
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 577/2021)
18 Φεβρουαρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
H. A. D.
Αιτητής
ΚΑΙ
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ
Καθ’ ων η Αίτηση
Ι. Κατσιδήμα (κα), για Στέλιος Αμερικάνος & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή
Κ. Χριστοφή (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η αιτήτρια, υπήκοος Αιθιοπίας, προσβάλλει ως άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος, την απόφαση των καθ’ ων η αίτηση, που περιέχεται σε σχετική επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης («το Τμήμα»), ημερομηνίας 26.3.2021 και σύμφωνα με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά της για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.
Όπως αναφέρεται στην σχετική, επίδικη επιστολή, που εστάλη στην αιτήτρια, η αίτησή της απορρίφθηκε βάσει του μεταναστευτικού της ιστορικού κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Κύπρο, εφόσον στο παρελθόν είχε συλληφθεί και απελαθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία, γιατί είχε χρησιμοποιήσει πλαστά έγγραφα για να εξασφαλίσει είσοδο στην Ιταλία, «[.] έτσι διαπιστώνεται μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας καθώς και μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις και οδηγίες των αρχών». Επιπρόσθετα, σύμφωνα πάντα με την επιστολή, κρίθηκε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), καθότι τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής της, αυτή απουσίαζε από τη Δημοκρατία για έναν μήνα και μία μέρα.
Η αιτήτρια, γεννηθείσα κατά το έτος 1982, αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 25.4.2005, με άδεια εισόδου, για σκοπούς εργασίας ως οικιακή βοηθός. Εν συνεχεία, το Τμήμα εξέδωσε άδεια προσωρινής παραμονής και εργασίας στην αιτήτρια, μέχρι τις 18.7.2006.
Κατά τις 8.6.2006, η αιτήτρια υπέβαλε παράπονο εναντίον της εργοδότριάς της, κατά την εξέταση του οποίου διαπιστώθηκε ότι η αιτήτρια είχε εγκαταλείψει χωρίς σοβαρή αιτία την εργασία της, καθώς και ότι δεν υπήρξε εκ μέρους του εργοδότη παραβίαση των όρων του συμβολαίου απασχόλησης. Σχετική επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 3.10.2007, εστάλη προς την αιτήτρια.
Στις 14.9.2006, η αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για διεθνή προστασία και, εκκρεμούντος του αιτήματος, παραχωρήθηκε σε αυτήν άδεια παραμονής στη Δημοκρατία ως αιτήτρια ασύλου μέχρι τις 13.12.2008.
Περαιτέρω, εκκρεμούντος του πιο πάνω αιτήματος της αιτήτριας, καταχωρήθηκε εναντίον της, Ποινική Υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για τα αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της πλαστοπροσωπίας, κατά παράβαση των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα (Κεφ. 154).
Ως εκ των πιο πάνω, η άδεια προσωρινής διαμονής της αιτήτριας ανακλήθηκε και εκδόθηκαν εναντίον της διατάγματα κράτησης και απέλασης, ημερομηνίας 8.10.2008. Περαιτέρω, τα στοιχεία της αιτήτριας τοποθετήθηκαν στη λίστα αναζητούμενων προσώπων (stop list).
Στις 9.10.2008, η αιτήτρια απέσυρε το αίτημά της για παραχώρηση σε αυτήν διεθνούς προστασίας, ενώ την ίδια μέρα ανεστάλη η ποινική υπόθεση εναντίον της και στις 10.10.2008, αυτή απελάθηκε από την Δημοκρατία προς τη χώρα καταγωγής της, την Αιθιοπία.
Κατά τις 12.4.2010, η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο στην Αιθιοπία με πρόσωπο που ήταν κάτοχος της Κυπριακής και της Ρωσικής ιθαγένειας.
Κατά το έτος 2012, μετά από έγκριση σχετικού αιτήματος του συζύγου της από τον Υπουργό Εσωτερικών, η αιτήτρια αφίχθηκε εκ νέου στη Δημοκρατία, όπου συνέχισε να παραμένει και να εργάζεται ως σύζυγος Κύπριου πολίτη, βάσει σχετικών αδειών, με την τελευταία εξ’ αυτών να έχει ισχύ μέχρι τις 13.6.2023.
Στις 7.9.2016, η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, λόγω του γάμου της με Κύπριο υπήκοο. Η αίτηση απορρίφθηκε, καθότι, ως αναφέρεται στην σχετική απορριπτική επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 4.7.2018, η αιτήτρια, ανακρινόμενη από την Αστυνομία (ΥΑΜ) για υπόθεση πλαστών εγγράφων, είχε ομολογήσει στο παρελθόν ότι εξασφάλισε πλαστά έγγραφα για να μεταβεί στην Ιταλία.
Ακολούθως, στις 13.10.2019, η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, αυτή τη φορά με πολιτογράφηση. Στο πλαίσιο εξέτασης της αίτησης, διενεργήθηκε έρευνα από τους καθ’ ων η αίτηση, καθώς και προσωπική συνέντευξη στην αιτήτρια στις 3.12.2020. Ακολούθως, ετοιμάστηκε Έκθεση, ημερομηνίας 3.12.2020, από Λειτουργό των καθ’ ων η αίτηση που εξέτασε την περίπτωση του αιτητή, η οποία υποβλήθηκε στον Υπουργό Εσωτερικών («ο Υπουργός») μέσω της Λειτουργού Ελέγχου, κας Ν. Ο., με την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης.
Η πιο πάνω εισήγηση έγινε δεκτή και η αίτηση της αιτήτριας απορρίφθηκε από τον Υπουργό, η δε αιτήτρια ενημερώθηκε σχετικώς με την προαναφερθείσα επιστολή του Τμήματος, ημερομηνίας 26.3.2021.
Κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, την 8.6.2021.
Στην εμπροσθοφυλακή των λόγων ακύρωσης που προωθεί η πλευρά της αιτήτριας, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των διατάξεων του Νόμου και δη του άρθρου 111 και του Τρίτου Παραρτήματος αυτού. Και τούτο, ως εισηγείται η κα Κατσιδήμα, διότι δεν λήφθηκαν υπόψη από τους καθ’ ων η αίτηση όλα τα στοιχεία της περίπτωσης και δεν αξιολογήθηκαν σωστά στην περίπτωση της αιτήτριας, τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα τυπικά προσόντα και κριτήρια, ενώ λήφθηκαν υπόψη εξωγενή στοιχεία κρίσης και συγκεκριμένα τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά το έτος 2008, με αποτέλεσμα να πάσχει η επίδικη απόφαση και ως αποτέλεσμα εμφιλοχωρήσασας πλάνης, μη διενέργειας δέουσας έρευνας, έλλειψης αιτιολογίας και κακοπιστίας της Διοίκησης, λόγοι ακύρωσης που αναπτύσσονται αυτοτελώς από την ευπαίδευτη συνήγορο της αιτήτριας.
Περαιτέρω, προωθείται ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το τεκμήριο της αθωότητας, καθότι, ως υποβάλλει η κα Κατσιδήμα, «[.] οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της Αιτήτριας αποδίδοντας και/ή επιρρίπτοντας σε αυτήν ποινικό αδίκημα, αυτό της χρήσης και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, το οποίο ουδέποτε αποδείχθηκε ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου ότι διαπράχθηκε, έχοντας ενεργήσει ως ποινικό Δικαστήριο, εξουσίες όμως που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της δικαστικής εξουσίας».
Επιπρόσθετα, η συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει ότι οι καθ’ ων η αίτηση άσκησαν εσφαλμένα τη διακριτική τους ευχέρεια και/ή ενήργησαν κατά κατάχρηση και/ή καθ’ υπέρβαση εξουσίας, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999).
Τέλος, εγείρεται και ο ισχυρισμός περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, εφόσον, κατά τη σχετική εισήγηση, η επίδικη απόφαση εκδόθηκε και υπογράφτηκε από αναρμόδιο όργανο, κατά παράβαση του άρθρου 17 του Νόμου 158(Ι)/1999.
Από την πλευρά τους, οι καθ’ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, λήφθηκε δε αυτή από το αρμόδιο προς τούτο όργανο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, τη σχετική νομοθεσία και τις αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ’ ορθήν ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης και δεν διαπιστώνεται ούτε κατάχρηση εξουσίας, αλλ’ ούτε παραβίαση των γενικών αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Όλοι δε οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί που προβάλλει η πλευρά της αιτήτριας, είναι αβάσιμοι και, ως τέτοιοι, υποκείμενοι σε απόρριψη.
Τονίζει, μεταξύ άλλων, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ’ ων η αίτηση ότι το ζήτημα της παραχώρησης υπηκοότητας σε αλλοδαπό εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του κράτους, ως έκφανση της άσκησης την κρατικής του κυριαρχίας και, εφόσον η Διοίκηση ενήργησε καλόπιστα, η κρίση της ως προς την έγκριση ή απόρριψη ενός τέτοιου αιτήματος, αναγνωρίζεται κατά τα λοιπά ως απόλυτη. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τον σχετικό ισχυρισμό, οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν καλόπιστα και καθόλα ορθά κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας, στηριζόμενοι τόσο στη διαπίστωση περί μη συμμόρφωση της αιτήτριας στους νόμους της Δημοκρατίας, όσο και στη διαπίστωση ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, όπως αυτά ορίζονται στο άρθρο 111 του Νόμου και στον Τρίτο Πίνακα του εν λόγω άρθρου. Συναφώς, προβάλλεται ότι οι καθ’ ων η αίτηση διενήργησαν τη δέουσα έρευνα και αιτιολόγησαν πλήρως την απόφασή τους, η δε αιτιολογία συμπληρώνεται από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.
Θα ξεκινήσω με την εξέταση του ισχυρισμού περί αναρμοδιότητας του αποφασίζοντος οργάνου, εφόσον το συγκεκριμένο ζήτημα, ως ζήτημα δημόσιας τάξης, εξετάζεται κατά προτεραιότητα.
Ο συγκεκριμένος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Όπως προκύπτει από το παράρτημα 15 του δικογράφου της ένστασης και την εκεί περιεχόμενη Έκθεση, αλλά και από τα εντός του διοικητικού φακέλου έγγραφα, την επίδικη απόφαση έλαβε ο Υπουργός, ενώπιον του οποίου, όπως ρητά αναγράφεται στο πάνω αριστερά μέρος αυτής, τέθηκε η εν λόγω Έκθεση, όπου και περιέχεται η απορριπτική εισήγηση για την περίπτωση της αιτήτριας και η οποία είχε ετοιμαστεί από συγκεκριμένη Λειτουργό Εξέτασης, στις 3.12.2020, και ακολούθως ελέγχθηκε από συγκεκριμένη Λειτουργό Ελέγχου, στις 12.1.2021. Μαζί δε με την απορριπτική εισήγηση της Λειτουργού Ελέγχου, υποβλήθηκε από την εν λόγω Λειτουργό και σχετικός κατάλογος (παράρτημα 16 στην ένσταση), όπου περιέχεται το σύνολο των αιτήσεων που τέθηκαν (είτε για έγκριση είτε για απόσυρση) ενώπιον του Υπουργού και εξετάστηκαν από τον Υπουργό, περιλαμβανομένης και της περίπτωσης της αιτήτριας (με α/α 1, αρ. σελίδωσης 77), επί της οποίας λήφθηκε απορριπτική απόφαση, ως η σχετική εισήγηση. Όπως ρητά αναγράφεται στο πάνω μέρος της εν λόγω επιστολής, μετά από τη φράση «κ. Υπουργό», ο Υπουργός συμφώνησε με την εισήγηση για απόρριψη, γράφοντας ιδιοχείρως τη λέξη «Εγκρίνεται», και θέτοντας κάτω από τη λέξη αυτή, την υπογραφή του και την ημερομηνία («21/1/21»). Η ίδια δε υπογραφή εντοπίζεται και στο πάνω μέρος της πρώτης σελίδας της προαναφερθείσας Έκθεσης (παράρτημα 15).
Στη βάση των πιο πάνω, και ενόψει του τεκμηρίου της κανονικότητας που υπάρχει υπέρ των πράξεων της Διοίκησης, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εν λόγω Έκθεση (και η εκεί περιεχόμενη εισήγηση), καθώς και ο προαναφερθείς κατάλογος απευθύνονται στον ίδιο τον Υπουργό, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ότι η προαναφερθείσα χειρόγραφη σημείωση «Εγκρίνεται», καθώς και η εκεί τεθείσα υπογραφή που τη συνοδεύει, προέρχονται από τον Υπουργό. Συνεπώς, τεκμαίρεται πως η απορριπτική απόφαση προέρχεται από το αρμόδιο όργανο, ενώ τίποτε περί του αντιθέτου δεν έχει αποδειχθεί. Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως για παράδειγμα στη Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 801/1999, ημερ. 12.3.2001, η Διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως τούτο δε συμβαίνει. Και εν προκειμένω, τίποτε δεν δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν συνέβη (βλ. επίσης Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Στο πλαίσιο δε της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων, επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν χωρεί ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί η πλευρά της αιτήτριας. Και βεβαίως, το γεγονός ότι την επιστολή, ημερομηνίας 26.3.2021, δια της οποίας γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια η απορριπτική απόφαση της Διοίκησης, υπογράφει λειτουργός του Τμήματος, δεν αναιρεί το γεγονός ότι την επίδικη απόφαση έλαβε ο ίδιος ο Υπουργός (βλ. επί του ιδίου θέματος και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στις C.R. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ.945/2020, ημερ. 28.2.2023 και Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1714/2018, ημερ. 20.6.2020).
Περαιτέρω, με την υπό του Υπουργού απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας και την έγκριση της προηγηθείσας απορριπτικής εισήγησης της Λειτουργού Ελέγχου, τεκμαίρεται κατ’ αρχήν δικαίου, ότι ο Υπουργός συμφώνησε με όλα όσα τέθηκαν ενώπιον του υπό τύπο έκθεσης, ενεργώντας όχι ως να εξέταζε έφεση, αλλά επαναδιερευνώντας το σύνολο των γεγονότων (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 426, Γ.Μ. Μακρή Λτδ ν. Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών (1994) 4 Α.Α.Δ. 817). Η δε σύμφωνος γνώμη του Υπουργού και η έγκριση της προηγηθείσας απορριπτικής εισήγησης, δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, στην απορριπτική απόφαση, ενσωματώνεται και η εισήγηση της συγκεκριμένης Λειτουργού Ελέγχου, την οποία ο Υπουργός υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία ή διαφοροποίηση. Συναφώς, όπως λέχθηκε στην Μενέλαος Χειμώνας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 6447/2013, ημερ. 30.9.2015, ECLI:CY:AD:2015:D643,-
«Η σύμφωνος γνώμη του Υπουργού δεν μειώνει την επάρκεια της αιτιολόγησης. Αντίθετα, ενσωματώνει ολόκληρη την έκθεση τους λειτουργού, την οποία υιοθέτησε χωρίς οποιαδήποτε διαφωνία, ή, διαφοροποίηση Η απλή συμφωνία δεν εξυπακούει ότι ο Υπουργός δεν ασχολήθηκε με την ουσία του θέματος ή ότι απεμπόλησε την εξουσία του ή ότι επισφράγισε άνευ ετέρου τη γνώμη ή εισήγηση τρίτου (Καρλεττίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 3074 και Svetoslav Stoyanov v. Υπουργείου Εσωτερικών, υποθ. αρ. 718/12, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151). Στο πλαίσιο της κανονικότητας των διοικητικών πράξεων επί των οποίων υπάρχει μαχητό τεκμήριο, δεν νοείται ανατροπή του με τα όσα επιχειρηματολογεί ο αιτητής.».
Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε από το παρόν Δικαστήριο και στην S.R. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 804/2021, ημερ. 9.12.2024, Varsik Mkrtchyan v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1229/2014, ημερ. 16.2.2017, στην Egypt Air v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α., Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1159/2015 κ.α., ημερ. 11.4.2019, στην Cabardo v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1514/2019, ημερ. 6.5.2022, αλλά και πιο πρόσφατα, στην C.R., ανωτέρω, όπου ακολουθήθηκε η ίδια προσέγγιση και ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί αναρμοδιότητας απορρίφθηκε.
Συνεπώς, ο εγειρόμενος λόγος ακύρωσης περί αναρμοδιότητας απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Στο άρθρο 111 του Νόμου, προβλέπεται η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού να χορηγήσει πιστοποιητικό πολιτογράφησης σε οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα, «ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα».
Σύμφωνα λοιπόν με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου, που τιτλοφορείται «Προσόντα για Πολιτογράφηση», και στον οποίο παραπέμπει το άρθρο 111 του Νόμου, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει-
«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:
(α) Διαµονή στη Δηµοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης, και
(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισµένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:
[.]
(γ) είναι καλού χαρακτήρα, [.]».
Επισημαίνεται εν πρώτοις ότι, με βάση την προεκτεθείσα διάταξη, είναι ξεκάθαρο ότι ο Νόμος παρέχει στον Υπουργό τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση. Αυτό, βεβαίως, σε πλήρη συμβατότητα με την πάγια και διαχρονική νομολογία επί του θέματος, η οποία πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφορικά με την ευρεία διακριτική ευχέρεια της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της. Αναφορά μπορεί να γίνει στην ISSA E.E.ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016 και στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας, δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα απόκτησης της υπηκοότητας και ότι, εφόσον η διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τα λοιπά, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της. Όπως χαρακτηριστικά τονίστηκε στην Reyes v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 181/12, ημερ. 24.10.2018, με αναφορά και στην Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307, εφόσον τηρείται η αρχή της καλής πίστης, η κρίση της Δημοκρατίας να επιλέξει τα άτομα στα οποία θα παράσχει την υπηκοότητά της, αναγνωρίζεται κατά τα άλλα ως απόλυτη, το δε τεκμήριο της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας παραμένει έγκυρο, μέχρι απόδειξης του αντιθέτου (Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224).
Συνεπώς, αυτό που εξετάζεται σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση είναι το κατά πόσον, η Διοίκηση κατά την ενάσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, ενεργεί καλόπιστα.
Εν προκειμένω, όπως έχει προαναφερθεί, οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας για δυο λόγους, αφενός, επειδή κατά τη διάρκεια της παραμονής της στη Δημοκρατία, είχε συλληφθεί και απελαθεί από τη χώρα γιατί είχε χρησιμοποιήσει πλαστά έγγραφα για να εξασφαλίσει είσοδο στην Ιταλία, γεγονός που κρίθηκε ότι καταδείκνυε την εκ μέρους της μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας καθώς και μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις και οδηγίες των αρχών, και, αφετέρου, επειδή διαπιστώθηκε ότι αυτή δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση όπως αυτά καθορίζονται στην παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, καθότι τον τελευταίο χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής της, η αιτήτρια απουσίαζε από τη Δημοκρατία για έναν μήνα και μία μέρα.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, διαπιστώνω ότι πράγματι, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, προκύπτει ότι η αιτήτρια δεν διέμενε στη Δημοκρατία καθ’ όλο κατά το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία υποβολής της αίτησής της, ως απαιτείται από την παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου, αλλά ότι αυτή απουσίαζε για ένα μήνα και μια μέρα. Αυτό προκύπτει και από την έκθεση της Λειτουργού προς τον Υπουργό, όπου στο τμήμα «Συνοπτικός Πίνακας Ελέγχου Προϋποθέσεων Νομοθεσίας» (σελίδωση 72), αναφέρεται χειρόγραφα ότι η αιτήτρια «Απουσίασε 1 μήνα και 1 μέρα» από τη Δημοκρατία κατά το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησής της, η οποία υποβλήθηκε στις 13.10.2019. Μάλιστα, όπως προκύπτει από την εν λόγω Έκθεση, γίνεται παραπομπή στο ερυθρό 56 του διοικητικού φακέλου, όπου περιέχεται σχετικό έγγραφο, από το οποίο προκύπτει ότι πράγματι, η αιτήτρια απουσίαζε από την Κύπρο κατά την περίοδο από 1.11.2018 μέχρι 2.12.2018.
Συνεπώς, είναι πρόδηλο ότι η αιτήτρια δεν κατείχε όλα τα υπό του Νόμου απαιτούμενα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, εφόσον αυτή δεν πληρούσε την προϋπόθεση της παράγραφο 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Συναφώς, δεν μπορώ να συμφωνήσω με την εισήγηση της συνηγόρου της αιτήτριας, ως προς την εν λόγω διάταξη, ότι η αιτήτρια πληρούσε την απαιτούμενη προϋπόθεση επειδή παρέμεινε νόμιμα στη Δημοκρατία για 6 έτη, 4 μήνες και 14 μέρες. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, απαιτούμενο προσόν για πολιτογράφηση, είναι η «Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών από την ηµεροµηνία της αίτησης». Ο ίδιος ο Νόμος δηλαδή, σύμφωνα με την παράγραφο (α), απαιτεί διαμονή στη Δημοκρατία «για όλο το χρονικό διάστηµα των αµέσως προηγούµενων 12 µηνών» και όχι για κάποια διαστήματα, όπως είναι η περίπτωση στην αμέσως επόμενη παράγραφο (β), στην οποία προβλέπονται τα εξής:
«(β) κατά τη διάρκεια των αµέσως προηγούµενων από το πιο πάνω αναφερόµενο δωδεκάµηνο χρονικό διάστηµα επτά ετών, είτε διέµενε στη Δηµοκρατία, είτε διετέλεσε στη δηµόσια υπηρεσία της Δηµοκρατίας, είτε µερικώς το ένα και µερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήµατα που αθροισμένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών:».
Πράγματι, σύμφωνα με την αμέσως πιο πάνω παράγραφο, δεν απαιτείται η συνολική διαμονή του αιτούντος αλλοδαπού στη Δημοκρατία, για όλο το χρονικό διάστημα των επτά ετών αλλά για χρονικά διαστήµατα που αθροισμένα να µην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών. Σε αντίθεση με την παράγραφο (α), που απαιτεί τη διαμονή στη χώρα για όλο το διάστημα των δώδεκα μηνών και αυτό δεν μπορεί παρά να ερμηνευθεί ως παρουσία του αιτούντος αλλοδαπού στη Δημοκρατία κατά το εν λόγω διάστημα. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, πέραν του ότι δεν συνάδει με την προεκτεθείσα οικονομία του κειμένου, θα απέληγε σε παράδοξα αποτελέσματα, εφόσον θα παρεχόταν η δυνατότητα υποβολής αίτησης για πολιτογράφηση, σε αλλοδαπό, ο οποίος τον τελευταίο ένα χρόνο πριν από την υποβολή της αίτησής του, δεν είχε φυσική παρουσία στη Δημοκρατία. Επισημαίνεται δε ότι, σύμφωνα πάντα με το Νόμο, οι προϋποθέσεις που τάσσονται στις παραγράφους (α) και (β), πρέπει να πληρούνται σωρευτικά.
Συνεπώς, η αιτήτρια δεν πληρούσε μια εκ των τυπικών προϋποθέσεων του Νόμου για πολιτογράφηση και δη αυτήν της παραγράφου 1(α) του Τρίτου Πίνακα του άρθρου 111 του Νόμου. Με αυτό ως δεδομένο, κρίνεται ότι ορθώς η αίτησή της απορρίφθηκε από τους καθ' ων η αίτηση.
Παρόλο που σφραγίζεται η τύχη της παρούσας με τις πιο πάνω διαπιστώσεις, προχωρώ και στην εξέταση του δεύτερου λόγου για τον οποίο οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση της αιτήτριας. Όπως αναφέρεται στην επιστολή ημερομηνίας 26.3.2021, η αίτηση απορρίφθηκε και λόγω του μεταναστευτικού ιστορικού της αιτήτριας κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην Κύπρο, εφόσον στο παρελθόν αυτή είχε συλληφθεί και απελαθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία γιατί είχε χρησιμοποιήσει πλαστά έγγραφα για να εξασφαλίσει είσοδο στην Ιταλία, «[.] έτσι διαπιστώνεται μη τήρηση των νόμων της Δημοκρατίας καθώς και μη συμμόρφωση με τις υποδείξεις και οδηγίες των αρχών».
Επί των πιο πάνω, η βασική θέση της συνηγόρου της αιτήτριας, έγκειται στον ισχυρισμό ότι οι καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση στηριζόμενοι σε γεγονότα του έτους 2008 και/ή σε εξωγενή κριτήρια, χωρίς να ληφθούν υπόψη ότι θέσεις της Αστυνομίας και της ΚΥΠ, η δε απόφασή τους παραβιάζει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και το τεκμήριο της αθωότητας της αιτήτριας, «[.] αποδίδοντας και/ή επιρρίπτοντας σε αυτήν ποινικό αδίκημα, αυτό της χρήσης και κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων, το οποίο ουδέποτε αποδείχθηκε ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου, έχοντας ενεργήσει ως ποινικό δικαστήριο [.]».
Οι πιο πάνω ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν υποστηρίζονται από τα στοιχεία του φακέλου, κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.
Όπως ρητά αναφέρεται και στην Έκθεση προς τον Υπουργό, με αναφορά και στα ερυθρά του διοικητικού φακέλου (ερ. 131-130), υπήρχαν πληροφορίες από την Αστυνομία Κύπρου/ΚΥΠ, που κρίθηκαν σοβαρές και βαρύνουσες σχετικά με τις δραστηριότητες της αιτήτριας: σύμφωνα με τις εν λόγω πληροφορίες η αιτήτρια συνελήφθη και απελάθηκε από την Κύπρο, γιατί είχε χρησιμοποιήσει πλαστά έγγραφα για να εξασφαλίσει είσοδο στην Ιταλία, στις 10.10.2008. Προηγουμένως δε, διέμενε παράνομα στη Δημοκρατία. Περαιτέρω, στην ίδια Έκθεση, αμέσως πιο κάτω, αναφέρεται ότι η αιτήτρια ομολόγησε την κατοχή πλαστών εγγράφων, ενώ αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι εναντίον της είχε καταχωρηθεί Ποινική Υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για τα αδικήματα της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και της πλαστοπροσωπίας. Επισημαίνεται περαιτέρω, ότι και η αίτηση της αιτήτριας για απόκτηση της Κυπριακής υπηκοότητας δι’ εγγραφής, απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, καθότι, ως αναφέρεται στην σχετική επιστολή προς την αιτήτρια, ημερομηνίας 4.7.2018, «[.] σύμφωνα με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου που τηρείται στο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, ανακρινόμενη [σημ. η αιτήτρια] από την Αστυνομία ΥΑΜ για υπόθεση πλαστών εγγράφων, είχατε ομολογήσει στο παρελθόν ότι εξασφαλίσατε πλαστά έγγραφα για να μεταβείτε στην Ιταλία». Τονίζεται, τέλος, ότι και από διαβαθμισμένο ως «Απόρρητο» έγγραφο της ΚΥΠ, ημερομηνίας 23.7.2020, το οποίο κατατέθηκε και σημειώθηκε ως «Τεκμήριο 2» κατά τις διευκρινίσεις, προκύπτει ότι η αιτήτρια απασχόλησε την Αστυνομία για διάφορα ποινικά αδικήματα.
Βεβαίως, δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω την εγκυρότητα των πηγών και/ή της πληροφόρησης των καθ’ ων η αίτηση ως προς τα αμέσως πιο πάνω (Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D338). Πρόκειται για πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί από μια καθόλα αρμόδια προς τούτο κρατική αρχή, η οποία, ως εκ της φύσεώς της, αποτελεί μια έγκυρη και αξιόπιστη πηγή, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν ωσαύτως να αποτελέσουν επαρκές νομιμοποιητικό έρεισμα αιτιολόγησης της επίδικης απορριπτικής απόφασης (βλ. και Krisztian Befeki v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 293/2012, ημερ. 7.3.2012, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην TONU ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 415/2019, ημερ. 16.2.2022).
Άμεσα σχετική με το υπό συζήτηση θέμα είναι η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, όπου το Δικαστήριο θεώρησε ως επαρκείς ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία: «Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (βλ. Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583)» (βλ. Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014 και Anghel Viorel, ανωτέρω). Περαιτέρω, στην Florin Puscasu ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 771/2012, ημερ. 12.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D674, το Ανώτατο Δικαστήριο, με αναφορά και στην Eddine, ανωτέρω, επεσήμανε ότι το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η Διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης ή εθνικής ασφάλειας (βλ. Kapsaskis κ.α. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. αρ. 290/2012 κ.α., ημερ. 20.2.2013, Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443 και την απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην MR. M. M. I. Ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 341/2021, ημερ. 12.12.2023).
Υπό το φως των πιο πάνω και λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη την ευρεία διακριτική ευχέρεια που έχει η Διοίκηση κατά την εξέταση αιτήσεως ως η υπό κρίση, καταλήγω ότι και στην παρούσα περίπτωση, οι πληροφορίες που είχαν ενώπιον τους οι καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με το μεταναστευτικό ιστορικό της αιτήτριας στη Δημοκρατία και/ή τη διάρκεια της παράνομης παραμονής της στη χώρα, αποτελούν επαρκή νομιμοποιητική βάση για την απόρριψη του αιτήματός της, εφαρμόζοντας εν προκειμένω τις διατάξεις του άρθρου 111 του Νόμου (βλ. και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου επί του ιδίου ζητήματος στις S.A. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 803/2020, ημερ. 15.4.2024 και D.J.G. v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 316/2020, ημερ. 16.1.2024).
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις των καθ’ ων η αίτηση ασφαλώς και στοιχειοθετούν την κατάληξή τους περί μη συμμόρφωσης και μη τήρησης των νόμων της Δημοκρατίας εκ μέρους της αιτήτριας, η οποία (κατάληξη) αποτέλεσε έναν από τους λόγους απόρριψης της αίτησης της αιτήτριας και δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί να τεκμηριώσουν ισχυρισμούς περί παραβίασης των αρχών της διάκρισης των εξουσιών και του τεκμηρίου της αθωότητας, ως αβάσιμα εισηγείται η πλευρά της αιτήτριας.
Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι κατά πάγια νομολογία, ακόμα και η υφ’ ενός αιτητή κατοχή όλων των υπό του Νόμου προβλεπόμενων τυπικών προσόντων για πολιτογράφηση, απλώς γεννά το δικαίωμα υποβολής αιτήματος για πολιτογράφηση, αλλά «δεν οδηγεί αυτομάτως στην έγκριση της πολιτογράφησης» (AYMAN M. KAMMIS ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 96/2011, ημερ. 26.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D214, Νabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, Sohrab Bigvand v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1178/2008, ημερ. 12.11.2009). Πόσω δε μάλλον όταν ένας αιτητής δεν πληροί ούτε τα τυπικά προσόντα, όπως είναι εδώ η περίπτωση.
Έχει κατ’ επανάληψη τονιστεί από την ημεδαπή νομολογία ότι το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και, επομένως, το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης». Σημειώνεται ότι το σκεπτικό της Yousife Mohamad, ανωτέρω, υιοθετήθηκε μεταγενέστερα από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20 (βλ. επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013). Η ευχέρεια ενός κράτους να παρέχει την υπηκοότητά του σε άτομα, είναι κατά πάγια νομολογία αναγνωρισμένη και άπτεται των κυριαρχικών του δικαιωμάτων. Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Tulin Sabahatin Veysel, ανωτέρω, «η ευχέρεια αυτή της πολιτείας αναγνωρίζεται διεθνώς από πολύ παλιά και η μόνη υποχρέωση που η Κυπριακή Δημοκρατία υπέχει στον τομέα αυτό κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας είναι να ενεργεί με καλή πίστη» (βλ. επίσης Boulatnikova v. Δημοκρατίας, ανωτέρω).
Στην Ήρωα, ανωτέρω, λέχθηκαν τα εξής άμεσα σχετικά με το υπό εξέταση ζήτημα (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):
«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού. Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής. Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη.[...]
Το γεγονός ότι ο αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν νοηματοδοτεί αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης. Ο Υπουργός Εσωτερικών πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιόν του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας. Πάντοτε μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του. Δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου. Πέραν από τη διερεύνηση τυχόν λόγων που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του αιτητή, και αφορούν στη δημόσια τάξη και ασφάλεια, επιβάλλεται περαιτέρω διερεύνηση και άλλων παραγόντων, όπως η δυνατότητα ενσωμάτωσης του αιτητή στο κυπριακό περιβάλλον, η ειλικρινής επιθυμία του αιτητή να καταστεί Κύπριος πολίτης κλπ.».
Τα πιο πάνω τυγχάνουν εφαρμογής και στην παρούσα υπόθεση. Με βάση το σύνολο των ενώπιον μου στοιχείων, δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν κακόπιστα, ενώ δεν διαπιστώνεται να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων, οι οποίοι ενήργησαν εντός των ορίων της, ευρείας εν προκειμένω, διακριτικής τους ευχέρειας.
Υπό το φως των αρχών και κατευθυντήριων που έχουν εκτεθεί ανωτέρω και έχοντας βεβαίως ως αφετηρία ότι η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία που ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους, το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί, με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης, τα όσα αναφέρει η συνήγορος της αιτήτριας στη γραπτή της αγόρευση, ουδόλως μπορούν να προσθέσουν στην επιχειρηματολογία της περί απόφασης παράνομης και/ή πεπλανημένης, ενώ ούτε και εντοπίζεται κενό έρευνας.
Περαιτέρω, ως αβάσιμος θα πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει λόγω μη επαρκούς αιτιολόγησής της.
Εξετάζοντας την, περιεχόμενη στην προαναφερθείσα επιστολή ημερομηνίας 26.3.2021, απόφαση, κρίνω ότι αυτή είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, δυνάμενη ωσαύτως να υπαχθεί στον απαιτούμενο δικαστικό έλεγχο, ως η νομολογία πάγια και διαχρονικά επιτάσσει (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Στην εν λόγω απόφαση, περιέχεται το σκεπτικό και οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε η αίτηση της αιτήτριας. Συμπληρώνεται δε η αιτιολογία της πράξης από το περιεχόμενο του οικείου διοικητικού φακέλου και τα παραρτήματα του δικογράφου της ένστασης, από τα οποία προκύπτει με σαφήνεια το μεταναστευτικό ιστορικό και η συμπεριφορά της αιτήτριας στη Δημοκρατία και, κατ’ επέκταση, οι λόγοι απόρριψης της αίτησής της από τη Διοίκηση (Σανταφιανός ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 108/2015, ημερ. 3.6.2022, ECLI:CY:AD:2022:C227, S.A., ανωτέρω, D.J.G., ανωτέρω, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).
Συνεπώς, κρίνω ότι οι καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν νόμιμα και εντός των ορίων της διακριτικής εξουσίας που τους παρέχει ο Νόμος και δε διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην τελική τους κατάληξη. Με αποτέλεσμα να μην υφίσταται πεδίο επέμβασης του Δικαστηρίου, εφόσον δεν στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1500 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο