Ι. Σ. κ.α. ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 846/2020 και 539/2021, 28/2/2025
print
Τίτλος:
Ι. Σ. κ.α. ν. ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 846/2020 και 539/2021, 28/2/2025

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ                                 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 846/2020 και 539/2021)

 

 28 Φεβρουαρίου 2025

[ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Πρόεδρος]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

(Υπόθεση Αρ. 846/2020)

                          Ι. Σ.                                                                                             Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

          ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

 

Καθ’ ης  η Αίτηση

                                                                  

(Υπόθεση Αρ. 539/2021)

              

                         Σ. Α.                                                                                                            Αιτητής

                                                  ΚΑΙ

                ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ

 

                               Καθ’ ης  η Αίτηση                  

                                                                                              

Ρ. Πασιουρτίδου (κα) και Κ. Αμβροσίου (κα), για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 846/2020

Θ. Κουσπή (κα), για Αιτητή στην Προσφυγή αρ. 539/2021

Α. Χρίστου (κα), για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για Καθ’ ης η Αίτηση

Ν. Πελεκάνου (κα), για Πύργου Βάκης Δ.Ε.Π.Ε., για Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 στην Προσφυγή Αρ. 846/2020

Ν. Κλεάνθους (κα), για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης, για Ενδιαφερόμενο Μέρος 3 και στις δυο Προσφυγές

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.: Με τις υπό εξέταση, συνεκδικαζόμενες προσφυγές, προσβάλλεται η νομιμότητα και εγκυρότητα της απόφασης της καθ’ ης η αίτηση, Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου («η Αρχή»), η οποία γνωστοποιήθηκε στους αιτητές στις 8.7.2020 και με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη («Ε.Μ.») 1. Α. Τ., 2. Μ. Α., 3. Α. Κ. και 4. Σ. Χ. στη θέση Ανώτερου Τεχνικού-Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία), Κλίμακα Α9, Επιχειρηματική Μονάδα Δικτύων, Διεύθυνση Διανομής, στη Διεύθυνση Διανομής Περιφερειακού Γραφείου Λευκωσίας-Κερύνειας-Μόρφου («η επίδικη θέση»), από 1.8.2020, αντί και/ή στη θέση των αιτητών.

 

Σημειώνεται ότι αρχικά οι δυο προσφυγές στρέφονταν κατά της προαγωγής και άλλων προσώπων στην επίδικη θέση, αλλά στην πορεία, οι συνήγοροι των αιτητών περιόρισαν την εμβέλεια των προσφυγών τους μόνο κατά των προαναφερθέντων τεσσάρων Ε.Μ., αποσύροντάς τες ως προς τους υπόλοιπους. Ειδικότερα, η προσφυγή αρ. 846/2020 στρέφεται κατά της απόφασης προαγωγής και των τεσσάρων προαναφερθέντων Ε.Μ., ενώ η προσφυγή αρ. 539/2021 μόνο κατά της προαγωγής του Ε.Μ. 3.

 

Η διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων ανάγεται στο έτος 2019. Συγκεκριμένα, στις 24.5.2019, κυκλοφόρησε στο προσωπικό της Αρχής, σχετική Γνωστοποίηση Κενών Θέσεων, μεταξύ των οποίων ήσαν και πέντε κενές θέσεις Ανώτερου Τεχνικού - Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία), Κλίμακα Α9, Επιχειρηματική Μονάδα Δικτύων, Διεύθυνση Διανομής, στη Διεύθυνση Διανομής Περιφερειακού Γραφείου Λευκωσίας-Κερύνειας-Μόρφου. Για τις επίδικες θέσεις, ανταποκρίθηκαν, μεταξύ άλλων, οι αιτητές και τα Ε.Μ..

 

Το θέμα τέθηκε αρχικά ενώπιον της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού («η Επιτροπή Επιλογής»), στη συνεδρία της, ημερομηνίας 22.11.2019. Η Επιτροπή Επιλογής, κατόπιν εξέτασης, διαμόρφωσε την εισήγησή της για προαγωγή οκτώ υποψηφίων, την οποία υπέβαλε στη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή της Αρχής για θέματα Προσωπικού («η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή»). Στην εν λόγω εισήγηση, περιλαμβάνονταν τα τέσσερα Ε.Μ., όχι όμως και οι αιτητές.

 

Ακολούθως, η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή επιλήφθηκε του θέματος στη συνεδρία της, ημερομηνίας 9.6.2020, κατά την οποία αποφάσισε να συστήσει στην Αρχή, την προαγωγή πέντε υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και των τεσσάρων Ε.Μ.. Στην εν λόγω συνεδρία παρέστη και ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής («ο Γενικός Διευθυντής»), ο οποίος σύστησε πέντε υποψηφίους, μεταξύ  των οποίων και τα τέσσερα Ε.Μ..

 

Εν συνεχεία, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, στη συνεδρία του ημερομηνίας 7.7.2020, αποφάσισε την προαγωγή των πέντε συστηθέντων, μεταξύ των οποίων και των τεσσάρων Ε.Μ., στις επίδικες θέσεις, από 1.8.2020. Στην εν λόγω συνεδρία παρευρέθηκε και ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος, ως αναφέρεται στο σχετικό πρακτικό, «[.] υιοθέτησε τη σύσταση του και επανέλαβε τα όσα ήδη εξέφρασε ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής».

 

Τα Ε.Μ. αποδέχθηκαν την προαγωγή τους, ενώ οι αιτητές, οι οποίοι έλαβαν γνώση της πιο πάνω απόφασης στις 8.7.2020, μέσω σχετικής γνωστοποίησης στο προσωπικό της Αρχής, καταχώρησαν τις υπό κρίση προσφυγές κατά της πιο πάνω απόφασης.

 

Η προσφυγή αρ. 846/2020 καταχωρήθηκε στις 11.8.2020, ενώ, ας σημειωθεί, ότι η προσφυγή αρ. 539/2021 προέκυψε μετά από διάταγμα διαχωρισμού, ημερομηνίας 18.5.2021, δυνάμει του οποίου και θεωρείται ως εμπροθέσμως καταχωρηθείσα, παρόλο που αυτή καταχωρήθηκε την 31.5.2021. Αυτό βεβαίως επέφερε πρόσθετη καθυστέρηση στην εκδίκαση των παρουσών, των οποίων η συνεκδίκαση διατάχθηκε αργότερα, στις 5.7.2022.

 

Στην προμετωπίδα των λόγων ακύρωσης που προωθούνται με την προσφυγή αρ. 846/2020, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση ως προς την αρχαιότητα των Ε.Μ., η οποία και επέδρασε ουσιωδώς στην τελική κρίση και επιλογή τους για προαγωγή στις επίδικες θέσεις. Και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, καθότι πεπλανημένα η καθ’ ης η αίτηση θεώρησε ότι η αρχαιότητα των Ε.Μ. υπολογίζεται από την ημερομηνία διορισμού τους στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης και όχι από την ημερομηνία που αυτοί ξεκίνησαν να εργάζονται στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία).

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη επί του θέματος υπήρξε η θέση των συνηγόρων της καθ’ ης η αίτηση επί του συγκεκριμένου ζητήματος, για το οποίο γίνεται εκτενής αναφορά πιο κάτω και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα της επίδικης διαφοράς μεταξύ του αιτητή της προσφυγής αρ. 846/2020 και της καθ’ ης η αίτηση και των Ε.Μ..

 

Περαιτέρω, και σε άμεση συνάρτηση με τα πιο πάνω, η πλευρά του αιτητή προβάλλει ότι η καθ’ ης η αίτηση υπό πλάνη αγνόησε πλήρως την υπεροχή του αιτητή σε πείρα, η οποία απορρέει από τη σημαντική υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι των Ε.Μ., στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία). Με αποτέλεσμα να πάσχει και γι’ αυτό το λόγο, η τελική επιλογή των Ε.Μ..

 

Έτερος προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης που προωθείται, έγκειται στον ισχυρισμό ότι η καθ’ ης η αίτηση δεν αξιολόγησε ουσιαστικά και/ή δεν έλαβε υπόψη της τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα που διέθετε ο αιτητής.

 

Ως εκ των πιο πάνω, οι συνήγοροι του αιτητή εγείρουν ως αυτοτελείς λόγους ακύρωσης και ισχυρισμούς περί μη διενέργειας της δέουσας έρευνας, μη δέουσας και/ή ανεπαρκούς αιτιολογίας της επίδικης απόφασης, αλλά και κακής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας της καθ’ ης η αίτηση.

 

Τέλος, η πλευρά του αιτητή βάλλει και κατά του κύρους της δοθείσας υπό του Γενικού Διευθυντή σύστασης, η οποία, κατά το σχετικό ισχυρισμό, είναι πεπλανημένη, δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και δεν έχει λάβει υπόψη της ουσιώδη στοιχεία κρίσης αναφορικά με την υπηρεσιακή εικόνα των υποψηφίων.

 

Όσον αφορά στην προσφυγή αρ. 539/2021, η οποία στρέφεται μόνον κατά της απόφασης προαγωγής του Ε.Μ. 3, στον πυρήνα της επιχειρηματολογίας της συνηγόρου του αιτητή, βρίσκεται ο ισχυρισμός ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή, ως συγκρουόμενη με το περιεχόμενο των οικείων διοικητικών φακέλων, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την εσφαλμένη αξιολόγηση της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας των υποψηφίων. Κατά το σχετικό ισχυρισμό, η πάσχουσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή επιδρά στο κύρος και τη νομιμότητα τόσο της εισήγησης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, όσο και της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, εφόσον τόσο η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθέτησαν την εν λόγω σύσταση, η οποία ωστόσο παραγνώρισε την υπεροχή του αιτητή σε αξία και προσόντα έναντι του Ε.Μ. και, εν πάση περιπτώσει, δεν αντανακλά την πραγματική υπηρεσιακή εικόνα των δυο διαδίκων.

 

Περαιτέρω, η κα Κουσπή προωθεί τον ισχυρισμό περί πάσχουσας σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η οποία είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη και το αποτέλεσμα πλημμελούς έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα, ενώ, επιπρόσθετα, προβάλλει ότι και η τελική απόφαση πάσχει ως προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και αντίκειται στις αρχές που ισχύουν αναφορικά με την πλήρωση θέσεων προαγωγής, καθώς και στους περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς (Κ.Δ.Π. 291/86), ως αυτοί ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο («οι Κανονισμοί»).

 

Τέλος, ως αυτοτελής λόγος ακύρωσης προωθείται από την ευπαίδευτη συνήγορο του αιτητή και ο ισχυρισμός ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη και/ή μη επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

 

Η πλευρά της καθ’ ης η αίτηση αντιτείνει ότι ενήργησε νόμιμα και καλόπιστα, μέσα στα πλαίσια της ορθής ενάσκησης των εξουσιών της και της διακριτικής της ευχέρειας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των Κανονισμών και των αρχών του Διοικητικού Δικαίου. Η δε προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε καθόλα νόμιμη, πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής. Αντίθετα, η καθ’ ης η αίτηση, προβαίνοντας σε δέουσα έρευνα, εφάρμοσε τα καθιερωμένα και θεσμοθετημένα κριτήρια επιλογής των καταλληλότερων υποψηφίου και η επίδικη απόφαση λήφθηκε με καθόλα νόμιμη διαδικασία, κατ’ ίση μεταχείριση και χωρίς να παραβιάζεται οποιαδήποτε αρχή του Διοικητικού Δικαίου.

 

Τις ίδιες θέσεις εκφράζουν εν πολλοίς και οι συνήγοροι για τα Ε.Μ., οι οποίες υπεραμύνονται της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία, ως αναφέρουν, υπήρξε ορθή και νόμιμη και εν πάση περιπτώσει εύλογα επιτρεπτή, προϊόν μιας καθόλα νόμιμης διαδικασίας και ορθής ενάσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Αρχής, πλήρως και/ή δεόντως αιτιολογημένη και ουδεμία πλάνη εμφιλοχώρησε κατά τη λήψη αυτής.

 

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τα οποία αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση των εκατέρωθεν θέσεων, είτε υπέρ είτε κατά της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

Θα ξεκινήσω με το λόγο ακύρωσης που προτάσσουν οι συνήγοροι του αιτητή στην προσφυγή αρ. 846/2020 και ο οποίος, ως έχει ήδη λεχθεί, αποτελεί τον πυρήνα της επίδικης διαφοράς στη συγκεκριμένη προσφυγή.

 

Ισχυρίζεται ο αιτητής ότι εμφιλοχώρησε ουσιώδης πλάνη στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση ως προς την αρχαιότητα των Ε.Μ., η οποία και επέδρασε ουσιωδώς στην τελική κρίση και επιλογή τους για προαγωγή στις επίδικες θέσεις. Και τούτο, κατά τη σχετική εισήγηση, καθότι πεπλανημένα η καθ’ ης η αίτηση θεώρησε ότι η αρχαιότητα των Ε.Μ. υπολογίζεται από την ημερομηνία διορισμού τους στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης, θέση στην οποία υπηρετούσαν αμέσως προηγουμένως, και όχι από την ημερομηνία που αυτοί ξεκίνησαν να εργάζονται στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία). Με αναφορά σε διατάξεις των Κανονισμών, η πλευρά του αιτητή προβάλλει ότι, τουλάχιστον για τους σκοπούς της επίδικης προαγωγικής διαδικασίας, η αρχαιότητα των Ε.Μ. δεν θα έπρεπε να υπολογίζεται με βάση την ημερομηνία διορισμού τους στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης, αλλά από την ημέρα που αυτοί «διορίστηκαν μέσω αναδιοργάνωσης στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογίας)». Κατά τη σχετική εισήγηση, η τοποθέτηση των Ε.Μ. σε θέση άλλην από αυτήν που κατείχαν, ήτοι στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογίας), συνιστά ουσιαστικά διορισμό στην εν λόγω θέση, της οποίας τα καθήκοντα, οι ευθύνες αλλά και η μισθολογική κλίμακα είναι διαφορετικά από τα αντίστοιχα της θέσης Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης στην οποία υπηρετούσαν μέχρι τις 30.3.2007. Εφόσον δε τα Ε.Μ. διορίστηκαν σε μια νέα θέση, ήτοι στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), είναι εμφανές ότι αυτοί υστερούν σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή, ο οποίος διορίστηκε στην εν λόγω θέση την 1.2.2002, ενώ τα Ε.Μ. κατά το έτος 2007.

 

Εκ διαμέτρου αντίθετη επί των πιο πάνω είναι η θέση της καθ’ ης η αίτηση και των Ε.Μ., των οποίων η βασική εισήγηση είναι ότι εν προκειμένω, δεν επρόκειτο για διορισμό, αλλά για αναδιοργάνωση, η οποία δεν επηρεάζει επ’ ουδενί το καθεστώς αρχαιότητας των υπαλλήλων. Με την αναδιοργάνωση Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού της Αρχής, η θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης που κατείχαν τα Ε.Μ., ομαδοποιήθηκε με τη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία). Πρόθεση δε της Αρχής ήταν η απλή μετονομασία της θέσης και όχι η μεταβολή των έννομων αποτελεσμάτων που θα επέφερε η μετονομασία. Ως εκ τούτου, κατά το σχετικό ισχυρισμό, τα Ε.Μ. υπερέχουν καταφανώς σε αρχαιότητα έναντι του αιτητή. Προς υποστήριξη της θέσης αυτής, γίνεται αναφορά σε σχετική νομολογία, αλλά και σε διατάξεις των Κανονισμών και του σχεδίου υπηρεσίας της επίδικης θέσης.

 

Εν πρώτοις, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου τεθέντων, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι, πράγματι, το όλο ζήτημα χρήζει αποσαφήνισης από την ίδια την Αρχή, εφόσον δεν προκύπτει με την απαιτούμενη σαφήνεια το σημείο εκκίνησης του υπολογισμού της αρχαιότητας υπαλλήλου της Αρχής, ο οποίος διορίστηκε στην Αρχή σε συγκεκριμένη θέση και στη συνέχεια, λόγω μεταβολής συνεπεία αναδιοργάνωσης, επήλθε μετονομασία της θέσης αυτής. Όπως συμβαίνει και στην υπό κρίση υπόθεση αναφορικά με τις περιπτώσεις της υπηρεσίας των Ε.Μ. στην Αρχή, οι οποίοι υπηρετούσαν ως Εξεταστές Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης και στη συνέχεια, από 30.3.2007, ως Τεχνικοί (Ηλεκτρολογία) λόγω αναδιοργάνωσης. Το όλο θέμα δεν είναι ξεκάθαρο και δεν είναι τυχαίο που οι δυο πλευρές, προς υποστήριξη των δικών της θέσεων η κάθε μια, αναλώθηκαν εν εκτάσει σε επιχειρήματα μέχρι σημείου να παραθέσει η κάθε πλευρά δικό της πίνακα με αρχαιότητα των διαδίκων (αιτητή και Ε.Μ), ερμηνεύοντας κατά το δοκούν το σχετικό ζήτημα. Στη δημιουργία αυτού του ασαφούς σκηνικού και της αχρείαστης πολυπλοκότητας, συντείνουν εν μέρει οι διατάξεις των Κανονισμών, αλλά ενίοτε και οι ενέργειες της ίδιας της καθ’ ης η αίτηση οι οποίες δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν αντιφατικές. Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από την επίδικη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής (παρόμοιο εντοπίζεται και στην συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής), όπου, με παραπομπή στον Κανονισμό 25(1) των Κανονισμών, γίνεται αναφορά σε δεύτερο διορισμό συγκεκριμένου υποψηφίου στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), με την αρχαιότητά του στην εν λόγω θέση να εκκινεί από το σημείο του εν λόγω δεύτερου διορισμού (η υπογράμμιση έχει προστεθεί):

 

«Στο σημείο αυτό, το Διοικητικό Συμβούλιο, έλαβε σοβαρά υπόψη του, το περιεχόμενο της επιστολής του Π. Σ., ο οποίος είναι ένας από τους υποψηφίους που αποτάθηκε για προαγωγή, ημερομηνίας 19 Νοεμβρίου 2019, όπως τέθηκε ενώπιον του. [.]

     

Με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, το Διοικητικό Συμβούλιο παρατήρησε ότι, ο Π. Σ., προσλήφθηκε στην Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (στο εξής "η Αρχή"), την 1η Οκτωβρίου 1991 στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ας Τάξεως, Κλίμακα Α2-Α5, στο Επαρχιακό Γραφείο Πάφου. Ακολούθως, την 1 Μαρτίου 2001, έτυχε δεύτερου διορισμού και διορίστηκε στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), Κλίμακα Α2-Α5-Α7-Α8, στο Γραφείο Περιφέρειας Λεμεσού-Πάφου, θέση από την οποία αιτείται προαγωγή στην κρινόμενη θέση.

 

Το Διοικητικό Συμβούλιο, με βάση όλα τα πιο πάνω ενώπιον του στοιχεία παρατήρησε ότι, εάν ο Π. Σ., εξακολουθούσε να κατέχει θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ας Τάξεως, η οποία ας σημειωθεί, ακολούθως μετονομάστηκε σε Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων και η οποία, με την αναδιοργάνωση Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού, ομαδοποιήθηκε με τη θέση του Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), θέση την οποία κατέχει ο εν λόγω υποψήφιος σήμερα, θα υπερείχε σε αρχαιότητα στην Αρχή έναντι όλων των υποψηφίων, για την κρινόμενη θέση. Εντούτοις όμως, ενόψει των προνοιών του Κανονισμού 25(1) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, ο οποίος αναφέρει ότι "Η αρχαιότης μεταξύ υπαλλήλων κατεχόντων την αυτήν θέσιν, κρίνεται βάσει της ημερομηνίας της ισχύος του διορισμού ή της προαγωγής εις την συγκεκριμένην θέσιν", το Διοικητικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι, ο εν λόγω υποψήφιος, έχει τοποθετηθεί στον κατάλογο χρώματος λευκού, με βάση την ημερομηνία του δεύτερου διορισμού του, δηλαδή στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία).».

 

Τα πιο πάνω, τα οποία επικαλέστηκε η πλευρά του αιτητή προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας της, υποστηρίζουν τη θέση ότι εν προκειμένω υπήρξε διορισμός στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία) και ότι η αρχαιότητα αρχίζει να μετρά από τη μέρα που τα Ε.Μ. διορίστηκαν στη θέση αυτή.

 

Από την άλλη όμως, διαπιστώνω από το παράρτημα 5 της ένστασης (έκθεση με τα στοιχεία και την ανέλιξη του αιτητή και των Ε.Μ.), ότι πουθενά σε αυτά δεν γίνεται αναφορά σε διορισμό των Ε.Μ. στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), όπως αντίθετα συμβαίνει με τον αιτητή (όπου ρητά καταγράφεται ότι διορίστηκε στη θέση αυτή την 1.2.2002), αλλά αναφέρεται ότι τα Ε.Μ. εργάζονται στην εν λόγω θέση από 30.3.2007, μετά από αναδιοργάνωση. Επιπρόσθετα δε, στα φύλλα αξιολόγησης των Ε.Μ. για τα έτη 2014-2018 (επίσης παράρτημα 5 της ένστασης) αναφέρεται από την ίδια την Αρχή (για κάθε Ε.Μ.), ότι τα Ε.Μ.  υπηρετούν «στην παρούσα θέση», ήτοι αυτήν του Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), από 1.9.1991 (για Ε.Μ. 1 και 2) και από 1.2.1996 (για Ε.Μ. 3 και 4).

 

Συνεπώς, με βάση τα αμέσως πιο πάνω, προκύπτει ότι τα Ε.Μ. δεν διορίστηκαν στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), αλλά ξεκίνησαν να υπηρετούν στην εν λόγω θέση συνεπεία αναδιοργάνωσης, η οποία επέφερε ομαδοποίηση της θέσης Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης, που κατείχαν τα Ε.Μ., με τη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία).

 

Είναι ξεκάθαρο ότι η ερμηνευτική προσέγγιση του όλου θέματος άπτεται και της ερμηνείας όχι μόνο των διατάξεων των Κανονισμών, αλλά και όρων και/ή εννοιών και/ή του ιδίου του περιεχομένου του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που και οι δυο πλευρές, προς επίρρωση της επιχειρηματολογίας τους, κατέφυγαν και σε παραπομπές στις πρόνοιες των Κανονισμών και του οικείου σχεδίου υπηρεσίας.

 

Ωστόσο, όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η ερμηνεία και εφαρμογή του σχεδίου υπηρεσίας, ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα του διορίζοντος διοικητικού οργάνου, με τη δικαστική παρέμβαση κατά την άσκηση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, να δικαιολογείται μόνον όταν η ερμηνεία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή υπό τις περιστάσεις ή το διορίζον όργανο έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Ανδρέας Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 100/2020, ημερ. 19.2.2025, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας Ε.Δ.Δ. 61/2020, ημερ. 24.1.2025, Γρουτίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 169/2014 ημερ. 1.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:C493, Σουρουλλά ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 74/2013 ημερ. 10.10.2019, Μαππή ν. Δημοκρατίας  (2017) 3 (Β) Α.Α.Δ. 862, 869).

 

Λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω, θα πρέπει εξ’ αρχής να τονιστεί ότι αυτό το ζήτημα όφειλε η ίδια η Αρχή να το είχε ξεκαθαρίσει κατά τρόπον που να μην επιδέχεται πολλαπλής ερμηνείας και θα πρέπει η ίδια η Αρχή να το διευκρινίσει και/ή ξεκαθαρίσει προς αποφυγήν παρομοίων καταστάσεων στο μέλλον που μόνο αβεβαιότητα και αχρείαστη πολυπλοκότητα προκαλούν. Παρομοίως, και τα έννομα αποτελέσματα που επεδίωξε να επιφέρει η Αρχή με την αναδιοργάνωση και για τα οποία προνόησε στο σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης, αποτελούν ζητήματα που επαφίονται στην κρίση της Διοίκησης.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων, θα προχωρήσω στο παρόν στάδιο και για τους σκοπούς της παρούσας, να αποφασίσω επί του συγκεκριμένου ζητήματος, έχοντας ως αφετηρία το γεγονός ότι στα φύλλα αξιολόγησης των Ε.Μ. για τα έτη 2014-2018 (παράρτημα 5 της ένστασης) αναφέρεται από την ίδια την Αρχή (για κάθε Ε.Μ.), ότι τα Ε.Μ. υπηρετούν «στην παρούσα θέση», ήτοι αυτήν του Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), από 1.9.1991 (για Ε.Μ. 1 και 2) και από 1.2.1996 (για Ε.Μ. 3 και 4). Συνεπώς, η ίδια η Αρχή, παρά την μη ξεκάθαρη θέση της επί του θέματος, φαίνεται μέσα από την ακολουθηθείσα πρακτική αξιολόγησης των τελευταίων χρόνων, ότι συνειδητά θεωρεί ότι η υπηρεσία και, συνακόλουθα, η αρχαιότητα στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία) άρχεται από την ημερομηνία διορισμού στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης. Επιπρόσθετα, από πουθενά στα εν λόγω φύλλα αξιολόγησης ή/και στα στοιχεία αναφορικά με την ανέλιξη των Ε.Μ. δεν προκύπτει και/ή δεν γίνεται αναφορά σε νέο διορισμό ή/και αυτοτελή διορισμό των Ε.Μ. στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία) μετά τον προαναφερθέντα πρώτο διορισμό τους στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης, παρά μόνον ρητά αναγράφεται η λέξη «Αναδιοργάνωση», με αποτέλεσμα να συνάγεται ότι και η ίδια η Αρχή θεωρεί ότι τα Ε.Μ. υπηρετούν στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), κατόπιν της προαναφερθείσας αναδιοργάνωσης και όχι ως αποτέλεσμα νέου διορισμού, οπότε και, πράγματι, θα ίσχυαν και/ή εφαρμόζονταν όλα όσα προβάλλει η πλευρά του αιτητή επί του θέματος.  

 

Υπέρ της πιο πάνω προσέγγισης συνηγορεί και η διάταξη του Κανονισμού 25(5) των Κανονισμών, σύμφωνα με την οποία (η υπογράμμιση έχει προστεθεί)-

 

«Η αρχαιότης υπαλλήλων κατεχόντων την αυτήν θέσιν, ο μισθός και η ονομασία της οποίας ήλλαξαν συνεπεία αναθεωρήσεως μισθών ή αναδιοργανώσεως, κρίνεται συμφώνως προς την αμέσως προ της τοιαύτης αναθεωρήσεως ή αναδιοργανώσεως αρχαιότητα των υπαλλήλων.».

 

Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των πιο πάνω και κατ’ εφαρμογήν της πιο πάνω διάταξης, προκύπτει ότι η αρχαιότητα των Ε.Μ. αρχίζει να μετρά από τα έτη 1991 και 1996, ως ανωτέρω, και όχι από το 2007, όταν και έγινε η αναδιοργάνωση, η οποία και δεν επηρέασε την αρχαιότητα των Ε.Μ.: η τελευταία υπολογίζεται σύμφωνα με την, αμέσως πριν από την αναδιοργάνωση, αρχαιότητα των υπαλλήλων.

 

Περαιτέρω, και από το προεκτεθέν απόσπασμα της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου, προκύπτει ότι η υπηρεσία των Ε.Μ. στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία) από 30.3.2007, δεν ήταν αποτέλεσμα διορισμού αλλά ομαδοποίησης της θέσης στην οποία υπηρετούσαν μέχρι τότε, ήτοι της θέσης Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ας Τάξεως, η οποία, με την αναδιοργάνωση του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού της Αρχής, ομαδοποιήθηκε με τη θέση του Τεχνικού (Ηλεκτρολογία). Αυτό αναφέρεται ρητά στο πρακτικό τόσο της συνεδρίας λήψης της επίδικης απόφασης, όσο και της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής.

 

Επιπρόσθετα, υπέρ της συγκεκριμένης ερμηνευτικής προσέγγισης και δη ως προς το ανεπηρέαστο του καθεστώτος αρχαιότητας σε περιπτώσεις αναδιοργάνωσης, συνηγορεί και η ημεδαπή νομολογία, η οποία επιβεβαίωσε κατ’ επανάληψη ότι η αρχαιότητα δεν μεταβάλλεται ως αποτέλεσμα αναδιοργάνωσης.

 

Συγκεκριμένα, στην Αντώνης Μυλωνάς κ.α. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 2195/2006 και 142/2007, ημερ. 7.5.2008, λέχθηκε ότι «Η κατάληψη μιας θέσης από υπάλληλο είτε με προαγωγή είτε ως αποτέλεσμα αναδιοργάνωσης παράγει τις ίδιες συνέπειες αναφορικά με την αρχαιότητα η οποία δεν διαταράσσεται ένεκα του τρόπου κατάληψης της θέσης.».

 

Αργότερα, στην Μαρία Μιτσίδου κ.α. ν. ΕΔΥ, Υποθ. Αρ. 899/2012, ημερ. 28.7.2015, ECLI:CY:AD:2015:D545, λέχθηκε ότι-

 

«Η μετονομασία και ακολούθως η αντικατάσταση της θέσης του Γραφέα 1ης και 2ης Τάξης, σε «Γραφέα» και στη συνέχεια σε «Βοηθό Γραμματειακό Λειτουργό», δε διαφοροποιεί τα δεδομένα στην παρούσα περίπτωση, εφόσον και πάλι το καθεστώς αρχαιότητας αμέσως πριν από την εκάστοτε αναδιοργάνωση, παρέμενε αμετάβλητο, με αναφορά στον αρχικό διορισμό της 8.11.1985 και, συνακόλουθα, στην ηλικιακή  αρχαιότητα.».

 

Τέλος, στην Άννα Κυρατζιή Κτωρίδου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1172/2013, ημερ. 14.2.2017, αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Το γεγονός δε ότι η ένταξη της αιτήτριας στην Κλίμακα Α7 συμπίπτει με την ημερομηνία της αναδιοργάνωσης (16/2/1996), δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα,  αφού η αρχαιότητα στη βάση του άρθρου 49(5), κρίνεται σύμφωνα με την αμέσως πριν την αναδιοργάνωση αρχαιότητα, κατά την οποία η αιτήτρια δεν είχε ακόμη ενταχθεί στην Κλίμακα Α7.».

 

Συνεπώς, με βάση όλα τα πιο πάνω, κρίνω ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής της ευχέρειας η κρίση της καθ’ ης η αίτηση αναφορικά με την αρχαιότητα των Ε.Μ., η οποία αρχαιότητα εν προκειμένω υπολογίστηκε από την ημερομηνία διορισμού των Ε.Μ. στη θέση Εξεταστή Εγκαταστάσεων 2ης Τάξης.

Με αυτό δε ως δεδομένο, η υπεροχή των Ε.Μ. έναντι του αιτητή στο κριτήριο της αρχαιότητας είναι εμφανής, αρχαιότητα η οποία ανάγεται, όσον αφορά στα Ε.Μ. 1 και 2, στο έτος 1991 και όσον αφορά στα Ε.Μ. 3 και 4, στο έτος 1996, ενώ ο αιτητής διορίστηκε στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία) την 1.2.2002.

 

Δεν εντοπίζω πλάνη στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση επί του ζητήματος.

 

Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακύρωσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Περαιτέρω, λόγω της πιο πάνω κατάληξης και ως εκ της άρρηκτης διασύνδεσής τους με τον συγκεκριμένο προβαλλόμενο λόγο ακύρωσης, κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται και οι λόγοι ακύρωσης που έγκεινται στους ισχυρισμούς του αιτητή περί πλάνης της καθ’ ης η αίτηση όσον αφορά στην υπεροχή του αιτητή σε πείρα, η οποία, κατά τη σχετική εισήγηση, απορρέει από τη σημαντική υπεροχή του σε αρχαιότητα έναντι των Ε.Μ. στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία). Αντίθετα, όπως έχει καταδειχθεί, είναι τα Ε.Μ. που υπερέχουν έναντι του αιτητή στο κριτήριο της αρχαιότητας, με αποτέλεσμα να υπερέχουν και στην εξ’ αυτής της αρχαιότητας απορρέουσα πείρα. Επιπρόσθετα δε, στο ίδιο το σχέδιο υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπεται, στη ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1, ότι «Για σκοπούς εφαρμογής της παραγράφου ΙΙΙ(1) θα συνυπολογίζεται και η υπηρεσία στις προηγούμενες θέσεις Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων και Καταγραφέα Διαβιβάσεων, οι οποίες έχουν μετονομαστεί σε Τεχνικό (Ηλεκτρολογία) [.]». Στη δε παράγραφο ΙΙΙ(1), προβλέπεται ως απαιτούμενο προσόν για την επίδικη θέση η τουλάχιστον 14ετής υπηρεσία στην Αρχή στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία). Συνεπώς, και παρόλο που δια της εν λόγω πρόνοιας δεν καθορίζεται άνευ ετέρου και η αρχαιότητα ενός υποψηφίου, είναι πρόδηλο ότι η πρόνοια αυτή επιδρά ουσιωδώς στον καθορισμό της πείρας των υποψηφίων.

 

Τα όσα αναφέρονται πιο κάτω, αφορούν σε λόγους ακύρωσης που προωθούνται και στις δυο προσφυγές.

 

Αποτελεί βασικό εγειρόμενο λόγο ακύρωσης, ότι πάσχει η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ως μη συνάδουσα με τα στοιχεία των φακέλων, αναιτιολόγητη, πεπλανημένη και ως το προϊόν μη δέουσας έρευνας. Αυτή δε η πάσχουσα, κατά τους αιτητές, σύσταση, επέδρασε καταλυτικά και/ή ουσιωδώς τόσο στην υποβληθείσα σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, αλλά και στην τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, η οποία και θα πρέπει να ακυρωθεί, εφόσον στηρίχθηκε σε ελαττωματική σύσταση.

 

Ο Γενικός Διευθυντής παρέστη αρχικά στη συνεδρία της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, ημερομηνίας 9.6.2020 και, αφού προέβη σε αξιολόγηση των υποψηφίων με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, ως αυτά εξάγονται από τους προσωπικούς τους φακέλους, τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τα φύλλα αξιολόγησης, με έμφαση στα έτη 2014-2018, σύστησε για προαγωγή τα τέσσερα Ε.Μ. και ακόμα έναν υποψήφιο. Κρίνεται σκόπιμη η παράθεση του ακόλουθου αποσπάσματος από την εν λόγω σύσταση:

 

«O Α. Τ., έχει προσληφθεί στην Αρχή, την ίδια ημέρα και συγκεκριμένα από την 1η Οκτωβρίου 1991, με τους Χ. Λ. και Β. Κ. Χ., εντούτοις όμως παρατηρώ ότι Α. Τ. προηγουμένως και συγκεκριμένα από την 1η  Σεπτεμβρίου 1991, κατείχε θέση Εργάτη.

 

Εν κατακλείδι, η αρχαιότητα τόσο του Α. Τ. όσο και των Χ. Λ. και Β. Κ. Χ. στην ημερομηνία διορισμού τους στη θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία), είναι ίδιες.

 

Βάσει όμως του Κανονισμού 25(7) των περί Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1986, ο Α. Τ. υπερέχει οριακά σε αρχαιότητα στην Υπηρεσία έναντι των δύο πιο πάνω υποψηφίων λόγω προηγούμενου διορισμού του στην ΑΗΚ.

 

Συγκρίνοντας τον Μ. Α. με τους Χ. Λ. και Θ. Κ. Χ., παρατηρώ ότι, έχουν προσληφθεί στην Αρχή την ίδια ημέρα, ενώ ο Μ. Α., υπερέχει ηλικιακά έναντι τους.

 

Ως προς τη γενική αξία, όπως προκύπτει από τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης κατά τα έτη 2014-2018, παρατηρώ ότι οι Α. Τ., Μ. Α., Π. Κ. Τ. και Σ. Χ., είτε είναι ισοδύναμοι σε αξία με τους υπόλοιπους υποψηφίους, είτε υπερτερούν έναντι τους καθότι έχουν εξασφαλίσει καλύτερη συνολική βαθμολογία κατά τα έτη αυτά. Ειδικότερα, οι συστηθέντες, έχουν εξασφαλίσει συνολικά καλύτερη βαθμολογία έναντι των Λ. Μ., Α. Σ., Σ. Β. και Π. Χ..

 

Σε ότι αφορά τον Α. Κ., παρατηρώ ότι κατά τα προαναφερθέντα έτη, έχει εξασφαλίσει συνολικά την ίδια βαθμολογία με τον Λ. Μ., ενώ υπερέχει έναντι των Α. Σ., Σ. Β. και Π. Χ.. Η ισοβαθμία αυτή, που έχει o Α. Κ. με τον Λ. Μ., όπως την έχω επισημάνει, δεν αλλοιώνει τη σύσταση μου, διότι, με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία, παρατηρώ ότι o Α. Κ. υπερέχει σε αρχαιότητα στην Αρχή, έναντι του Λ. Μ., σε ότι αφορά στην ημερομηνία διορισμού τους στην Αρχή, σε θέση Τεχνικού (Ηλεκτρολογία). Παράλληλα, παρατηρώ ότι, ο Α. Κ., προσλήφθηκε αρχικά στην Αρχή, την 1η Νοεμβρίου 1991, σε θέση Εργάτη και την 1η Δεκεμβρίου 1993, έτυχε δεύτερου διορισμού στη θέση Εργάτη/Οδηγού.

 

Επιπλέον, με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία παρατηρώ ότι, o Π. Κ. Τ. κατέχει επιπρόσθετα των απαιτούμενων από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντων, το πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν BEng Electronic and Electrical Engineering του University of Surrey, o Σ. Χ. κατέχει επιπρόσθετα το ακαδημαϊκό προσόν BSc in Electrical Engineering από το Frederick University, ενώ o Α. Κ. κατέχει Techncian Certificate in Engineering, Technician Certificate in Electrical and Electronic Engineering Theory και Engineering Fundamentals 2 του City and Guilds of London Institute.

 

Τα πιο πάνω προσόντα, αν και δεν προνοούνται ρητά από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης, εντούτοις είναι συναφή με τα καθήκοντα της θέσης και τους προσέδωσα τη δέουσα βαρύτητα.

 

Αναφέρω επίσης ότι έλαβα υπόψη μου όλα τα πρόσθετα προσόντα που διαθέτουν οι υπόλοιποι προσοντούχοι υποψήφιοι, όπως παρουσιάζονται στους προσωπικούς τους φακέλους, τα οποία αν και δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας εντούτοις τους έδωσα τη δέουσα βαρύτητα.

Καταλήγοντας στη σύσταση μου, δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου τους υποψήφιους Σ. Π. Η. και Γ. Π. Γ., που αποτάθηκαν για μετάθεση, αλλά θεωρώ ότι στην κρινόμενη περίπτωση, οι θέσεις θα πρέπει να πληρωθούν με προαγωγή αντί με μετάθεση.».

 

Ακολούθως, στην επίδικη συνεδρία του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, όπως ρητά αναγράφεται στο σχετικό πρακτικό, ο Γενικός Διευθυντής υιοθέτησε την εν λόγω σύσταση και επανέλαβε τα όσα είχε ήδη εκφράσει ενώπιον της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Αυτή δε η σύσταση, σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά, λήφθηκε υπόψη τόσον από τη Συμβουλευτική Υπεπιτροπή, όσο και από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής.

 

Είναι σημαντικό να τονιστεί εξ’ αρχής ότι, σύμφωνα με τον Κανονισμό 23(2) των Κανονισμών, οι προαγωγές των υπαλλήλων της Α.Η.Κ., αποφασίζονται «βάσει της πείρας, της αξίας, της ικανότητος, της αρχαιότητος παρά τη Αρχή, των προσόντων εν συσχετισμώ προς το εκάστοτε ισχύον δια την θέσιν σχέδιον υπηρεσίας και της εν τη υπηρεσία επιδόσεως εκάστου υποψηφίου. Νοείται ότι η σειρά εν τη οποία τα κριτήρια ταύτα αναφέρονται ανωτέρω, ουδόλως καθορίζει ή υποδηλοί ιεράρχησιν, αξιολόγησιν ή υπερτέραν βαρύτητα οιουδήποτε των ως άνω κριτηρίων έναντι ετέρου.».

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο (4) του ιδίου Κανονισμού, για σκοπούς επιλογής των πλέον κατάλληλων για προαγωγή σε θέση ως η επίδικη, λαμβάνονται υπόψη και οι συστάσεις του Γενικού Διευθυντή, της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, καθώς και οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων.

 

Εν προκειμένω, συγκριτική αντιπαραβολή της εικόνας των υποψηφίων στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, αποκαλύπτει τα εξής:

 

Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 846/2020 διορίστηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση την 1.2.2002 και η βαθμολογημένη αξία του, σύμφωνα με τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τα έτη 2014-2018, είναι 36Α και 9Β+.

 

Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 539/2021, διορίστηκε στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέση την 1.5.1999 και η βαθμολογημένη αξία του, σύμφωνα με τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τα έτη 2014-2018, είναι 35Α και 10Β+.

 

Το Ε.Μ. 1 διορίστηκε την 1.10.1991 και η βαθμολογημένη αξία του, σύμφωνα με τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τα έτη 2014-2018, είναι 36Α και 9Β+.

 

Το Ε.Μ. 2 επίσης διορίστηκε την 1.10.1991 και η βαθμολογημένη αξία του για τα έτη 2014-2018, είναι 36Α και 9Β+.

 

Το Ε.Μ. 3 διορίστηκε την 1.2.1996 και η βαθμολογημένη αξία του, σύμφωνα με τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τα έτη 2014-2018, είναι 33Α και 12Β+.

 

Το Ε.Μ. 4 επίσης διορίστηκε την 1.2.1996 και η βαθμολογημένη αξία του, σύμφωνα με τις εμπιστευτικές εκθέσεις για τα έτη 2014-2018, είναι 36Α και 9Β+.

 

Ως προς τα προσόντα, παρατηρείται ότι, πέραν των υπό του οικείου σχεδίου υπηρεσίας απαιτούμενων, πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν κατέχει ο αιτητής Σ. (Δίπλωμα Mechanical Engineering του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Α.Τ.Ι.)), ο αιτητής Α. (BSc in Electrical Engineering από το Frederick University), όπως και το Ε.Μ. 4 (BSc in Electrical Engineering, επίσης από το Frederick University). Βεβαίως, τα εν λόγω προσόντα δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αναφέρονται ως πλεονέκτημα ή ως πρόσθετο προσόν, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να δοθεί σε αυτά υπερβολική και/ή καθοριστική βαρύτητα, κατά τρόπο που να θέτει τους λοιπούς υποψηφίους σε δυσμενή θέση. Όπως είναι νομολογημένο, πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επαφίεται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει αποφεύγοντας από τη μια να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά αποφεύγοντας από την άλλη η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Σε αυτά τα πλαίσια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων (Γιαννάκης Κολώνας κ.α. ν. Δημοκρατίας, ΕΔΔ 94/2016 κ.α. ημερ. 26.7.2023, Πούρος κ.α. ν. Χατζηστεφάνου κ.α. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι κάποιοι εκ των υποψηφίων φαίνεται να διαθέτουν και πιστοποιητικά παρακολούθησης και/ή συμμετοχής σε εκπαιδευτικά προγράμματα και σε αποστολές του εξωτερικού. Ωστόσο, τα προσόντα αυτά δεν συνιστούν ακαδημαϊκά προσόντα, ήτοι πτυχία και μεταπτυχιακά, περιλαμβανομένων των διδακτορικών, τα οποία και μόνον, κατά τη νομολογία, λογίζονται ότι έχουν ουσιαστική σημασία για σκοπούς συστάθμισης και αξιολόγησης (Έλενα Παπαθεοδότου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 832/2011, ημερ. 30.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D588, Σταύρος Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 783/2002, ημερ. 19.4.2004, Γιαννάκης Καναράς v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1509/2008, ημερ. 26.10.2010, Παναγιώτης Πουργουρίδης v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1386/2007, ημερ. 23.12.2008, Γεώργιος Ταλιώτης v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1317/2010, ημερ. 26.1.2012).

 

Με βάση τα πιο πάνω, η προεκτεθείσα, συμφώνως του Κανονισμού 23(4) των Κανονισμών δοθείσα, σύσταση του Γενικού Διευθυντή, η οποία δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη, κρίνεται ως εύλογα επιτρεπτή και εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Είναι νομολογημένο ότι η σύσταση εξετάζεται σε συσχετισμό με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων, στη βάση των θεσμοθετημένων κριτηρίων, ούτως ώστε η αιτιολογία της να προκύπτει μέσα από ό,τι αποτυπώνεται σε αυτούς (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695). Η σύσταση του Διευθυντή πρέπει να εναρμονίζεται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη (Δημήτριος Χατζηκωστή ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 72/2017, ημερ. 14.11.2023, Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161), η δε εκτίμηση του Διευθυντή για την απόδοση των υποψηφίων, αποτελεί βοήθημα για τη μόρφωση κρίσης από το διοικητικό όργανο, εν προκειμένω την Αρχή (Χατζηκωστή, ανωτέρω, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου κ.α. (2006) 3 Α.Α.Δ. 265).

 

Εν προκειμένω, στο κριτήριο της αξίας, όπως αυτή προκύπτει μέσα από τις εμπιστευτικές εκθέσεις των ετών 2014-2018, οι αιτητές και τα Ε.Μ. είναι περίπου ισοδύναμοι. Ειδικότερα, ο αιτητής Σ. είναι ισοδύναμος με τα Ε.Μ. 1, 2 και 4, ενώ υπερέχει κατά 3 Α του Ε.Μ. 3. Ο δε αιτητής Α., ο οποίος βάλλει μόνον κατά της προαγωγής του Ε.Μ. 3, υπερέχει έναντι αυτού κατά 2 Α. Έχω την άποψη ότι αυτές οι διαφορές στην βαθμολογημένη αξία είναι οριακές και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να προσδώσουν υπεροχή σε αξία στους αιτητές. Αντίθετα, αναδεικνύουν υποψήφιους ουσιαστικά ισοδύναμους σε αξία (βλ. Αττά κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 112/2008, ημερ. 29.11.2012, Νίκη Πυθαρά-Παπαλλή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1334/2011, ημερ. 10.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:D89 και τις αποφάσεις του παρόντος Δικαστηρίου στην Κυπριανίδης ν. Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού, Υποθ. Αρ. 916/2018, ημερ. 30.10.2020 και Οικονομίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1691/2017, ημερ. 28.9.2020).

 

Ως προς την αρχαιότητα, με βάση και τα όσα έχουν λεχθεί στο πλαίσιο εξέτασης του πρώτου λόγου ακύρωσης στην προσφυγή αρ. 846/2020, η υπεροχή των Ε.Μ. έναντι των αιτητών είναι εμφανής: τα τέσσερα Ε.Μ. υπερέχουν εμφανώς του αιτητή Σ. στην αμέσως προηγούμενη της επίδικης θέσης, εφόσον αυτοί διορίστηκαν την 1.10.1991 (Ε.Μ. 1 και 2) και 1.2.1996 (Ε.Μ. 3 και 4), αντίστοιχα, ενώ ο αιτητής Σ. την 1.2.2002. Όσον αφορά τον αιτητή Α., αυτός υστερεί σε αρχαιότητα έναντι του Ε.Μ.3, εφόσον αυτός διορίστηκε την 1.5.1999.

 

Ως εκ των πιο πάνω, τα Ε.Μ. υπερέχουν έναντι των αιτητών και σε πείρα, η οποία, ως απορρέουσα από την αρχαιότητα, την τονίζει, προσθέτοντας στην αξία (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, Ταλιώτη, ανωτέρω), λαμβάνεται δε υπόψη από το διοικητικό όργανο ως προσθέτουσα στην αξία, εφόσον είναι σχετική και ανάγεται σε καθήκοντα που ο υποψήφιος επιτελούσε στην, αμέσως προηγούμενη της επίδικης, θέση (Περικλέους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2/2014, ημερ. 13.1.2020, ECLI:CY:AD:2020:C15, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3Α Α.Α.Δ. 213).

 

Τέλος, είναι γνωστή η νομολογία αναφορικά με τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία δεν απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αναφέρονται ως πλεονέκτημα ή ως πρόσθετο προσόν, όπως συμβαίνει εν προκειμένω: πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Επαφίεται στο διορίζον όργανο να τα αξιολογήσει και σταθμίσει αποφεύγοντας από τη μια να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά αποφεύγοντας από την άλλη η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Παρομοίως, και στην υπό εξέταση περίπτωση, δεν θα μπορούσε να  δοθεί στα πρόσθετα προσόντα που διαθέτουν οι αιτητές και κάποιοι εκ των Ε.Μ., υπερβολική και/ή καθοριστική βαρύτητα, κατά τρόπο που να θέτει τους λοιπούς υποψηφίους σε δυσμενή θέση.

 

Ενόψει των πιο πάνω, κρίνω ότι η δοθείσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και βρίσκεται εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, ως δε έγκυρη, νόμιμη και εύλογα επιτρεπτή, σαφώς και προσθέτει στην αξία των υποψηφίων, ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 141/2019, ημερ. 9.10.2024, Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663).

 

Αυτήν δε τη σύσταση, έλαβε στη συνέχεια υπόψη του το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, όπως και τις συστάσεις της Επιτροπής Επιλογής και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, σύμφωνα και με τα όσα ο Κανονισμός 23(4) των Κανονισμών επιτάσσει.

 

Ως εκ των πιο πάνω, και δεδομένων των όσων λήφθηκαν υπόψη για την διαμόρφωση της επίδικης απόφασης, περιλαμβανομένης και της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, κρίνω ότι και η τελική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της καθ’ ης η αίτηση υπήρξε υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή, εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας, αλλά και εντός των παραμέτρων που έχει θέσει η σχετική επί του θέματος νομολογία.

 

Όπως έχει λεχθεί, και οι δυο αιτητές, υστερούν σε αρχαιότητα έναντι των Ε.Μ., αλλά και σε συνακόλουθη πείρα, η οποία, ως απορρέουσα από την αρχαιότητα, την τονίζει, προσθέτοντας στην αξία (Ζωδιάτης, ανωτέρω, Ταλιώτη, ανωτέρω), λαμβάνεται δε αυτή υπόψη από το διοικητικό όργανο ως προσθέτουσα στην αξία, εφόσον είναι σχετική και ανάγεται σε καθήκοντα που ο υποψήφιος επιτελούσε στην, αμέσως προηγούμενη της επίδικης (Περικλέους, ανωτέρω).

 

Ειδικότερα δε όσον αφορά στην αρχαιότητα, και παρόλο που, ούτως ή άλλως, σύμφωνα με τον προεκτεθέντα Κανονισμό 23(2) των Κανονισμών, για προαγωγή υπαλλήλου στην Αρχή, δεν υπάρχει ιεράρχηση των θεσμοθετημένων κριτηρίων επιλογής, η ημεδαπή νομολογία αναγνωρίζει ότι η αρχαιότητα, ως ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο παράκαμψης ακόμη και πλεονεκτήματος όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα περίπου ίσοι σε αξία (Αναστασία Βιολάρη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 162/2010, ημερ. 11.4.2017, Δώρα Ζήνωνος Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.61/2010, ημερ. 11.5.2015).

 

Ως προς την βαθμολογημένη αξία των διαδίκων, έχει ήδη λεχθεί ότι αυτοί παρουσιάζονται ισοδύναμοι, χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις. Η δε δοθείσα σύσταση του Γενικού Διευθυντή, αλλά και η προηγηθείσα σύσταση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής υπέρ των Ε.Μ., για τις οποίες ο ίδιος ο Κανονισμός 23 των Κανονισμών επιτάσσει όπως λαμβάνονται υπόψη κατά την διαδικασία αξιολόγησης των υπαλλήλων, σαφώς και προσθέτουν στην αξία τους και θέτει αυτούς σε υπέρτερη θέση έναντι των αιτητών: κατά πάγια νομολογία, η σύσταση επαυξάνει και/ή προσθέτει στην αξία ενός υποψηφίου ως ανεξάρτητος και αυτοτελής δείκτης (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, Ροζάννα-Αμφιτρίτη Κούτσιου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 168/10, ημερ. 10.9.2015, Παντελής Λοϊζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 3 Α.Α.Δ. 663). Η σύσταση αποτελεί, ως εκ της ιδιαίτερης γνώσης του Διευθυντή, για την καταλληλότητα των υποψηφίων να ανταποκριθούν στα καθήκοντα της θέσης, επαυξητικό παράγοντα της αξίας τους (βλ. και Ευριδίκη Λάμπρου ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 141/2019, ημερ. 9.10.2024).

 

Περαιτέρω, ούτε ως προς τα προσόντα, ζήτημα για το οποίο επιχειρηματολόγησαν εν εκτάσει οι συνήγοροι των διαδίκων, προκύπτει να έχει εμφιλοχωρήσει πλάνη στην κρίση της καθ’ ης η αίτηση. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, επαφίεται στο διορίζον όργανο να αξιολογήσει και σταθμίσει πρόσθετα προσόντα που δεν προβλέπονται από το σχέδιο υπηρεσίας, αλλά είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης, αποφεύγοντας από την μια να δώσει σε αυτά υπερβολική βαρύτητα, αλλά αποφεύγοντας από την άλλη η σημασία που θα τους αποδώσει να είναι εντελώς οριακή. Σε αυτά τα πλαίσια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων (Κολώνας, ανωτέρω, Πούρος, ανωτέρω, Ζωδιάτης, ανωτέρω).

 

Πράγματι οι αιτητές, σε αντίθεση με τα Ε.Μ. 1, 2 και 3, διαθέτουν πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν (ο αιτητής Σ. Δίπλωμα Mechanical Engineering του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου (Α.Τ.Ι.) και ο αιτητής Α. (BSc in Electrical Engineering από το Frederick University), το οποίο είναι σχετικό με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και στο οποίο, όπως ρητά αναφέρεται από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, σύμφωνα με το πρακτικό της επίδικης συνεδρίας, αλλά και από τον Γενικό Διευθυντή κατά τη διατύπωση της σύστασής του, δόθηκε η ανάλογη βαρύτητα. Ωστόσο, δεδομένης της προεκτεθείσας συνολικής συγκριτικής εικόνας αιτητών και Ε.Μ., θεωρώ ότι η υπό των αιτητών κατοχή αυτού του συγκεκριμένου προσόντος, το οποίο ούτε απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας, ούτε και αναφέρεται ως πλεονέκτημα, δεν μπορεί από μόνη της να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ τους. Αυτό, βεβαίως, δεν συνεπάγεται ότι η καθ' ης η αίτηση δεν έλαβε υπόψη και δεν αξιολόγησε τα πρόσθετα προσόντα των αιτητών. Στην Μαρία Παπά ν. Ανδρέας Φραντζής, Α.Ε. 91/2014, ημερ. 25.2.2021, ECLI:CY:AD:2021:C62, λέχθηκαν συναφώς τα εξής:

 

«Ως προς τα προσόντα των μερών, όπως προκύπτει από το σκεπτικό της απόφασης της ΕΔΥ, πιο πάνω, σημειώθηκε ότι η εφεσείουσα δεν υστερεί του συστηθέντα εφεσίβλητου και καταγράφονται τα πρόσθετα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης προσόντα, χωρίς να γίνεται ρητή αναφορά σε όλα τα προσόντα. Όμως, τα επιπρόσθετα προσόντα του εφεσίβλητου βρίσκονταν ενώπιον της ΕΔΥ και λήφθηκαν «δεόντως υπόψη» (βλ. Κωνσταντίνου κ.ά. ν. Αντωνίου, ΑΕ 124/2014 κ.ά., ημερομηνίας 6.12.2017). Όπως προκύπτει από τη νομολογία «τα επιπρόσθετα προσόντα παραμένουν πρόσθετα ασχέτως του αριθμού τους και είναι λάθος να υπερτονίζεται η κατοχή κάποιων προσόντων από υποψήφιο, αποδίδοντας σ΄ αυτά μεγαλύτερη αξία ή βαρύτητα»  (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2076/2012, ημερομηνίας 22.12.2014, ECLI:CY:AD:2014:D988, Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1039/2010, ημερομηνίας 17.7.2012, και Μάρκου κ.α. ν. Ε.Δ.Υ., Συνεκ. Υποθ. Αρ. 950/2010 κ.ά., ημερομηνίας 22.3.2013). Ως εκ τούτου, η πρωτόδικη απόφαση ότι υπάρχει κάποια υπεροχή του εφεσίβλητου ως προς τα πρόσθετα «προσόντα» σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, ήταν λανθασμένη. Συνακόλουθα, δεν υπήρξε οποιαδήποτε πλάνη εκ μέρους της ΕΔΥ ως προς αυτό το στοιχείο.».

 

Εν προκειμένω, και δεδομένης της συνολικής υπηρεσιακής εικόνας αιτητών και Ε.Μ., δεν εντοπίζω να εκφεύγει των πιο πάνω ορίων η υπό της καθ’ ης η αίτηση αξιολόγηση των πρόσθετων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

             

Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, το διορίζον όργανο, κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου για συγκεκριμένη θέση, δύναται να αποδώσει περισσότερη σπουδαιότητα σε ένα παράγοντα από ό,τι σε άλλον, στο πλαίσιο ενάσκησης της διακριτικής του ευχέρειας (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74, 82, lerides v. Republic (1980) 3 C.L.R. 165, 180, Θέσπις Παντζαρή ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 744/98, ημερ. 26.5.1999, Ανδρέας Χρίστου ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υποθ. Αρ. 134/96, ημερ. 19.3.1997). Πεδίο δε για παρέμβαση του ακυρωτικού Δικαστηρίου παρέχεται μόνον εφόσον προκύπτει ότι η εξουσία ασκήθηκε εκτός της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου και/ή κατά παράβαση των κανόνων της χρηστής διοίκησης. Εν προκειμένω, κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση έδρασε εντός της διακριτικής ευχέρειας και η τελική απόφαση υπήρξε εύλογα επιτρεπτή.

 

Ούτε και εντοπίζεται κενό αιτιολογίας της επίδικης απόφασης. Από τα σχετικά πρακτικά και ειδικά αυτό της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου ημερομηνίας 7.7.2020, όταν και λήφθηκε η επίδικη απόφαση, αλλά και της προηγηθείσα συνεδρίας της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, προκύπτουν με σαφήνεια το σκεπτικό και οι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή των Ε.Μ., έναντι των αιτητών, κατά τρόπο που να καθίσταται εφικτή η διενέργεια του απαιτούμενου δικαστικού ελέγχου (Στέφανος Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά ότι λήφθηκαν υπόψη και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων, οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις και τα φύλλα αξιολόγησής τους, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία τέσσερα χρόνια, τα προσόντα, η αρχαιότητα και η πείρα των υποψηφίων, αλλά και οι συστάσεις του Γενικού Διευθυντή και της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής. Από το πρακτικό της συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής, προκύπτει ευκρινώς το σκεπτικό και η διενέργεια της δικής του, δέουσας έρευνας. Στην απόφασή του, το Διοικητικό Συμβούλιο της καθ’ ης η αίτηση καταγράφει όλα όσα έλαβε υπόψη του προκειμένου να επιλέξει τα Ε.Μ., ενώ προβαίνει και σε συγκριτική αντιπαραβολή των Ε.Μ. με τους άλλους υποψηφίους, περιλαμβανομένων και των αιτητών. Τονίζεται δε στο σημείο αυτό, κι’ επ’ αφορμή σχετικού ισχυρισμού των αιτητών, ότι κατά τη νομολογία, δεν είναι υποχρεωμένο το διορίζον όργανο να αναφερθεί στα πρόσθετα προσόντα εκάστου υποψηφίου με λεπτομέρεια (βλ. Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης ν. Μεταξά (2013) 3 Α.Α.Δ. 341), παρόλο που στην ίδια την επίδικη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου γίνεται ειδική αναφορά στα προσόντα όλων των υποψηφίων, περιλαμβανομένων και των δυο αιτητών και των τεσσάρων Ε.Μ..

 

Ούτε κενό έρευνας εντοπίζεται. Υπενθυμίζεται ότι το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης και η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν προβαίνει σε πρωτογενή αξιολόγηση των στοιχείων των υποψηφίων και ούτε επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου, έστω και αν το ίδιο θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (FIRST ELEMENTS EUROCONSULTANTS LTD ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 34/2012, ημερ. 15.12.2017). Επαρκής θεωρείται η έρευνα που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, 450), η δε έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία επί της έρευνας που θα ακολουθηθεί είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα και ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης (Eurofarm (P. Neophytou) Ltd ν. Δημοκρατίας Α.Ε.142/2015, ημερ. 4.4.2023, ECLI:CY:AD:2023:A121).

 

Εν τέλει, οι θέσεις της ημεδαπής νομολογίας ως προς την τελική και συνολική στάθμιση των δεδομένων σε περιπτώσεις ως η υπό κρίση, είναι αποκρυσταλλωμένες: αυτό που έχει σημασία είναι η ουσιαστική συνεξέταση των στοιχείων κρίσης, με κριτήριο τα ακραία όρια της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου και όχι ένας μηχανιστικός υπολογισμός ή μια αριθμητική συνεξέταση που απολήγει σε επέμβαση στην εύλογη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της Διοίκησης (Σωτήρης Αναστασιάδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. Αρ. 8/16, ημερ. 16.2.2023, ECLI:CY:AD:2023:C56). Είναι εσφαλμένη η προσέγγιση ότι μπορεί στην ουσία να γίνεται μια αριθμητική ή μαθηματική συνεξέταση των στοιχείων, κατά τρόπο που το ένα στοιχείο υπέρ του ενός υποψηφίου, να εξουδετερώνεται από κάποιο άλλο στοιχείο υπέρ του άλλου υποψηφίου. Τέτοια άσκηση αναμφίβολα παραπέμπει σε μηχανιστικό υπολογισμό, από τον οποίο όμως ελλείπει το στοιχείο της διακριτικής ευχέρειας και της καθολικής κρίσης υπό το φως του συνόλου των παραμέτρων (Σωτήρης Κολέττας ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 32/16, ημερ. 20.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:C214, Χρίστος Σολομωνίδης, ανωτέρω). Εκείνο που έχει σημασία, είναι η διαπίστωση πως η Διοίκηση προέβη σε εύλογη και ουσιαστική στάθμιση των δεδομένων, εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν απαιτείται μικροσκοπική εξέταση από το Δικαστήριο, εφόσον το ζητούμενο δεν είναι η υποκατάσταση της Διοίκησης από το Δικαστήριο (Σωτήρης Αναστασιάδης, ανωτέρω).

 

Εν προκειμένω, κρίνω ότι η καθ’ ης η αίτηση έδρασε εντός ορίων της διακριτικής της ευχέρειας και εντός του πλαισίου που τάσσει η σχετική νομοθεσία. Δεν εντοπίζεται ούτε πλάνη, ούτε υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, αλλ’ ούτε, γενικότερα, οποιοσδήποτε λόγος που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου στην ουσιαστική κρίση του αποφασίζοντος οργάνου, το οποίο, ως προκύπτει από τα ενώπιον μου τεθέντα, πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης, εξέτασε όλα τα ενώπιον του στοιχεία.

 

Ενόψει των πιο πάνω, καταλήγω ότι η καθ’ ης η αίτηση ενήργησε εντός των θεσμοθετημένων κριτηρίων προαγωγής και, στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση υπήρξε σύννομη και ορθή και, σε κάθε περίπτωση, εύλογα επιτρεπτή (Θεοκλέους ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κ.α., Αναθεωρ. Έφεση Αρ. 90/2013, ημερ. 26.11.2019, ECLI:CY:AD:2019:C490, Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 7/2011, ημερ. 21.12.2016).

 

Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει εκεί όπου απουσιάζει έκδηλη υπεροχή, ώστε να υποκαταστήσει την κρίση της Διοίκησης με τη δική του, εκτός αν πράγματι προκύπτει μια τέτοια έκδηλη υπεροχή (Μαρία Παπά, ανωτέρω). Επέμβαση του Δικαστηρίου είναι δυνατή μόνον όπου ικανοποιείται από τον αιτητή ότι υπερείχε έκδηλα του υποψηφίου που έχει επιλεγεί. Μόνο σε τέτοια περίπτωση το όργανο που έχει προβεί στην επιλογή, θεωρείται ότι έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας και έχει κάνει κακή χρήση της (Γεώργιος Χωραττάς ν. Δημοκρατίας, Ε.Δ.Δ. 43/2021, ημερ. 19.11.2024, Georghiou v. Republic (1976) 3 CLR 74, Γ.Μ. Παπαχατζή «Σύστημα του Ισχύοντος στην Ελλάδα Διοικητικού Δικαίου», σελ. 729, και Δημοκρατία κ.ά. ν. Παπαχριστοδούλου κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329) Χρίστος Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 901/2010, ημερ. 8.10.2013, ΕΔΥ ν. Παπαχριστοδούλου (2002) 3 Α.Α.Δ. 329). Στην υπό κρίση περίπτωση, η καθ’ ης η αίτηση άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια εντός των ορίων που της παρέχει το οικείο κανονιστικό πλαίσιο και δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη υπεροχή των αιτητών έναντι των Ε.Μ., ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του Δικαστηρίου (Χατζηκωστή, ανωτέρω).

 

Ούτε και διακρίνεται υπέρβαση των ορίων της διακριτικής εξουσίας της καθ’ ης η αίτηση (Χατζηχάννα, ανωτέρω, Σολομωνίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1/17, ημερ. 18.9.2023, ECLI:CY:AD:2023:C286). Συναφώς, τονίζεται ότι ο ακυρωτικός Δικαστής δεν υποκαθιστά την κρίση του αρμόδιου οργάνου με την δική του αναφορικά με την ορθότητα της πράξης (Χατζηκωστή, ανωτέρω). Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης και τη διακρίβωση του κατά πόσον η Διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής της εξουσίας (Κολώνας κ.α., ανωτέρω).

 

Λαμβανομένων υπόψη όλων των πιο πάνω, καταλήγω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακύρωσης και, συνακόλουθα, δεν χωρεί επέμβαση του Δικαστηρίου.

 

Κατά συνέπεια, οι προσφυγές αποτυγχάνουν και απορρίπτονται. Επιδικάζονται €1400 έξοδα, σε κάθε προσφυγή, υπέρ της καθ’ ης η αίτηση και εναντίον εκάστου αιτητή, πλέον Φ.Π.Α.. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται συμφώνως του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

                                                                                                    Φ.ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ, Π.Δ.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο