S. N. C. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση αρ. 5/2025, 28/2/2025
print
Τίτλος:
S. N. C. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση αρ. 5/2025, 28/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

Υπόθεση αρ. 5/2025(i)

28 Φεβρουαρίου, 2025

[Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.]

Αναφορικά με τα άρθρα 8, 11, 12, 13, 15, 23(3), 25, 28, 29, 30 και 146 του Συντάγματος, τον περί Προσφύγων Νόμο και τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο.

 

Μεταξύ:

S. N. C.

Αιτητής,

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΔΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ

Καθ’ ων η αίτηση.

------------

 

Γ. Κορυζής, για τον αιτητή.

Ρ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.:   Ο αιτητής, υπήκοος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Νιγηρίας και γεννηθείς το 2022, εισήλθε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία και στις 02.02.2022 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 24.10.2023 λόγω σιωπηρής απόσυρσης.  Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή την 01.11.2023 με σχετική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 15.04.2024, ο αιτητής καταχώρισε αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου του, η οποία εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 11.06.2024.  Ενημερωτική επιστολή για την εν λόγω απορριπτική απόφαση με ημερομηνία 19.06.2024 απεστάλη ταχυδρομικώς στον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου στις 03.07.2024.

 

Στις 29.12.2024, ο αιτητής συνελήφθη για το αδίκημα της παράνομης παραμονής στη Δημοκρατία και στις 30.12.2024 κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης συμφώνως του άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου (Κεφ.105).  Την ίδια ημερομηνία, 30.12.2024, εκδοθήκαν εναντίον του διατάγματα απέλασης και κράτησης, σύμφωνα με τα άρθρα 14 και 18 ΠΣΤ(1)(α), του Κεφ 105, αντίστοιχα.

 

Στις 03.01.2025 καταχώρισε την παρούσα προσφυγή αξιώνοντας την ακύρωση των ανωτέρω αποφάσεων και (με βάση την παράγραφο (Β) του αιτητικού), διάταγμα του Δικαστηρίου, με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση των επίδικων διαταγμάτων μέχρι την έκδοση απόφασης επί της προσφυγής.

 

Η εν λόγω αιτούμενη, υπό την παράγραφο (Β) του αιτητικού, θεραπεία απορρίπτεται εκ προοιμίου καθότι, ως ορθώς υποβάλλουν προδικαστικώς οι καθ’ ων η αίτηση, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποδώσει την εν λόγω θεραπεία όταν αυτή επιδιώκεται μέσω του δικογράφου της προσφυγής.  Για την έκδοση διατάγματος αναστολής ο αιτητής θα έπρεπε να προχωρήσει με την καταχώριση σχετικής αίτησης συμφώνως του Κανονισμού 13 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ο οποίος εφαρμόζεται βάσει των περί του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικών Κανονισμών του 2015.

 

Διά της προσφυγής και της γραπτής αγόρευσης του ευπαιδεύτου δικηγόρου του, ο αιτητής διατείνεται πως ουδέποτε έλαβε ειδοποίηση για την επιστολή ημερομηνίας 19.06.2024, η οποία ταχυδρομήθηκε προς αυτόν στις 03.07.2024, με αποτέλεσμα να μη λάβει τότε γνώση της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  Είναι δε ο ισχυρισμός του πως έλαβε το πρώτον γνώση της εν λόγω απορριπτικής απόφασης όταν ο ίδιος, εξ ιδίας πρωτοβουλίας και ενδιαφέροντος, προσήλθε στην Υπηρεσία Ασύλου στις 09.12.2024 και παρέλαβε αντίγραφο της απόφασης.  Ως εκ τούτου, είναι η θέση του ότι η προθεσμία των 30 ημερών για καταχώριση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (ΔΔΔΠ) εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, άρχισε την εν λόγω ημερομηνία, ήτοι στις 09.12.2024, και έληγε στις 08.01.2025.  Εντός της εν λόγω, κατά τη θέση του, προθεσμίας και συγκεκριμένα στις 31.12.2024, καταχώρισε την υπ’ αρ. 5128/2024 προσφυγή ενώπιον του ΔΔΔΠ.  Ως εκ τούτου, υποβάλλει ότι κατά την ημερομηνία της σύλληψής του και της έκδοσης των προσβαλλομένων με την παρούσα προσφυγή πράξεων, διατηρούσε το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας και η παραμονή του στη Δημοκρατία δεν ήταν παράνομη.

 

Περαιτέρω ο αιτητής διατείνεται ότι η ύπαρξη σφραγίδας με την ένδειξη «posted» και την ημερομηνία 03.07.2024 επί του αντιγράφου της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου δεν αποτελεί πλήρη και αμάχητη απόδειξη ότι έφθασε στη διεύθυνση και στα χέρια του αιτητή οποιαδήποτε επιστολή.  Οι δε καθ’ ων η αίτηση απέτυχαν να αιτιολογήσουν και να αποδείξουν την αποστολή της επιστολής καθότι δεν παρουσίασαν κανένα αποδεικτικό προς τούτο στοιχείο.  Ως εκ τούτου, είναι η θέση του αιτητή πως η σύλληψή και κράτησή του αντιβαίνει τις αρχές της νομιμότητα και της χρηστής διοίκησης και συνιστά σαφή κατάχρηση εξουσίας.

 

Με επιπρόσθετο λόγο ακύρωσης ο αιτητής διατείνεται πως τα επίδικα διατάγματα υπογράφονται, αντί του αρμοδίου Υπουργού Εσωτερικών ή επί τούτου εντεταλμένου Ανωτέρου Λειτουργού του αυτού Υπουργείου - Τμήματος, από τον, όλως αναρμόδιο και μη έχοντα σχέση με το αντικείμενο και με το πεδίο αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών, Υπουργό Εμπορίου.  Ο εν λόγω ισχυρισμός εγείρεται παρά την επισύναψη στην Ένσταση σχετικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 18.12.2024, με την οποία αποφασίστηκε όπως την περίοδο 27.12.2024 – 30.12.2024, τον Υπουργό Εσωτερικών αναπληροί ο Υπουργός Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, λόγω της ταυτόχρονης με την απουσία του Υπουργού Εσωτερικών απουσίας και των δύο αναπληρωτών του Υπουργών (Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως και Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας).  Κατά τον κ. Κορυζή, η εν λόγω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την αναπλήρωση του Υπουργού Εσωτερικών, δεν συνιστά εξουσιοδότηση κατά την έννοια του νόμου. Το «αναπληροί», κατά τη θέση του, δεν σημαίνει εξουσιοδότηση, αφού η τελευταία θα έπρεπε να αναφέρει ειδικώς και συγκεκριμένα ποιες ενέργειες αρμοδιότητας του Υπουργείου Εσωτερικών θα μπορούσε να αναλάβει κατά το συγκεκριμένο διάστημα ο Υπουργός Εμπορίου, ιδίως δε προκειμένου περί πράξεων και αποφάσεων ιδιαζούσης σημασίας, όπως τις χαρακτηρίζει, οι οποίες ανήκουν στον πυρήνα των εξουσιών του Υπουργού Εσωτερικών σε σχέση με ζητήματα αλλοδαπών όπως είναι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης, δηλαδή διοικητικές πράξεις ατομικές και εκτελεστές, οι οποίες επιφέρουν άμεσα δραστικές αρνητικές συνέπειες στην βιοτική σφαίρα των διοικουμένων.

 

Ως προς το διάταγμα κράτησής του, ο αιτητής θεωρεί ότι το εν λόγω μέτρο είναι δυσανάλογα επαχθές και προσβάλλει τις αρχές της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης.  Επαναλαμβάνοντας τον ισχυρισμό του πως έλαβε για πρώτη φορά γνώση της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στις 09.12.2024, υποβάλλει ότι δεν έχει προηγούμενο μη συμμόρφωσης με απόφαση επιστροφής.  Επισημαίνει δε πως είναι άτομο με καθαρό ιστορικό στη Δημοκρατία, χωρίς να έχει ποτέ υποπέσει σε ποινικά αδικήματα ή σε άλλες μη σύννομες πράξεις και ότι ήταν, μέχρι τη σύλληψή του, γνωστής διεύθυνσης.  Όπως δε αποκαλύπτουν τα διαβήματά του, δεν είναι ύποπτος φυγής από τη στιγμή που ο ίδιος επιθυμεί να παραμείνει υπό καθεστώς νομιμότητας στη Δημοκρατία, ούτε αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης αλλά και στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, αντιτείνει πως οι προσβαλλόμενες πράξεις έχουν ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των άρθρων 6(1)(κ), 14(1) και 18ΠΣΤ(1) του Κεφ. 105, κατόπιν δέουσας έρευνας και ορθής ενάσκησης των εξουσιών που παρέχει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες και ο αιτητής έχει αποτύχει να αποσείσει το βάρος απόδειξης των εγειρομένων λόγων ακύρωσης και να ανατρέψει το τεκμήριο της κανονικότητας.  Ειδικότερα, παραπέμποντας στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας ως προς την είσοδο και παραμονή των αλλοδαπών στην επικράτειά της, είναι η θέση της κας Χαραλάμπους πως, κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων πράξεων, ο αιτητής δεν ήταν αιτητής διεθνούς προστασίας αλλά παράνομος μετανάστης και πως η προσφυγή του κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου είναι εκπρόθεσμη, λόγω της παρόδου της αποκλειστικής προθεσμίας του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος.  Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή περί αναρμοδιότητας, παραπέμπει στην ανωτέρω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για αναπλήρωση του Υπουργού Εσωτερικών από τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.  Σε σχέση δε με το επίδικο διάταγμα κράτησης παραπέμπει στις πρόνοιες του άρθρου 18ΟΔ του Κεφ 105 και τον ορισμό της έννοιας «κίνδυνος διαφυγής».

 

Την ημέρα που η παρούσα προσφυγή ορίστηκε για Διευκρινίσεις, ήτοι στις 17.02.2025, η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι το ΔΔΔΠ είχε ήδη επιφυλάξει την απόφασή του στην προσφυγή του αιτητή υπ’ αρ. 5128/2024 και οι δικηγόροι είχαν ειδοποιηθεί για την έκδοση της απόφασης του Δικαστηρίου την επόμενη ημέρα.  Ως εκ τούτου, εκ συμφώνου οι Διευκρινίσεις αναβλήθηκαν για τις 20.02.2025, ώστε να διαφανεί το αποτέλεσμα στην εν λόγω προσφυγή, δοθέντος ότι το ΔΔΔΠ θα επιλαμβάνετο του ζητήματος του εκπροθέσμου ή μη της προσφυγής του αιτητή εναντίον της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, κατάληξη η οποία θα καθόριζε το καθεστώς του αιτητή στη Δημοκρατία κατά τον ουσιώδη για την παρούσα προσφυγή χρόνου.

 

Το ΔΔΔΠ, με την εκδοθείσα στις 19.02.2025 απόφασή του (S.N.C. v Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθ. αρ. 5128/24), αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση των καθ’ ων η αίτηση και παραπέμποντας λεπτομερώς στα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου, έκρινε ως εκπρόθεσμη την προσφυγή του αιτητή, αξιολογώντας ότι από τα στοιχεία του φακέλου αποδεικνύεται με σαφήνεια και επάρκεια ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη στις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να ενημερωθεί ο αιτητής για την απόφασή της.  Επεσήμανε δε πως δεν είναι επιτρεπτό για τον αιτητή, ο οποίος δεν είχε προβεί σε οποιοδήποτε σχετικό διάβημα προς απόδειξη των ισχυρισμών του, να δημιουργεί μονομερώς υπόθεση μη γνώσης, ώστε να καταστρατηγείται το Σύνταγμα και η νομοθεσία ως προς την προθεσμία, με το να μην λαμβάνει την επιστολή ή να μην ανταποκρίνεται στις κλήσεις της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Κατά την ημέρα που η παρούσα προσφυγή ορίστηκε εκ νέου για Διευκρινίσεις, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή, παρά την ανωτέρω απόφαση του ΔΔΔΠ, επέμεινε στη θέση του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης των επίδικων πράξεων ο αιτητής δεν ήταν παράνομος στη Δημοκρατία.  Αιτιολόγησε δε την εν λόγω θέση του εκφράζοντας την πρόθεση να αμφισβητήσει με έφεση την απόφαση του ΔΔΔΠ.

 

Έχω μελετήσει με προσοχή τα επίδικα θέματα στη βάση όσων έχουν τεθεί ενώπιόν μου και καταλήγω στα ακόλουθα:

 

Αξιολογώντας κατά προτεραιότητα τον ισχυρισμό του αιτητή περί αναρμοδιότητας του εκδόσαντος τις επίδικες πράξεις διοικητικού οργάνου, διαπιστώνω ότι αυτές εκδόθηκαν εντός της περιόδου κατά την οποία τον Υπουργό Εσωτερικών αναπληρούσε, με σχετική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ο υπογράφων τις πράξεις Υπουργός Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού.  Δοθέντος ότι στην περίπτωση της αναπλήρωσης ενός διοικητικού οργάνου, παρά τη διαφορά των προσώπων, τις αρμοδιότητες θεωρείται ότι ασκεί το ίδιο και όχι άλλο διοικητικό όργανο, η κατ’ ουσίαν θέση του κ. Κορυζή ότι ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού δεν είχε εξουσιοδότηση να εκδώσει τις επίδικες πράξεις, δεν με βρίσκει σύμφωνη.  Ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού είχε όλες τις αρμοδιότητες και εξουσίες του Υπουργού Εσωτερικών για την περίοδο που τον αναπληρούσε.

 

Ακολούθως, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι ο αιτητής δεν έχει καταδείξει βάσιμο λόγο για τον οποίον το παρόν Δικαστήριο θα πρέπει να διαφοροποιηθεί από την απόφαση του ΔΔΔΠ, το οποίο έκρινε ότι η προσφυγή του αιτητή ενώπιόν του ήταν εκπρόθεσμη.  Η πρόθεση αμφισβήτησης με έφεση της εν λόγω απόφασης δεν συνιστά, βεβαίως, τέτοιο λόγο ώστε να καταλήξω ότι ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσε το καθεστώς του αιτητή διεθνούς προστασίας, παρά την περί  του αντιθέτου κατάληξη του ΔΔΔΠ, με το σκεπτικό και την ανάλυση του οποίου, εν πάση περιπτώσει, συμφωνώ και υιοθετώ.

 

Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη, αφενός, την ευρύτατη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως εκδήλωση της εθνικής και εδαφικής κυριαρχίας του, να δέχεται ή να αποκλείει αλλοδαπούς από την επικράτειά του (Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401, Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203, Rami Makhlouf κ.ά. ν Δημοκρατίας, ΕΔΔ αρ. 21/17, ημερ. 10.09.2024) και, αφετέρου, την υποχρέωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, συμφώνως των προνοιών της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ[1], να λαμβάνει μέτρα για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών προς το σκοπό καταπολέμησης της παράνομης μετανάστευσης, καταλήγω ότι οι επίδικες πράξεις είναι νόμιμες, επαρκώς αιτιολογημένες, το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας, ευλόγως επιτρεπτές και έχουν ληφθεί εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας των καθ’ ων η αίτηση.

 

Ειδικότερα, ο αιτητής, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι στις 30.12.2024, δεν είχε οποιοδήποτε νόμιμο καθεστώς παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία και ως εκ τούτου ορθά κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105 και νόμιμα, συμφώνως του άρθρου 14, εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα απέλασης. 

 

Λαμβάνοντας επιπλέον υπόψη τη μη συνεργασία του αιτητή κατά τη σύλληψή του για επαναπατρισμό και τις μη ικανοποιητικές εξηγήσεις που αυτός έδωσε ως προς τη διεύθυνση διαμονής του (σχετικό Σημείωμα της ΥΑΜ ημερομηνίας 29.12.2024, Παράρτημα 2 στην Ένσταση), καταλήγω πως η κρίση των καθ’ ων η αίτηση περί κινδύνου διαφυγής του και η έκδοση του επίδικου διατάγματος κράτησης, συμφώνως του άρθρου 18ΠΣΤ του Κεφ. 105, ήταν επίσης εύλογη και αιτιολογημένη.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα ύψους €1.700 εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. ΖΕΡΒΟΥ, Δ.Δ.Δ.

 

 

 



[1] Οδηγία 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο