
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
Υπόθεση Αρ. 490/2019
19 Φεβρουαρίου, 2025
[Φ. ΚΑΜΕΝΟΣ, ΔΔΔ.]
Επί τοις αφορώσι το Άρθρον / τα Άρθρα (α) 1Α, 23, 24, 25, 26, 28, 30, 35 και 146 του Συντάγματος
1. Κ.Χ και άλλοι
(ως ο συνημμένος Πίνακας Α)
Αιτητές
Και
1. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Έφορου Φορολογίας
2. Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Καθ' ων η Αίτηση
.........
Α. Σιαξατέ (κα), για Ανδρέας Σ. Αγγελίδης Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόροι για Αιτητές
Δ. Εργατούδη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, μαζί με Β. Χαλκίδη (κα) και Κ. Μοσχοπούλου (κα), ασκούμενες δικηγόρους, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η αίτηση Αρ. 1
Π. Κωνσταντινίδης για Γιάννης Κωνσταντινίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για Καθ' ων η αίτηση Αρ. 2.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Φ. Καμένος, ΔΔΔ.: Οι Καθ’ ων η αίτηση 2 ιδρύθηκαν με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3 (1) του περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 2003 (Ν. 198(Ι)/2003, ο οποίος μεταγενέστερα τροποποιήθηκε και εφεξής αυτός με τις τροποποιήσεις του μέχρι την ημέρα λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης θα αναφέρεται ως «Νόμος») και, σύμφωνα με το άρθρο 3 (3) του Νόμου, αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου.
Οι Αιτητές υπηρετούσαν στις (δυνάμει του άρθρου 2 του Νόμου) δημόσιες σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίες με την ίδρυση των Καθ’ ων η αίτηση 2 κρίθηκαν ως υπό ένταξη ιδρύματα. Οι Αιτητές αποδέχτηκαν να ενταχθούν στα υπό ένταξη ιδρύματα και να θεωρηθούν ως διδακτικό ερευνητικό προσωπικό (εντεταγμένο), αποδεχόμενοι την ένταξή τους δυνάμει του άρθρου 27 του Νόμου και των όρων του εγγράφου ημερ. 10.07.2007 με τίτλο «Μισθοδοσία και λοιποί όροι ένταξης των υπαλλήλων του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (ΑΤΙ), της Νοσηλευτικής Σχολής (ΝΣ) και του Ανώτερου Ξενοδοχειακού Ινστιτούτου Κύπρου (ΑΞΙΚ) στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου (ΤΕΠΑΚ)» (εφεξής το «έγγραφο ημερ. 10.07.2007»). Και οι Καθ’ ων η αίτηση 2 συμφώνησαν με τους όρους ένταξης του εγγράφου ημερ. 10.07.2007.
Μεταξύ των όρων του εγγράφου ημερ. 10.07.2007 περιλαμβανόταν πρόβλεψη (παράγραφος 20):
«Λόγω αλλαγής έδρας το προσωπικό του ΑΤΙ και του ΑΞΙΚ που θα ενταχθεί στο ΤΕΠΑΚ και θα ταξιδεύει στη Λεμεσό θα δικαιούται, για τους μήνες που θα παρέχει τις υπηρεσίες του στη Λεμεσό, σε κατ' αποκοπή επίδομα οδοιπορικών ύψους 250 Λ.Κ. -το μήνα, το οποίο θα αναθεωρείται ανά διετία με βάση τις αυξομειώσεις των κατ' αποκοπή επιδομάτων οδοιπορικών στη δημόσια υπηρεσία».
Οι Καθ’ ων η αίτηση 1 με επιστολή τους προς τους Καθ’ ων η αίτηση 2, ημερομηνίας 22.12.2015, καθόρισαν τη φορολογία ΡΑΥΕ για το έτος 2009 που αφορούσε οφέλη από μισθωτές υπηρεσίες. Στην εν λόγω επιστολή γινόταν αναφορά ότι σε περίπτωση ένστασης δυνάμει του άρθρου 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, οι Καθ' ων η αίτηση 2 έπρεπε να τεκμηριώσουν τις θέσεις τους σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία. Με την εν λόγω επιστολή συναπεστάλη «Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας» με αποδέκτη τους Καθ’ ων η αίτηση 2 στην οποία επίσης προβλεπόταν το δικαίωμά τους να υποβάλουν ένσταση.
Οι καθ' ων η αίτηση 2 στις 25.01.2016 απέστειλαν στους Καθ’ ων η αίτηση 1 ένσταση σχετικά με την πιο πάνω καθορισμένη φορολογία περιλαμβάνοντας τους λόγους ένστασης μαζί με συνημμένα έγγραφα.
Στις 05.11.2018 οι Καθ' ων η αίτηση 2 απέστειλαν στους Καθ’ ων η αίτηση 1 επιστολή με θέμα «Εξόφληση Οφειλών προς Το Τμήμα Φορολογίας». Με την εν λόγω επιστολή οι Καθ' ων η αίτηση 2 παρέθεσαν επιπρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το κατά αποκοπή επίδομα οδοιπορικών ενταγμένων μελών ΔΕΠ.
Οι Καθ’ ων η αίτηση 1 στις 27.12.2018 εξέδωσαν προς τους Καθ’ ων η αίτηση 2 ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, μεταξύ των οποίων αναφορικά με το κατ' αποκοπή οδοιπορικό επίδομα για τα έτη 2009 μέχρι 2017 (καθώς και αναφορικά με άλλο επίδομα, ήτοι το τιμητικό επίδομα για έτη 2009-2012, το οποίο δεν αφορά με οποιονδήποτε τρόπο η παρούσα προσφυγή).
Κατά την 90η συνεδρία του Συμβουλίου των Καθ' ων η αίτηση 2 ημερομηνίας 22.02.2019, αποφασίστηκε ομόφωνα όπως:
Α) για το έτος 2018 και στο εξής, πληρώνεται ο ανάλογος φόρος του επιδόματος οδοιπορικών από το κάθε ενταγμένο μέλος ΔΕΠ, ως οι οδηγίες του Τμήματος Φορολογίας
Β) Για το ποσό που καταβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο στο Τμήμα Φορολογίας για τα έτη 2009-2017, αυτό ζητηθεί από τους επηρεαζόμενους.
Με την παρούσα προσφυγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 04.04.2019, οι Αιτητές αιτούνται ως ακολούθως:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση η οποία λήφθηκε στην 90η Συνεδρία του Συμβουλίου του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου ημερομηνίας 22.02.2019 (Παρτ. Α) με την οποία αποφασίστηκε ο τρόπος χειρισμού του ποσού €273.103,72 που κατέβαλε ο Καθ’ ου στο Τμήμα Φορολογίας σε άγνοια των Αιτητών και το οποίο αποφάσισαν να αναζητηθεί από τους Αιτητές ως δήθεν αναδρομικός ή άλλως φόρος του επιδόματος οδοιπορικών των Αιτητών για τα έτη 2009-2017, είναι άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος».
Είναι λοιπόν σαφές ότι με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν το ως άνω υπό (Β) μέρος της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση 2.
Με τις ενστάσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων τους, οι Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 εγείρουν συγκεκριμένες προδικαστικές ενστάσεις, των οποίων η εξέταση ασφαλώς προηγείται της εξέτασης των λόγων ακύρωσης.
Με την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 1 εγείρεται ότι με την προσφυγή δεν προσβάλλεται πράξη των Καθ’ ων η αίτηση 1 αλλά μόνο η πράξη των Καθ’ ων η αίτηση 2, στην οποία δε συμμετείχαν οι πρώτοι και άρα η παρούσα είναι απαράδεκτη ως προς τους Καθ’ ων η αίτηση 1.
Με τη δε ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 2 εγείρονται τρεις προδικαστικές ενστάσεις: ότι το παρόν Δικαστήριο στερείται αρμοδιότητας καθότι η προσβαλλόμενη βασίζεται σε συμβατική σχέση και/ή ανάγεται στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου και ως εκ τούτου δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη δεκτική προσφυγής. Άνευ βλάβης της ένστασης αυτής, προβάλλουν δεύτερη προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή δεν στρέφεται εναντίον δεκτικής προς προσβολή με προσφυγή του άρθρου 146.1 του Συντάγματος εκτελεστής απόφασης, αλλά εναντίον προπαρασκευαστικής απόφασης και/ή απόφασης υλοποίησης της νομοθεσίας και/ή απόφασης διαχείρισης. Άνευ βλάβης των προηγούμενων δύο προδικαστικών ενστάσεων, προβάλλουν τρίτη προδικαστική ένσταση ότι η παρούσα προσφυγή εσφαλμένα στρέφεται εναντίον τους δια το λόγο ότι έδρασαν κατά δέσμια αρμοδιότητα και/ή δεν συνέπραξαν στην έκδοση των επίδικων πράξεων και/ή νομοθεσιών και/ή αποφάσεων.
Οι Αιτητές από την πλευρά τους απαντούν απορρίπτοντας τις προδικαστικές ενστάσεις θεωρώντας τις ως αβάσιμες.
Εξέτασα τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και καταλήγω όπως αποδεκτώ την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 1 και απορρίψω τις αντίστοιχες των Καθ’ ων η αίτηση 2 για τους λόγους που παραθέτω κατωτέρω:
Ξεκινώντας από την προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 1, είναι σαφές από τα ενώπιόν μου έγγραφα και δη τις ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας, ότι αυτές επεβλήθησαν από τους Καθ’ ων η αίτηση 1 στους Καθ’ ων η αίτηση 2. Οι Αιτητές δεν ήταν αποδέκτες τους αλλά μόνο οι Καθ’ ων η αίτηση 2, αμφότεροι δε οι Καθ΄ων η αίτηση 1 και 2, στις αγορεύσεις των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους υποβάλλουν ότι αυτό έγινε δυνάμει του Κανονισμού 6(3) των περί Παρακρατήσεως Φόρου εξ Αποδοχών Κανονισμών του 1964 (εφεξής οι «Κανονισμοί»), οι οποίοι ετύγχαναν εφαρμογής. Ο εν λόγω Κανονισμός 6(3) προνοεί:
«(3) —(α) Έάν εργοδότης τις άρνηθή ή παράληψη να παρακράτηση φόρον εκ των αποδοχών μισθωτού τίνος ή εάν εντός τριάκοντα ήμερων από του τέλους μηνός τίνος παράλειψη να άποστείλη προς τον Διευθυντήν του Τμήματος 'Εσωτερικών Προσόδων κατάστασιν ώς
διαλαμβάνεται εν τή παραγράφω (Ί) του παρόντος Κανονισμού άνάφορικώς προς φόρον παρακρατηθέντα ύπ' αύτου έκ τών αποδοχών μισθωτού τίνος, ό Έφορος δύναται, καθ' οιονδήποτε χρόνον μετά ταύτα, να προσδιορίση κατά τήν κρίσιν του το όλικόν ποσόν του φόρου ό όποιος έδει νά είχε παρακρατηθή ή αναλόγως της περιπτώσεως έχει παρακρατηθή και θά άποστείλη εγγραφον· είδοποίησιν προς τον έργοδότην απαιτούσαν παρ' αυτού όπως καταβάλη προς τον Διευθυντήν του Τμήματος 'Εσωτερικών Προσόδων το ούτως προσδιορισθέν ποσόν εντός χρονικού ορίου οριζομένου έν τή τοιαύτη ειδοποιήσει:. 'Επί τούτοις, τοιούτον τι ποσόν θα καθίσταται πληρωτέον εις τήν λήξιν τής έν τή ειδοποιήσει ορισθείσης προθεσμίας.
(β) Αι διατάξεις του Νόμου αι αναφερόμεναι εις ενστάσεις και πρόσφυγας θα εφαρμόζωνται εις πάντα προσδιορισμόν ποσού φόρου
ύπό τοΰ 'Εφόρου δυνάμει τής παραγράφου ταύτης αλλ' ή εϊσπραξις του ποσού τούτου εις περιπτώσεις καθ' ας εδόθη είδοποίησις ένστάσεως ή προσφυγής δεν θά καθυστερήται μέχρις ότου- ληφθή άπόφασις έπί τοιαύτης ενστάσεως ή προσφυγής, ό δε Διευθυντής του Τμήματος 'Εσωτερικών Προσόδων δύναται πάραυτα νά λάβη μέτρα διά καταναγκαστικήν εϊσπραξιν παντός τοιούτου ποσού».
Οι Καθ’ ων η αίτηση 1 υποβάλλουν ότι οι ίδιοι επέβαλαν τη φορολογία όχι στους Αιτητές αλλά στους Καθ’ ων η αίτηση 2, οι οποίοι δεν την αμφισβήτησαν και την εξόφλησαν αφού μάλιστα τους είχε δοθεί δικαίωμα ένστασης σύμφωνα με την νομοθεσία, δικαίωμα το οποίο οι Καθ’ ων η αίτηση 2 είχαν ασκήσει. Ακολούθως, δεν αμφισβήτησαν τη σχετική φορολογία, συμπληρώνω, με αίτηση ακυρώσεως, συνεπώς αυτή περιβλήθηκε με τεκμήριο νομιμότητας ως προς τους Καθ’ ων η αίτηση 2.
Είναι σαφές ότι ο Κανονισμός 6(3) με τη ρητή πρόβλεψή του ότι «ο Έφορος (..) θα άποστείλη εγγραφον· είδοποίησιν προς τον έργοδότην απαιτούσαν παρ' αυτού όπως καταβάλη προς τον Διευθυντήν του Τμήματος 'Εσωτερικών Προσόδων το ούτως προσδιορισθέν ποσόν εντός χρονικού ορίου οριζομένου έν τή τοιαύτη ειδοποιήσει» επιβάλει στους ίδιους τους εργοδότες ευθύνη όπως καταβάλουν στους Καθ’ ων η αίτηση 1 τα ποσά που όφειλαν να είχαν αποκόψει. Η ευθύνη του εργοδότη έχει μάλιστα νομολογηθεί [Lefkaritis Bros Marine Ltd ν. Δημοκρατίας (1992) 4 ΑΑΔ 4722 μεταξύ άλλων]. Περαιτέρω, η παράγραφος (β) του εν λόγω Κανονισμού προνοεί για δικαίωμα ένστασης σε μια τέτοια ειδοποίηση, εν προκειμένω από τον εργοδότη δικαίωμα που οι Καθ΄ ων η αίτηση 1 προκύπτει να έδωσαν (και πάλι) στους Καθ΄ων η αίτηση 2 και οι τελευταίοι άσκησαν, στους δε Αιτητές ως μη αποδέκτες της εν λόγω φορολόγησης από τους Καθ΄ων η αίτηση 1 δεν τους είχε δοθεί ούτε φυσικά άσκησαν οποιοδήποτε ανάλογο δικαίωμα ένστασης.
Παράλληλα βέβαια ούτε με το αιτητικό της προσφυγής προσβάλλονται με οποιονδήποτε τρόπο οι ειδοποιήσεις φορολογίας προς τους Καθ΄ ων η αίτηση 2, συνεπώς ούτε από μια τέτοια σκοπιά μπορώ να δω ποια η θέση των Καθ’ ων η αίτηση 1 ως διαδίκων στην παρούσα[1]. Δεδομένων των ανωτέρω, θεωρώ ότι είναι ορθή η προδικαστική ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση 1 ότι δεν μπορούν να είναι διάδικοι στην παρούσα εφόσον δεν εξέδωσαν οποιαδήποτε απόφαση εναντίον των Αιτητών αλλά μόνο εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση 2, η δε πράξη τους περιεβλήθη με τεκμήριο νομιμότητας. Ως εκ τούτου διατάσσω τη διαγραφή των Καθ’ ων η αίτηση 1 ως διάδικου στην παρούσα [Cyprus Transport Co. Ltd. and Another (No.1) v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 501], σε κάθε δε περίπτωση και σε συμφωνία με τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση 1 η προσφυγή ως προς αυτούς απορρίπτεται [Κωνσταντίνου κ.α ν Νάκη Μιχαηλίδη (1992) 4 Α.Α.Δ. 2792] ως απαράδεκτη.
Ως προς τις προδικαστικές ενστάσεις των Καθ’ ων η αίτηση 2, σημειώνονται τα ακόλουθα:
Με την παρούσα προσφυγή, προσβάλλεται η απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση 2 να αξιώσουν τα ποσά φορολογιών για τα έτη 2009-2017 που κατέβαλαν οι ίδιοι στους Καθ’ ων η αίτηση 1. Είναι δε κοινώς παραδεκτό και προκύπτει άλλωστε από το άρθρο 3 (3) του Νόμου, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση 2 αποτελούν νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οι Αιτητές ανήκουν στο μόνιμο διδακτικό τους ερευνητικό προσωπικό.
Η εργοδότηση λοιπόν, περιλαμβανομένων των όρων αυτής και της νομιμότητας της ενέργειας των Καθ’ ων η αίτηση 2 να απομειώσουν ποσά εκ των απολαβών ή επιδομάτων των συγκεκριμένων Αιτητών, δυνάμει του άρθρου 27 του Νόμου σαφώς και διέπεται από καθεστώς δημοσίου και όχι ιδιωτικού δικαίου. Άλλωστε το επίδομα είχε μεν καταγραφεί ως δικαίωμα στην παράγραφο 20 του εγγράφου ημερ. 10.07.2007 όμως μετά την ένταξη των Αιτητών στους Καθ΄ ων η αίτηση 2 τους καταβαλλόταν ακέραιο μέχρι την έκδοση της προσβαλλόμενης όταν αποφασίστηκε όχι να τους αφαιρεθεί ολοκληρωτικά αλλά να απομειωθεί μέρος της κατ’ επίκλησιν φορολογίας που είχαν καταβάλει οι Καθ΄ ων η αίτηση 2.
Η απόφαση στις Συνεκδ. Υπ. Αρ. 1322/2011-1333/2011 Μεσαρίτης κ.α ν. Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου ημερ. 11.06.2015, την οποία επικαλούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ’ ων η αίτηση 2 δε θεωρώ ότι τυγχάνει εφαρμογής προς υποστήριξη του επιχειρήματος των Καθ’ ων η αίτηση αλλά μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκεί η κρίση του Δικαστηρίου ότι όταν οι συλλογικές συμβάσεις δεν ενσωματωθούν σε νομοθετικό κανόνα, δεν δημιουργούν δικαιώματα και υποχρεώσεις στο δημόσιο δίκαιο ήταν για να απορρίψει ισχυριζόμενη παράλειψη εφαρμογής όρου της μετά την ένταξη, όμως εκεί που υπήρχε απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση το Δικαστήριο αναγνώρισε την δικαιοδοσία του και την εκτελεστή της φύση αναφέροντας (η έμφαση και υπογράμμιση είναι του παρόντος):
«Οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν, συνεπώς, εκ του Νόμου, καθήκον να προβούν σε κρίση εντός των δύο ετών και δεν στοιχειοθετείται παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας. Αντιθέτως, ενυπάρχει θετική ενέργεια, που μετουσιώνεται στην απόφαση των καθ'ων η αίτηση για προαγωγή των αιτητών από την 1η Ιουλίου 2011.
Τούτο, όμως, το συμπέρασμα μου δεν οδηγεί αυτοδικαίως σε απόρριψη της προσφυγής. Οι αιτητές, επίσης, αμφισβητούν τη νομιμότητα της απόφασης των καθ'ων η αίτηση να τους διορίσουν από την 1η Ιουλίου 2011. Απόφαση η οποία είναι εκτελεστή και μπορεί να προσβληθεί».
Εδώ παραδεκτά οι Καθ΄ ων η αίτηση 2 δεν παρέλειψαν να καταβάλλουν το αναφερόμενο στην παράγραφο 20 του εγγράφου ημερ. 10.07.2007 επίδομα αλλά αντιθέτως αναγνώρισαν ότι μεταφέρθηκε ως όρος της εργοδότησης των Αιτητών πληρώνοντας το ακέραια σε αυτούς, μετά όμως από 12 έτη το απομείωσαν για τα παρελθόντα έτη κατ’ επίκλησιν μάλιστα λόγου δημοσίας υφής ήτοι προς μετακύληση της φορολογίας που είχαν οι ίδιοι καταβάλει. Δεν αμφισβητείται άλλωστε ότι το επίδομα περιλαμβανόταν στους προϋπολογισμούς των Καθ’ ων η αίτηση 2.
Συνεπώς δεδομένων των όσων ανέφερα ανωτέρω, η απόφασή τους, να αναζητήσουν τα ποσά για τα έτη 2009-2017 αποτελεί θετική (θετική όχι υπό την έννοια της ευμενούς φύσεως αλλά της πράξης και όχι παράλειψης) ενέργεια, πράξη εκτελεστή και η κρίση επί της νομιμότητάς της εμπίπτει στην αρμοδιότητα του παρόντος. Αυτό θεωρώ επιβεβαιώνεται και από την απόφαση της Ολομέλειας του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Πρ. Αρ. 6182/13 Χατζηπαναγιώτη κ.α. ν. Πανεπιστημίου Κύπρου ημ. 28.12.18, στην οποία αποφασίστηκαν (η απόφαση τελεσιδίκησε με την Ε.Δ.Δ Αρ. 25/19 ημερ. 10.01.2025), μεταξύ άλλων, τα εξής (η υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
« Συνοπτικά, οι προδικαστικές ενστάσεις του καθ' ου η αίτηση, ως προς το παραδεκτό της παρούσας προσφυγής έχουν, στο σύνολο τους, ως ακολούθως, με τη σειρά που εγέρθηκαν από το καθ' ου η αίτηση:
1.(…)
5. Με δεδομένο, ότι οι αιτητές ισχυρίζονται ότι, τα επίδικα ειδικά επιδόματα εμπεριέχονται στη σύμβαση εργοδότησης τους, το ζήτημα ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και δεν δύναται, ως εκ τούτου, να εξεταστεί από το Δικαστήριο.
(…)
Εξετάζοντας, με βάση τα προαναφερόμενα, ως πρώτη, την υπό 5. ανωτέρω προδικαστική ένσταση περί ισχυριζόμενης διαφοράς ιδιωτικού δικαίου, καταλήγουμε ότι, αυτή δεν ευσταθεί. Επίδικο ζήτημα, στην παρούσα περίπτωση, αποτελεί η διαγραφή και μη καταβολή των επίδικων επιδομάτων των αιτητών, διορισμένων στο καθ' ου η αίτηση, το οποίο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ως η Ολομέλεια του Δικαστηρίου είχε, ήδη, την ευκαιρία να υποδείξει στην απόφαση της ημερομηνίας 15.11.2016 στις συνεκδικασθείσες προσφυγές 5762/2013 ΑΥΞΕΝΤΗ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ κ.α. ν. ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και άλλες, με δικές μας, εδώ, υπογραμμίσεις:
«(…)
Το απορρέον εκ του νόμου δικαίωμα καταβολής απολαβών είναι δικαίωμα άρρηκτα συνδεδεμένο με τη θέση και την υπηρεσιακή κατάσταση του υπαλλήλου. Πρόκειται για αναφαίρετο δημόσιο δικαίωμα (βλέπε Παπαγιώργης ν. Α.Η.Κ. (1996) 3 Α.Α.Δ. 560), του οποίου η αναγνώριση και ο προσδιορισμός ανάγονται αποκλειστικά στο δημόσιο δίκαιο (Α.Η.Κ. ν. Φιλιαστίδη (2003) 3 Α.Α.Δ. 342, 346).
Στην υπόθεση Α.Η.Κ. ν. Γεωργιάδη (2004) 3 Α.Α.Δ. 600, κρίθηκε, ότι όπου οι αποφάσεις που αφορούν συντάξεις και επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτουν εντός της δικαιοδοσίας του Άρθρου 146 του Συντάγματος, το κατά πόσο ο υπάλληλος όταν προβάλλει την απαίτηση, εξακολουθεί να βρίσκεται εν ενεργεία ή όχι, δεν επηρεάζει τη δικαιοδοσία, αφού η αφυπηρέτηση δεν είναι στοιχείο που αλλοιώνει τη φύση της διαφοράς, που ήδη κρίνεται πως αποτελεί θέμα δημοσίου δικαίου.»
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, η εν λόγω προδικαστική ένσταση απορρίπτεται, αφού η επίδικη απόφαση άπτεται επιδομάτων των αιτητών, εργοδοτούμενων στο καθ' ου η αίτηση και, συνεπώς, το επίδικο ζήτημα εμπίπτει εντός της δικαιοδοσίας του άρθρου 146 του Συντάγματος».
Οι αναλογίες με τα δεδομένα της παρούσας είναι σαφείς. Και στην υπόθεση Χατζηπαναγιώτη κ.α επίδική ήταν η αμφισβήτηση (πλήρους εκεί) αποκοπής επιδόματος που περιλαμβανόταν μάλιστα σε συμβάσεις εργοδότησης των εκεί αιτητών (και ακολούθως στους προϋπολογισμούς των Καθ’ ων η αίτηση-εκεί Πανεπιστημίου Κύπρου) και απερρίφθη η προδικαστική ένσταση περί διαφοράς ιδιωτικής φύσεως.
Είναι περαιτέρω σαφές τόσο από τα όσα ανέφερα ανωτέρω όσο και από τα όσα εξηγώ αμέσως πιο κάτω ότι είναι απορριπτέα και η προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη δεν είναι εκτελεστή ως πράξη εκτέλεσης[2] των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας ημερ. 27.12.2018. Εφόσον οι εν λόγω ειδοποιήσεις φορολογίας δεν απευθύνθηκαν στους Αιτητές αλλά στους Καθ’ ων η αίτηση 2 και σε αυτούς επεβλήθη η σχετική φορολογία χωρίς οι Αιτητές να τις έχουν λάβει ως πχ οφειλέτες, συνοφειλέτες ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο ώστε να δύνανται να τις αμφισβητήσουν με την κατά νόμο προβλεπόμενη ένσταση και, σε περίπτωση απόρριψής της, με αίτηση ακυρώσεως, δεν μπορεί η προσβαλλόμενη να θεωρηθεί ως πράξη εκτέλεσης των φορολογιών που είχαν ως αποδέκτη άλλο πρόσωπο, ήτοι τους Καθ΄ ων η αίτηση 2.
Στην απόφαση Σολομωνίδης Xρ. Aντωνάκης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Yπουργού Oικονομικών και/ή Διευθυντή Tμήματος Eσωτερικών Προσόδων (1997) 3 ΑΑΔ 315, στην οποία παραπέμπομαι από τους Καθ΄ων η αίτηση 2, κρίθηκε ως πράξη εκτέλεσης η απόφαση του Διευθυντή του Tμήματος Eσωτερικών Προσόδων να απορρίψει αίτημά για παγοποίηση φορολογικών οφειλών καθότι είχε προηγηθεί η επιβολή φορολογίας εισοδήματος κεφαλαιουχικών κερδών και ακίνητης ιδιοκτησίας προς τον ίδιο αιτητή, η οποία όμως δεν είχε αμφισβητηθεί.
Για τους εδώ Αιτητές δε μεσολάβησε οποιαδήποτε άλλη εκτελεστή πράξη που τους αφορούσε και που έθιξε τα δικαιώματά τους, την οποία να μπορούσαν να είχαν προσβάλλει πριν την εδώ επίδικη ώστε η τελευταία να θεωρηθεί ότι τείνει σε εκτέλεση μιας τέτοιας προηγούμενης εκτελεστής πράξης. Οι ειδοποιήσεις φορολογίας βεβαίως και είναι εκτελεστές πράξεις προς τους αποδέκτες τους, δηλαδή τους Καθ΄ων η αίτηση 2, όσο δε αφορά τους Αιτητές η μόνη πράξη που παρήγαγε έννομα αποτελέσματα αλλοιώνοντας τα δικαιώματά τους επί του επιδόματος ήταν η προσβαλλόμενη και ως τέτοια ελέγχεται από το παρόν.
Ως τέλος προς την προδικαστική ένσταση περί δέσμιας αρμοδιότητας, θεωρώ ότι και το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί από την απόφαση στη Χατζηπαναγιώτη κ.α. (ανωτέρω), στην οποία αποφασίστηκε:
«Εξετάζοντας, ακολούθως, την υπό 4. ανωτέρω προδικαστική ένσταση, ότι η επίδικη πράξη αποκοπής των ειδικών επιδομάτων, η οποία περιλήφθηκε στο Νόμο, στερείται εκτελεστού χαρακτήρα, διότι λήφθηκε στη βάση εκ του νόμου υποχρέωσης και/ή δέσμιας αρμοδιότητας και όχι στη βάση διακριτικής ευχέρειας, κρίνουμε ότι, ούτε αυτή ευσταθεί.
(…)
Οι αιτητές ορθά απαντούν ότι δεν πρόκειται για προδικαστική ένσταση, αφού το αν η προσβαλλόμενη είναι δέσμιας αρμοδιότητας ή διακριτικής εξουσίας δεν άπτεται του αντικειμενικά παραδεκτού της προσφυγής. Το ζήτημα είναι θέμα ουσίας που ωστόσο θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα, αφού θα κρίνει αποφασιστικά πλείστους από τους εγερθέντες λόγους ακύρωσης.»
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω και αυτή η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.»
Συνεπώς, στην απόφαση Χατζηπαναγιώτη κ.α., η οποία θεωρώ καταγράφει την ορθή νομική αποτίμηση του ζητήματος, σαφώς διατυπώθηκε ότι η φύση της αρμοδιότητας (δέσμιας αρμοδιότητας ή διακριτικής ευχέρειας) δεν αποτελεί κριτήριο της εκτελεστότητας της πράξης της. Ως εκ τούτου και η εν λόγω προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.
Δεδομένης της απόρριψης των προδικαστικών ενστάσεων των Καθ’ ων η αίτηση 2, προχωρώ στην εξέταση των λόγων ακύρωσης.
Με την αγόρευση των ευπαιδεύτων συνηγόρων τους, οι Αιτητές εγείρουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε το δικαίωμά ακρόασής τους, ότι ανέτρεψε τα κεκτημένα δικαιώματά τους τα οποία είχαν αποκτηθεί με την ένταξή τους στους Καθ΄ων η αίτηση 2 και με τους έκτοτε ετήσιους προϋπολογισμούς του, ως δε εξαιρετικά δυσμενής πράξη έπρεπε να είχε αιτιολογηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 28 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου [Ν.158(Ι)/1999].
Περαιτέρω λέγουν ότι η εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση 2 και για τόσα έτη πληρωμή του επιδόματος οδοιπορικών συνιστά διοικητική αυτοδέσμευση και όφειλαν να μη δεχτούν την απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση 2 (για φορολόγηση) και να τους είχαν παραπέμψει στους Αιτητές στα πλαίσια της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Παράβαση των αρχών χρηστής διοίκησης και καλής πίστης καθώς και του άρθρου 53 του Ν.158(Ι)/1999 θεωρούν οι Αιτητές συνιστά η αναζήτηση μετά από τόσα έτη των ποσών που οι Αιτητές έλαβαν από τους Καθ’ ων η αίτηση 2.
Με άλλο λόγο ακύρωσης οι Αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα φορολόγησης του επιδόματος μετακίνησης ως φορολογικού εισοδήματος δυνάμει του άρθρου 5(1) του περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμου του 2002 και επιπλέον θεωρούν ότι προκειμένου να μπορούσε να είχε γίνει δεόντως η συγκεκριμένη φορολόγηση έπρεπε να είχε σταλεί σε έκαστο Αιτητή ειδοποίηση φορολόγησης, την οποία να μπορούσε αν επιθυμούσε να ενστεί και ακολούθως να αμφισβητήσει με προσφυγή και όχι να γίνουν όλα εν κρυπτώ μεταξύ Καθ’ ων η αίτηση 2 και Καθ’ ων η αίτηση 1, με τους πρώτους να υποτάσσονται τελικά στην απόφαση των δεύτερων και ακολούθως χωρίς καν να έχουν ακουστεί, ομαδικά να επιβάλλεται εμμέσως η φορολογία στους Αιτητές.
Τέλος οι Αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης λόγω του κριθέντος τελεσιδίκως ως αντισυνταγματικού διορισμού του Εφόρου Φορολογίας.
Αφού εξέτασα με τη δέουσα προσοχή τις εκατέρωθεν θέσεις και έχοντας καταγράψει κάποια συμπεράσματα και ευρήματα μου στα πλαίσια εξέτασης των προδικαστικών ενστάσεων, καταλήγω στα ακόλουθα:
Οι Αιτητές υποβάλλουν αφενός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε το δικαίωμά ακρόασής τους, αφετέρου ότι ανέτρεψε τα κεκτημένα δικαιώματά τους τα οποία είχαν αποκτηθεί με την ένταξή τους στους Καθ΄ων η αίτηση 2 και με τους έκτοτε ετήσιους προϋπολογισμούς του, ως δε εξαιρετικά δυσμενής πράξη έπρεπε να είχε αιτιολογηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 26 και 28 του περί Γενικών Αρχών Διοικητικού Δικαίου Νόμου [Ν.158(Ι)/1999].
Οι Καθ’ ων η αίτηση 2 θέτουν αφενός ότι η ενέργειά τους ήταν δέσμια εφαρμογή/εκτέλεση της μόνης εκτελεστής απόφασης φορολογίας που τους είχαν επιβάλει οι Καθ΄ων η αίτηση 2 (αυτό το θέτουν στις προδικαστικές τους ενστάσεις) αφετέρου ότι η προσβαλλόμενη δεν είναι πράξη εκείνης της φύσεως που έχριζε παροχής δικαιώματος ακρόασης επειδή δε συνδέεται με την υποκειμενική συμπεριφορά των Αιτητών και επειδή δεν προβάλλεται λυσιτελώς.
Οι θέσεις των Αιτητών με βρίσκουν σύμφωνο. Η προσβαλλόμενη διεκδίκηση συγκεκριμένων ήδη καταβληθέντων ποσών αναφορικά με παρελθόντα έτη είναι μια σαφώς δυσμενής πράξη, για την οποία, θεωρώ, έπρεπε να είχε παρασχεθεί δικαίωμα ακρόασης στους Αιτητές.
Το γεγονός ότι οι Καθ΄ ων η αίτηση 2 δικαιολογούν την έκδοση της προσβαλλόμενης στο επίσης γεγονός της (εναντίον των ιδίων) επιβολή φορολογιών όχι μόνο δε δικαιώνει τη μη παραχώρηση δικαιώματος ακρόασης αλλά επιβεβαιώνει την αναγκαιότητά της. Η εναντίον τους επιβολή φορολογίας προέβλεπε δικαίωμα ένστασης (δικαίωμα ένστασης που η νομοθεσία δε συνδέει με οποιαδήποτε υποκειμενική συμπεριφορά του φορολογουμένου), το οποίο οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση 2 είχαν ασκήσει αντιθέτως οι αιτητές έγιναν αποδέκτες εμμέσως κατά μετακύληση της εν λόγω φορολόγησης χωρίς να τους παρασχεθεί αντιστοίχως το δικαίωμα να ακουστούν και μάλιστα προς το αρμόδιο να επιβάλει φορολογία διοικητικό όργανο. Το δε δικαίωμα ένστασης δυνάμει της φορολογικής νομοθεσίας έχει νομολογηθεί ότι υπέχει ρόλο παροχής δικαιώματος ακρόασης [βλ. Έφεση Δ.Δ Αρ. 9/2018 Αδάμος Νικηφόρου v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργείου Οικονομικών κ.α. ημερ. 17.11.2023 και Πετρίδης ν. Υπουργού Οικονομικών (1992) 4 ΑΑΔ 609, μεταξύ άλλων].
Οι αποφάσεις [Συν. Υπ. Αρ. 2013/12 κ.α Παντελής Χριστοφόρου κ.α ν. Δημοκρατίας ημερ. 28.01.2014, Γιαγκοπούλου ν. Δημοκρατίας (1998) 4 ΑΑΔ 1225, Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 361 κτλ], στις οποίες με παραπέμπουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Καθ΄ων η αίτηση 2 δε θεωρώ ότι παρουσιάζουν σχετικότητα με τα εδώ κρινόμενα και επίδικα, στη δε απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 1622/2010 Υφάδι Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Διευθύντριας Τμήματος Τελωνείων 30.11.2012, η οποία παρουσιάζει αναλογία, έγινε δεκτό ότι το αίτημα αναθεώρησης δυνάμει της τελωνειακής νομοθεσίας υπέχει θέση δικαιώματος ακρόασης αναφέροντας τα ακόλουθα (η έμφαση του παρόντος):
«Ως προς το κατ΄ ισχυρισμόν παραβιασθέν δικαίωμα ακρόασης, ούτε αυτή η θέση ευσταθεί. Αυτό, διότι δόθηκε στους αιτητές μέσα από την υποβολή της ένστασης προς αναθεώρηση, η δυνατότητα να προβάλουν όλες τις θέσεις που ήθελαν, όπως και έπραξαν. Το αίτημα αναθεώρησης ως δικαίωμα των αιτητών ανεφέρθη από το ίδιο το Τελωνείο στις 30.7.2008, στη σχετική προς αυτούς επιστολή (Παράρτημα 11 στην ένσταση), κατά την επιβολή των σχετικών φορολογιών με ρητή αναφορά στο άρθρο 112 του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου αρ. 94(Ι)/2004 και άρθρο 139 του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου αρ. 91(Ι)/2004. Το Τμήμα Τελωνείων κατέγραψε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία του μηχανογραφημένου συστήματος, τα βαρέλια ανήκαν στην ιδιοκτησία των αιτητών, οι εξηγήσεις δε περί του λόγου εξάτμισης που δόθηκαν από τους ιδιοκτήτες της αποθήκης δεν είχαν κριθεί ικανοποιητικές.
(…)
Ορθά η κα Γαβριήλ εισηγείται στην αγόρευση της ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν αυτή της 5.10.2010, δηλαδή η πράξη που έπετο του αιτήματος αναθεώρησης των οφειλών. Και βεβαίως επίσης ορθά παρατηρεί ότι αποτελεί υπερβολή και εκ των υστέρων σκέψη, η θέση των αιτητών ότι θα μπορούσαν να διαφωτίσουν την όλη υπόθεση αν γίνονταν κοινωνοί της επίσκεψης των λειτουργών στην αποθήκη και τους διδόταν η ευκαιρία να εκθέσουν από εκείνο το στάδιο τις θέσεις τους. Οι αιτητές ό,τι είχαν να πουν το είπαν κατά την υποβολή του αιτήματος αναθεώρησης και ουδείς τους εμπόδισε να θέσουν οποιαδήποτε θέση, σκέψη ή αιτιολογία για την απώλεια. Το αίτημα αναθεώρησης, όπως έχει εξηγηθεί και στη Μίχαλος Δημητρίου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 675, αποτελεί αυτό καθαυτό δικαίωμα ακρόασης, στη βάση των διατάξεων του άρθρου 112 του Νόμου αρ. 94(Ι)/2004.
Συνεπώς εκεί το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι δεν πρέπει να παρέχεται δικαίωμα ακρόασης αλλά ότι εν προκειμένω είχε παρασχεθεί εφόσον τέτοιο ρόλο υπέχει το αίτημα αναθεώρησης. Στα εδώ κρινόμενα και λαμβάνοντας καθοδήγηση και από τις ως άνω αποφάσεις, θεωρώ ίδιο ρόλο (δικαιώματος ακρόασης) θα επιτελούσε το δικαίωμα ένστασης δυνάμει του άρθρου 20 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου, δικαίωμα που ουδέποτε προφανώς εδόθη στους Αιτητές ή είχαν ευκαιρία να ασκήσουν, εφόσον οι φορολογίες δεν βεβαιώθηκαν εναντίον τους από τους Καθ΄ων η αίτηση 1 και εν πάση περιπτώσει ουδέποτε ακούσθηκαν με την παροχή ανάλογου δικαιώματος έναντι της αρμόδιας φορολογούσας διοίκησης (Καθ’ ων η αίτηση 1).
Ως προς την ισχυριζόμενη αλυσιτέλεια σημειώνω ότι παράπονο των Αιτητών προωθούμενο με διάφορους λόγους ακύρωσης, είναι ότι η εδώ προσβαλλόμενη αναζήτηση ποσών εκ του επιδόματος οδοιπορικών παρελθόντων ετών δεν έπρεπε να είχε επιβληθεί. Αυτό διότι παραβιάζει της αρχές της καλής πίστης, εμπιστοσύνης του διοικούμενου, διάφορες πρόνοιες του Ν. 158(1)/1999 και τον ίδιο τον περί Φορολογίας Εισοδήματος Νόμο του 2002, θέση που άλλωστε και οι ίδιοι οι Καθ΄ ων η αίτηση 2 είχαν προωθήσει στην ένστασή τους έναντι των Καθ΄ ων η αίτηση 1 αλλά για τους δικούς τους λόγους προφανώς έκριναν ότι η περί του αντιθέτου απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση 1 δεν έχρηζε περαιτέρω αμφισβήτησης μέσω αίτησης ακυρώσεως με αποτέλεσμα ως προς αυτούς η απόφαση να περιβάλλεται πλέον με τεκμήριο νομιμότητας. Όμως στους Αιτητές ουδέποτε εδόθη δικαίωμα να θέσουν την αμφισβήτησή τους αυτή και να εκθέσουν όλους αυτούς τους λόγους ακύρωσης. Συνεπώς θεωρώ από όσους λόγους ακύρωσης και όσα οι Αιτητές εκθέτουν στα πλαίσια της παρούσας, λυσιτελώς εγείρεται ισχυρισμός περί παράβασης του δικαιώματος ακρόασης.
Εδώ σημειώνω ότι δε διαλανθάνει της προσοχής μου ότι αρμόδιο όργανο να εκδώσει φορολογίες είναι οι Καθ’ ων η αίτηση 1 όμως επίσης λαμβάνω υπόψη ότι επιλογή του ήταν να φορολογήσει απευθείας τους Καθ’ ων η αίτηση 2 οι οποίοι έγιναν δέκτες και άσκησαν το δικαίωμα ένστασης αφήνοντας αμέτοχους στην όλη διαδικασία βεβαίωσης του φόρου τους Αιτητές κάτι που δε θα μπορούσε να αποστερήσει τους τελευταίους μέσω της έμμεσης μετακύλησης του φόρου από τους Καθ’ ων η αίτηση 2 δικαίωμα που νομίμως θα είχαν (ως το δικαίωμα ένστασης) αν η διοίκηση είχε επιλέξει να φορολογήσει τους ίδιους ή έστω αν είχαν με άλλο τρόπο ενεργά εμπλακεί στη διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας ενώπιον της αρμόδιας φορολογούσας αρχής.
Πέραν όμως των ανωτέρω, τα οποία οδηγούν σε επιτυχία της προσφυγής, θεωρώ η προσβαλλόμενη είναι δεκτική ακύρωσης και για τους εξής λόγους:
Ως ανέφερα πιο πάνω, στην απόφασή τους οι Καθ’ ων η αίτηση 2 ανέφεραν (υπογράμμιση του Δικαστηρίου):
«Ακολούθησε εκτενής συζήτηση και τα Μέλη εξέφρασαν τις απόψεις τους επί του θέματος.
ΑΠΟΦΑΣΗ:
Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη το Παράρτημα 4.8 σε σχέση με τις Φορολογικές Υποχρεώσεις ΤΠΚ για σκοπούς ΡΑΥΕ για τα έτη 2009-2017, αποφάσισε ομόφωνα όπως:
Α) για το έτος 2018 και στο εξής, πληρώνεται ο ανάλογος φόρος του επιδόματος οδοιπορικών από το κάθε ενταγμένο μέλος ΔΕΠ, ως οι οδηγίες του Τμήματος Φορολογίας
Β) Για το ποσό που καταβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο στο Τμήμα Φορολογίας για τα έτη 2009-2017, αυτό ζητηθεί από τους επηρεαζόμενους.
Η πιο πάνω απόφαση διαβάστηκε και επικυρώθηκε με τη λήξη της Συνεδρίας».
Σημειώνεται ότι το Παράρτημα 4.8 δεν αναφέρει οτιδήποτε που να αιτιολογεί τον λόγο έκδοσης της προσβαλλόμενης παρά ουσιαστικά αναφέρει τις ενέργειες των Καθ’ ων η αίτηση 2 προς αμφισβήτηση των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογιών που τους είχαν επιβληθεί και ενώ οι Καθ’ ων η αίτηση 2 κατέγραψαν τις ενέργειές αυτές και μάλιστα ακολούθως, με παραπομπή σε σημείωμα που υπεβλήθη σε αυτούς από λειτουργό τους[3] προβληματίστηκαν κατά πόσο για τα παρελθόντα έτη 2009-2017 θα επιβαρύνονταν οι ίδιοι τα καταβληθέντα ήδη από αυτούς ποσά ή θα τα αναζητούσαν από τους Αιτητές[4], τελικά χωρίς την παράθεση οποιασδήποτε αιτιολογίας κατέγραψαν αφενός ότι αποδέχτηκαν να εξοφλήσουν την βεβαιωθείσα εναντίον τους φορολογία αφετέρου όπως αναζητήσουν τα ποσά αυτά από τους Αιτητές αντί να τα επιβαρυνθούν οι ίδιοι (εφόσον οι ίδιοι είχαν αποδεχτεί το νόμιμο τους).
Περαιτέρω, και παρά την παράθεση ευρείας επιχειρηματολογίας εκ μέρους των ευπαίδευτων συνηγόρων των Καθ΄ων η αίτηση 2 και παραπομπής, πλην όμως μόνο στα πλαίσια των αγορεύσεων στην παρούσα προσφυγή, στον Κανονισμό 6(3) των Κανονισμών, ουδεμία αναφορά της νομικής βάσης, του εν λόγω Κανονισμού ή άλλου παρέθεσαν στην προσβαλλόμενη οι Καθ΄ων η αίτηση 2 αλλά και σύνδεση της βάσης αυτής με τα δεδομένα της περίπτωσης [βλ. άρθρο 28 του Ν.158(Ι)/1999] ώστε να γίνει αντιληπτός ο λόγος που ενώ οι ίδιοι δεν αμφισβήτησαν τη φορολογία, η οποία τους επιβλήθηκε, με την προσβαλλόμενη (ουσιαστικά έμμεσα), ζητούν από τους Αιτητές να τους καταβάλουν τα ποσά των ετών 2009-2017 που οι ίδιοι κατέβαλαν στους Καθ΄ων η αίτηση άνευ αμφισβήτησης.
Θεωρώ ότι υπό το ως άνω πλέγμα ιδιαίτερων γεγονότων και δεδομένων, όπου οι Καθ΄ων η αίτηση 1 επέβαλαν φορολογία στους Καθ΄ων η αίτηση 2 παρέχοντας σε αυτούς τα νόμιμα δικαιώματα αμφισβήτησής της, οι τελευταίοι την αμφισβήτησαν με ένσταση και ακολούθως αποφάσισαν να μην την προσβάλουν δικαστικώς και χωρίς να καταγράψουν οποιαδήποτε νομική βάση αξίωσαν τα ποσά αυτά από τους Αιτητές ενώ τους τα είχαν ήδη καταβάλει (για κάποια έτη προ πολλού) ως επίδομα άρα ως μέρος των αποδοχών τους χωρίς καν να αναφέρουν το λόγο που δεν επιβαρύνθηκαν οι ίδιοι τα ποσά αυτά ενώ τόσο οι Καθ΄ ων η αίτηση 1 όσο και οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση 2 τα θεωρούσαν δική τους φορολογική υποχρέωση, είναι ενέργεια, υπό τις ως άνω περιστάσεις, καταφανώς αναιτιολόγητη, στερούμενη νομίμου ερείσματος αλλά και παραβιάζουσα τις αρχές της χρηστής διοίκησης και προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου.
Εν παρόδω και καταληκτικά πλην για καλύτερη κατανόηση λόγω της πολυπλοκότητας της παρούσας υπόθεσης, σημειώνεται ότι εδώ, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, επίδικη είναι η συγκεκριμένη προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση 2 και όχι η φορολόγηση εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση 1 των Καθ’ ων η αίτηση 2. Η νομιμότητα της λόγω πράξης, με την οποία καθίστανται φορολογικά υπόχρεοι οι ίδιοι οι Καθ΄ων η αίτηση 2 είναι δεδομένη, περιβάλλεται πλέον με τεκμήριο νομιμότητας και δε θα μπορούσε, να αμφισβητηθεί στα πλαίσια της παρούσας. Αφενός επιλογή των Καθ’ ων η αίτηση 1 ήταν να αξιώσουν τα ποσά από τους Καθ΄ων η αίτηση 2 οι οποίοι άσκησαν το δικαίωμα τους για ένσταση, αφετέρου οι Αιτητές (αλλά και οι Καθ’ ων η αίτηση 1) να στερηθούν της ευκαιρίας εκ νέου εξέτασης επί της ουσίας της φορολογίας κατόπιν όμως ένστασης των Αιτητών, η άσκηση της οποίας νομολογιακά αποτελεί και απαραίτητο προαπαιτούμενο για την αμφισβήτηση φορολογίας στο διοικητικό δικαστήριο [Petrolina Ltd. v. Municipal Committee of Famagusta (1971) 3 C.L.R. 420, Pantelidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 687, Ζήνωνος & Υιοί Λτδ. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2266, Oδυσσέως ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 481]. Η «πλάγια» αμφισβήτηση μέσω της παρούσας των εν λόγω ειδοποιήσεων που απευθύνονται στους Καθ΄ων η αίτηση 2, θα παραβίαζε τόσο το τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων αυτών αναφορικά με τους Καθ΄ων η αίτηση 2 όσο και την ως άνω νομολογία.
Ως εκ τω ανωτέρω, η προσφυγή ως προς τους Καθ΄ων η αίτηση 2 επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με 2.100 ευρώ έξοδα πλέον Φ.Π.Α υπέρ των Αιτητών και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση 2.
Έχω ήδη κρίνει την προσφυγή αναφορικά με τους Καθ΄ων η αίτηση 1 ως απαράδεκτη ως εκ τούτου αυτή απορρίπτεται με 2.100 ευρώ έξοδα υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση 1 και εναντίον των Αιτητών.
Φ. Καμένος, ΔΔΔ
ΠΙΝΑΚΑΣ A
2. Α.Γ
3. Α.Σ
4. Α.Μ.Ρ
5. Α.Β
6. Α.Σ
7. Α.Ι
8. Β.Μ
9. Γ.Α.
10. Ε.Α.Λ
11. Ε.Ε
12. Θ.Κ.Χ
13. Ι.Τ.Φ.
14. Ι.Α
15. Κ.Π.
16. Κ.Χ
17. Λ.Λ.
18. Μ.Θ.
19. Μ.Π.
20. Μ.Χ.
21. Μ.Κ.
22. Ν.Α
23. Ν.Π.
24. Π.Τ.
25. Π.Χ.
26. Π.Μ.
27. Π.Κ.
28. Π.Ε.
29. Π.Τ.
30. Σ.Σ.
31. Σ.Α.
32. Σ.Β.
33. Τ.Ξ.
34. Χ.Χ.
35. Χ.Ν.
36. Χ.Μ.
37. Χ.Π.
38. Χ.Γ.Δ.
[1] Το λέω αυτό χωρίς να υπαινίσσομαι ότι όφειλαν, οι ειδοποιήσεις φορολογίας που απευθύνονταν σε άλλο πρόσωπο δηλαδή τους Καθ’ ων η αίτηση 2, να είχαν προσβληθεί από τους Αιτητές.
[2] Με την αγόρευση των Καθ’ ων η αίτηση 2 στα πλαίσια της δεύτερης προδικαστικής ένστασης προσδιορίστηκε ότι η προσβαλλόμενη αποτελεί πράξη εκτέλεσης των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας προς τους Καθ’ ων η αίτηση 2.
[3] Στο εν λόγω σημείωμα ημερ. 19.02.2019 με τίτλο (η υπογράμμιση του δικαστηρίου) «Χειρισμός Φορολογικών Υποχρεώσεων του Πανεπιστημίου για σκοπούς ΡΑΥΕ που προκύπτουν από το επίδομα οδοιπορικών που καταβλήθηκε σε Μέλη ΔΕΠ (Εντεταγμένοι) τα έτη 2009-2017» αναφέρεται:
«Συνεπώς, καλείται το Συμβούλιο να λάβει απόφαση για τον τρόπο χειρισμού του ποσού των €273.103,72 που καταβλήθηκε στο Τμήμα Φορολογίας (€250.954,50 τον Δεκέμβριο 2018 για τα έτη 2010-2017 και €22.149,22 τον Ιανουάριο 2019 για το έτος 2009). Δηλαδή, να ληφθεί απόφαση κατά πόσο τα €273.103,72 είναι εισπρακτέα από τα Μέλη ΔΕΠ (Εντεταγμένοι) υπαλλήλους ή συνταξιούχους, όπως φαίνεται στον κατάλογο (Συνημμένο 2). Εναλλακτικά, το Συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσει ότι το Πανεπιστήμιο θα επωμιστεί το ίδιο το κόστος των €273.103,72»
[4] Ανέφεραν εν προκειμένω:
«Στη συνέχεια ο ΔΔΟ αναφέρθηκε στις εισηγήσεις που καταγράφονται στο σημείωμα που έχει κατατεθεί, δηλαδή κατά πόσο το ποσό των €273.103,72 θα θεωρηθεί εισπρακτέο από το μέλη του Ενταγμένου Προσωπικού ή κατά πόσο το Πανεπιστήμιο θα επωμιστεί το εν λόγω κόστος. Ακολούθως ο ΔΔΟ, καθηκόντως εισηγήθηκε όπως το εν λόγω ποσό ζητηθεί από τα μέλη του Ενταγμένου Προσωπικού»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο