
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
(Υπόθεση Αρ. 759/2021)
14 Φεβρουαρίου 2025
[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Ι. (Γ.) Δ.
Αιτήτρια
ΚΑΙ
ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ’ ων η Αίτηση
Σ. Τσαχίδου (κα), για Α. & Α. Κ. Αιμιλιανίδης Κ. Κατσαρός και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτήτρια
Μ. Καραχάννα (κα), για Προύντζος & Προύντζος Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ων η Αίτηση
ΑΠΟΦΑΣΗ
ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η αιτήτρια βάλλει κατά της νομιμότητας και εγκυρότητας της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κύπρου (ΤΕΠΑΚ), η οποία περιέχεται σε σχετική προς αυτήν επιστολή, ημερομηνίας 8.6.2021, και σύμφωνα με την οποία ανακλήθηκε η προηγούμενη απόφαση του ΤΕΠΑΚ, ημερομηνίας 25.12.2020, «[.] για προσφορά στην Αιτήτρια θέσης στη βαθμίδα Επίκουρης Καθηγήτριας στην ειδικότητα «Ιδιωτικότητα και Ασφάλεια στο Διαδίκτυο» του Τμήματος Επικοινωνίας και Σπουδών Διαδικτύου της Σχολής Επικοινωνίας και Μέσων Ενημέρωσης [η επίδικη θέση]», με συνακόλουθο αποτέλεσμα να μην εκλεγεί η αιτήτρια για τη θέση αυτή, η οποία και κηρύχθηκε άγονη.
Αναδρομή στα γεγονότα της υπόθεσης, αποκαλύπτει τα εξής:
Αρχικά, η Ειδική Επιτροπή που είχε συσταθεί με σκοπό την πλήρωση της επίδικης θέσης, κατόπιν προφορικής εξέτασης των υποψηφίων και αξιολόγησής τους, ετοίμασε έκθεση ημερομηνίας 16.10.2020, την οποία απέστειλε στο Εκλεκτορικό Σώμα του ΤΕΠΑΚ. Με την εν λόγω έκθεσή της, η Ειδική Επιτροπή εισηγείτο τον διορισμό της αιτήτριας στην επίδικη θέση.
Ακολούθως, το Εκλεκτορικό Σώμα, στη συνεδρία του ημερομηνίας 9.11.2020, αποφάσισε ομόφωνα να εισηγηθεί στη Σύγκλητο την εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση. Η εν λόγω απόφαση εστάλη μέσω σημειώματος του Προέδρου του Εκλεκτορικού Σώματος προς τη Σύγκλητο του Πανεπιστημίου, ημερομηνίας 23.11.2020.
Εν συνεχεία, η Σύγκλητος, στη συνεδρία της ημερομηνίας 2.12.2020, αποφάσισε ομόφωνα την έγκριση της πιο πάνω εισήγησης και ακολούθως, στη συνεδρία της ημερομηνίας 14.12.2020, η Επιτροπή Προσωπικού, Προσλήψεων και Προαγωγών, Κανόνων και Κανονισμών του ΤΕΠΑΚ («η Επιτροπή»), ομόφωνα αποφάσισε την επικύρωση της Συγκλήτου για εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, οι καθ’ ων η αίτηση απέστειλαν στην αιτήτρια, επιστολή διορισμού για την επίδικη θέση, ημερομηνίας 15.12.2020.
Η αιτήτρια αποδέχθηκε την εκλογή της στην επίδικη θέση και ενημέρωσε σχετικώς τους καθ’ ων η αίτηση, με επιστολή της ημερομηνίας 8.1.2021.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο δικόγραφο της ένστασης, κατά την ετοιμασία της τελικής μισθοδοτικής τοποθέτησης της αιτήτριας, η Υπηρεσία Ανθρώπινου Δυναμικού (ΥΑΔ) διαπίστωσε ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε την ελάχιστη εμπειρία για εκλογή της στην επίδικη θέση. Με αποτέλεσμα, να αποφασίσει, κατά τη συνεδρία της ημερομηνίας 12.3.2021, να παραπέμψει το θέμα στην ολομέλεια του Συμβουλίου προς εξέταση. Το Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του ημερομηνίας 18.3.2021, αποφάσισε ομόφωνα όπως το θέμα της εκλογής της αιτήτριας στην επίδικη θέση, επανεξεταστεί από την Επιτροπή.
Η Επιτροπή συνήλθε στις 16.4.2021 και αποφάσισε ομόφωνα όπως παραπέμψει το ζήτημα στο Εκλεκτορικό Σώμα, προκειμένου να εξεταστεί κατά πόσον δικαιολογείτο ή όχι η ανάκληση του διορισμού της αιτήτριας στην επίδικη θέση.
Ακολούθησαν οι συνεδρίες του Εκλεκτορικού Σώματος, ημερομηνίας 26.4.2021 και 5.5.2021, κατά τις οποίες αποφασίστηκε ομόφωνα η μη εκλογή της αιτήτριας στην επίδικη θέση, λόγω του ότι αυτή δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα. Επιπρόσθετα, το Εκλεκτορικό Σώμα αποφάσισε την κήρυξη της επίδικης θέσης ως άγονης.
Η αιτήτρια έλαβε γνώση της πιο πάνω, επίδικης απόφασης, δι’ επιστολής των καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 8.6.2021. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, το Εκλεκτορικό Σώμα, κατόπιν επανεξέτασης, αποφάσισε, βάσει των αναλυτικών βεβαιώσεων προϋπηρεσίας που είχε προσκομίσει η αιτήτρια, ότι αυτή δεν πληρούσε τα απαιτούμενα προσόντα της ελάχιστης εμπειρίας των τριών (3) ετών αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας σε αναγνωρισμένο πανεπιστήμιο ή ερευνητικό έργο μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σπουδών, όπως προβλέπεται στον περί Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Νόμο (Ν. 198(Ι)/2003), ως αυτός ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο («ο Νόμος»), για εκλογή στην επίδικη θέση, με αποτέλεσμα τη μη εκλογή της αιτήτριας και την κήρυξη της θέσης ως άγονης.
Κατά της πιο πάνω απόφασης, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή, στις 19.7.2021.
Δια των γραπτών τους αγορεύσεων, οι συνήγοροι της αιτήτριας αναπτύσσουν συνδυαστικά, λόγω της άρρηκτης συνάφειάς τους, τους ακόλουθους λόγους ακύρωσης, ισχυριζόμενοι ότι η επίδικη απόφαση:
(α) Είναι παράνομη και εσφαλμένη, καθότι η αιτήτρια πληρούσε το προσόν της ελάχιστης εμπειρίας των τριών ετών αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας σε αναγνωρισμένο πανεπιστημιακό ή ερευνητικό κέντρο μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σπουδών, ως προβλέπεται στο Νόμο, για εκλογή στη βαθμίδα της Επίκουρης Καθηγήτριας·
(β) Στερείται της δέουσας αιτιολογίας·
(γ) Λήφθηκε λόγω της εσφαλμένης κρίσης περί των προσόντων ή και εμπειρίας της αιτήτριας·
(δ) Λήφθηκε λόγω πλάνης και έλλειψηε δέουσας έρευνας·
(ε) Λήφθηκε χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις για νόμιμη ανάκληση·
(στ) Αντίκειται στην αρχή της νομιμότητας και συνιστά υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.
Η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε δε ορθά και νόμιμα, στη βάση των διατάξεων του Νόμου και μετά από διενέργεια της δέουσας έρευνας, στη βάση όλων των στοιχείων που είχαν οι καθ’ ων η αίτηση ενώπιον τους και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε στην επίδικη κρίση, αλλ’ ούτε και ευσταθεί οποιοσδήποτε από τους υπό της αιτήτριας εγειρόμενους λόγους ακύρωσης.
Αποτελεί βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας των καθ’ ων η αίτηση ότι, στη βάση των στοιχείων του φακέλου και των αναλυτικών βεβαιώσεων προϋπηρεσίας της, η αιτήτρια δεν πληρούσε το απαιτούμενο προσόν της ελάχιστης εμπειρίας των τριών ετών αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας σε αναγνωρισμένο πανεπιστημιακό ή ερευνητικό κέντρο μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σπουδών, ως προβλέπεται στο Νόμο, για εκλογή στη βαθμίδα της Επίκουρης Καθηγήτριας, η δε πείρα πρέπει να είναι στη βάση πλήρους απασχόλησης και, στην περίπτωση πείρας αναφορικά με Ειδική Επιστήμονα για διδασκαλία, πλήρης απασχόληση θεωρείται διδασκαλία 12 ωρών και άνω, «[.] για τον λόγο ότι, αντίστοιχη θέση στο Καθ’ ου, θέση Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού, η οποία είναι πλήρους απασχόλησης, αφορά διδασκαλία 12 ωρών την εβδομάδα». Γίνεται συναφώς παραπομπή σε σχετική Εγκύκλιο του Πανεπιστημίου για Διδακτικές και Διοικητικές Υποχρεώσεις Ακαδημαϊκού Προσωπικού («η Εγκύκλιος»).
Τέλος, οι καθ’ ων η αίτηση εγείρουν και ζήτημα πάσχουσας δικογράφησης, καθότι, ως προβάλλουν, οι εγειρόμενοι λόγοι ακύρωσης δεν έχουν στοιχειοθετηθεί και δεν έχουν καθοριστεί επαρκώς τα νομικά σημεία στο δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως, σύμφωνα με τα όσα ο Κανονισμός 7 του περί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 επιτάσσει, με αποτέλεσμα να μη δύνανται αυτοί να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.
Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της επίδικης απόφασης.
Ξεκινώντας από τον προεκτεθέντα, εν είδει προδικαστικής ενστάσεως εγειρόμενο, ισχυρισμό περί μη δέουσας δικογράφησης, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Εξετάζοντας την αίτηση ακυρώσεως και δη τα εννιά (9) νομικά σημεία αυτής, διαπιστώνω ότι έχουν περιληφθεί σε αυτά, όλοι οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί η πλευρά της αιτήτριας δια των γραπτών της αγορεύσεων, κατά τρόπο που να αποκαλύπτεται η θέση της αιτήτριας και η κάθε βάση (όπως λ.χ. ο ισχυρισμός περί μη δέουσας και/ή μη επαρκούς αιτιολογίας), επί της οποίας η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι πάσχει η επίδικη απόφαση. Με αποτέλεσμα, η αίτηση ακυρώσεως να ανταποκρίνεται, έστω και στοιχειωδώς, στη βασική και διαχρονική απαίτηση της ημεδαπής νομολογίας περί δικογράφησης των λόγων ακύρωσης που προωθούνται (Μιχαήλ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. αρ. 112/2017, ημερ. 19.3.2019, Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672).
Συνεπώς, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.
Είναι πρόδηλο ότι ο πυρήνας της επίδικης διαφοράς έγκειται στο κατά πόσον η αιτήτρια πληροί τα υπό του Νόμου απαιτούμενα κριτήρια για διορισμό στη θέση Επίκουρου Καθηγητή και ειδικότερα το κριτήριο της προηγούμενης τριετούς τουλάχιστον αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, µετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, σε αναγνωρισµένο πανεπιστήµιο ή ερευνητικό κέντρο. Αυτό, εξάλλου, είναι και το μοναδικό σημείο επί του οποίου οι δυο πλευρές έθεσαν εν εκτάσει τους, εκ διαμέτρου αντίθετους, ισχυρισμούς τους. Όλοι δε οι λόγοι ακύρωσης που προωθούν οι συνήγοροι της αιτήτριας, αφορούν ευθέως στη νομιμότητα της κρίσης των καθ’ ων η αίτηση ότι η αιτήτρια δεν πληρούσε τη συγκεκριμένη απαίτηση του Νόμου.
Εν προκειμένω, αποτελεί παραδεκτό γεγονός ότι η αιτήτρια έλαβε το διδακτορικό της κατά το έτος 2016, ενώ η τελευταία μέρα υποβολής των αιτήσεων για την επίδικη θέση, ήταν η 5.6.2020. Προκύπτει, επίσης, και από σχετική επιστολή της ΥΑΔ, ημερομηνίας 26.4.2021 και τους συνημμένους σε αυτήν πίνακες (παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων η αίτηση), ότι κατά τη χρονική περίοδο από 1.12.2016 μέχρι 3.2.2019, η αιτήτρια υπήρξε Ερευνητική Συνεργάτης στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Επιστημονική Συνεργάτης στο ίδιο Ίδρυμα κατά διάφορες χρονικές περιόδους από 24.11.2016 μέχρι 18.1.2019, ενώ από 4.2.2019 μέχρι 14.12.2020, υπηρέτησε ως Λέκτορας και πάλι στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Οι καθ’ ων η αίτηση διατείνονται ότι, σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιστολή της ΥΑΔ και τις αναλυτικές βεβαιώσεις προϋπηρεσίας που προσκόμισε η αιτήτρια, αυτή δεν πληρούσε την ελάχιστη εμπειρία των τριών ετών για την εκλογή της στην επίδικη θέση. Συναφώς, κατά τους καθ’ ων, σύμφωνα με τους συνημμένους στην εν λόγω επιστολή πίνακες, προέκυπτε ότι η αιτήτρια έχει συνολική διδακτική έρευνα/ερευνητική πείρα δυο (2) χρόνων, εννιά (9) μηνών και είκοσι δυο (22) μερών. Ο δε υπολογισμός της πείρας, σύμφωνα με τη γραπτή αγόρευση των συνηγόρων των καθ’ ων η αίτηση, έγινε στη βάση πλήρους απασχόλησης, ενώ πλήρης απασχόληση, στην περίπτωση υπολογισμού πείρας Ειδικού Επιστήμονα για διδασκαλία, θεωρείται η διδασκαλία 12 ωρών και άνω, «[.] για το λόγο ότι αντίστοιχη θέση στο Καθ’ ου, θέση Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού, η οποία είναι πλήρους απασχόλησης, αφορά διδασκαλία 12 ωρών την εβδομάδα», βάσει της Εγκυκλίου. Η δε αιτήτρια, όπως διαφάνηκε από τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις, «[.] για συγκεκριμένες περιόδους είχε πείρα ως Επιστημονικός Συνεργάτης στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο μερικής απασχόλησης, για την οποία έγινε αντιστοίχιση σε πλήρη απασχόληση 12 ωρών/εβδομάδα». Καταλήγουν οι καθ’ ων η αίτηση, υποβάλλοντας τη βασική εισήγηση ότι εν προκειμένω, δεδομένης της ασάφειας της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης, η γραμματική ερμηνεία δεν είναι ξεκάθαρη και, συνακόλουθα, θα πρέπει να αναζητηθεί η πρόθεση του νομοθέτη, κατ’ εφαρμογήν της τελολογικής ερμηνείας, σύμφωνα και με σχετική νομολογία επί του θέματος.
Από την άλλη, η πλευρά της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η υπό των καθ’ ων η αίτηση μείωση της πραγματικής πείρας της αιτήτριας, μετά τους υπολογισμούς της ΥΑΔ, δεν συνάδει με τα υπό του Νόμου προβλεπόμενα και δη με το νομοθετικό κριτήριο, το οποίο προβλέπει τρία τουλάχιστον χρόνια αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, μετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου, όχι όμως πλήρη απασχόληση ή πλήρη φόρτο αυτοδύναμης πανεπιστημιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας. Αυτή δε, υποβάλλουν οι συνήγοροι της αιτήτριας, είναι και η ερμηνεία που θα πρέπει να δοθεί στη συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, κατ’ εφαρμογή του βασικού κανόνα της γραμματικής ερμηνείας των νομοθετημάτων.
Καθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, ότι στον πυρήνα της επίδικης διαφοράς, βρίσκεται η ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 26 του Νόμου. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, στο βαθμό που εδώ ενδιαφέρει (η έμφαση έχει προστεθεί) -
«(1) Για τη θέση Λέκτορα, απαιτείται διδακτορικό δίπλωµα αναγνωρισµένου πανεπιστηµίου και η παροχή ενδείξεως για ικανότητα πανεπιστηµιακής διδασκαλίας και έρευνας:
Νοείται ότι αναφορικά µε το προσωπικό, το οποίο υπηρετεί στις δηµόσιες σχολές των οποίων τα γνωστικά αντικείµενα θα ενταχθούν στο Πανεπιστήµιο και το οποίο κατέχει διδακτορικό δίπλωµα αναγνωρισµένου πανεπιστηµίου ή το οποίο θα αποκτήσει τέτοιο δίπλωµα, µε βάση τις διατάξεις του άρθρου 44 του παρόντος Νόµου, θεωρείται ότι η, µέχρι την ηµεροµηνία έναρξης λειτουργίας του Πανεπιστημίου, υπηρεσία στα υπό ένταξη ιδρύµατα συνιστά διδακτική-ερευνητική πανεπιστηµιακή εµπειρία σύµφωνα µε τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου.
(2) Για τη θέση Επίκουρου Καθηγητή, απαιτούνται-
(α) Τα προσόντα για τη θέση του Λέκτορα και τρία τουλάχιστον έτη αυτοδύναµης πανεπιστηµιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, µετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σε αναγνωρισµένο πανεπιστήµιο ή ερευνητικό κέντρο· και
(β) πρωτότυπες δηµοσιεύσεις σε έγκυρα διεθνή επιστηµονικά περιοδικά ή άλλες δηµοσιεύσεις αναγνωρισµένης αξίας, που υπόσχονται σηµαντική συµβολή στην επιστήμη.».
Εν προκειμένω, στη βάση των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων, περιλαμβανομένων και των σχετικών πινάκων της ΥΑΔ, που οι καθ’ ων η αίτηση επεσύναψαν στην γραπτή τους αγόρευση ως παράρτημα Α, μαζί με τα σχετικά παραρτήματά τους, η αιτήτρια απέκτησε το διδακτορικό της κατά το έτος 2016 (24.11.2016) και διετέλεσε Ερευνητική Συνεργάτης από την 1.12.2016 μέχρι 3.2.2019 στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου και Επιστημονική Συνεργάτης στο ίδιο Ίδρυμα κατά την χρονική περίοδο από 24.11.2016 μέχρι 18.1.2019. Περαιτέρω, από 4.2.2019 μέχρι 14.12.2020, η αιτήτρια διετέλεσε Λέκτορας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Συνεπώς, με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει ως πραγματικό γεγονός ότι η αιτήτρια είχε, µετά την απόκτηση του διδακτορικού της τίτλου, μέχρι και τις 5.6.2020 (που ήταν η τελευταία μέρα υποβολής των αιτήσεων για την επίδικη θέση), αυτοδύναµη πανεπιστηµιακή διδασκαλία και/ή ερευνητική εργασία για χρονικό διάστημα τουλάχιστον τριών ετών, όπως απαιτεί η διάταξη του άρθρου 26(2)(α) του Νόμου. Πουθενά στην εν λόγω διάταξη, είτε σε οποιοδήποτε άλλο σημείο του Νόμου είτε σε Κανονισμό που να παραπέμπει ο Νόμος, δεν προβλέπεται ειδικότερος τρόπος και/ή μεθοδολογία υπολογισμού του απαιτούμενου κριτηρίου των τριών ετών και δεν μπορεί να γίνει δεκτή η υπό των καθ’ ων η αίτηση εισηγούμενη μεθοδολογία επ’ αυτού, καθότι με αυτό τον τρόπο, εισάγονται επί της ουσίας εξωγενή στοιχεία υπολογισμού του απαιτούμενου χρόνου. Όπως προκύπτει από τους προαναφερθέντες πίνακες της ΥΑΔ, οι καθ’ ων η αίτηση, συναρτούν τον υπολογισμό του χρόνου και/ή θέτουν ως βάση του υπολογισμού των ετών αυτοδύναµης πανεπιστηµιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, τις δώδεκα ώρες εβδομαδιαίας πλήρους απασχόλησης «βάσει πολιτικής ΤΕΠΑΚ». Ωστόσο, αυτή η βάση και αυτός ο τρόπος υπολογισμού της χρονικής διάρκειας και/ή των ετών αυτοδύναµης πανεπιστηµιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, που επιχείρησαν οι καθ’ ων η αίτηση, ως έχει αναφερθεί πιο πάνω, προδήλως εκφεύγει του γράμματος του Νόμου και θέτει κριτήρια τα οποία δεν μπορούν να ενταχθούν στην εμβέλεια της επίδικης διάταξης. Εν προκειμένω, είναι σαφές από το ίδιο το γράμμα του Νόμου, ότι ο νομοθέτης αυτό που ρητά τάσσει ως απαιτούμενο κριτήριο, είναι την αυτοδύναµη πανεπιστηµιακή διδασκαλία ή ερευνητική εργασία, µετά την απόκτηση διδακτορικού τίτλου σε αναγνωρισµένο πανεπιστήµιο ή ερευνητικό κέντρο, για τρία τουλάχιστον έτη, ως πραγματικό γεγονός, χωρίς τεκμαρτούς υπολογισμούς ή/και οποιαδήποτε άλλα κριτήρια.
Υπέρ αυτής της προσέγγισης αναμφίβολα συνηγορεί η απλή, γραμματική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 26(2)(α) του Νόμου. Επισημαίνεται συναφώς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η γραμματική ερμηνεία, δηλαδή το απλό, γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων, είναι ο βασικός κανόνας ερμηνείας νομοθετημάτων (Γεωργιάδης & Υιός ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 142, Σολωμού κ.α. v. Δημοκρατίας (1991) 4(Ε) Α.Α.Δ. 3675, 3686, Αθανασίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Δ) Α.Α.Δ. 3204). Εκεί που οι λέξεις ενός νόμου είναι σαφείς, ούτως ώστε να μην επιδέχονται πέραν της μιας ερμηνείας, θα πρέπει να εφαρμόζονται, έστω και αν αυτό απολήγει σε παράλογο ή άδικο ή αυθαίρετο αποτέλεσμα (Αντωνιάδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1193/2017, ημερ. 15.12.2021). Και εν προκειμένω, η γραμματική, ερμηνεία της εν λόγω διάταξης συνάδει και/ή συμβαδίζει με τις θέσεις της αιτήτριας επί του υπό συζήτηση θέματος. Αντίθετα, η τελολογική ερμηνεία, την οποία επικαλούνται οι καθ’ ων η αίτηση, εφαρμόζεται όταν υπάρχει ασάφεια στο νομοθετικό κείμενο, προκειμένου να διαπιστωθεί το νόημα μιας διάταξης μέσω του εντοπισμού του σκοπού του νομοθετήματος, στο οποίο η διάταξη περιέχεται. Ωστόσο, σύμφωνα με τη νομολογία, η εφαρμογή της τελολογικής ερμηνείας, δεν επιτρέπει την «[.] απόκλιση από τις ρητές διατάξεις της νομοθεσίας ή τη μεταβολή του κειμένου της. Όπου οι πρόνοιες της νομοθεσίας είναι σαφείς το κείμενο της αποτελεί το μόνο αυθεντικό οδηγό για τους συγκεκριμένους σκοπούς του νομοθέτη» (Κ.Ο.T. ν. Παπαδόπουλου (1990) 3 Α.Α.Δ. 86, 89, Ghalanos Distributors Ltd v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 528, 532, Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου v. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151, 156).
Δεν παραγνωρίζω ότι η πλευρά των καθ’ ων η αίτηση, προς υποστήριξη της υπ’ αυτών ακολουθηθείσας μεθοδολογίας υπολογισμού των ετών αυτοδύναµης πανεπιστηµιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας της αιτήτριας, παρέπεμψε στην Εγκύκλιο, όπου, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι «4. Κάθε μέλος του ΕΕΠ [ενν. Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό] διδάσκει τουλάχιστον δώδεκα ώρες το εξάμηνο». Κατ’ επίκληση της πιο πάνω διάταξης, οι καθ’ ων η αίτηση προβάλλουν ότι αυτή η διάταξη εφαρμόζεται και στην περίπτωση της αιτήτριας και πλήρης απασχόληση, στην περίπτωση υπολογισμού πείρας Ειδικού Επιστήμονα για διδασκαλία, θεωρείται η διδασκαλία 12 ωρών και άνω, «[.] για το λόγο ότι αντίστοιχη θέση στο Καθ’ ου, θέση Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού, η οποία είναι πλήρους απασχόλησης, αφορά διδασκαλία 12 ωρών την εβδομάδα», βάσει της Εγκυκλίου.
Ωστόσο, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η Εγκύκλιος, σύμφωνα με την νομολογία, συνιστά εσωτερικό μέτρο, πού έχει ως στόχο την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας, προς ευόδωση των σκοπών της και οι ρυθμίσεις που αυτή θέτει, δεν έχουν τον χαρακτήρα κανόνων του θετού δικαίου, αλλά κανόνων «εσωτερικής υπηρεσίας» προς το σκοπό εξυπηρέτησης του διοικητικού έργου (Σωτηριάδης ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2599). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί μια Εγκύκλιος να υπερισχύσει έναντι του νόμου, ούτε να τον αντικαταστήσει, αλλ’ ούτε και να αλλάξει τα υπό του νόμου προβλεπόμενα, εν προκειμένω τα κριτήρια που ρητά θέτει ο Νόμος δια του άρθρου 26 αυτού, ως εισηγούνται επί της ουσίας οι καθ’ ων η αίτηση. Άμεσα σχετική είναι η απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην ΤΑΝΟΣ κ.α. ν. Υπουργός Οικονομικών κ.α., Υποθ. Αρ. 5863/2013, ημερ. 4.6.2020, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, οι Εγκύκλιοι δεν υπέχουν ισχύ νόμου και δεν μπορούν να υποκαταστήσουν ή/και τροποποιήσουν το περιεχόμενο νομοθετικής διάταξης (βλ. ενδεικτικά Μακρίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 581 και Λία Μυλωνά ν. Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 196/2009, ημερ. 23.2.2011), ενώ σύμφωνα με το άρθρο 44(5) τον περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/1999), «Δεν απαγορεύεται στο αρμόδιο διοικητικό όργανο κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας να καθοδηγείται από εγκυκλίους ή γενικού χαρακτήρα διοικητικές οδηγίες που εκδίδονται από ιεραρχικά ανώτερα του όργανα και που καθορίζουν τη γενική πολιτική της κυβέρνησης σε ένα θέμα, εφόσον αυτές οι εγκύκλιοι ή οι οδηγίες δε συγκρούονται με το νόμο.».
Συνεπώς, κρίνω ότι, ούτως ή άλλως, η παραπομπή στην Εγκύκλιο δεν δύναται να προσθέσει οτιδήποτε στην επιχειρηματολογία των καθ’ ων η αίτηση.
Εν πάση δε περιπτώσει, έχω την άποψη ότι η πρόνοια της παραγράφου 4 της Εγκυκλίου, σύμφωνα με την οποία κάθε μέλος του ΕΕΠ διδάσκει τουλάχιστον 12 ώρες το εξάμηνο, δεν μπορεί, για την περίπτωση της αιτήτριας, να αποτελέσει, άνευ ετέρου, αφετηρία και/ή τη βάση για τον υπολογισμό του κατ’ ελάχιστον χρόνου των τριών ετών αυτοδύναµης πανεπιστηµιακής διδασκαλίας ή ερευνητικής εργασίας, ως πραγματικού γεγονότος που σχετίζεται άμεσα με την έννοια του χρόνου, και που ο ίδιος ο Νόμος, στο άρθρο 26(2)(α) αυτού, απαιτεί. Τυχόν αντίθετη ερμηνευτική προσέγγιση, θα ήταν αυθαίρετη και εκτός του γράμματος του Νόμου, εισάγοντας στο νομοθετικό κείμενο εξωγενή κριτήρια υπολογισμού. Εξάλλου, δεν εντοπίζω ούτε στην Εγκύκλιο, αλλ’ ούτε και στο Νόμο οποιαδήποτε διάταξη που να θέτει ως κριτήριο την πλήρους απασχόλησης ή πλήρους φόρτου αυτοδύναμη πανεπιστημιακή διδασκαλία ή ερευνητική εργασία, ούτως ώστε, εν συνεχεία, να είναι εφικτή η κατ’ αναλογία μείωση των πραγματικών χρόνων απασχόλησης. Θεωρώ δε ορθή την θέση των συνηγόρων της αιτήτριας ότι εφόσον αυτή είχε ως πραγματικό γεγονός την αυτοδύναμη πανεπιστημιακή διδασκαλία ή ερευνητική εργασία για το αναγκαίο ελάχιστο χρονικό διάστημα των τριών χρόνων, αυτή η διάρκεια δεν μπορεί να μειώνεται κατά τεκμαρτό υπολογισμό του ποια θα έπρεπε να είναι η πραγματική συνολική χρονιαία της απασχόληση κατά το διάστημα αυτό, ούτε και μπορεί να αποτελέσει κριτήριο καθορισμού του εν λόγω χρόνου το κατά πόσον η αιτήτρια είχε πλήρη εργασιακό φόρτο.
Υπενθυμίζεται, τέλος, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, ότι σύμφωνα με το άρθρο 8 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999), «Οι δραστηριότητες της διοίκησης προσδιορίζονται και περιορίζονται από το εκάστοτε ισχύον δίκαιο», εν προκειμένω από τις διατάξεις του Νόμου. Και αυτό όφειλαν να πράξουν οι καθ’ ων η αίτηση στην υπό κρίση περίπτωση, κατ’ ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 26 του Νόμου.
Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι στοιχειοθετείται λόγος ακύρωσης, ο οποίος και δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου, εφόσον προκύπτει να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση των καθ’ ων η αίτηση ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και, συνακόλουθα, στη λήψη της επίδικης απόφασης.
Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται, με €1900 έξοδα υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ’ ων η αίτηση, πλέον Φ.Π.Α..
Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο