O. I. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 629/2020, 10/2/2025
print
Τίτλος:
O. I. ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση αρ. 629/2020, 10/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  

(Υπόθεση αρ. 629/2020)

 

                              10 Φεβρουαρίου 2024

[ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ AΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                       O. I.

 

                                                                                                Αιτήτρια,

                                        ΚΑΙ

 

       ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

                  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

                                                                   Καθ’ ων η αίτηση

––––––––––––––––––––––––––––––––

  Αντώνης Ν. Κουμή, δικηγόρος για την αιτήτρια.

Αθανασία Αχιλλέως, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, δικηγόρος για τους καθ’ ων η αίτηση.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΚΕΛΕΠΕΣΙΗ, Δ.Δ.Δ.: Με την αιτούμενη θεραπεία υπό παράγραφο (Α) της Προσφυγής, η αιτήτρια στρέφεται κατά της νομιμότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση που υπέβαλε στις 7.3.2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και η οποία κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 24.6.2020.

 

Προτού υπεισέλθω στην παράθεση των γεγονότων της υπόθεσης, οφείλει να επισημανθεί ότι κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η πλευρά της αιτήτριας προέβηκε σε απόσυρση της αιτούμενης θεραπείας υπό παράγραφο (Β) της Προσφυγής.

 

Ως προκύπτει από τα γεγονότα της ένστασης και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων η αιτήτρια υπήκοος Ουκρανίας αφίχθηκε για πρώτη φορά στη Δημοκρατία στις 2.9.2005 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως  σερβιτόρα. Η ισχύς της προσωρινής άδειας διαμονής της αιτήτριας στη Δημοκρατία, η οποία της παραχωρήθηκε υπό το ίδιο καθεστώς είχε ισχύ μέχρι τις 29.1.2008.

 

Στις 16.4.2007, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια από τον εργοδότη της αποδεσμευτική επιστολή (release agreement) με σκοπό να εξεύρει, νέο εργοδότη εντός της προθεσμίας των 30 ημερών και επομένως να διευθετήσει την παραμονή της στη Δημοκρατία, πράγμα που η αιτήτρια δεν έπραξε. Συνεπεία τούτου και της παράνομης παραμονής της στη Δημοκρατία, ήταν η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον της αιτήτριας ημερομηνίας 8.6.2007.

 

Ωστόσο κατά τη διάρκεια της σύλληψης της και συγκεκριμένα στις 18.6.2007, η αιτήτρια δήλωσε την πρόθεση της να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία και να τελέσει τον επικείμενο γάμο της με κύπριο υπήκοο στη χώρα καταγωγής της. Ως εκ τούτου η αιτήτρια απελάθηκε και τα στοιχεία της τοποθετήθηκαν στον κατάλογο αναζητούμενων προσώπων (stop list).

 

 

Ακολούθως και αφού στις 27.6.2007 η αιτήτρια τέλεσε πολιτικό γάμο με Έλληνοκύπριο στην Ουκρανία, αφίχθηκε στη Δημοκρατία μαζί με τη θυγατέρα της, που είχε αποκτήσει από προηγούμενο γάμο, με σχετική άδεια εισόδου. Ένεκα του γάμου της, παραχωρήθηκε στην αιτήτρια και στη θυγατέρα της άδεια για προσωρινή παραμονή στη Δημοκρατία, η οποία ανανεώνετο διαδοχικά, μέχρι τις 22.7.2015.

 

Στις 7.10.2013 ο γάμος της αιτήτριας λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

 

Εν συνεχεία και συγκεκριμένα στις 11.7.2014 η αιτήτρια τέλεσε νέο πολιτικό γάμο με κύπριο πολίτη. Έκτοτε η αιτήτρια ανανέωνε την άδεια διαμονής της υπό το καθεστώς μέλους οικογένειας κύπριου πολίτη, με την τελευταία, να έχει ισχύ μέχρι τις 7.5.2019.

 

Στις 7.3.2017 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση.

 

Η πιο πάνω αίτηση εξετάστηκε και απορρίφθηκε από τον Υπουργό Εσωτερικών, ο οποίος υιοθέτησε την απορριπτική εισήγηση της κας  Νατάσας Οικονόμου, η oποία περιλαμβάνετo σε σχετικό σημείωμα που ετοιμάστηκε από αρμόδια λειτουργού, μετά από προσωπική συνέντευξη της αιτήτριας και αφού προηγουμένως, είχαν ληφθεί πληροφορίες από την ΚΥΠ, την Αστυνομία και στοιχεία από την ΙNTERPOL.

 

Η απορριπτική απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης ημερομηνίας 24.10.2020, με το ακόλουθο  περιεχόμενο:

 

« Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτησή σας ημερ. 07/03/2017 για απόκτηση της κυπριακής υπηκοότητας με πολιτογράφηση και να σας πληροφορήσω ότι η αίτησή σας τέθηκε ενώπιον του Υπουργού Εσωτερικών και εξετάσθηκε με τη δέουσα προσοχή αλλά δεν κατέστη δυνατό να εγκριθεί καθότι στο παρελθόν έχετε απασχολήσει την Αστυνομία για διάφορα ποινικά αδικήματα. Συνεπώς, αποφάσισε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε ουσιαστικός λόγος για την πολιτογράφηση σας ως Κύπριας πολίτιδας.»

 

Κατά της νομιμότητας της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης η αιτήτρια καταχώρησε την παρούσα Προσφυγή.

 

Προς ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης προβάλλεται από την πλευρά της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν πλάνης, μη δέουσας έρευνας, ανεπαρκούς και ελλαττωματικής αιτιολογίας καθώς και ότι η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκήθηκε κακόπιστα, καταχρηστικά και εναντίον των δικαιωμάτων της αιτήτριας. Ειδικότερα η αιτήτρια και προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη υποβάλλει ότι «η αιτήτρια βρίσκεται σε σύγχυση αν ο επικαλούμενος λόγος απόρριψης την καθιστά άτομο κακό και/ή κατάδικο, εφόσον στην πραγματικότητα ουδέποτε καταδικάστηκε και το ποινικό της μητρώο σύμφωνα με τούς ελέγχους των αρχών είναι λευκό»Παρά το γεγονός ότι η αιτήτρια κατείχε τα τυπικά προσόντα για πολιτογράφηση, συνεχίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος, εντούτοις οι καθ΄ων η αίτηση και χωρίς να προβούν σε δέουσα έρευνα,  κατέληξαν  να απορρίψουν την αίτηση της αιτήτριας. Συναφώς υποβάλλεται ότι η έρευνα των καθ΄ων η αίτηση «περιορίστηκε στο μεταναστευτικό ιστορικό της Αιτήτριας, στη σκοπιμότητα της τέλεσης των δύο της γάμων με Ελληνοκύπριους και στο αυθαίρετο συμπέρασμά περί μη καλού ατόμου ενώ η Αιτήτρια κατέχει λευκό ποινικό μητρώο και ουδέποτε καταδικάστηκε.»

 

Αντίθετα η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, απορρίπτοντας όλους τους πιο πάνω ισχυρισμούς, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη καθώς και ότι λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα, ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας του Υπουργού Εσωτερικών και κυρίως καλόπιστα. Επισημαίνει δε, ότι η αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της και δεν κατόρθωσε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που βρίσκεται στους ώμους της. Τονίζει δε,  η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, με παραπομπή σε νομολογία, ότι η πολιτογράφηση αποτελεί εξουσία η όποια ανάγεται στην κυριαρχική φύση του κράτους καθώς και ότι η διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη. Επί της ουσίας, εισηγούνται οι καθ΄ων η αίτηση ότι με σαφήνεια προκύπτει ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε το κριτήριο του καλού χαρακτήρα καθότι έχει απασχολήσει στο παρελθόν την Αστυνομία για διάφορα ποινικά αδικήματα, κάτι που υποστηρίζεται πλήρως από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, το οποίο συμπληρώνει την αιτιολογία. Ειδικότερα η ευπαίδευτη συνήγορος και αφού παραπέμπει στα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον των καθ΄ων η αίτηση και συγκεκριμένα στην επιστολή των αστυνομικών αρχών ημερομηνίας 8.2.2019, επισημαίνει ότι δεδομένων των πληροφοριών που λήφθηκαν από το καθόλα αρμόδιο όργανο ήτοι την Αστυνομία, η εγκυρότητα των οποίων, ως σημειώνει, με συναφή παραπομπή σε νομολογία, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η επίδικη απόφαση είναι καθόλα σύννομη.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου 2002 (Ν.141(Ι)/2002), ως αυτό αποτελούσε το εφαρμοστέο νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως εδώ ενδιαφέρουν:

 

«Ο Υπουργός, όταν υποβληθεί σ' αυτόν αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο και τρόπο από οποιοδήποτε αλλοδαπό ενήλικα και με πλήρη ικανότητα, ο οποίος ικανοποιεί τον Υπουργό ότι κατέχει τα προσόντα για πολιτογράφηση σύμφωνα με τις διατάξεις του Τρίτου Πίνακα, δύναται να χορηγήσει σ' αυτόν πιστοποιητικό πολιτογράφησης.»

 

Στο δε Τρίτο Πίνακα, καταγράφονται τα προσόντα για πολιτογράφηση, ως εξής:

 

ΠΡΟΣΟΝΤΑ ΓΙΑ ΠΟΛΙΤΟΓΡΑΦΗΣΗ

 

«1. Με την τήρηση των διατάξεων της αμέσως προηγούμενης παραγράφου, τα προσόντα για πολιτογράφηση αλλοδαπού που αιτείται τέτοια πολιτογράφηση, είναι τα ακόλουθα:

(α) Διαμονή στη Δημοκρατία για όλο το χρονικό διάστημα των αμέσως προηγούμενων 12 μηνών από την ημερομηνία της αίτησης, και

(β) κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων από το πιο πάνω αναφερόμενο δωδεκάμηνο χρονικό διάστημα επτά ετών, είτε διέμενε στη Δημοκρατία, είτε διετέλεσε στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας, είτε μερικώς το ένα και μερικώς το άλλο, για χρονικά διαστήματα που αθροισμένα να μην είναι λιγότερα των τεσσάρων ετών: Νοείται ότι οι φοιτητές, επισκέπτες και αυτοεργοδοτούμενοι, καθώς και οι αθλητές, προπονητές, τεχνικοί αθλημάτων, οικιακοί βοηθοί, νοσοκόμοι και οι εργαζόμενοι σε Κύπριους ή ξένους εργοδότες ή σε υπεράκτιες εταιρείες, που διαμένουν στη Δημοκρατία αποκλειστικά με σκοπό την εργασία, όπως επίσης και οι σύζυγοι, τα τέκνα ή άλλα εξαρτώμενά τους πρόσωπα, πρέπει, κατά τη διάρκεια των αμέσως προηγούμενων τουλάχιστον επτά ετών να συγκεντρώνουν συνολική διαμονή στη Δημοκρατία τουλάχιστον επτά ετών, από την οποία το ένα έτος αμέσως πριν την ημερομηνία υποβολής της αίτησής τους η διαμονή του να είναι συνεχής,

(γ) είναι καλού χαρακτήρα, και

(δ) έχει πρόθεση σε περίπτωση χορήγησης σ' αυτόν πιστοποιητικού

(i) να διαμένει στη Δημοκρατία,

(ii) να εισέλθει ή να εξακολουθήσει να διατελεί στη δημόσια υπηρεσία της Δημοκρατίας ή υπηρεσία σε διεθνή οργανισμό του οποίου η Δημοκρατία είναι μέλος ή υπηρεσία σε οποιοδήποτε σύνδεσμο, εταιρεία ή σώμα που ιδρύθηκε στη Δημοκρατία[..]»

 

Εν προκειμένω και έχοντας κατά νου τις νομολογιακά δοσμένες αρχές που διέπουν το υπό εξέταση ζήτημα, διαπιστώνω ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, όπως αυτοί αναπτύχθηκαν στη γραπτή της αγόρευση και οι οποίοι, ως παρατηρώ, είναι συναφείς και αλληλένδετοι, ουδόλως ευσταθούν και ως εκ τούτου απορρίπτονται στην ολότητα τους.

 

Καταρχάς οφείλει να υπομνησθεί, ότι κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους και επομένως η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την εξέταση των αιτημάτων, με μόνο περιορισμό να ενεργεί με καλή πίστη (Mohamad v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 18), ISSA E.E ALYATIM v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496) Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010)  Boulatnikova v. Δημοκρατίας, (Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007) Δημοκρατία κ.α. ν. Ζ.Μ. (2011) 3 Α.Α.Δ. 20).  Στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Nabil Mohamed Adel Fattah Amer v. Δημοκρατίας (2011 3 Α.Α.Δ 66) υπομνήσθηκε ότι: «η παραχώρηση πολιτογράφησης είναι στη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού και το ζήτημα εγγραφής κάποιου ως πολίτη της Δημοκρατίας άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα το ακυρωτικό δικαστήριο δύσκολα να επεμβαίνει στην άσκηση της εξουσίας. της διακριτικής ευχέρειας που παρέχει ο Νόμος.» Έχει δε παγίως νομολογηθεί ότι η πλήρωση των τυπικών προσόντων παρέχει μόνο το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση και όχι δικαίωμα έγκρισης τέτοιας αίτησης και απόκτησης άνευ έτερου της κυπριακής ιθαγένειας (Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307) Reyes και Δημοκρατίας (Αναθεωρητική Έφεση αρ. 181/12, ημερομηνίας 24/10/18). Ως δε λέχθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου VARSIK MKRTCHYAN v. Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/17, ημερομηνίας 27/9/23): «Η ύπαρξη των τυπικών προσόντων εκ του ΄Αρθρου 111 (τρίτος πίνακας) του Νόμου απλώς δημιουργεί το δικαίωμα για υποβολή αίτησης για πολιτογράφηση. Δεν δημιουργεί υποχρέωση χορήγησης υπηκοότητας. Το τελευταίο θα ήταν ασύμβατο με την έννοια κυριαρχίας του κράτους». Καθίσταται δε επίσης νομολογιακά σαφές ότι στα πλαίσια εξέτασης αίτησης πολιτογράφησης η απλή και μόνο ύπαρξη γενικών και μόνο ενδείξεων περί ενδεχόμενου προβλήματος και η  λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την αρνητική απόφαση της διοίκησης, η οποία λαμβάνεται στα πλαίσια του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (Eddine v Δημοκρατίας  2008 (3 AAΔ.95) VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017, ημερομηνίας 27/9/23)Siomina ΄Ηρωα v. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 307).

 

Επομένως καθίσταται σαφές ότι ακόμα και η πλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων για πολιτογράφηση δεν συνεπάγεται δίχως άλλο ότι η αιτήτρια δικαιούται αυτόματα πιστοποιητικό πολιτογράφησης. Καθοριστικό δε παραμένει ότι ακόμα και η όποια λογική αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου είναι αρκετή στο να στηρίξει άρνηση χορήγησης υπηκοότητας. Και αυτό είναι, με όλο το σεβασμό που παραβλέπει η αιτήτρια όταν διατείνεται ότι η αίτηση της απορρίφθηκε εσφαλμένα και αναιτιολόγητα επειδή κρίθηκε ότι η ίδια έχει απασχολήσει στο παρελθόν την Αστυνομία με διαφορά ποινικά αδικήματα ενώ η ίδια, ως ισχυρίζεται, πληρεί τα τυπικά προσόντα πολιτογράφησης. Έν πάση περιπτώσει, επί τούτου, δεν θα μπορούσα να μην παρατηρήσω ότι η χειρόγραφη σημείωση της λειτουργού επί του ερυθρού 228, το οποίο δεικνύει υπό μορφή πίνακα τις αφίξεις  και αναχωρήσεις της αιτήτριας από και προς τη Δημοκρατία καθώς και τις περιόδους και τη διάρκεια παραμονής της στη Δημοκρατία και στο οποίο η αιτήτρια παραπέμπει προς υποστήριξη του ισχυρισμού της ότι η αιτήτρια πληρεί τα προσόντα για πολιτογράφηση με βάση το άρθρο 111 Νόμου 141(Ι)/2002, αφορά, ως ρητώς καταγράφεται, από την ίδια τη λειτουργό, την πλήρωση των τυπικών προσόντων παραμονής στη Δημοκρατία και όχι την πλήρωση όλων των τυπικών προσόντων, ως η αιτήτρια εσφαλμένα υποβάλλει ότι αναφέρεται.

 

Εν προκειμένω, ως υποδείχθηκε ανωτέρω και ως άλλωστε προκύπτει από την ίδια την επιστολή που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια ημερομηνίας 24.6.2020 λόγο για την απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας αποτέλεσε ότι η ίδια έχει απασχολήσει στο παρελθόν την Αστυνομία για διάφορα ποινικά αδικήματα.

 

Επί τούτου σχετική είναι ακόλουθη καταγραφή στο Σημείωμα της λειτουργού εξέτασης ημερομηνίας 16.12.2019, το οποίο τέθηκε ενώπιον του Υπουργού και η οποία παρατίθεται αυτούσια: «Ο αρχηγός της Αστυνομίας πληροφόρησε ότι o έλεγχος στις βάσεις δεδομένων της Interpol είχε αρνητικό αποτέλεσμα, ενώ o Διοικητής της ΚΥΠ πληροφόρησε ότι δεν κατέχει οποιαδήποτε στοιχεία σε βάρος της αιτήτριας από πλευράς ασφάλειας. 'Όμως αναφέρει ότι διαπιστώθηκε ότι εναντίον της εξετάστηκε η υπόθεση Λεμεσός/Σταθμός Πόλεως Μ397/17 για τα αδικήματα (1) Βία στην οικογένεια, (2) Απειλή Χρήσεως Βίας (3) Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, (4) Ψυχολογική βία και (5) Κακομεταχείριση παιδιού κάτω των 16. Η υπόθεση καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, με αρ. 18818/17. Στις 9/2/2018 η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου διακόπηκε και η κατηγορούμενη απαλλάχτηκε, μετά από ένορκη δήλωση της παραπονούμενης (Ερ. 197 και Ερ.202-200 Τόμος ΙΙ)».

 

Το Σημείωμα καταλήγει, μεταξύ άλλων, με τη διαπίστωση ότι η αιτήτρια «δεν φαίνεται να είναι ακεραίου, έντιμου και συνεπή χαρακτήρα», αφού, ως μεταξύ άλλων, αναφέρεται, η αιτήτρια απασχόλησε την Αστυνομία με διάφορα ποινικά αδικήματα, ασχέτως αν, ως αναφέρεται, διακόπηκε η διαδικασία.

 

Πράγματι τα όσα καταγράφονται στο σημείωμα της λειτουργού επιβεβαιώνονται με τρόπο αναντίλεκτο από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης και δη από το περιεχόμενο της απόρρητης επιστολής του Αρχηγού Αστυνομίας ημερομηνίας 8.2.2019 προς τον Αν. Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, η οποία έχει τεθεί ενώπιον μου ως Τεκμήριο 2 και στην οποία αναγράφονται όλα όσα καταγραφεί με επάρκεια η λειτουργός, αναφορικά με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε η αιτήτρια και την εναντίον της καταχώρηση ποινικής υπόθεσης καθώς και για την εν τέλει διακοπή της μετά από ένορκη δήλωση της παραπονούμενης.

 

Καθίσταται φανερό ότι οι αιτιάσεις της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη καθώς και ότι λήφθηκε υπό πλάνη, χωρίς δέουσα έρευνα και καθ΄ υπέρβαση της διακριτικής ευχέρειας των καθ΄ων η αίτηση και της καλής πίστης είναι ολωσδιόλου αβάσιμες. Όχι μόνο δεν εντοπίζω οτιδήποτε μεμπτό στην επίδικη απορριπτική κρίση, τουναντίον διαπιστώνω ότι η απόφαση της διοίκησης στηρίχθηκε σε επαρκές πραγματικό έρεισμα, το οποίο αποτέλεσε απότοκο συλλογής πληροφορίων από κατάλληλη και αξιόπιστη πηγή, όπως την Αστυνομία και οι οποίες προκαλούσαν, αν μη τι άλλο, βάσιμη αμφιβολία αναφορικά με το χαρακτήρα της εν λόγω αιτήτριας. Άλλωστε ως είναι παγίως νομολογημένο και ως ορθά υποδεικνύει και η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση ακόμη και η απλή ύπαρξη γενικών και μόνο ενδείξεων μπορούν να αιτιολογήσουν την αρνητική απόφαση της διοίκησης ενώ η όποια δε αμφιβολία του αρμοδίου οργάνου επενεργεί πάντοτε υπέρ της Δημοκρατίας στα πλαίσια του κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της (Eddine v Δημοκρατίας  2008 (3 AAΔ.95) Ήρωα v. Δημοκρατίας (2005)3 Α.Α.Δ. 307) VARSIK MKRTCHYAN και Δημοκρατίας (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου αρ.18/2017,ημερομηνίας 27/9/23). 

 

Ούτε βεβαίως μπορεί να επηρεάσει με οποιοδήποτε τρόπο τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης η κατ΄ επανάληψη προβαλλόμενη θέση του συνηγόρου της αιτήτριας ότι η αιτήτρια δεν έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα ή ότι κατέχει λευκό ποινικό μητρώο. Τούτο διότι στα πλαίσια εξέτασης αίτησης για πολιτογράφηση ουδόλως αποτελεί κριτήριο για την αξιοπιστία των παρεχόμενων από τις αστυνομικές αρχές πληροφοριών, η άσκηση ποινικής δίωξης ή η απόδειξη τους ενώπιον Δικαστηρίου (AFKHAMI  και Δημοκρατίας (Υπόθεση αρ.328/15, ημερομηνίας 19/2/20). Στην προκειμένη περίπτωση, οι συλλεχθείσες πληροφορίες που εξασφαλίστηκαν από το καθόλα αρμόδιο όργανο, περί καταχώρησης ποινικής υπόθεσης εναντίον της αιτήτριας στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για αδικήματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, βία  στην οικογένεια, επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και κακομεταχείρισης παιδιού, ασχέτως, εάν ως ορθώς καταγράφει και η ίδια η λειτουργός, αυτή εν τέλει διακόπηκε μετά από σχετική ένορκη δήλωση της παραπονούμενης, ευλόγως θεωρήθηκαν ότι προκαλούν βάσιμες αμφιβολίες σχετικά με τον χαρακτήρα της αιτήτριας, παρέχοντας μάλιστα επαρκές έρεισμα για την απόρριψης της αίτησης της.

 

Επί τούτου, σχετικά είναι τα όσα λέχθηκαν στην πολύ πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου INAD M. AL. HAMDAN v Δημοκρατίας (Έφεση Κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 141/2018, ημερομηνίας 6/3/24), τα οποία και παραθέτω:

 

«Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέτασε και τα αφορώντα στη διερεύνηση των περί εμπλοκής του Εφεσείοντα σε παράνομες δραστηριότητες στη βάση πληροφοριών που εξασφαλίσθηκαν από την ΚΥΠ.[..]Διόλου δεν παραβλέπουμε, ότι ο Εφεσείων πρότεινε πως αν όντως υπήρχαν τέτοιες πληροφορίες οι Εφεσίβλητοι έπρεπε να του είχαν προσάψει ανάλογες κατηγορίες, κάτι που δεν έγινε.

Τούτο, όμως, δεν ήταν αναγκαίο.

 

Δεν αποτελεί απαρεγκλίτως κριτήριο αξιοπιστίας και αποφασιστικότητας των αρμοδίων αρχών, η απόφαση τους να διώξουν, ή όχι, ποινικά έναν αιτητή ή μια αιτήτρια, σε παρόμοιες ή όμοιες περιστάσεις, ενώ εξετάζουν αίτημα απόκτησης της Κυπριακής Υπηκοότητας με πολιτογράφηση.[..] Δόθηκε μάλιστα προς τούτο και επαρκές πραγματικό έρεισμα εφόσον, κατά νομολογιακή ευχέρεια, συγκεντρώθηκαν πληροφορίες από κατάλληλες πηγές -όπως η ΚΥΠ - που ευλόγως θεωρήθηκαν από τους Εφεσίβλητους ότι προκαλούν ανησυχία εν σχέσει προς την παρουσία τού εν λόγω ατόμου στην Κύπρο (Eddine ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, 98).»

 

Ολωσδιόλου αβάσιμη είναι και η αναφορά της αιτήτριας ότι «η έρευνα των οι καθ΄ων η αίτηση περιορίστηκε στο μεταναστευτικό ιστορικό της Αιτήτριας, στη σκοπιμότητα της τέλεσης των δύο της γάμων με Ελληνοκύπριους και στο αυθαίρετο συμπέρασμά περί μη καλού ατόμου.»

 

Καταρχάς είναι ορθή η θέση της πλευράς των καθ΄ων η αίτηση ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση. Πράγματι η αιτήτρια, η οποία έφερε και το σχετικό βάρος απόδειξης του ισχυρισμού της περί ελλιπούς έρευνας, δεν υπέδειξε τι ήταν αυτό που η ίδια εισηγείται ότι θα έπρεπε να είχε διερευνηθεί και τελικώς δεν διερευνήθηκε κατά την εξέταση της αίτησης της (Αρχή Τηλεπικοινωνίων Κύπρου v Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού κ.α (Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ.60/2016, ημερομηνίας 6/9/23) Θεοφάνους v Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης(Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 142/19, ημερομηνίας 25/1/24).

 

Το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων της υπόθεσης και δη το εκτεταμένο σημείωμα της λειτουργού εξέτασης, το οποίο τέθηκε ενώπιον του Υπουργού προς λήψη απόφασης, επιβεβαιώνει με τρόπο αναντίλεκτο ότι  λήφθηκαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν όλα τα ουσιώδη δεδομένα και ότι διενεργήθηκε η απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα αναφορικά με την αίτηση της αιτήτριας. Ειδικότερα, ως παρατηρώ, στο εν λόγω σημείωμα και σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της αιτήτριας, διενεργείται ρητή μνεία στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις που περιβάλλουν την αιτήτρια περιλαμβανομένου όλου του μεταναστευτικού ιστορικού της κατά την παραμονή της στη Δημοκρατία, της οικονομικής της κατάστασης, της εργασιακής της απασχόλησης καθώς και του γεγονότος ότι διαμένει με τη θυγατέρα της σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα και ότι η ίδια δεν φαίνεται να συμμετέχει στα ήθη και έθιμα του τόπου.

 

Σε συνάρτηση με τα όσα έχουν επεξηγηθεί ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου και το σημείωμα της λειτουργού, σαφώς και αρρήκτως συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση συμπληρώνουν την αιτιολογία, καταδεικνύοντας αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (Vassiliou v. Republic (1982)3 C.L.R. 220, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 185) Ηλιόπουλος ν. ΑΗΚ (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).

Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις αιτιάσεις της αιτήτριας, περί πλημμελούς άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης και παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, καταλήγω ότι ο Υπουργός Εσωτερικών άσκησε, ως η υποχρέωση του, την ευρύτατη διακριτική του εξουσία με καλή πίστη και η απόφαση του για απόρριψη της αίτησης της αιτήτριας ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό το φως, των ενώπιον της διοίκησης, στοιχείων. Το Δικαστήριο και με δεδομένο ότι ουδεμία πλάνη ή κακοπιστία έχει καταδειχθεί δεν μπορεί να επέμβει και να αμφισβητήσει την απορριπτική κρίση της διοίκησης, η οποία κατά πάγια νομολογία, αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη (Alyatim ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 496).

 

Συνεπώς η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ουδείς λόγος ακύρωσης στοιχειοθετείται. Κατά συνέπεια, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται €1.700 έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση.

                              

                                Κελεπέσιη, Δ.Δ.Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο