Χ. Θ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, δια μέσω των Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.α., Υπόθεση Αρ. 468/2021, 7/2/2025
print
Τίτλος:
Χ. Θ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, δια μέσω των Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων κ.α., Υπόθεση Αρ. 468/2021, 7/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                          

                                                 Υπόθεση Αρ. 468/2021

                                             

     7 Φεβρουαρίου, 2025

 

[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]

 

Επί τοις αφορώσι το Άρθρο/Άρθρα 30, 28, 146 (παρ.1 έως 6) του Συντάγματος, άρθρα 40, 71, 79, 80 και 83 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου [59(Ι)/2010], ως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

                           Χ. Θ.,

 

Αιτητής

                          Και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, δια μέσω των

1. Υπουργού Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων

2. Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων

 

                                                      Καθ' ων η Αίτηση

......... 

 

Γεωργία Κουτρουζά για Μ. Χ. Μυλωνά & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε,  Δικηγόροι για Αιτητή

Παντελής Κωνσταντίνου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η αίτηση

 

                                               

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ.:  Στις 05.11.2013, ο Αιτητής, τότε περί των 52 ετών, υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας.

Το αρμόδιο ιατρικό συμβούλιο το οποίο τον είχε εξετάσει γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για εργασία και ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής ο «Διευθυντής»), υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου απέρριψε την αίτηση για παροχή σύνταξης ανικανότητας και ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 23.06.2014.

 

Ο Αιτητής υπέβαλε Ιεραρχική Προσφυγή προς την Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (εφεξής η «Υπουργός») κατά της απόφασης του Διευθυντή ζητώντας επανεξέταση από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο. Ο Αιτητής κλήθηκε σε Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο στις 09.10.2014 το οποίο με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, γνωμάτευσε ότι είναι ικανός για ελαφρά εργασία σε ποσοστό ανικανότητας 75%.

 

Συγκεκριμένα το ΔΙΣ ανέφερε ότι ο Αιτητής «προσήλθε στο ΔΙΣ μετά από Ιεραρχική Προσφυγή κριθείς από ΠΙΣ ως ικανός για εργασία. Με βάση τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα το ΔΙΣ κρίνει και εισηγείται ότι ο αιτητής από ψυχιατρικών ευρημάτων είναι ικανός για εργασία. Με βάση τα κλινικά και εργαστηριακά ευρήματα το ΔΙΣ κρίνει και εισηγείται ότι ο αιτητής από ψυχιατρικών ευρημάτων είναι ικανός για εργασία, ενώ από νευροχειρουργικής άποψης ό αιτητής κρίνεται ανίκανος για εργασία. Εισήγηση ΔΙΣ η έγκριση της Ιεραρχικής προσφυγής σε ποσοστό 75% ως Ικανός για ελαφρά εργασία».

 

Κατόπιν τούτου, η Υπουργός, ενέκρινε την Ιεραρχική Προσφυγή του και ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερ. 03.11.2014 στην οποία του ανέφερε ότι με βάση τα ενώπιον της στοιχεία «είστε ικανός για ελαφρά εργασία σε ποσοστό ανικανότητας 75% σύμφωνα με το άρθρο 40(5) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου».

 

Για σκοπούς επαναξιολόγησης της κατάστασής της υγείας του ως λήπτη σύνταξης ανικανότητας, στις 24.11.2016, ο Αιτητής επανεκτιμήθηκε από το αρμόδιο ιατρικό συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε ότι το ποσοστό αναπηρίας του παραμένει ως έχει ήτοι 75%, γεγονός που οι Καθ’ ων η αίτηση του κοινοποίησαν με επιστολή ημερομηνίας 08.12.2016 (Ερ. 95 του διοικητικού φακέλου των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ο οποίος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 2 στη διαδικασία -εφεξής «Τεκμήριο 2»), ενημερώνοντας τον παράλληλα (Ερ. 94 του Τεκμηρίου 2) ότι το ιατρικό συμβούλιο γνωμάτευσε ότι στη μελλοντική επανεξέταση (Νοέμβριος 2018) θα πρέπει να προσκομίσει διάφορες εξετάσεις.

 

Στις 19.11.2018 ο Αιτητής εξετάστηκε από ιατρικό συμβούλιο, το οποίο κατόπιν λήψης υπόψη των εξετάσεων που ο Αιτητής προσκόμισε, ακολούθως γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για εργασία. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας την εν λόγω γνωμάτευση, τερμάτισαν την σύνταξη ανικανότητας του Αιτητή από 01.04.2019 και τον ενημέρωσαν περί τούτου με επιστολή ημερομηνίας 10.04.2019, του ανέφεραν:

 

«2. Σύμφωνα με το άρθρο 40 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν. 59(1)/2010) ασφαλισμένος δικαιούται σύνταξη ανικανότητας εάν:

 

• ήταν ανίκανος για εργασία για 156 ημέρες σε οποιοσδήποτε περίοδο διακοπής της απασχόλησης του

• εντός αυτής της περιόδου διακοπής της απασχόλησης αποδείξει ότι προβλέπεται να παραμείνει μόνιμα ανίκανος για εργασία

• δε συμπλήρωσε την ηλικία των 63 χρονών

• πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς.

 

3.        Σύμφωνα με το άρθρο 40(5) του ίδιου Νόμου «ανίκανος για εργασία θεωρείται ασφαλισμένος, όταν λόγω ειδικής ασθένειας ή σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας, η οποία άρχισε ή επιδεινώθηκε ουσιωδώς μετά την ασφάλιση του, δεν μπορεί να κερδίζει από εργασία την οποία εύλογα αναμένεται να εκτελεί, λαμβανομένων υπόψη . των δυνάμεων, των δεξιοτήτων, της μόρφωσης και της σύνηθους επαγγελματικής απασχόλησης του, πέραν από το ένα τρίτο ή, εάν πρόκειται για πρόσωπο ηλικίας μεταξύ εξήντα(60) και εξήντα τριών (63) ετών, πέραν από το ένα δεύτερο, του ποσού το οποίο κερδίζει συνήθως στην ίδια περιφέρεια και επαγγελματική κατηγορία σωματικά και πνευματικά υγιές πρόσωπο της ίδιας μόρφωσης».

 

4.        Στη δική σας περίπτωση το Ιατρικό Συμβούλιο που σας εξέτασε στις 15/02/2019 λαμβάνοντας υπόψη όλα τα δεδομένα της πάθησης σας, γνωμάτευσε ότι η ισχύς των άνω και κάτω άκρων είναι φυσιολογική σε σχέση με το ιατρικό συμβούλιο ημερομηνίας 24/11/2016. Ο παρακλινικός έλεγχος (ΗΜΓ και MRI ΑΜΣΣ/ΟΜΣΣ) είναι χωρίς ιδιαίτερα παθολογικά ευρήματα.

5.        Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεών υιοθετώντας τη γνωμάτευση του Ιατρικού Συμβουλίου προχώρησαν στον τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας σας από 01/04/2019 καθώς με βάση τις πρόνοιες της νομοθεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είστε μόνιμα ανίκανος για την εργασία σας.

 

6.        Για την περίοδο από 01/01/2019 μέχρι 31/03/2019 δικαιούστε αναλογία 13ης Σύνταξης που ανέρχεται σε €250.39 η οποία θα σας αποσταλεί το συντομότερο.

 

7.        Παρακαλώ όπως μας επιστρέφετε την ταυτότητα δικαιούχου ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης καθώς επίσης και την Κοινωνική κάρτα τις οποίες κατέχετε.

 

8.        Σύμφωνα με το άρθρο 83(1) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 (Ν.59(1)/2010) η πιο πάνω διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί με ιεραρχική προσφυγή προς την Υπουργό Εργασίας, Προνοίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων εντός δεκαπέντε ημερών ή με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο εντός εβδομήντα πέντε ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της, σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος».

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 15.04.2019, ο Αιτητής προσέφυγε στην Υπουργό κατά της απόφασης του Διευθυντή και ζήτησε επανεξέταση. Στις 21.11.2019 ο Αιτητής εξετάστηκε από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο (εφεξής «ΔΙΣ») από το οποίο κρίθηκε ικανός για εργασία. Συγκεκριμένα το ΔΙΣ ανέφερε:

 

«Ο αιτητής προσήλθε στο ΔΙΣ μετά από Ιεραρχική Προσφυγή σε απόφαση ΔΥΚΑ κριθείς από ΠΙΣ (08/03/2019) ικανός για εργασία. Το ΔΙΣ με βάση τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και των εργαστηριακών εξετάσεων κρίνει ότι ο αιτητής παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με το ΔΙΣ του 2014 και ότι δεν απώλεσε τα 2/3 της ικανότητας του για εργασία. Το ΔΙΣ εισηγείται απόρριψη της προσφυγής».

 

Κατόπιν τούτου, με επιστολή των Καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 26.02.2021, ο Αιτητής ενημέρωθηκε για την απόφαση όπως η ιεραρχική του προσφυγή απορριφθεί. Συγκεκριμένα του αναφέρθηκε:

 

«Αναφέρομαι στην Ιεραρχική Προσφυγή που έχετε υποβάλει με την επιστολή σας με ημερομηνία 16/4/19, κατά της απόφασης του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων για απόρριψη της αίτησης σας για σύνταξη ανικανότητας, και επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι, μετά από εξέταση της Προσφυγής σας και αφού έχουν ληφθεί υπόψη τα επιχειρήματα που έχετε καταθέσει στην Προσφυγή, τα στοιχεία και οι ιατρικές μαρτυρίες που βρίσκονται στο φάκελό σας, καθώς και η έκθεση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου που σας εξέτασε στις 21/11/20 και το οποίο σας έχει κρίνει ικανό για εργασία, έχει αποφασιστεί όπως απορριφθεί η προσφυγή σας, εφόσον έχετε κριθεί ικανός για εργασία σύμφωνα με το άρθρο 40 του Νόμου περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων».

 

Την ακύρωση της εν λόγω απόφασης, η οποία του κοινοποιήθηκε με την εν λόγω επιστολή ημερομηνίας 26.02.2021, αξιώνει ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή.

 

Με τη αγόρευση των ευπαίδευτων συνηγόρων του ο Αιτητής εγείρει καταρχάς ως λόγο ακύρωσης ότι οι Καθ’ ων η αίτηση πλανήθηκαν κατά την έκδοσή της. Πλάνη καθότι δεν έλαβαν υπόψη τα ιατρικά πιστοποιητικά/εκθέσεις/ βεβαιώσεις για την ανικανότητα του Αιτητή που βρίσκονταν στον ιατρικό του φάκελο από το 2014 έως το 2019 που λάμβανε σύνταξη ανικανότητας, από όπου φαινόταν ότι το 2013 έλαβε 154 ημέρες άδεια και το (τότε) ιατρικό συμβούλιο ανέφερε ότι η άδεια δικαιολογείται λόγω της σοβαρότητας της κατάστασης του και ότι ο Αιτητής είναι ανίκανος πλέον να ασκεί τα καθήκοντα εργασίας του. Επικαλείται περαιτέρω πλάνη των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τη φύση της εργασίας του, η οποία δεν ελήφθη υπόψη ενώ λανθασμένα το Σχέδιο Υπηρεσίας αναφέρει τη θέση στην κατηγορία «γραμματειακό προσωπικό» ενώ δεν είναι τέτοια, όπως δεν ελήφθη υπόψη ούτε η προηγούμενη γνωμάτευση του ιατρικού συμβουλίου και η απόφαση της Υπουργού (έτους 2014) βάσει των οποίων είχε χαρακτηριστεί ως ανίκανος 75% και ελάμβανε σύνταξη ανικανότητας.

 

Συναφώς ο Αιτητής υποβάλλει, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δε διερευνήσαν δεόντως όλα τα σχετικά με την υπόθεση γεγονότα ούτως ώστε να εξακριβώσουν αν όντως ο Αιτητής δεν απώλεσε τα 2/3 της ικανότητας του για εργασία ούτε όσο αφορά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε και συνεχίζει να αντιμετωπίζει χωρίς καμία βελτίωση, ως τάσσει και το άρθρο 40(5)[1] του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 2010 [Ν. 114(Ι)/2010 όπως τροποποιήθηκε-εφεξής ο «Νόμος»], θέτοντας το ερώτημα πως είναι δυνατόν, δεδομένης και της ηλικίας του και των προβλημάτων υγείας του και ενώ έχει κριθεί ως ανίκανος να εργάζεται πριν 5 έτη, τώρα, που είναι και μεγαλύτερος να κρίνεται ικανός.

 

Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης υποβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και δη η γνωμάτευση του ΔΙΣ, την οποία υιοθέτησε, πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας αιτιολογίας εφόσον δεν αναφέρει που βασίστηκε και για πιο λόγο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής είναι ικανός για εργασία. Αναφέρεται λακωνικά ότι διαπιστώνεται βελτίωση όμως δεν αναφέρεται ποια είναι αυτή η βελτίωση και σε σχέση με τι χωρίς να γίνεται κατανοητό πως μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας ενός ανθρώπου με τα δικά του προβλήματα.

 

Συνεχίζει ο Αιτητής ότι παραβιάσθηκε το δικαίωμά του σε προηγούμενη ακρόαση, καθώς κατά την εξέταση του από το ΔΙΣ δεν του δόθηκε το δικαίωμα να ακουστεί και/ή να παρουσιάσει ιατρική μαρτυρία κατά την επιλογή του και δεν ρωτήθηκε και δεν τον άφησαν να ενημερώσει το Συμβούλιο για την κατάσταση της υγείας του, για τα καθήκοντα της θέσης εργασίας που κατείχε καθώς επίσης και να παρουσιάσει ιατρική έκθεση από τον θεράποντα ιατρό του.

 

Επίσης ως παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης, θέτει ότι ο κανονισμός 8 των Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ιατρικά Συμβούλια, Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, Ειδικοί Ιατροί) Κανονισμών του 2010 (ΚΔΠ 286/2010, ως είχε τροποποιηθεί-εφεξής οι «Κανονισμοί») που προβλέπει ότι τα μέλη του ΔΙΣ για κάθε συνεδρία ορίζονται από τον Διευθυντή είναι αντισυνταγματικός καθότι δε νοείται ο Διευθυντής να ορίζει μέλη ενός Συμβουλίου, τα οποία (μέλη) θα ελέγξουν την απόφαση του και θα κάνουν έκθεση προς την Υπουργό που την λαμβάνει συνήθως υπόψη για να εκδώσει απόφαση στην ιεραρχική προσφυγή.

 

Με τον επόμενο λόγο, ο Αιτητής ισχυρίζεται πλημμέλεια στη σύνθεση του ΔΙΣ καθότι στο ΔΙΣ ημερ. 21.11.2019 που γνωμάτευσε ότι είναι ικανός προς εργασία, συμμετείχε και συγκεκριμένος ιατρός, ο οποίος παρακολουθούσε τον Αιτητή το 2012 καθώς επίσης συμμετείχε και στο ΔΙΣ, την έκθεση του οποίου έλαβε υπόψη η Υπουργός για να εκδώσει την απόφαση ημερομηνίας 03.11.2014, δηλαδή εκείνη που τον είχε κρίνει με ποσοστό ανικανότητας 75%. Επικαλείται επί του θέματος τον κανονισμό 7(9)[2] των Κανονισμών, ο οποίος προβλέπει:

 

«Ο Πρόεδρος δεν προεδρεύει και κανένας ιατρός δεν ορίζεται μέλος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, εάν ήταν μέλος Ιατρικού Συμβουλίου, εναντίον της απόφασης του οποίου έγινε η προσφυγή, ή όταν η προσφυγή αφορά Αιτητή, τον οποίο ο εν λόγω ιατρός παρακολουθούσε σε τακτική βάση ή εξέταση ή παρέσχε οποιεσδήποτε υπηρεσίες τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης για παροχή.

Νοείται ότι, κάθε μέλος Ιατρικού Συμβουλίου για το οποίο ισχύει το κώλυμα αυτό, οφείλει να δηλώσει στο Διευθυντή αδυναμία συμμετοχής».

 

Περαιτέρω ο Αιτητής επικαλείται απουσία νομότυπων και εμπρόθεσμων προσκλήσεων καθώς ο Διευθυντής δεν ειδοποίησε τον Αιτητή τουλάχιστον 10 μέρες πριν από την συνεδρίαση του ΔΙΣ, κατά παράβαση του Κανονισμού 9 των Κανονισμών καθώς και μη τήρηση άρτιων πρακτικών εκ μέρους του ΔΙΣ.

 

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης και στη βάση των επιχειρημάτων που ήγειρε στους προηγούμενους λόγους ακύρωσης, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας της διοίκησης και της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, από την πλευρά τους, απορρίπτουν τους ως άνω ισχυρισμούς του Αιτητή και υποστηρίζουν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης καθώς και ότι είναι προϊόν δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

 

Έχω εξετάσει τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς έχοντας υπόψη και τους διοικητικούς φακέλους, οι οποίοι κατατέθηκαν.  Καταλήγω ότι, από τα ενώπιόν μου δεδομένα, η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι δεκτική ακύρωσης.

 

Ξεκινώντας από τους ισχυρισμούς περί πλάνης, ελλιπούς έρευνας και αιτιολογίας, σημειώνω καταρχάς ότι το έτος 2014 όταν δηλαδή είχε αποφασιστεί η έγκριση της Ιεραρχικής του προσφυγής «σε ποσοστό 75% ως Ικανός για ελαφρά εργασία», οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν πληροφορήσει τον Αιτητή ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα δυνατόν να γίνεται επανεξέταση ή να ζητούνται πρόσφατες ιατρικές εκθέσεις ώστε να παρακολουθείται η πορεία της υγείας του (σχετική η επιστολή των Καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 08.12.2014- ερ. 76 του Τεκμηρίου 2).

 

Το ίδιο το άρθρο 40(3) του Νόμου άλλωστε προβλέπει για τη δυνατότητα των Καθ’ ων η αίτηση να ζητούν την επανεξέταση ενός χαρακτηρισθέντος ως μόνιμα ανίκανου προσώπου, στο οποίο χορηγήθηκε σύνταξη ανικανότητας. Συνεπώς ο χαρακτηρισμός του Αιτητή ως «μόνιμα ανίκανου» με ένα βαθμό αναπηρίας σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή που δικαιολογούσε τον εν λόγω χαρακτηρισμό, ούτε εκ του Νόμου ούτε εκ των περιστάσεων της υπό κρίσης περίπτωσης προσδιόριζε μια μη αναστρέψιμη κατάσταση. Μη αναστρέψιμη υπό την έννοια της μη δυνατότητας βελτίωσης της κατάστασης του.

 

Το γεγονός ότι, στη βάση συγκεκριμένων ευρημάτων είχαν οι Καθ’ ων κρίνει το 2014 ότι ο Αιτητής, ήταν δικαιούχος σύνταξης ανικανότητας δε προδίκαζε οποιαδήποτε δέσμευσή τους στη βάση των ιδίων πιστοποιητικών/ βεβαιώσεων κτλ να συνεχίζουν να τον χαρακτηρίζουν ως τέτοιο, παρά τις νεότερες εξετάσεις που αποδεικνύουν μια βελτιωμένη κατάσταση της υγείας του.

 

Οι Καθ΄ ων η αίτηση, σε αντίθεση με τις υποβολές του Αιτητή, διαπιστώνεται ότι έλαβαν υπόψη την προηγούμενη κατάσταση της υγείας του και αιτιολόγησαν προς τούτο επαρκώς την γνωμάτευσή τους. Αυτό προκύπτει από την ίδια την έκθεση του ΔΙΣ ημερ (Παράρτημα 11 σελ. 46 της Ένστασης) όπου ρητά καταγράφεται ως προς την πορεία της ασθένειας του «Βελτίωση εν σχέσει με το ΔΙΣ (9/10/2014)». Περαιτέρω και στο Παράρτημα 12 σελ.  54 σε Ένσταση το ΔΙΣ αναφέρθηκε στη βελτιωμένη εικόνα του σχέση με το 2014 αναφέροντας ρητώς: «Το ΔΙΣ με βάση τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και των εργαστηριακών εξετάσεων κρίνει ότι ο αιτητής παρουσιάζει βελτίωση σε σχέση με το ΔΙΣ του 2014 και ότι δεν απώλεσε τα 2/3 της ικανότητας του για εργασία».

 

Είχε μάλιστα προηγουμένως ζητηθεί να τύχει νεότερων εργαστηριακών/ ιατρικών εξετάσεων και αξιολογήθηκε τόσο από το ιατρικό συμβούλιο όσο και από το ΔΙΣ, με κοινή διαπίστωση τη βελτίωση της υγείας του σε βαθμό, ως έκρινε αρχικά το ιατρικό συμβούλιο και ακολούθως και το ΔΙΣ, που δεν δικαιολογούσε πλέον τον χαρακτηρισμό του ως «ανίκανου προς εργασία» εν τη εννοία του άρθρου 40(5) του Νόμου.

 

Είναι δε σαφές ότι το παρόν στερείται της επιστημονικής γνώσης, της τεχνικής κρίσης να αμφισβητήσει τα ευρήματα των αρμοδίων ιατρών ούτε μπορεί να απαντήσει το ερώτημα πως είναι δυνατόν, λόγω της ηλικίας και των προβλημάτων υγείας του Αιτητή και ενώ έχει κριθεί ως ανίκανος να εργάζεται πριν 5 έτη, πλέον όντας μεγαλύτερος να κρίνεται ικανός, αυτό όμως που προκύπτει είναι ότι το ΔΙΣ κατέληξε στα αιτιολογημένα συμπεράσματά και γνωμάτευσή του αφού έλαβε υπόψη τόσο την προηγούμενη κατάστασή του όσο όμως και την κατάσταση του κατόπιν της εκ μέρους του αξιολόγησης και έχοντας εις χείρας τις νεότερες εξετάσεις, στις οποίες υπεβλήθη ο Αιτητής (Ερ. 96-99, 109-117, 132-133 του Τεκμηρίου 2). Στο δε έντυπο «Εμπιστευτική αναλυτική Έκθεση για σύνταξη ανικανότητας -παροχή λόγω αναπηρίας» (Ερ.64-56 Τεκμηρίου 1), το οποίο συνόδευε το  «Συνοπτικό Έντυπο Επανεξέτασης από Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο» (ερ. 65 του Τεκμηρίου 1, το οποίο είχε τεθεί ως Παράρτημα 12 σελ.  54 σε Ένσταση), οι αναφορές του ΔΙΣ καταγράφουν και αιτιολογούν τόσο το ιατρικό ιστορικό του Αιτητή με τις εγχειρίσεις που υπεβλήθη, τις αναφορές του ιδίου του Αιτητή και κάποια άλλα ιατρικά του ζητήματα (παράγραφος 3 στο Ερ. 64 του Τεκμηρίου 1) όσο και την εκ μέρους του ΔΙΣ αξιολόγηση με τη λήψη υπόψη νεώτερων εξετάσεων (παράγραφος 4.7-4.8 στο Ερ. 62 του Τεκμηρίου 1) και τελικά τη διάγνωσή του (παράγραφος 6 στο Ερ. 61 Τεκμηρίου 1) που το οδήγησε στο συμπέρασμά περί τη βελτιωμένη πορεία της υγείας του Αιτητή (παράγραφος 7 του ερ. 61 Τεκμηρίου 1).

 

Θεωρώ λοιπόν ότι όλα τα ανωτέρω φανερώνουν ότι η ελήφθηκαν υπόψη και καταγράφηκαν αιτιολογημένα όλα τα ουσιώδη για την περίπτωση δεδομένα.

 

Σχετική με τα εδώ επίδικα η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Εντ. Δικ.Α.Δ. Στ. Ναθαναήλ) στην Πρ. Αρ. 1438/2012 Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας  ημερ. 28.11.2014 στην οποία έγινε αναφορά στον τρόπο αιτιολόγησης της όλης διοικητικής ενέργειας περιλαμβανομένων των γνωματεύσεων των ιατρικών συμβουλίων καθώς και τη δυνατότητα ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου επί ζητημάτων τεχνικής φύσεως.

 

Νοείται ότι οι υποβολές ότι λανθασμένα το Σχέδιο Υπηρεσίας το οποίο βρίσκεται στο φάκελο/ένσταση  των Καθ’ ων η αίτηση αναφέρει τη θέση που κατέχει ο Αιτητής στην κατηγορία «γραμματειακό προσωπικό» ενώ δεν είναι τέτοια, δεν είναι εξεταστέες στα πλαίσια της παρούσας εφόσον αφενός εδώ δεν προσβάλλεται με οποιονδήποτε τρόπο το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του Αιτητή αφετέρου εφόσον σε αυτό καταγράφονται τα καθήκοντα του Αιτητή, δε βλέπω πως οι Καθ’ ων η αίτηση πλανήθηκαν έχοντας το ως μέρος του φακέλου του Αιτητή.

 

Με τα ως άνω ως δεδομένα, δε διαπιστώνεται ότι οι Καθ’ ων η αίτηση τελούσαν υπό πλάνη ή αμέλησαν να λάβουν υπόψη οποιοδήποτε ουσιώδες γεγονός αναφορικά με την περίπτωση του Αιτητή ούτε ότι δεν αιτιολόγησαν επαρκώς την απόφασή τους.

 

Ούτε όμως ο λόγος ακύρωσης περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του Αιτητή παραβιάσθηκε. Ως ανέφερα ήδη, ο Αιτητής γνώριζε από το 2016 ότι επρόκειτο να επαναξιολογηθεί τον Νοέμβριο 2018 και όπως προσκομίσει νεώτερες εξετάσεις όπως και το έπραξε.

 

Έτυχε δε αξιολόγησης και καταγράφηκαν οι αναφορές του από το ΔΙΣ (παράγραφος 3 στο Ερ. 64 του Τεκμηρίου 1), αν δε επιθυμούσε να προσκομίσει διαφορετικά ή περαιτέρω ιατρικά πιστοποιητικά, δε θεωρώ ότι δεν είχε ή στερήθηκε τη δυνατότητα να το πράξει, έχοντας ήδη εξεταστεί από το ιατρικό συμβούλιο και εφόσον είχε υποβάλει την ιεραρχική του προσφυγή, στην οποία ήταν άλλωστε δική του ευθύνη να καταγράψει τους λόγους που τη στηρίζει [άρθρο 83(1) του Νόμου] και άρα να επισυνάψει αν επιθυμούσε υποστηρίκτικα των επικαλούμενων λόγων πιστοποιητικά ή έστω να τα προσκομίσει όταν θα τον αξιολογούσε το ΔΙΣ αφού είχε ενημερωθεί ότι η προσφυγή του είχε ληφθεί και ότι επρόκειτο να ειδοποιηθεί σύντομα με νεώτερη επικοινωνία για την ημέρα και μέρος της αξιολόγησης (επιστολή ημερ. 23.08.2019-ερ. 130 του Τεκμηρίου 2).

 

Επίσης δε προκύπτει θεωρώ παράβαση της φυσικής δικαιοσύνης λόγω αντισυνταγματικότητας του κανονισμού 8 των Κανονισμών επειδή τα μέλη του ΔΙΣ για κάθε συνεδρία ορίζονται από τον Διευθυντή, του οποίου θα ελέγξουν την απόφαση. Σε καμία περίπτωση από τους Κανονισμούς προκύπτει ότι τα μέλη του ΔΙΣ έχουν οποιαδήποτε οργανική ή άλλη εξάρτηση από τον Διευθυντή ή πχ ιδιάζουσα σχέση αλλά, βάσει του Κανονισμού 3(2) των Κανονισμών, επιλέγονται από κατάλογο ειδικών ιατρών που δεν υπάγονται στους Καθ’ ων η αίτηση αλλά αιτούνται ελευθέρως προς τους Καθ’ ων η αίτηση την ένταξή τους στους καταλόγους εφόσον βέβαια πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις (χρόνος άσκησης του λειτουργήματός τους, εκπαίδευση κτλ-σχετικός ο Κανονισμός 4 των Κανονισμών). Ειρήσθω δε αναφέρω ότι, ειδικά για τον Αιτητή, η συμμετοχή του Διευθυντή στη διαδικασία στελέχωσης μελών του ΔΙΣ από τον κατάλογο ιατρών, δεν εμπόδισε το ΔΙΣ του 2014 να ανατρέψει την τότε πρωτοβάθμια κρίση του ιατρικού συμβουλίου με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ο Αιτητής ως δικαιούχος σύνταξης αναπηρίας, γεγονός που επίσης δε θα υποστήριζε την αποδοχή του εν λόγω ισχυρισμού του Αιτητή.  

 

Με τον επόμενο λόγο, ο Αιτητής ισχυρίζεται πλημμέλεια στη σύνθεση του ΔΙΣ καθότι στο ΔΙΣ ημερ. 21.11.2019 που γνωμάτευσε ότι είναι ικανός προς εργασία, συμμετείχε και συγκεκριμένος ιατρός, ο οποίος παρακολουθούσε τον Αιτητή το 2012 καθώς επίσης συμμετείχε και στο ΔΙΣ την έκθεση του οποίου έλαβε υπόψη ο Υπουργός για να εκδώσει την απόφαση ημερομηνίας 03.11.2014, δηλαδή εκείνη που τον είχε κρίνει με ποσοστό ανικανότητας 75%. Επικαλείται επί του θέματος τον κανονισμό 7(9) των Κανονισμών, ο οποίος προβλέπει:

 

«Ο Πρόεδρος δεν προεδρεύει και κανένας ιατρός δεν ορίζεται μέλος του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου, εάν ήταν μέλος Ιατρικού Συμβουλίου, εναντίον της απόφασης του οποίου έγινε η προσφυγή, ή όταν η προσφυγή αφορά Αιτητή, τον οποίο ο εν λόγω ιατρός παρακολουθούσε σε τακτική βάση ή εξέταση ή παρέσχε οποιεσδήποτε υπηρεσίες τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες πριν από την υποβολή της σχετικής αίτησης για παροχή.

 

Νοείται ότι, κάθε μέλος Ιατρικού Συμβουλίου για το οποίο ισχύει το κώλυμα αυτό, οφείλει να δηλώσει στο Διευθυντή αδυναμία συμμετοχής».

 

Είναι, από τα γεγονότα στα οποία αναφέρθηκα ήδη πιο πάνω, σαφές ότι ουδεμία παράβαση του ως άνω κανονισμού σημειώθηκε εφόσον ο συγκεκριμένος ιατρός είχε εξετάσει τον Αιτητή σε χρόνους πέραν από «τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες»  που θέτει ο ως άνω Κανονισμός, αφού από τα στοιχεία που ο Αιτητής υποβάλλει φαίνεται ότι αυτό είχε γίνει (άπαξ μάλιστα) τον Σεπτέμβριο του 2012. Σε κάθε περίπτωση δε βρίσκω πως υπάρχει πλημμέλεια στη σύνθεση των Καθ’ ων η αίτηση με τη συμμετοχή ενός ιατρού που είχε εξετάσει τον Αιτητή το 2014 και, λόγω της τότε κατάστασής του είχε γνωματεύσει προς αποδοχή της (τότε) ιεραρχικής του προσφυγής και τώρα ο ίδιος ιατρός συμμετέχει στη σύνθεση του ΔΙΣ που επαναξιολογεί αυτήν την κατάσταση για να διαπιστώσει την όποια αλλαγή της κατάστασης του. Δε μπορεί να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω ιατρός έχει «ιδιάζουσα σχέση» προς την περίπτωση του Αιτητή, εφόσον, η ειδική διάταξη του Κανονισμού 7(9) των Κανονισμών προσδιορίζει σε ποιες περιπτώσεις πρέπει να εξαιρείται από  το ΔΙΣ ένας ιατρός, ο οποίος είχε παρακολουθήσει προηγουμένως έναν αιτητή. Απορριπτέος άρα και αυτός ο λόγος ακύρωσης.

 

Περαιτέρω ο Αιτητής επικαλείται απουσία νομότυπων και εμπρόθεσμων προσκλήσεων καθώς ο Διευθυντής δεν ειδοποίησε τον Αιτητή τουλάχιστον 10 μέρες πριν από την συνεδρίαση του ΔΙΣ, κατά παράβαση του Κανονισμού 9 των Κανονισμών καθώς και μη τήρηση άρτιων πρακτικών εκ μέρους του ΔΙΣ.

 

Επί του πρώτου σημείου, την απουσία πρόσκλησης προς τον Αιτητή τουλάχιστον 10 μέρες πριν από την συνεδρίαση του ΔΙΣ, οφείλω καταρχάς να σημειώσω ότι πράγματι από το φάκελο, ενώ προκύπτει η ενημέρωσή του Αιτητή ότι η ιεραρχική του προσφυγή ελήφθη και ότι θα ενημερωθεί σύντομα με επόμενη επιστολή ώστε να παραστεί στην αξιολόγηση του ΔΙΣ (επιστολή ημερ. 23.08.2019-ερ. 130 του Τεκμηρίου 2), εντούτοις δεν εντοπίζεται αντίγραφο της νεότερης αυτής επιστολής. Παρά τούτο, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, δε θεωρώ την απουσία του εν λόγω αντιγράφου από τον φάκελο ως ουσιώδη ούτε πλήττουσα τη νομιμότητα της όλης διοικητικής ενέργειας ή της τελικής προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι ο Αιτητής παραδέχεται ότι κλήθηκε στο ΔΙΣ[3], προφανώς γνωρίζοντας την ημερομηνία, ώρα και μέρος που αυτό συνεδρίασε, εφόσον επίσης παραδεκτά προσήλθε και εξετάστηκε από αυτό[4].

 

Ούτε πλημμέλεια στα πρακτικά του ΔΙΣ εντοπίζω. Ως αναφέρθηκε και στην Υπόθεση Αρ. 914/2014 Χατζηγιάννη ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 30.09.2015, ECLI:CY:AD:2015:D644, τα οποία θεωρώ, τηρουμένων των αναλογιών, ως ισχύοντα και στην παρούσα:

 

«Το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο στις 10.6.2013 εξέτασε την αιτήτρια και κατέγραψε τα κλινικά και άλλα εργαστηριακά ευρήματα.  Η έκθεση περιέχει πλήρη στοιχεία σε όλα τα απαραίτητα σημεία αυτής, σύμφωνα δε με τη νομολογία (Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 637/2011, ημερ. 11.1.2013, Nimal Gedara v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 657/12, ημερ. 25.9.2013 και Ανδρέας Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1438/12, ημερ. 28.11.2014), ECLI:CY:AD:2014:D907, ECLI:CY:AD:2014:D907, δεν είναι αναγκαία η συμπλήρωση κάθε στοιχείου του εντύπου, αλλά εκείνων που είναι αναγκαία για την περίπτωση, το δε έντυπο αποτελεί το πρακτικό που πρέπει να τηρείται (Καν. 7(6) της Κ.Δ.Π. 169/2006, για το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο).

 

Να σημειωθεί ότι η γνωμάτευση του Ρευματολογικού Ιατρικού Συμβουλίου ημερ. 10.12.2012, που έκρινε την αιτήτρια ικανή για άσκηση του επαγγέλματος της, εμπεριέχει όλα τα στοιχεία ώστε να μην είναι ορθή η θέση της ότι δεν λήφθηκαν όλα τα δεδομένα υπόψη κατά την εξέταση της από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο, το οποίο με τη σειρά του  είχε υπόψη του το όλο ιστορικό της αιτήτριας και σημείωσε τα προβλήματα της αναφορικά με άλγος στις αρθρώσεις και καταβολή δυνάμεων.

 

Τα ζητήματα που τίθενται προς έλεγχο επί της ουσίας είναι βεβαίως τεχνικής φύσεως και παραμένουν ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο, εκτός όπου διαπιστώνεται έκδηλο λάθος ή πλάνη ή κακή πίστη, (CCC Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 427 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113).  Εκείνο που ελέγχεται είναι το σύννομο της διοικητικής παραγωγής της πράξης και εδώ δεν διαπιστώνεται οποιοδήποτε πρόβλημα».

 

Στην παρούσα περίπτωση ασφαλώς δεν ισχύει ο Κανονισμός 7(6) της ΚΔΠ 169/2006, ο οποίος έτυχε αναφοράς στη Χατζηγιάννη (ανωτέρω), αλλά ο Κανονισμός 8(6) της ΚΔΠ 286/2010 (δηλαδή οι Κανονισμοί). Παρ’ όλα αυτά οι εν λόγω πρόνοιες είναι ουσιαστικά πανομοιότυπες συνεπώς ο λόγος της Χατζηγιάννη, που με βρίσκει σύμφωνο, θεωρώ καλύπτει και τα εδώ κρινόμενα. Και στην παρούσα περίπτωση το ΔΙΣ εξέτασε τον Αιτητή και κατέγραψε τις αναφορές του ιδίου, το προηγούμενο ιστορικό του, τα κλινικά και άλλα εργαστηριακά ευρήματα και η έκθεση περιέχει πλήρη στοιχεία σε όλα τα απαραίτητα σημεία αυτής, σύμφωνα άλλωστε και με τη νομολογία δεν είναι αναγκαία η συμπλήρωση κάθε στοιχείου του εντύπου (έντυπο που αποτελεί το πρακτικό σύμφωνα με τους Κανονισμούς), αλλά εκείνων που είναι αναγκαία για την περίπτωση. Δεν παύουν δε τα ζητήματα επί της ουσίας να άπτονται τεχνικής/ιατρικής φύσεως και παραμένουν ανέλεγκτα από το παρόν αναθεωρητικό Δικαστήριο, εκτός σε περίπτωση έκδηλου σφάλματος ή πλάνης ή κακής πίστης που εδώ δεν διαπιστώνεται.

 

Με τον τελευταίο λόγο ακύρωσης και στη βάση των επιχειρημάτων που ήγειρε στους προηγούμενους λόγους ακύρωσης, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας της διοίκησης και της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.

 

Είναι σαφές ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί ούτε αυτοί οι λόγοι ακυρότητας. Ο Αιτητής είχε εξαρχής ενημερωθεί ότι η κατάσταση της υγείας του θα επανεξετάζεται όπερ και εγένετο πρώτα το 2016 και ακολούθως το 2018 όταν και διαπιστώθηκε η βελτίωσή του. Υπό τις ως άνω περιστάσεις, η κατόπιν νόμιμης διαδικασίας επανεξέτασή του και διακοπή παροχής της συγκεκριμένης σύνταξης δεν αποτελεί παράβαση οποιασδήποτε εκ των ανωτέρω αρχών αλλά τήρηση της νομιμότητας θα παραβιάζετο άλλωστε ο Νόμος (βλ. άρθρο 40 αυτού) αν πρόσωπο που έχοντας διαπιστωθεί ότι δεν χρήζει σύνταξης, τη λαμβάνει. Έχει παγιωθεί νομολογιακά ότι η εφαρμογή αρχών, ως η αρχή της καλής πίστης δεν μπορεί να υπερφαλαγγίζει την αρχή της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης  ούτε και να μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο [Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 60, Παμπόρης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Δ) ΑΑΔ 2732].

 

Ως εκ τούτου οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται.

 

Εκ της φύσης της διαφοράς κρίνω εύλογο να περιορίσω τα έξοδα στα 1.300 ευρώ υπέρ των Καθ΄ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

 

Φ. Καμένος, ΔΔΔ



[1] Προφανώς εκ γραφικού λάθους στην αγόρευσή του στην όγδοη κατά σειρά σελίδα (η αγόρευση δεν φέρει αρίθμηση σελίδων) γίνεται αναφορά στο άρθρο 50(5) αντί 40(5) του Νόμου που είναι το σχετικό. Εκλαμβάνω ότι στο άρθρο 40(5) του Νόμου αναφέρεται.

[2] Στη δέκατη τέταρτη σελίδα της Αγόρευσης γίνεται αναφορά στο «άρθρο 9» των Κανονισμών όμως η παραπομπή στο κείμενο από τον Αιτητή συμπίπτει με τον κανονισμό 7(9) των Κανονισμών, τον οποίο εκλαμβάνω ότι αφορούν οι ισχυρισμοί του.

[3] Στην πέμπτη παράγραφο της τρίτης σελίδας της αγόρευσής του αναφέρει (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου):

 

«Κλήθηκε από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο για επανεξέταση και στη συνέχεια η Ιεραρχική του Προσφυγή λανθασμένα απορρίφθηκε..».

 

[4] Στην δεύτερη παράγραφο της δέκατης τρίτης σελίδας της αγόρευσης του Αιτητή (έμφαση και υπογράμμιση του Δικαστηρίου) αναφέρεται ότι:

 

«Κατά την εξέτασή του από το Δευτεροβάθμιο Ιατρικό Συμβούλιο..»

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο