγορίας Α, Β, Γ.  Αναφορικά με τον ισχυρισμό της αιτήτριας ότι η αναζήτηση της πρόθεσης για μόνιμη διαμονή είναι «εξωνομική», η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, αντιτείνει ότι «εξ' ορισμού της άδειας μετανάστευσης προκύπτει η αναγκαιότητα ύπαρξης πρόθεσης μόνιμης διαμονής». Προς επίρρωση της θέσης της παραπέμπει και στην ερμηνευτική διάταξη του Κανονισμού 2. Πρόσθετα και με αναφορά στα δεδομένα της αιτήτριας και στην έκθεση του Τμήματος, υποβάλλεται ότι ορθά και καθόλα εύλογα κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν απέδειξε πειστικά την πρόθεση της για μόνιμη εγκατάσταση, αφού η αίτηση της υποβλήθηκε αυτοτελώς και όχι ως αίτηση εξαρτωμένης από τους γονείς της, η ίδια δεν δήλωσε τον προτιθέμενο χώρο διαμονής της στη Δημοκρατία κατά την υποβολή της αίτησης της καθώς και ότι η αιτήτρια μέχρι την υποβολή της αιτήσεως της, είχε επισκεφθεί τη Δημοκρατία  μόνον δύο φορές για ολιγοήμερη παραμονή.

 

Η  δυνατότητα χορήγησης άδειας μετανάστευσης σε αλλοδαπό ρυθμίζεται από τις πρόνοιες των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών  του 1972, Κ.Δ.Π. 242/1972 (εφεξής ως «Κανονισμοί»), ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

 

Σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στον Κανονισμό 5, ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Εις ουδένα χορηγείται άδεια μετανάστευσης πλην αν ούτος ανήκει εις μίαν των ακόλουθων κατηγοριών-

[…]

(στ) Κατηγορία ΣΤ. Πρόσωπον όπερ είναι κάτοχος συστάσεως εκδοθείσης υπό της Επιτροπής ότι κατέχει αυτοδικαίως και έχει εις πλήρη και ελευθέραν αυτού διάθεσιν ησφαλισμένον ετήσιον  εισόδημα του καταλλήλου ποσού ως εκτίθεται εν τω Πρώτο Πίνακι των παρόντων Κανονισμών ».

 

Στις διατάξεις του  Κανονισμού 6, αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«(1) Άμα τη λήψει εκθέσεως της Επιτροπής ότι ο αιτητής δι’ άδειαν μεταναστεύσεως ανήκει εις μίαν των εν τω κανονισμώ 5 καθοριζομένων κατηγοριών, ο Υπουργός δύναται να χορηγήση εις τον αιτητήν άδειαν μεταναστεύσεως.

[…]

(5) Ανεξαρτήτως του ότι ούτος ανήκει εις οιανδήποτε των εν των κανονισμώ  5 καθοριζομένων κατηγοριών, ουδείς κέκτηται απόλυτον δικαίωμα να τύχη χορηγήσεως άδειας μετανάστευσης. […]»

 

Επισημαίνεται ότι σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα των σχετικών Κανονισμών, το ετήσιο εισόδημα καθορίζεται σε ποσό ύψους £5,600.

 

Εν πρώτοις δε θα συμφωνήσω με τη θέση του καθ΄ου η αίτηση περί μη επαρκούς δικογράφησης δεδομένου ότι οι προβληθέντες λόγοι ακύρωσης περί μη επαρκούς έρευνας και πλάνης, περιλαμβάνονται και εξειδικεύονται στα νομικά σημεία της Προσφυγής και ως εκ τούτου θα τύχουν δικαστικής εξέτασης.

 

Η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι στην έκθεση του λειτουργού του Τμήματος εσφαλμένα καταγράφηκε μόνο ότι η αιτήτρια έχει λογαριασμό σε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της Κύπρου με υπόλοιπο €2,993 καθώς και ότι δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να παρουσιάζουν το ετήσιο εισόδημα της, αφού υπό πλάνη δεν καταγράφηκε και δεν λήφθηκε υπόψη ότι η αιτήτρια με την αίτηση της έχει προσκομίσει σχετικό πιστοποιητικό από αιγυπτιακή τράπεζα, δια του οποίου εμφαίνεται ότι η αιτήτρια διαθέτει καταθέσεις ύψους 2.455.000,00 αιγυπτιακές λίρες (ήτοι 112.610,00 ευρώ).  Εισηγείται δε ότι «σύμφωνα με τον πρώτο πίνακα (που αντιστοιχεί στην Κατηγορία ΣΤ') των περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμών, η Αιτήτρια Θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει εισοδήματα ύψους 5.600,00 ευρώ το χρόνο» και ως εκ τούτου οι εν λόγω καταθέσεις, οι οποίες δεν λήφθηκαν υπόψη «ήταν αρκετές για να καλύψουν τα εισοδήματα 20 και πλέον ετών». Με την απαντητική της γραπτή αγόρευση, υπέβαλε δε ότι «ένα ετήσιο εισόδημα δεν δίδει όση ασφάλεια δίδει το διαθέσιμο κεφάλαιο που έδειξε η αιτήτρια».

 

Δεν θα συμφωνήσω με τον ισχυρισμό της αιτήτριας. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 5, ως παρατέθηκε ανωτέρω, σε κανένα δεν χορηγείται άδεια μετανάστευσης εάν δεν ανήκει σε μια εκ τις καθοριζόμενες κατά τον Κανονισμό κατηγορίες. Για να περιληφθεί δε πρόσωπο στην κατηγορία ΣΤ, σύμφωνα πάντοτε με τον Κανονισμό 5 (στ), στη βάση του οποίου υποβλήθηκε και εξετάστηκε η αίτηση της αιτήτριας, πρέπει ο αιτών να είναι κάτοχος σύστασης από την Επιτροπή Ελέγχου Μετανάστευσης ότι «κατέχει αυτοδικαίως και έχει εις πλήρη και ελευθέραν αυτού διάθεσιν ησφαλισμένον ετήσιον εισόδημα του καταλλήλου ποσού ως εκτίθεται εν τω Πρώτο Πίνακι των παρόντων Κανονισμών». Εν προκειμένω, ως ορθά υποδεικνύει και η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, από το λεκτικό της εν λόγω κανονιστικής διάταξης καθίσταται σαφές ότι αυτό που απαιτείται να ικανοποιείται, ως κριτήριο, είναι η ύπαρξη ετήσιου εισοδήματος, το ύψος του οποίου, σύμφωνα με τον Πρώτο Πίνακα θα πρέπει να ανέρχεται τουλάχιστον σε ποσό ύψους £5,600 και όχι απλώς και μόνο τραπεζική κατάθεση/διάθεση κεφαλαίου του αντίστοιχου ή έστω μεγαλύτερου ποσού. Μάλιστα είναι ορθή η παρατήρηση της πλευράς του καθ’ ου η αίτηση ότι σε αντιδιαστολή με τις κατηγορίες Α, Β και Γ όπου απαιτείται απλώς και μόνο η ύπαρξη διαθέσιμου κεφαλαίου ή ελάσσονος ποσού, ως αυτό καθορίζεται από την Επιτροπή και σε αντιδιαστολή με την κατηγορία Δ όπου η προβλεπόμενη κανονιστική απαίτηση αφορά διαζευκτικά σε κατοχή επαρκούς κεφαλαίου ή ησφαλισμένον εισόδημα, στην περίπτωση της κατηγορίας ΣΤ, που εν προκειμένω ενδιαφέρει, η τιθέμενη προϋπόθεση αφορά αποκλειστικά και μόνο ως αναφέρεται ρητώς στον Κανονισμό, στο ετήσιο εισόδημα.

 

Συνεπώς καθόλα εύλογα ο λειτουργός του Τμήματος κατέγραψε στην έκθεση του ότι «η αιτήτρια δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να παρουσιάζουν το ετήσιο εισόδημα της», διαπίστωση η οποία επιβεβαιώνεται με τρόπο αναντίλεκτο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη την αίτηση της αιτήτριας και τα στοιχεία που η ίδια υπέβαλε. Άλλωστε το μόνο που η αιτήτρια επικαλέστηκε ήταν ότι οι καταθέσεις που διέθετε στο εξωτερικό, οι οποίες και κατά την εισήγηση παραγνωρίστηκαν, αρκούσαν για να καλύψουν εισοδήματα πολλών ετών, χωρίς όμως η αιτήτρια να εισηγείται ότι η ίδια προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να παρουσιάζουν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ετήσιο εισόδημα.

 

Τέτοιες όμως αναφορές ουδόλως μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και να εκτρέψουν από τα όσα απαιτούνται στον Κανονισμό 5(στ) και τα οποία ρητώς αναφέρονται στην ύπαρξη ετήσιου εισοδήματος και όχι διαθέσιμου κεφαλαίου. Άλλωστε όλα τα στοιχεία που η αιτήτρια είχε υποβάλλει με την αίτηση της ήταν ενώπιον της αρμόδιας Επιτροπής περιλαμβανομένου και των υπό αναφορά καταθέσεων της σε αιγυπτιακή τράπεζα (μάλιστα τα σχετικά ποσά των εν λόγω καταθέσεων αναγράφοντο και στην ίδια την αίτηση της αιτήτριας) ώστε να μην ενβρίσκει έρεισμα ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη επειδή στην έκθεση που ετοίμασε το Τμήμα δεν περιλαμβάνετο σχετική καταγραφή για τις καταθέσεις της στο εξωτερικό. Επομένως ουδεμία πλάνη εντοπίζεται και δη ουσιώδης που να επέδρασε στη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Καθοριστικότερο όλων παραμένει ότι η αιτήτρια δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο σε σχέση με το ετήσιο εισόδημα της και επομένως καθόλα εύλογα η Επιτροπή εισηγήθηκε προς τον Υπουργό την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας επειδή διαπίστωσε ότι η αιτήτρια δεν παρουσίασε πόρους συντήρησης στη Δημοκρατία καθώς και ότι δεν παρουσίασε δικούς τους της πόρους συντήρησης από το εξωτερικό, διαπίστωση την οποία ο Υπουργός υιοθέτησε και τη νομιμότητα της οποίας η αιτήτρια ουδόλως, ως η υποχρέωση της, κατόρθωσε να κλονίσει (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.60/2016, ημερομηνίας 6/9/23) Καττιμέρη v Δημοκρατία (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 65/2019, ημερομηνίας 22/11/23). Έπεται ότι η αιτήτρια δεν κατείχε καν την απαιτούμενη εκ του Κανονισμού 5 σύσταση της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης, αναφορικά με την κατηγορία ΣΤ, για την οποία η ίδια υπέβαλε αίτηση, τυπική προϋπόθεση, η οποία επιβάλλεται να πληρείται.

 

Παρά την πιο πάνω καταλυτική διαπίστωση, η οποία ως αυτοτελής λόγος επέτρεπε ούτως ή άλλως την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας για άδεια μετανάστευσης και η οποία δεν έχει ανατραπεί, δεν θα μπορούσα να μην επισημάνω και για σκοπούς πληρότητας, ότι ούτε τα όσα η αιτήτρια διατείνεται με σκοπό να καταδείξει ως εσφαλμένη την έτερη διαπίστωση, ήτοι ότι δεν διαπιστώθηκε πειστικά η πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία, ευσταθούν (Πολύβιος Νεοφύτου κ.α v Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ 228) RUPAWATHI PEDURUK ATHUKORALAGE και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 515/15, ημερομηνίας 26/4/18) Φυτή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ.368/2012, ημερομηνίας 22.10.2013) Φωτίου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 501). S. D.H. P. και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1156/20, ημερομηνίας 14/3/2023) (Δημοκρατία v Neeta Francisa Fernando Kandana Arachchige(Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 109/2017, ημερομηνίας 30/11/23).

 

Εν προκειμένω η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εξωνομικά και καθ' υπέρβαση εξουσίας και χωρίς τέτοιο κριτήριο να τίθεται στον Κανονισμό 5 αποφάσισε να εξετάσει το κατά πόσο η αιτήτρια έχει «πρόθεση για μόνιμη διαμονή». Πρόσθετα εισηγείται ότι τα όσα αναφέρονται περί μη πειστικής διαπίστωσης της πρόθεσης της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση της στη Δημοκρατία, δεν αποτελούν προϊόν επαρκούς έρευνας.

 

Ούτε και αυτός ο ισχυρισμός της αιτήτριας με βρίσκει σύμφωνη. Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί ότι τα όσα η αιτήτρια διατείνεται  περί του ότι δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση της αίτησης της αιτήτριας η πρόθεση της για μόνιμη διαμονή στη Δημοκρατία παραβλέπουν εμφανώς ότι το ζήτημα παραχώρησης άδειας μετανάστευσης σε αλλοδαπό άπτεται της κυριαρχικής φύσης και των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως εμπίπτει, ως άλλωστε ορίζεται και εκ των Κανονισμών, εντός της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού Εσωτερικών με μόνο περιορισμό την τήρηση της αρχής της καλής πίστης. Ακόμα δε και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για άδεια μετανάστευσης και δη η παροχή σύστασης από την Επιτροπή ότι ο αιτητής ανήκει σε μια εκ των κατηγοριών του Κανονισμού 5, δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι ο αιτητής δικαιούται αυτόματα και άνευ ετέρου την παροχή τέτοιας άδειας, η έγκριση της οποίας τελεί πάντοτε υπό τη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού. Ως δε ρητώς ορίζεται και στον Κανονισμό 6(5) ουδείς έχει απόλυτο δικαίωμα προς έγκριση της αίτησης του. Άλλωστε σύμφωνα με την ερμηνευτική διάταξη του Κανονισμού 2, στην οποία παραπέμπει και η πλευρά του καθ΄ου η αίτηση, «άδεια μεταναστεύσεως» σημαίνει άδειαν χορηγουμένην εις μετανάστην διά να εισέλθη εις την Δημοκρατίαν διά μόνιμον εν αυτη διαμονήν». Πρόσθετα επισημαίνεται ότι στους σχετικούς Κανονισμούς, τίθενται μόνο οι ελάχιστες τυπικές απαιτούμενες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρεί η αίτηση του εκάστοτε αιτητή, αφήνοντας ακριβώς την ευχέρεια εξέτασης τέτοιων αιτήσεων στην κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, ήτοι του Υπουργού.

 

Εν προκειμένω η Επιτροπή και πέραν των όσων διαπίστωσε ως προς τη μη παρουσίαση εκ μέρους της αιτήτριας δικών της πόρων συντήρησης στη Δημοκρατία και στο εξωτερικό, κατέγραψε πρόσθετα και σύμφωνα με τα ενώπιον της στοιχεία, ότι δεν διαπιστώθηκε πειστικά η πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση στη Δημοκρατία.  Ο Υπουργός εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας έκρινε ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί τόσο ως προς την έλλειψη οικονομικών πόρων της ίδιας  της αιτήτριας όσο και ως προς την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων αναφορικά με την πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη διαμονή στη Δημοκρατία.

 

Εντός του πιο πάνω πλαισίου, δεν διαβλέπω πως η πρόσθετη επισήμανση της Επιτροπής Ελέγχου Μετανάστευσης ήτοι ότι δεν καταδείχθηκε πιεστικά η πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση, μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία λήφθηκε από το κατά νόμο αρμόδιο όργανο ήτοι τον Υπουργό. Πόσο δε μάλλον όταν  η αίτηση που τέθηκε ενώπιον της Επιτροπής προς εξέταση αφορά άδεια μετανάστευσης, η οποία συμφώνως με την ερμηνευτική διάταξη του Κανονισμού 2, παραχωρείται για σκοπούς μόνιμης διαμονής στη Δημοκρατία, ώστε εκ της φύσεως της να καθίσταται αρρήκτως συνυφασμένη με την αναγκαιότητα ύπαρξης πρόθεσης μόνιμης διαμονής του εκάστοτε αιτούντος. Ακόμα όμως και εάν, υποθετικά, εκρίνετο ότι η Επιτροπή ενήργησε εξωνομικά προβαίνοντας σε μια τέτοια διαπίστωση, καθοριστικό παραμένει -και είναι αυτό που με όλο το σεβασμό παραβλέπει η εισήγηση της αιτήτριας -ότι στην ίδια κατάληξη οδηγήθηκε και το όργανο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα ήτοι ο Υπουργός, ο οποίος κατά την άσκηση των εξουσιών οι οποίες άπτονται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (Eddine v Δημοκρατίας 2008 (3 ΑΑΔ 95) Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 307) VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017,ημερομηνίας 27/9/23) και έχοντας ενώπιον του όλα τα δεδομένα της περίπτωσης της αιτήτριας, διαπίστωσε και ότι υπήρξε έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων αναφορικά με την πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη διαμονή στη Δημοκρατία, γεγονός που επισφραγίζει οριστικά το ζήτημα.

 

Επί τούτου σχετικά είναι τα όσα υπομνήσθηκαν στην υπόθεση N. S. W. N. και Δημοκρατία (Υπόθεση Αρ. 464/2020, ημερομηνίας 5/10/22) από τον Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου Φ. Κωμοδρόμο, τα οποία και παραθέτω:

 

«Ολοκληρώνοντας, κρίνω σκόπιμο να υπενθυμίσω ότι το υπό εξέταση ζήτημα στην παρούσα υπόθεση, αφορά σε απόρριψη αίτησης χορήγησης άδειας μετανάστευσης, για το οποίο η νομολογία είναι σαφής, πάγια και διαχρονική, αναγνωρίζοντας την ευρεία διακριτική εξουσία της πολιτείας να αποφασίζει επί τέτοιων αιτήσεων, ως έκφανση της κυριαρχίας της, και θέτοντας ως μόνη υποχρέωσή της, κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειάς της, να ενεργεί με καλή πίστη[..]Τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, η οποία βεβαίως αφορούσε αίτηση αλλοδαπού για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δια πολιτογράφησης, ισχύουν κατ’ αναλογία και στην παρούσα περίπτωση και ο Υπουργός, πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει το οικείο νομοθετικό/κανονιστικό πλαίσιο, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας. Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του, αλλά και τα πρόσωπα που θα χορηγήσει άδειες ως η υπό αναφορά  άδεια μετανάστευσης, που ζήτησε η αιτήτρια. Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας. Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του εκάστοτε αιτούντος, και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον και η ειλικρινής επιθυμία του αιτητή να παραμείνει στη Δημοκρατία, και η συστάθμισή τους με τα γενικότερα συμφέροντα του κράτους και τα τυχόν δημογραφικά, οικονομικά και εθνικά προβλήματα. [..]Ο ασκών την εξουσία, δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα, όταν η απόφαση του στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε οτιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον δε τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη (βλ. και Ήρωα, ανωτέρω). Το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).»

 

Ούτε και βεβαίως ευσταθεί η εισήγηση της αιτήτριας ότι δεν διενεργήθηκε επαρκής έρευνα ή και ότι θα έπρεπε να διεξαχθεί πρόσθετη έρευνα αναφορικά με τη κατάληξη της διοίκησης ότι δεν διαπιστώθηκε πιεστικά η πρόθεση της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση της στη Δημοκρατία, αφού κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Ειδικότερα στη σχετική έκθεση του Τμήματος, η οποία ως ήδη υποδείχθηκε ανωτέρω ετοιμάστηκε στα πλαίσια εξέτασης της περίπτωσης της αιτήτριας, ρητώς, μεταξύ άλλων, καταγράφεται, ότι η αιτήτρια είναι υπήκοος Αιγύπτου, ηλικίας 23 ετών και σύμφωνα με βεβαίωση που η ίδια προσκόμισε φοιτά σε πανεπιστήμιο στην Αίγυπτο και έχει επισκεφθεί τη Δημοκρατία δυο φορές για ολιγοήμερη παραμονή κατά τα έτη 1997 και 2019. Μάλιστα η πιο πάνω καταγραφή περί ολιγοήμερης παραμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία επιβεβαιώνεται ευθέως  από σχετικό έγγραφο το οποίο περιλαμβάνεται στο διοικητικό φάκελο (ερυθρό 22) και το οποίο υπό μορφή πίνακα δεικνύει τις αφίξεις και αναχωρήσεις της αιτήτριας από και προς τη Δημοκρατία και από το οποίο προκύπτει ότι η αιτήτρια επισκέφθηκε τη Δημοκρατία στις 2.7.1997 και αναχώρησε από αυτή στις 21.7.1997 καθώς και ότι αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία στις 4.6.2019, όπου διέμεινε για περίοδο δυο μόνο ημέρων, αναχωρώντας από αυτή στις 6.6.2019.

Υπό αυτά τα δεδομένα όχι μόνο δεν εντοπίζω οτιδήποτε μεμπτό στην επίδικη κρίση, τουναντίον κρίνω ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και η πρόσθετη κατάληξη της διοίκησης περί μη πειστικής διαπίστωσης της πρόθεσης της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση της στη Δημοκρατία στηρίχθηκε σε επαρκές πραγματικό έρεισμα και ήταν εύλογα επιτρεπτή στη βάση των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων, από τα οποία προέκυπτε με σαφήνεια ότι η αιτήτρια κατά τον ουσιώδη χρόνο φοιτούσε σε πανεπιστήμιο της Αιγύπτου καθώς και ότι έχει επισκεφθεί μόλις δυο φόρες τη Δημοκρατία με ολιγοήμερη διαμονή (19 ημέρες κατά το 1997 καθώς και 2 μόλις ημέρες κατά το 2019) (ΧΧΧ SHAWKY και Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 686/2018, ημερομηνίας 28/4/22). Συνεπώς ούτε η θέση της αιτήτριας ότι ο αριθμός επισκέψεων της αιτήτριας και η ολιγοήμερη παραμονή της στη Δημοκρατία δεν επαρκούσε για να στηρίξει τέτοια κρίση μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου μάλιστα ότι η έγκριση μια τέτοιας αίτησης διενεργείται επί όλων των συλλεχθέντων στοιχείων και είναι συνυφασμένη με την άσκηση εξουσίας που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους.

 

Ούτε και  μπορεί να γίνει δεκτή η θέση της πλευράς της αιτήτριας ότι θα έπρεπε να είχε δοθεί στην αιτήτρια το χρονικό περιθώριο που προβλέπεται στον Κανονισμό 6(3) για να αποδείξει την πρόθεση μόνιμης διαμονής της στη Δημοκρατία. Το γεγονός ότι στο εν λόγω Κανονισμό ρητώς προβλέπεται ότι η χορηγηθείσα άδεια μετανάστευσης, παύει να ισχύει εάν ο κάτοχος αυτής δεν απέκτησε μόνιμη διαμονή εντός ενός έτους από την ημερομηνία παραχώρησης της, ουδόλως δημιουργεί υποχρέωση ή παρέχει αφ΄ εαυτού δικαίωμα στον εκάστοτε αιτητή για χορήγηση τέτοιας άδειας για περίοδο ενός έτους ανεξαρτήτως της ύπαρξης πρόθεσης διαμονής ή μη κατά τον ουσιώδη χρόνο εξέτασης της αίτησης του.

 

Σχετικά είναι και τα όσα λέχθηκαν επί αντίστοιχων ισχυρισμών από την αδελφή Ε. Γαβριήλ στην υπόθεση C. N. B. H. v Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 462/2020, ημερομηνίας 27/6/23) τα οποία και παραθέτω:

 

«Στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων, διαπιστώνω πως έχει προηγηθεί δέουσα έρευνα επί όλων των στοιχείων που θα μπορούσαν να συλλεχθούν από τη διοίκηση, ενώ λαμβάνοντας υπόψη την ολιγοήμερη, μόνον, διαμονή της αιτήτριας στην Δημοκρατία, ήτοι για 11 μέρες κατά το χρόνο προ της υποβολής της αιτήσεως, κρίνω εύλογη την αιτιολογία που δόθηκε από τη Διοίκηση περί μη πειστικής διαπίστωσης της πρόθεσης της αιτήτριας για μόνιμη εγκατάσταση της στη Δημοκρατία. Αυτό βεβαίως, δε θα αφεθεί να διαπιστωθεί εκ των υστέρων, αφού δοθεί ήδη η άδεια, ως οι εισηγήσεις του δικηγόρου της αιτήτριας. Ούτε και αποτελούσε στοιχείο που μπορούσε να τεκμηριωθεί από την αίτηση που υποβάλλεται. Αλλά το ζήτημα ορθά τεκμηριώθηκε από τις αφιξοαναχωρήσεις της αιτήτριας, σε ανύποπτο χρόνο, χωρίς να καθίσταται απαραίτητη οποιαδήποτε προηγούμενη συνέντευξη.»

 

Απορριπτέα δε κρίνεται και η θέση της αιτήτριας, ότι η αιτήτρια θα έπρεπε να είχε κληθεί σε συνέντευξη και ότι θα έπρεπε να ζητηθούν πρόσθετες διευκρινήσεις από αυτήν, ώστε κατά την εισήγηση, να μπορούσε η ίδια να αποδείξει τη πρόθεση της για μόνιμη διαμονή, όπως επίσης και η εισήγηση ότι η αίτηση ήταν τυποποιημένη.

 

Καταρχάς οφείλει να επισημανθεί ότι στα νομικά σημεία της Προσφυγής ουδόλως περιλαμβάνεται -πόσο δε μάλλον εξειδικεύεται με απαιτούμενη σαφήνεια, ως η πάγια νομολογία επιτάσσει και οι απαιτήσεις που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου- λόγος ακύρωσης περί παραβίασης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης ή οποιαδήποτε έστω αναφορά στο άρθρο 43 του Ν.158 (Ι)/99 ώστε οι ισχυρισμοί της αιτήτριας για παραβίαση του άρθρου 43 του Ν. 158 (Ι)/99 και του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης να μην μπορούν να τύχουν δικαστικής εξέτασης (Nestoras Hotels Ltd και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ. 169/18, ημερομηνιας 20/3/24)  Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598)  Χριστοδουλίδης και Πανεπιστημίου Κύπρου (Αναθεωρητική Έφεση αρ.95/12, ημερομηνίας 6/7/18), ECLI:CY:AD:2018:C344. Εξάλλου είναι ορθή η θέση της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση ότι η αιτήτρια ουδέν εισηγήθηκε και ουδέν ανέφερε κατά την ανάπτυξη του συγκεκριμένου λόγου ακύρωσης σε σχέση με τις θέσεις που θα προέβαλε ενώπιον της διοίκησης εάν αυτή πράγματι είχε κληθεί να ακουστεί περαιτέρω, με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός περί παραβίασης του δικαιώματος ακρόασης να απολήγει ούτως ή άλλως αλυσιτελής (PAPOUIS  DAIRIES LTD v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 79/2018, ημερομηνίας 15/3/24. Περαιτέρω αρκεί να επισημανθεί ότι η όλη εισήγηση της αιτήτριας αφενός παραβλέπει ότι έχει προηγηθεί επαρκής έρευνα επί όλων των στοιχείων που θα μπορούσαν να συλλεχθούν από τη διοίκηση επί του θέματος και αφετέρου ότι η διοίκηση ουδεμία νομική υποχρέωση ενείχε να καλέσει προς ακρόαση την αιτήτρια ή να αναζητήσει πρόσθετες πληροφορίες πέραν των όσων η ίδια η αιτήτρια υπέβαλε και/ή επιθυμούσε να υποβάλει και τις οποίες η αιτήτρια είχε κάθε ευκαιρία να θέσει και μάλιστα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο με την αίτηση της(YULIA KOCHETOVA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ. 1444/14, ημερομηνίας 24/5/17) Tonu ν. Δημοκρατίας (Υπόθεση Αρ. 415/2019, ημερομηνίας 16.2.2022) FAMIDE GUL KASAPHOCA και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.1414/19, ημερομηνίας 17/11/22). Τα όσα έχουν υποδειχθεί ανωτέρω καθιστούν απορριπτέα και την έτερη εισήγηση της αιτήτριας ότι θα έπρεπε η διοίκηση να είχε ενημερώσει την αιτήτρια ότι θα αναζητείτο η πρόθεση της για μόνιμη εγκατάσταση. Ως ήδη υποδείχθηκε, συμφώνως και με την ερμηνευτική διάταξη του Κανονισμού 2, μια τέτοια αίτηση πάντοτε σκοπεί, ως εκ της φύσης της, στην εξασφάλιση άδειας για μόνιμη διαμονή στη Δημοκρατία, ώστε να μην μπορεί να τίθενται βάσιμα ισχυρισμοί περί παραβίασης της αρχής της χρήστης διοίκησης εξ΄ αυτού του λόγου.

 

Τέλος ούτε η αναφορά της αιτήτριας ότι δεν λήφθηκε υπόψη το γεγονός ότι οι γονείς της αιτήτριας είναι μόνιμα εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, ευσταθεί, αφού αυτή καταρρίπτεται ευθέως από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου και δη από την έκθεση του Τμήματος στην οποία ρητώς καταγράφονται οι οικογενειακές περιστάσεις της αιτήτριας και συγκεκριμένα και μεταξύ άλλων ότι οι γονείς της αιτήτριας είναι κάτοχοι άδειας Μετανάστευσης Κατηγορίας Στ από το έτος 2018. Άλλωστε είναι ορθή η παρατήρηση της πλευράς του καθ΄ου η αίτηση ότι ένα τέτοιο γεγονός ουδόλως επαρκούσε για την έγκριση της αίτησης της αιτήτριας, η οποία υποβλήθηκε ως αυτοτελή αίτηση στη βάση του Κανονισμού 5 (στ) και όχι ως εξαρτώμενου προσώπου (Κανονισμός 7(2), αίτηση η οποία, υπενθυμίζεται, δεν πληρούσε ούτε καν την τυπική προϋπόθεση του Κανονισμού 5 (στ).

 

Έπεται ότι - και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας –η διοίκηση διενέργησε την απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση της αιτήτριας, λαμβάνοντας υπόψη  όλα τα ουσιώδη δεδομένα περιλαμβανομένων ως προκύπτει και από τα ερυθρά 24-23 του Τεκμηρίου 1, ότι η αιτήτρια είναι υπήκοος Αιγύπτου, ηλικίας 23 ετών, φοιτά σε πανεπιστήμιο στην Αίγυπτο, δεν είναι παντρεμένη και δεν έχει εξαρτώμενα, έχει επισκεφθεί τη Δημοκρατία δυο φορές για ολιγοήμερη παραμονή, δεν είναι κάτοχος ακίνητης περιουσίας στη Δημοκρατία και δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία που να παρουσιάζουν το ετήσιο εισόδημα της καθώς και ότι η ΚΥΠ και η Interpol δεν κατέχουν οποιαδήποτε στοιχεία σχετικά με την αιτήτρια, η οποία προσκόμισε λευκό ποινικό μητρώο και ότι ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε. Ούτε όμως και στη βάση των όσων έχουν αναφερθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται, οτιδήποτε που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας περί παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης, κακοπιστίας και υπέρβασης των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργού, η οποία υπενθυμίζεται ότι ως νομολογιακά επιτάσσεται, είναι ιδιαίτερα ευρεία.

Συνεπακόλουθα, καταλήγω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών ενήργησε, ως η υποχρέωση του, με καλή πιστή και η απόφαση απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων, ώστε να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ του καθ’ ου η αίτηση.

              

                                                         Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο