L. Ε. E. ν. Κ.Δ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 769/2020, 11/2/2025
print
Τίτλος:
L. Ε. E. ν. Κ.Δ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 769/2020, 11/2/2025

 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 

                                         

  Υπόθεση Αρ. 769/2020

                                                   11 Φεβρουαρίου, 2025

 

                                             [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.]

 

                        ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

                                                L. Ε. E.

                                                                                                                      Αιτητής,

v.

 

Κ.Δ. ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

 

                                                                             Καθ' ων η Αίτηση   

 __________________

 

Α. Κουντούρη (κα) για Μ. Χριστοφίδης & Σια Δ.Ε.Π.Ε., δικηγόροι Αιτητή.

Ν. Νικολάου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δικηγόρο των Καθ' ων η αίτηση.

  ___________________

                                                

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ : Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής στρέφεται ενάντια στην απόφαση των Καθ’ων η αίτηση, γνώση της οποίας έλαβε με επιστολή ημερομηνίας 24.06.2020 στις 29.06.2020 και με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του ημερομηνίας 13.08.2018 για απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμει πολιτογράφησης.

 

Ως καταγράφεται στην Ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει αντίστοιχα από τα σχετικά έγγραφα του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα έχουν ως εξής;

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Συρίας, γεννηθείς στις 10.07.1988, ο οποίος αφίχθηκε για πρώτη φορά στην Δημοκρατία στις 15.09.2010 με άδεια εισόδου για να εργαστεί ως Μάγειρας. Έκτοτε, τακτικά, αλλά όχι διαδοχικά, ανανέωνε την άδεια παραμονής και εργασίας του μέχρι και τις 26.07.2019. Την 13.08.2018 υπέβαλε αίτηση για χορήγηση πιστοποιητικού πολιτογράφησης στο αρμόδιο Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης των Καθ' ων η Αίτηση, το αποτέλεσμα εξέτασης της οποίας αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας.

 

Ακολούθως της υποβολής της αιτήσεως, το αρμόδιο τμήμα των Καθ' ων η Αίτηση ενημερώθηκε γραπτώς από τον τελευταίο εργοδότη του Αιτητή ότι, ενώ αυτός είχε αποδεχθεί και υπογράψει το έγγραφο αποδέσμευσης από τον εργοδότη του με ημερομηνία 30.04.2019 προκειμένου να εξεύρει άλλον εργοδότη, παρά τη πάροδο μηνών, αυτό δεν πραγματοποιήθηκε. Αποτέλεσμα του γραπτού παραπόνου εκ μέρους του εργοδότη ημερομηνίας 3.06.2019, ήταν να διαπιστωθεί ότι ο Αιτητής διέμενε παράνομα στο έδαφος της Κ.Δ. και κατ’ επέκταση το όνομα του να περιληφθεί στη «Λίστα Αναζητούμενων Προσώπων» της Αστυνομίας.

Επιπρόσθετα, στο σχετικό φάκελο, ως σημειώνει και η αρμόδια Λειτουργός του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, βάση της «Εισήγησης» της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής είχε συμπληρώσει, μέχρι και την υποβολή της αιτήσεως του, συνολικά 3 μήνες και 16 ημέρες παράνομης παραμονής στο έδαφος της Δημοκρατίας.  Επίσης, σημειώνεται στην εν λόγω «Εισήγηση» ότι, «παρόλο που κατά την υποβολή της αίτησης ο Αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου (ερ.242), υπάρχουν πληροφορίες από την Αστυνομία / ΚΥΠ (ερ.310), που κρίνονται σοβαρές και βαρύνουσες σχετικά με τις δραστηριότητες του Αιτητή. Συγκεκριμένα απασχόλησε την Υπηρεσία (ερ.310).».

 

Η αίτηση του αλλοδαπού για πολιτογράφηση εξετάστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψιν οι απόψεις των εμπλεκόμενων τμημάτων, το περιεχόμενο της προσωπικής συνέντευξης του Αιτητή ημερ. 10.09.2018, τα τυπικά προσόντα παραμονής που απαιτούνται και η έκθεση της αρμόδιας Λειτουργού ημερ. 26.03.2019 η οποία προέβη σε εισήγηση ότι «προκύπτουν στοιχεία σύμφωνα με τα οποία (…) η πολιτογράφηση του προσώπου αυτού δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον και τα συμφέροντα της πολιτείας», αυτή απορρίφθηκε με απόφαση του αρμόδιου Υπουργού ως η επιστολή από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 24.06.2020.

 

Σχετικά παραθέτω και την κατάληξη της Εισήγησης της αρμόδιας Λειτουργού ημερ. 26.03.2019 η οποία ήταν η εξής: «Τονίζεται πως στο πλαίσιο της δέουσας έρευνας τα πιο πάνω τέθηκαν ενώπιον του αιτητή στην προσωπική συνέντευξη που έγινε στις 10/09/18, για να εκφέρει την άποψή του και τους ισχυρισμούς του σε σχέση με αυτά. Ωστόσο, οι επεξηγήσεις και οι ισχυρισμοί που προτάθηκαν εκ μέρους του, όπως καταγράφονται στα ερ. 278 - 271 δεν ήταν επαρκείς για να εξαλείψουν τις αμφιβολίες που δημιουργούνται από τα στοιχεία του φακέλου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν φαίνεται να υπάρχει ουσιαστικός λόγος πολιτογράφησης του εν λόγω προσώπου καθότι κάτι τέτοιο δεν θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον ούτε τα συμφέροντα της πολιτείας και, συνεπώς υποβάλλεται εισήγηση όπως, ασκώντας τη διακριτική εξουσία που σας παρέχει το άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, απορρίψετε την εξεταζόμενη αίτηση για πολιτογράφηση. Το εν λόγω πρόσωπο να ενημερωθεί γραπτώς για την απόφαση και τους λόγους λήψης αυτής, με αναφορά στη δυνατότητα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος. »

 

Τα πιο πάνω στοιχεία και δεδομένα που αφορούν στο πρόσωπο του Αιτητή, οδήγησαν τους Καθ’ ων η αίτηση στη διαπίστωση ότι, αυτός δεν είναι άτομο καλού χαρακτήρα και στην απόρριψη της αίτησης πολιτογράφησης του. Στις 29.06.2020, ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή των Καθ’ ων η αίτηση ημερομηνίας 24.06.2020 για τους λόγους απόρριψης του αιτήματος του και στις 25.08.2020 καταχώρησε στο Διοικητικό Δικαστήριο την υπό κρίση προσφυγή.  

 

Ο Αιτητής, στο δικόγραφο της προσφυγής του προβάλει σειρά από δεκατρείς συνολικά λόγους ακύρωσης, οι οποίοι επαναλαμβάνονται αυτολεξεί και στην αγόρευση της δικηγόρου του Αιτητή. Στην εν λόγω αγόρευση, παραθέτοντας εκτενή αποσπάσματα από τη νομολογία και την νομοθεσία η οποία διέπει την εξέταση αιτήσεων για πολιτογράφηση, η δικηγόρος του Αιτητή ουσιαστικά, αμφισβητεί τη διεξαχθείσα έρευνα εκ μέρους των Καθ’ων η αίτηση, ισχυρίζεται πλάνη περί το νόμο και κυρίως ισχυρίζεται ότι διαπιστώνεται μη επαρκής αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Αντίθετα, η πλευρά της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, αφού καταρχήν σημειώνει, ότι «οι λόγοι ακυρώσεως ως έχουν προβληθεί δεν αναπτύσσονται, τεκμηριώνονται ή στοιχειοθετούνται, πόσον μάλλον ο αιτητής να αποδεικνύει οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης», υποστηρίζει τη νομιμότητα της απόφασης των Καθ’ ων η αίτηση και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και είναι δεόντως αιτιολογημένη. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, τονίζει  τη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού Εσωτερικών να παραχωρεί σε αλλοδαπό, όταν ο τελευταίος κατέχει τα τυπικά προσόντα πολιτογράφησης, πιστοποιητικό πολιτογράφησης ως προβλέπεται από τις πρόνοιες της νομοθεσίας. 

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας τα όσα προβάλλονται εκατέρωθεν και το νομικό πλαίσιο το οποίο διέπει την πολιτογράφηση αλλοδαπού ως πολίτη της Κυπριακής Δημοκρατίας, σημειώνει ότι ο περί Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης Νόμος, (Ν. 141 (Ι)/2002) παρέχει στον Υπουργό Εσωτερικών τη διακριτική εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα για πολιτογράφηση διατηρώντας ωστόσο ευρεία διακριτική ευχέρεια στο συγκεκριμένο ζήτημα, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ. ISSA E.E. ALYATIM ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 33/11, ημερ. 25.10.2016, Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, και επίσης MOJTABA E.G. MEIDAN ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1644/2010, ημερ. 15.10.2013).

 

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη τονιστεί μέσα από τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το ζήτημα της πολιτογράφησης άπτεται των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Δημοκρατίας να επιλέγει τους πολίτες της και επομένως το ακυρωτικό Δικαστήριο δύσκολα επεμβαίνει στην άσκηση τέτοιας εξουσίας (βλ. Tulin Sabahatin Veysel κ.ά ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/2008, ημερ. 6.7.2010 και Boulatnikova v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1082/2005, ημερ. 31.5.2007). Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην Yousife Mohamad v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.α. (2010) 3 Α.Α.Δ. 18, «η πολιτογράφηση είναι μία εξουσία η οποία ανάγεται στην κυρίαρχη φύση του κράτους το οποίο και μπορεί να παραχωρήσει υπηκοότητα σε πρόσωπα τα οποία επιθυμεί με μόνο περιορισμό της την ανάγκη επίδειξης καλής πίστης».  

 

Σχολιάζοντας τη διαπίστωση της δικηγόρου του Αιτητή ότι, ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις που τάσσονται από το νόμο για πολιτογράφηση του Αιτητή,  το Δικαστήριο παραπέμποντας στη πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σημειώνει ότι, το γεγονός πως ο Αιτητής κατέχει και πληροί τα προσόντα που προνοούνται από τη νομοθεσία, δεν συνεπάγεται και αφ' εαυτού δικαίωμα πολιτογράφησης. 

 

Σχετικά, στην υπόθεση Angela Siomina Ήρωα ν. Δημοκρατίας (2005)  3 Α.Α.Δ. 307, λέχθηκαν τα εξής διαφωτιστικά ως προς το υπό εξέταση ζήτημα:

«Το αναφερθέν άρθρο 5(2) του Νόμου δεν παρέχει στον αλλοδαπό δικαίωμα πολιτογράφησης. Του παρέχει το δικαίωμα να αποταθεί για πολιτογράφηση όπου θεωρεί ότι συντρέχουν οι τιθέμενες σ' αυτό προϋποθέσεις. Και παρέχει στον Υπουργό την εξουσία να αποδεχθεί το αίτημα. Οπότε ο Υπουργός «μπορεί να μεριμνήσει» για την πολιτογράφηση αλλοδαπού.  Πρόκειται για κρατική εξουσία η οποία, σε αυτές τις περιπτώσεις, ασκείται νόμιμα εφόσον ασκείται καλόπιστα. Ο ασκών την εξουσία δεν παύει  να ενεργεί καλόπιστα όπου η απόφαση του για τη μη πολιτογράφηση αλλοδαπού στηρίζεται  μόνο σε λογική αμφιβολία και όχι σε ο,τιδήποτε πέραν αυτής.  Εφόσον λοιπόν τηρείται η προϋπόθεση της καλής πίστης, η κρίση της διοίκησης αναγνωρίζεται ως προς τα άλλα να είναι απόλυτη. Το ίδιο όπως και στην περίπτωση εφαρμογής του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 (όπως τροποποιήθηκε).  Ισχύουν κατ' αναλογίαν και εδώ τα όσα ανέφερε ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) στην Amanda Marga v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, στη σελ. 2587, τα οποία επικροτήθηκαν  από την Ολομέλεια στη Moyo & Another v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203 και σε μεταγενέστερη νομολογία.».

 

Ειδικότερα, ως προς το ζήτημα, της δέουσας έρευνας έχω μελετήσει τον διοικητικό φάκελο, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα έγγραφα της σχετικής διαδικασίας, όπως τα έχω καταγράψει στα γεγονότα της υπόθεσης ανωτέρω και θα συμφωνήσω με τα όσα υποστηρίζονται από τη δικηγόρο της Νομικής Υπηρεσίας. Οι Καθ' ων η αίτηση, εντός της διακριτικής ευχέρειας που δίδει ο Νόμος στη διοίκηση, ενήργησαν καλόπιστα και αφού διενήργησαν τη δέουσα έρευνα, εκτίμησαν τα δεδομένα τα οποία αφορούν την περίπτωση του Αιτητή και αιτιολόγησαν την απόφασή τους, ενώ η αιτιολογία εν προκειμένω συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του οικείου διοικητικού φακέλου, συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης της αρμόδιας λειτουργού.

 

Προκύπτει από τα έγγραφα της σχετικής διαδικασίας ότι, στη παρούσα περίπτωση έχει διαπιστωθεί από τους Καθ΄ων η αίτηση πως, ο Αιτητής ήδη πριν την υποβολή της αίτησης του έχει συμπληρώσει παράνομη διαμονή 3 μηνών και 16 ημερών στο έδαφος της Δημοκρατίας. Ακόμα, υπάρχει η διαπίστωση από την αρμόδια λειτουργό της διοίκηση η οποία εξέτασε την αίτηση πως, παρόλο που κατά την υποβολή αυτής ο Αιτητής προσκόμισε πιστοποιητικό λευκού ποινικού μητρώου, εντούτοις, υπάρχουν πληροφορίες από την Αστυνομία / ΚΥΠ που κρίνονται σοβαρές και βαρύνουσες σχετικά με τις δραστηριότητες του Αιτητή ο οποίος και «απασχόλησε την Υπηρεσία (ερ.310)». Ακόμα, ως συνεπεία του γραπτού παραπόνου του τότε εργοδότη του, ο Αιτητής καταχωρήθηκε στον κατάλογο αναζητουμένων από την αστυνομία προσώπων. Τα πιο πάνω στοιχεία του φακέλου, οδήγησαν τους Καθ’ ων η αίτηση στη διαπίστωση ότι, ο Αιτητής δεν είναι άτομο καλού χαρακτήρα, διαπίστωση η οποία και αποτελεί την αιτιολογία για την απορριπτική απόφαση.

 

Επί των πιο πάνω, η ευπαίδευτη δικηγόρος του Αιτητή, παραπονιέται ότι διεξήχθη ανεπαρκής και ελαττωματική έρευνα, παραπέμποντας τόσο στο γραπτό παράπονο του τότε εργοδότη του, όσο και στη διαπίστωση ότι ο Αιτητής είχε απασχολήσει την ΚΥΠ, και ισχυρίζεται ότι δεν προκύπτει ο λόγος που το πρόσωπο αυτό έχει διαπιστωθεί ότι  δεν είναι άτομο καλού χαρακτήρα.

 

Όπως είναι γνωστό, το αναθεωρητικό δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στη κρίση της διοίκησης, ούτε μπορεί να υποκαταστήσει τη κρίση της αρμόδιας αρχής με τη δική του, αλλά οπωσδήποτε το Δικαστήριο απαιτείται να εξετάσει κατά πόσο υπάρχει αιτιολογία της επίδικης απόφασης. 

 

Σύμφωνα με το σύγγραμμα του Δρ. Κώστα Παρασκευά «Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο Γενικό Μέρος» Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 272:

«Ο δικαστικός έλεγχος της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης περιορίζεται στην εξέταση νομικών συλλογισμών και στην τήρηση νομικών ορίων. Στις περιπτώσεις που η διοίκηση με νομοθετική εξουσιοδότηση προβαίνει στην επιλογή μιας από τις περισσότερες εξίσου νόμιμες λύσεις, το δικαστήριο δεν μπορεί να ελέγξει την επιλογή καθ’ εαυτήν, χωρίς να στερεί τη διακριτική ευχέρεια του αντικειμένου της.

Έργο του δικαστή, δεν είναι να υποκαταστήσει αλλά απλώς να ελέγξει την κρίση της διοίκησης. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι οι αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης πηγάζουν κατεξοχήν μέσα από αποφάσεις του ελληνικού Συμβουλίου της Επικράτειας και που αποτελούν γενικές αρχές του ελληνικού Διοικητικού Δικαίου και έχουν τύχει εφαρμογής σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το ακυρωτικό δικαστήριο δεν προβαίνει σε επανεκτίμηση των γεγονότων, ούτε υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης για να εξετάσει την ορθότητα της. Υπό κρίση είναι μόνο η νομιμότητα της απόφασης και η διαπίστωση του κατά πόσο το διοικητικό όργανο ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.

Σύμφωνα με την πάγια θέση της κυπριακής νομολογίας το διοικητικό δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην απόφαση ενός διοικητικού οργάνου υποκαθιστώντας την με δική του διακριτική ευχέρεια εκτός αν η επίδικη απόφαση δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία. Το δικαστήριο επεμβαίνει μόνο (α) όταν η διακριτική ευχέρεια έχει ασκηθεί με τρόπο πλημμελή, για παράδειγμα όταν η επίδικη απόφαση δεν μπορεί να στηριχθεί από την αιτιολογία της ή σε περίπτωση που ουσιαστικοί παράγοντες δεν είχαν ληφθεί υπόψη (β) όταν η απόφαση λήφθηκε κάτω από πλάνη περί τα πράγματα ή το νόμο».

 

Εν προκειμένω, οι Καθ’ ων η αίτηση μέσα στα πλαίσια του δικαιώματος κάθε κυρίαρχου κράτους να επιλέγει τους πολίτες του, πέραν από τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος, εξετάζει το δημόσιο συμφέρον και συνεκτιμά όλα τα ενώπιον του στοιχεία, για να κρίνει αν εξυπηρετούνται τα συμφέροντα της πολιτείας, αφού, ως έχει αναφερθεί, δεν επαρκεί μόνο να συντρέχουν οι τυπικές προϋποθέσεις του Νόμου. Στη παρούσα, υπήρξε διερεύνηση λόγων που αφορούν στη δημόσια τάξη και τη νόμιμη συμπεριφορά εκ μέρους του Αιτητή, με αποτέλεσμα το αρμόδιο όργανο να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι δεν είναι προς το συμφέρον της Κυπριακής Δημοκρατίας να καταστεί πολίτης αυτής ο Αιτητής.  Συνεπώς διαπιστώνω ότι, ορθά οι Καθ’ ων η Αίτηση κατέληξαν στην απόρριψη της αίτησης του Αιτητή να αποκτήσει την κυπριακή υπηκοότητα (βλ. Θεοδωρίδου ν. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 146, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου Κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).

 

Ερευνώντας τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου, διαπιστώνω ότι εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση διεξήχθη η δέουσα έρευνα και η συγκεκριμένη αίτηση εξετάστηκε στα πλαίσια της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ενώ συνακόλουθα αυτής εκδόθηκε αιτιολογημένη απόφαση.

 

Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, καταλήγω ότι, στην παρούσα υπόθεση, ουδείς εκ των προβαλλόμενων από τον Αιτητή λόγων ακύρωσης μπορεί να επιτύχει.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα 1600 Ευρώ υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.                                                               

 

 Λ. Ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΔΔΔ.                               


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο